Η Άννα Αχμάτοβα (А́нна Андре́евна Ахма́това, ψευδώνυμο της Άννας Αντρέγιεβνα Γκόρενκο, 23 Ιουνίου 1889 – 5 Μαρτίου 1966) ήταν Ρωσίδα ποιήτρια, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της «Αργυρής Εποχής» στην ποίηση της Ρωσίας. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Άννας Αχμάτοβα «Το Απόβραδο» Вечер (Vetcher) εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Μάρτιο του 1912, ενώ η δεύτερη συλλογή της «Ροζάριο» Чётки (Tchetki) δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι συλλογές αυτές είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία.
Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι» Белая стая (Bielaia staia, 1917), «Αγριοβότανο» Подорожник (Podorojnik, 1921) και «Σωτήριον έτος» (Anno domini, 1922).
Ο προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν και όχι πάντοτε εμφανής, είχαν αποκλείσει την πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935, η Αχμάτοβα είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση και εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, ενώ συγχρόνως αφιέρωνε το χρόνο της στη λογοτεχνική έρευνα και στη μελέτη του έργου του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις και οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της έκαναν την Αχμάτοβα να ολισθήσει σε μια αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή «Ρέκβιεμ» (1935 – 1940), η οποία όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύεται «Το διάβα του χρόνου» Бег времени (Beg vremeni), το τελευταίο βιβλίο της στη διάρκεια της ζωής της.
Τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εμπλούτισαν το έργο της με μια ιστορική διάσταση, όπως στο «Ποίημα χωρίς ήρωα» Поэма без героя (Poema bez geroja), γραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα 1940 και 1942.
Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως «παρακμιακή», εξέπεμπε τεράστια γοητεία, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα (που αυτοκτόνησε το 1941) είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «Άννα Πασών των Ρωσιών».
Άννα Αχμάτοβα, ποιήματα
Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Τσακνιάς
[Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;]
Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;
Πώς τολμάς να σταθείς στο γεφύρι;
Δεν είν’ τυχαίο που με λένε θλιμμένη
απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Αιχμηρά τα φτερά των αγγέλων του σκότους,
η ημέρα της κρίσης πλησιάζει
και βαθυκόκκινες φωτιές
σαν τριαντάφυλλα ανθίζουν στο χιόνι.
1914
[Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι…]
Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη.
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις·
ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις.
1916
[Η πόλη χάθηκε…]
Η πόλη χάθηκε. Στο τελευταίο σπίτι
ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.
Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας
τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.
Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε
πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.
Έτεινα προς εκείνον το παιδί,
το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»
1916
[Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα…]
Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα
απ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.
1917
[Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος…]
Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος
και ζει ακόμη στο ίδιο μπλε δωμάτιο.
Μεσάνυχτα έχει καλεσμένους απ’ την πόλη
και μια εικόνα σμάλτινη φιλάει.
Μα και στο σπίτι δεν είναι όλα ρόδινα:
Το τζάκι ανάβει, κι όμως έχει σκοτεινιά…
Μήπως γι’ αυτό πλήττει η καινούργια η κυρά
κι ο νοικοκύρης το ’χει ρίξει στο κρασί
κι ακούσει πίσω από τον τοίχο τον στενό
τον καλεσμένο μου που επίσκεψη έχει έρθει;
1917
[Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου…]
Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου
δεν πρόκειται ποτέ να ηχήσει εδώ,
της εποχής του λίθου ο άνεμος μονάχα
χτυπά τις μαύρες πύλες.
Μου φαίνεται πως έχω επιζήσει
μονάχα εγώ κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό
γιατί εγώ ήμουν που θέλησα η πρώτη
απ’ του θανάτου το κρασί να πιω.