Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Έρως ανίκατε μάχαν,
Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις,
ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτάς δ’ υπερπόντιος εν τ’ αγρονόμοις αυλαίς·
καί σ’ ούτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς ούθ’ αμερίων σέ γ’ ανθρώπων.
Ο δ’ έχων μέμηνεν.
Σύ καί δικαίων αδίκους φρένας παρασπάς επί λώβα, σύ καί τόδε νείκος ανδρών ξύναιμον έχεις ταράξας·
νικά δ’ εναργής βλεφάρων ίμερος ευλέκτρου νύμφας,
τών μεγάλων πάρεδρος εν αρχαίς θεσμών.
Άμαχος γάρ εμπαίζει θεός, Αφροδίτα.
***
Το γ’ στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, είναι η ομορφότερη ωδή στον έρωτα.
Μια φράση, ωδή στον έρωτα δύο νέων, που είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Από τα πιο δημοφιλή αποσπάσματα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που καταφέρνει να στρέψει το ενδιαφέρον των μαθητών, όπου διδάσκεται.
Σαφώς και μας έλειψε από την παράσταση της «Αντιγόνης» του Ούλριχ Ράσε που παρακολουθήσαμε στην Επίδαυρο.
Σαφώς και μας έλειψε η κομβική παρουσία της Ισμήνης στην ορχήστρα του επιδαύριου θεάτρου.
Πού πήγε άραγε η έμπειρη Κίττυ Παϊτατζόγλου, που το όνομά της είχε ανακοινωθεί για το ρόλο;
Ρητορικό το ερώτημα.
Η Ισμήνη είναι η κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, αδελφή της Αντιγόνης και των διδύμων Ετεοκλή και Πολυνείκη, ανήκει κι αυτή στην τραγική γενιά των Λαβδακιδών.
Όταν ο Κρέοντας, βασιλιάς της Θήβας για δεύτερη φορά, διατάζει την ταφή του Ετεοκλή, αλλά όχι και του Πολυνείκη, η Ισμήνη λυπάται μεν, αλλά δεν έχει τον ηρωισμό ν’ αντισταθεί και με την απραξία της φέρεται να συμφωνεί.
Μάλιστα προσπάθησε ν’ αποτρέψει και την αδελφή της, Αντιγόνη, από την ηρωική της απόφαση να θάψει τον αδελφό τους, αφού κάτι τέτοιο θα την οδηγούσε στον θάνατο.
Πράγματι μετά την ταφή η Αντιγόνη συλλαμβάνεται και τιμωρείται με θάνατο. Μάταια η Ισμήνη προσπάθησε να πείσει τον Κρέοντα να ανακαλέσει την απόφασή του. Έτσι κατέληξε να γίνει μάρτυρας και του θανάτου της Αντιγόνης.
Στην καθημερινή ζωή, όπως και στη θεατρική σκηνή, το μέτρο της αξίας μας αλλά και το μυστικό της επιτυχίας μας δεν είναι αυτό που είμαστε, αλλά αυτό που κάνουμε.
Όλα τα άλλα χαρακτηρίζονται από επίδειξη, ματαιοδοξία και αλαζονεία. Το μόνο που μπορούμε να ‘χουμε στη ζωή μας είναι να είναι η ψυχή μας καθαρή και γεμάτη.
Παρά την απορία και την απογοήτευση που ένιωσα παρακολουθώντας την παράσταση του Ούλριχ Ράσε για αυτές τις ελλείψεις της και για κάποια ακόμη ατοπήματα και παρά τις αρνητικές κριτικές που διάβασα – τόσο πριν όσο και και τις αρνητικές συζητήσεις των οποίων έγινα μάρτυρας μετά την παράσταση – εμένα μου άρεσε.
Τη βρήκα ενδιαφέρουσα πρόταση, σκηνοθετικά και υποκριτικά.
Γιατί;
Άκουσα τον λόγο του Σοφοκλή. Με αυτή την παράξενη ρυθμολογία μεν αλλά μου άρεσε.
Είδα τον Χορό. Ένα Χορό δυνατό, με παρουσία, με πάθος, με αψεγάδιαστο συντονισμό κινήσεων, φωνής και συναισθηματικών μεταπτώσεων, με τους ηθοποιούς να δένουν άμεσα με το ηχητικό και το δημιουργικό υπόβαθρο.
Έτσι υποκλίθηκα στο ταλέντο των μελών του Χορού (Γιώργος Ζιάκας, Δημήτρης Καπουράνης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργης Παρταλίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα, Γιάννης Τσουμαράκης, Στρατής Χατζησταματίου).
Είδα τους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ που προσέδωσαν διαφορετικές ποιότητες στο σταθερό σκηνικό περιβάλλον με τους δύο στύλους της πύλης των Θηβών. Με γοήτευσαν και με θάμπωσαν οι ομόκεντροι αιμάτινοι κύκλοι της, που σχημάτιζαν το περίγραμμα του αίματος στους κόλπους της οικογένειας.
Είδα και θαύμασα τα πανέμορφα κοστούμια του Άγγελου Μέντη που αποτύπωσαν με τις διαφάνειές τους το ερεβώδες στοιχείο του Άδη και του θανάτου.
Είδα την άποψη του σκηνοθέτη και με άγγιξε.
Είδα ερμηνείες εκπληκτικές – αξιοζήλευτες θα τις χαρακτήριζα.
Η μετάφραση του αξέχαστου Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου στην παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, το 2006 στην Επίδαυρο, με είχε εντυπωσιάσει.
Εδώ – με την ίδια μετάφραση – είδα τον χαρακτήρα και το ύφος που επιθυμούσε ο σκηνοθέτης.
Κόπηκαν σκηνές. Διαφωνώ και εγώ γι’ αυτό. Έχουμε όμως δει πολλές φορές στην Επίδαυρο διαδικασίες που είναι αναποτελεσματικές, αμήχανες, ανοργάνωτες ή βασισμένες σε βιαστικές και επιφανειακές λύσεις.
Οι ενέργειες του σκηνοθέτη δεν υποδηλώνουν παραπλανητικό ή τρόπο με τον οποίο κάποιος χειρίζεται μια κατάσταση, προσπαθώντας να κρύψει μια αλήθεια ή να δημιουργήσει μια ψεύτικη εικόνα.
Η διάρκεια δεν με κούρασε. Η έναρξη του έργου προϊδέαζε για μια παράσταση μακρόσυρτη, αργή, παρατεταμένη. Στην πορεία όμως αυτό το παιχνίδι τρόπων και ρυθμών του σκηνοθέτη με κέρδισε. Λίγες στιγμές ένιωσα πως το έργο τραβούσε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν.
Ο Κρέων
Ο Ράσε θέλησε να εστιάσει στον Κρέοντα. Στον ηγέτη που ήταν καταδικασμένος να καλύπτει τα κενά της εξουσίας.
Ο Κρέοντας, ήταν γιος του Μενοικέα, σύζυγος της Ευρυδίκης και πατέρας δύο αγοριών, του Αίμονα, του Μενοικέα, και δύο κοριτσιών, της Μεγάρας, που θα γίνει αργότερα η πρώτη σύζυγος του Ηρακλή, και μιας άλλης που δεν παραδίδεται το όνομά της και η οποία θα γίνει σύζυγος του Ιφικλή, του δίδυμου αδελφού του Ηρακλή.
Τρεις φορές ανέβηκε στον θρόνο των Θηβών, μία μετά τον θάνατο του Λάιου, μία μετά την απομάκρυνση του Οιδίποδα από τη Θήβα και μέχρι να ενηλικιωθούν τα αγόρια του και μία μετά τον αλληλοσκοτωμό των νόμιμων διαδόχων του θρόνου, γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.
Η ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο σε περιόδους κρίσης και ακυβερνησίας για τη Θήβα ήταν φυσικό, καθώς ήταν ο αδελφός της βασίλισσας Ιοκάστης.
Όταν ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμα που έθετε η Σφίγγα σε όσους πήγαιναν να μπουν ή να βγουν από τη Θήβα, και αφού η πόλη είχε θρηνήσει πολλά θύματα, ένα από τα οποία, σύμφωνα με μια εκδοχή, ήταν και ο Αίμονας, ο γιος του Κρέοντα, παραχώρησε την εξουσία στον λύτη του αινίγματος όπως το είχε διακηρύξει.
Μετά την αποκάλυψη της αιμομεικτικής σχέσης του Οιδίποδα με τη μητέρα του και βασίλισσα των Θηβών, ο Οιδίποδας εξορίστηκε, σύμφωνα με χρησμό που πήρε ο απεσταλμένος του στο μαντείο των Δελφών Κρέοντας και τη θέση του ανέλαβε πάλι εκείνος, και ως αδελφός της βασίλισσας και πιο κοντινός συγγενής και ως κηδεμόνας των ανήλικων διαδόχων.
Ο Κρέων είναι η φωνή της λογικής, των συμβιβαστικών λύσεων. Στην «Αντιγόνη», αυτό το βαθιά πολιτικό έργο του Σοφοκλή για τη διαφορά ατόμου – πολίτη, τα όρια της προσωπικής βούλησης μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, αλλά και την ταυτότητα μιας λειτουργικής δημοκρατίας, ο Ούλριχ Ράσε εξελίσσει την ανατρεπτική σκηνική του γλώσσα.
Αντιμέτωπος με τις συνέπειες ενός εμφυλίου, ο Κρέων διατάζει να μην ταφεί ο Πολυνείκης, εφόσον ηγήθηκε της εξέγερσης εναντίον της Θήβας. Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει την πεποίθησή του ότι η αφοσίωση στο κράτος είναι ύψιστης σημασίας και η προδοσία πρέπει να τιμωρείται αυστηρά, ώστε να διατηρείται η κοινωνική σταθερότητα.
Οι πράξεις του μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένες, αν τις δει κανείς υπό το πρίσμα της πραγματιστικής διακυβέρνησης και της ανάγκης διατήρησης της πολιτειακής τάξης.
Πού βρίσκονται, όμως, τα όρια ανάμεσα στην ηθική ευθύνη και την πολιτική εξουσία; Πώς εξασφαλίζεται άραγε η διαρκής δημοκρατία;
Η δημοκρατία, μια ιδέα εύπλαστη, που διαμόρφωσε τον ρου της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Υπάρχει, άραγε, ένας τρόπος να ανέβει η αρχαία τραγωδία ή αρχαία κωμωδία – θα πρόσθετα εγώ – ή οποιοδήποτε άλλο θεατρικό έργο; Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να διαβάσουμε και να ερμηνεύσουμε τα έργα;
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή διδάσκεται επί δεκαετίες στα λύκεια, καθιστώντας την ίσως το ευρύτερα γνωστό έργο της αρχαίας δραματουργίας.
Ποια είναι, λοιπόν, η επικρατέστερη αντίληψη για το έργο και τους ήρωές του;
Τι μαθαίναμε στο σχολείο και τι βλέπουμε στις παραστάσεις;
Ότι η Αντιγόνη είναι η ηρωική μορφή που τα βάζει με τον απολυταρχικό, άδικο και σκληρό Κρέοντα και αποφασίζει να θάψει μόνη της τον νεκρό της αδελφό. Γνωρίζει ότι ο νόμος ορίζει τη θανάτωσή της, αλλά αυτή τον αψηφά για χάρη της οικογένειάς της. Μήπως, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται;
Σήμερα, που τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν μετατρέψει την ατομική και συλλογική ιστορία σε θέαμα, το θέατρο παραμένει ο προνομιούχος χώρος της υποκειμενικότητας.
Η παράσταση της «Αντιγόνης» που παρακολουθήσαμε μάς επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε στον ιδιωτικό κόσμο ατόμων παγιδευμένων στις προσωπικές τους μανίες: μιας ομάδας ανθρώπων που μοιράζονται τις εμμονές τους.
Μυθολογικοί ήρωες, όμοιοι με τρελαμένα παιδιά, φιγούρες – σύμβολα, γεμάτα τραύματα. Κάθε φορά που διεισδύουμε στα μύχια της ψυχής αυτών των χαρακτήρων, βρίσκουμε κομμάτια του εαυτού μας.
Η τραγωδία του Σοφοκλή αποτελεί μια άσκηση συνεχούς κριτικής αναζήτησης, διατηρώντας πάντοτε την αξία του λόγου ως κύρια έκφραση ενός μαχητικού και αφοσιωμένου θεάτρου. Εξερευνά τα απροσμέτρητα βάθη ενός ερωτήματος τόσο ζωντανού, όσο η ίδια η ζωή: Τι μπορεί να κάνει μια αποφασισμένη γυναίκα;
Η δημοκρατία είναι πρωτίστως ένας τρόπος του κοινωνικού ζην, μιας από κοινού μεταδιδόμενης εμπειρίας.
Η «Αντιγόνη» δεν γράφτηκε για να τη θρηνήσουμε. Αυτή η Αντιγόνη παραστάθηκε για μια ζωντανή ηρωίδα που εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας. Για τον ποιητή Σοφοκλή που είχε τη δύναμη να μιλά, όταν μιλούσε, απλά, βαθιά κι ελληνικά.
Εύγε στους ηθοποιούς και σε όλους τους συντελεστές!
***
Η «Αντιγόνη» από τον Ούλριχ Ράσε με την Κόρα Καρβούνη στην Επίδαυρο σε παγκόσμια πρεμιέρα