Πάνω: Anatoli Vassiliev
Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (Δ.Ι.Θ.) επέλεξε τον Ανατόλι Βασίλιεφ για να γράψει το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου. «Έχουμε ανάγκη το θέατρο;», αναρωτιέται ο διεθνούς φήμης ρωσικής καταγωγής σκηνοθέτης, παιδαγωγός και ερευνητής, το κείμενο του οποίου πρόκειται να διαβαστεί σε όλα τα θέατρα και να μεταδοθεί από τα ΜΜΕ ανά τον κόσμο ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, που καθιερώθηκε το 1962 από το Δ.Ι.Θ. και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου.
Ακολουθεί το μήνυμα του Ανατόλι Βασίλιεφ για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2016:
“Έχουμε ανάγκη το θέατρο;
Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται ενώπιον χιλιάδων επαγγελματιών του θεάτρου και εκατομμυρίων κουρασμένων από αυτό, ανθρώπων. Γιατί το έχουμε ανάγκη;
Στις μέρες μας, συγκρινόμενη με τις πλατείες των πόλεων και τις γαίες των κρατών, όπου πραγματικές τραγωδίες συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή, η σκηνή μοιάζει πια ασήμαντη.
Τι σημαίνει το θέατρο για μας;
Επίχρυσες γκαλερί και μπαλκόνια σε θεατρικές αίθουσες, βελουδένιες πολυθρόνες, βρώμικα παρασκήνια, δουλεμένες φωνές των ηθοποιών – ή αντιθέτως, κάτι διαφορετικό: Μαύρα κουτιά, βαμμένα με λάσπη και αίμα, γεμισμένα με ένα τσούρμο λυσσαλέων γυμνών σωμάτων. Τι θα μπορούσε να μας πει;
Τα πάντα!
Το θέατρο μπορεί να μας μιλήσει για τα πάντα.
Για το πώς οι θεοί κατοικούν στον ουρανό, πώς οι φυλακισμένοι μαραζώνουν σε υπόγειες σπηλιές και πώς το πάθος μας εξυψώνει και πώς η αγάπη μπορεί να μας καταστρέψει, πως κανείς δεν έχει ανάγκη έναν καλόν άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο και πώς βασιλεύει ο δόλος, πώς μερικοί άνθρωποι ζουν σε διαμερίσματα, ενώ τα παιδιά εξασθενούν σε προσφυγικούς καταυλισμούς και πώς όλοι θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω στην έρημο και πώς μέρα με τη μέρα αναγκαζόμαστε να αποχωριστούμε τους αγαπημένους μας – το θέατρο μπορεί να μας μιλήσει για όλα.
Το θέατρο υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει παντοτινά.
Και τώρα, τα τελευταία πενήντα έως εβδομήντα χρόνια, μας είναι ιδιαίτερα αναγκαίο. Γιατί είναι εμφανές ότι από όλες τις δημόσιες τέχνες μόνο το θέατρο έχει τη δυνατότητα της μετάδοσης – του λόγου, από στόμα σε στόμα, από βλέμμα σε βλέμμα, από χέρι σε χέρι, από σώμα σε σώμα. Το θέατρο δεν χρειάζεται διαμεσολαβητή για να ταξιδέψει ανάμεσα στους ανθρώπους – αποτελεί την πιο διάφανη πλευρά του φωτός, δεν ανήκει ούτε στο Νότο, ούτε στο Βορρά, στην Ανατολή ή τη Δύση – ω όχι, είναι η ουσία του ιδίου του φωτός, που λαμπυρίζει από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, ενός φωτός που ακαριαία αναγνωρίζει κάθε εχθρικό ή φιλικό πρόσωπο.
Και χρειαζόμαστε ένα ποικίλο θέατρο, παντός είδους. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι από όλες τις μορφές του θεάτρου οι πιο περιζήτητες θα αποδειχθούν οι αρχαϊκές μορφές του. Το τελετουργικό θέατρο δεν πρέπει να τοποθετείται με τεχνητό τρόπο σε αντιδιαστολή με τα «πολιτισμένα έθνη». Ο λαϊκός πολιτισμός αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο, καθώς ο ούτω καλούμενος «πολιτισμός της πληροφορίας» σταδιακά αντικαθιστά και εκδιώχνει τις φυσικές οντότητες, καθώς και την ελπίδα μας για μια συνάντηση μαζί τους, κάποτε.
Μα τώρα το βλέπω ξεκάθαρα: το θέατρο άνοιξε. Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλους.
Στο διάολο οι ηλεκτρονικές συσκευές και οι υπολογιστές – πηγαίνετε θέατρο! Γεμίστε ολόκληρες σειρές καθισμάτων κοντά και μακριά από τη σκηνή, ακούστε το λόγο και κοιτάξτε τις ζωντανές εικόνες! – είναι θέατρο αυτό μπροστά σας, μην το παραγνωρίζετε και μη χάνετε την ευκαιρία να συμμετέχετε σ’ αυτό – είναι ίσως η πολυτιμότερη ευκαιρία που έχουμε τη δυνατότητα να βιώσουμε από κοινού, μέσα στις μάταιες και βιαστικές ζωές μας.
Χρειαζόμαστε κάθε είδους θέατρο.
Μόνο ένα είδος θεάτρου σίγουρα κανένας δεν έχει ανάγκη – και μιλώ για το θέατρο των πολιτικών παιχνιδιών, ένα θέατρο πολιτικών «ποντικοπαγίδων», ένα θέατρο που παίζουν οι πολιτικοί, ένα μάταιο πολιτικό θέατρο. Αυτό που σίγουρα δεν χρειαζόμαστε είναι το θέατρο της καθημερινής τρομοκρατίας, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι το θέατρο πτωμάτων και αίματος στις πλατείες και στους δρόμους, στις πρωτεύουσες ή στις επαρχίες, ένα κάλπικο θέατρο συγκρούσεων μεταξύ θρησκειών και εθνικών ομάδων”.
(Μετάφραση από τα αγγλικά και τα γαλλικά: Αγγέλα Χριστοφίδου)
Ποιος είναι ο Ανατόλι Βασίλιεφ
Ο Ανατόλι Βασίλιεφ είναι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στη σκηνοθεσία του θεάτρου. Το 1990 μοιράστηκε με τον Τζιόρτζιο Στρέλερ το ευρωπαϊκό βραβείο σκηνοθεσίας (Βραβείο Ευρώπης). Το 1995 οι συμπατριώτες του τού απένειμαν το βραβείο του Ιδρύματος Στανισλάφσκι, για τη «συμβολή του στην ανάπτυξη της θεατρικής παιδείας». Το βιβλίο του “Επτά ή οκτώ μαθήματα θεάτρου” κυκλοφόρησε μόνο στη γαλλική γλώσσα και περιέχει μαθήματα που έγιναν σε γαλλόφωνες χώρες της Ευρώπης.
Οι ακροατές, πολλοί από τους οποίους είναι γνωστοί συντελεστές του θεάτρου, παρακολούθησαν μαθήματά του επίσης στη Ρωσία, αλλά και μαθήματα του Γκροτόφσκι στην Ποντεντέρα της Ιταλίας. Ο Βασίλιεφ ακολουθείται από την ίδια διερμηνέα, τη Martine Neron, η οποία μετέφρασε τα μαθήματα για το βιβλίο διατηρώντας τη ζωντανή γλώσσα της αυτόματης μετάφρασης και την ατμόσφαιρα των ερωτήσεων. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο δεν είναι μονόλογος αλλά ενορχήστρωση φωνών. Επιπλέον η θεατρική παιδεία συνοδεύεται πάντα από τη θεωρία και την πρακτική του θεάτρου, ενώ η σύνθεση των τριών εμφανίζεται ως συνεχής αναζήτηση.
Στον πρόλογό της η κυρία Νερόν αποκαλεί το βιβλίο του Βασίλιεφ «πρωτοβιβλίο» γιατί το ομιλούν υποκείμενο είναι σκηνοθέτης – παιδαγωγός. Ο Βασίλιεφ εδώ θυμίζει Τορτσόφ το είδωλο του Στανισλάφσκι στα βιβλία του “Ένας ηθοποιός δημιουργείται” και “Πλάθοντας ένα ρόλο” (στα ελληνικά κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γκόνης). Ταυτόχρονα ο Βασίλιεφ προχωρεί σε μια ανατροπή του συστήματος Στανισλάφσκι απονέμοντας στον ηθοποιό τον ρόλο υπο-κειμένου. Και πρόκειται όντως για «πρωτοβιβλίο», αρχετυπικό βιβλίο που δίνει τον πυρήνα για διαπαιδαγώγηση του ηθοποιού-σκηνοθέτη για ένα βιβλίο που καλούμαστε να συνθέσουμε μόνοι μας με θέμα το τρίπτυχο: ηθοποιός – σκηνοθέτης – παιδαγωγός.
Το πόνημα είναι δομημένο σαν χώρος θεάτρου με διάφορες συμβολικές πόρτες (όπως, λ.χ., στις “Καρέκλες” του Ιονέσκο) και με προφανή παιγνιώδη διάθεση. Ο αναγνώστης μπορεί να μπει από όποια πόρτα θελήσει. Το πρώτο μάθημα είναι αποδόμηση του Συστήματος, ενώ το δεύτερο για τις σωματικές πράξεις των Στανισλάφσκι-Γκροτόφσκι τιτλοφορείται «Δεύτερο μάθημα που έγινε πριν από το πρώτο». Όσο για το όγδοο ανατρέπεται ήδη από τον τίτλο, γιατί είναι μάθημα που δεν έγινε, που προστέθηκε στο βιβλίο για να σηματοδοτήσει μια νέα αρχή.
Ο ηθοποιός περιβάλλεται από μυστήριο. Πώς όμως μπορεί ο ηθοποιός να υποκρίνεται με φυσικότητα μέσα σε ένα μυθικό σύμπαν; Η τέχνη του ηθοποιού, μας θυμίζει, είναι η τέχνη της αυθεντικής παρουσίας. Στο έργο, που είναι μύθος, ζουν και κινούνται ηθοποιοί που πρέπει να είναι αυθεντικοί.
Για να μπορέσουμε να οραματιστούμε την παράσταση που ετοιμάζουμε πρέπει πρώτα να βρούμε τις κρυφές δομές της. Αυτές βασίζονται σε δύο απλές έννοιες, δύο συμβάντα: το πρωταρχικό και το κυρίαρχο. Η ιστορία του κάθε θεατρικού προσώπου και οι εντάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα αποκαλύπτονται κατά τη φάση διερεύνησης του πρωταρχικού συμβάντος, ενώ η ουσία και η αυθεντικότητα των ευρημάτων μας θα αξιολογηθούν κατά τη μελέτη του κυρίαρχου συμβάντος: όλα τα μυστικά της μελλοντικής παράστασης βρίσκονται στο κυρίαρχο συμβάν.
Ο Βασίλιεφ μας διδάσκει έναν νέο, μυητικό, τρόπο να διαβάζουμε Στανισλάφσκι χρησιμοποιώντας ως άξονα τη λέξη Etude, την οποία ο δάσκαλος δανείστηκε από τη ζωγραφική. Η δασκάλα του Βασίλιεφ, Μαρία Κνέμπελ, ήταν μαθήτρια του Μιχαήλ Τσέχοφ, μαθητή του Στανισλάφσκι. Αυτή η νέα εμπειρία βασίζεται στο πέρασμα από τον έναν δάσκαλο στον άλλον, που μεταμορφώνει διαδοχικά το Σύστημα και δημιουργεί «το έμβρυο ενός θεάτρου του μέλλοντος».
Etude ή άσκηση (exercice, άσκηση, άλλωστε μετέφρασαν τη γαλλική λέξη οι Γάλλοι μεταφραστές του Στανισλάφσκι) είναι η εξερεύνηση μιας σκηνής θεατρικού έργου διά μέσου της δράσης και ταιριάζει περισσότερο σε έργα με ψυχολογικό περιεχόμενο. Και επειδή κατά τη διάρκεια της «άσκησης» ο ηθοποιός έχει μόνο μία διέξοδο, το κείμενο, χρειάζεται ο αυτοσχεδιασμός για να τοποθετείται ο ηθοποιός μέσα στη δράση. Η «άσκηση» είναι μεθοδολογικό σύστημα και όχι θέαμα. Για αυτό ο Βασίλιεφ προτείνει τη δημιουργία άσκησης-θεάματος για να μπορέσουν οι συντελεστές της παράστασης να επικοινωνήσουν, σε μια πρώτη φάση, με το κοινό.
Τον Νοέμβριο του 1997 η Πειραματική Ακαδημία των Θεάτρων οργάνωσε στο Παρίσι κύκλο δημοσίων συναντήσεων με θέμα «Το Θέατρο Τέχνης στον 20ό αιώνα» και με ειδικούς προσκεκλημένους τον Τζόρτζιο Στρέλερ, τον Πέτερ Στάιν και τον Ανατόλι Βασίλιεφ. Ο τελευταίος, πρότεινε, παίζοντας με τον όρο «Θέατρο Τέχνης» («καλλιτεχνικό θέατρο» στα ρωσικά) να το αποκαλούμε «Θέατρο μη-Τέχνης» και να αποδίδουμε το επίθετο «καλλιτεχνικό» στο κοινό. Η έντονη ανάγκη για ένα κοινό με θεατρική παιδεία μετέτρεψε τον Βασίλιεφ σε σκηνοθέτη-παιδαγωγό.
Στο ρωσικό ψυχολογικό θέατρο, που χρήζει ρεαλιστικής υπόκρισης, ο Βασίλιεφ αντιπαραθέτει το παιγνιώδες θέατρο, το θέατρο ως παιχνίδι, που παίζεται με έμφαση στη θεατρικότητα. Πάνω από όλα θέλει να μυήσει τους ηθοποιούς σε μια τέχνη που επιτρέπει να μεταφέρουν στο κοινό άλλες οντότητες, τοποθετημένες έξω από τον εαυτό τους. Ίσως για αυτό συνδυάζει έντονη θρησκευτικότητα με τη δουλειά στο θέατρο. Για τον Ρώσο σκηνοθέτη το θέατρο ανάγεται σε θρησκεία· ειδικά η ορθοδοξία γίνεται αρετή του θεάτρου.
Στις 15-16 Αυγούστου 2008 παρουσίασε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου τη “Μήδεια” του Ευριπίδη με Έλληνες ηθοποιούς και τη Λυδία Κονιόρδου στο ρόλο της Μήδειας.