Στις 21 Ιουλίου 1974, ημέρα Κυριακή, τα τουρκικά αεροπλάνα έρχονται κατά κύματα και ρίχνουν βόμβες και ρουκέτες και μυδραλιοβολούν.
Το παραλιακό ξενοδοχείο «Σαλαμίνια» γκρεμίζεται σαν να ήταν από χαρτί και φράσσει το δρόμο. Η τουρκική αεροπορία στοχεύει το ξενοδοχείο διότι στην ταράτσα υπήρχε παρουσία της Εθνικής Φρουράς που αναζητούσε ψηλά σημεία για να κτυπήσει τους Τούρκους στην εντός των τειχών πόλη.
Η πρώτη βόμβα έσκασε στην παραλία όπου δημιουργείται μεγάλος κρατήρας. Η δεύτερη βόμβα πλήττει και καταστρέφει το ξενοδοχείο. Νεκρός ένας Κύπριος υπάλληλος του ξενοδοχείου που εργαζόταν στις κουζίνες του ξενοδοχείου και είχε την ατυχία να κοιμηθεί στο ξενοδοχείο μην έχοντας άλλο μέρος για να μείνει. Το πτώμα του άτυχου ανθρώπου κρέμεται μέσα από τα συντρίμμια. Άλλες βόμβες πέφτουν σε κτήρια και σπίτια στο κέντρο της πόλης.
Στις 22 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα, η επιδρομή των αεροπλάνων γίνεται πιο άγρια. Χτυπιούνται και παραδίδονται στις φλόγες το Διοικητήριο, τα Δικαστήρια, το Δημαρχείο, κι όλα τα κτήρια (γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια) που βρίσκονταν σ’ απόσταση περίπου 500 μέτρων από το δρόμο του λιμανιού.
Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και ζητούν ασφαλέστερα καταφύγια μέσα σε σπίτια στα περιβόλια, στα υπόγεια πολυκατοικιών, συνήθως μισοτελειωμένων, και εκεί διανυκτερεύουν. Και παρόλο το σφοδρό και αδιάκριτο βομβαρδισμό οι κάτοικοι δεν τρομοκρατήθηκαν και δεν εγκατέλειψαν την πόλη τους.
Στις 22 Ιουλίου, ώρα 4 μ.μ., αναγγέλθηκε από ραδιοφώνου η ανακωχή, αλλά και τότε ακόμα ένα σμήνος αεροπλάνων ξεφόρτωσε τις τελευταίες του βόμβες.
***
«Σαλαμίνα της Κύπρος»
Του Γιώργου Σεφέρη
Κάποτε ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ, κάποτε φοῦχτες ἡ ψιλὴ
βροχὴ
καὶ τ᾿ ἀκρογιάλι γεμάτο Θρύψαλα παλιὰ πιθάρια.
Ἀσήμαντες οἱ κολόνες- μονάχα ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τὴ δύναμη τῆς πολύχρυσης
αὐτοκρατορίας.
Τὰ νέα κορμιὰ περάσαν ἀπ᾿ ἐδῶ, τὰ ἐρωτεμένα-
παλμοὶ στοὺς κόλπους, ρόδινα κοχύλια καὶ τὰ σφυρὰ
τρέχοντας ἄφοβα πάνω στὸ νερὸ
κι ἀγκάλες ἀνοιχτὲς γιὰ τὸ ζευγάρωμα τοῦ πόθου.
Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν,
πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ πέρασμα.
Τότες ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια.
Δὲν εἶδα πρόσωπα- σὰ γύρισα εἶχαν φύγει.
Ὅμως βαριὰ ἡ φωνὴ σὰν τὸ περπάτημα καματεροῦ,
ἔμεινε ἐκεῖ στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ στὸ κύλισμά της
θάλασσας
μέσα στὰ βότσαλα πάλι καὶ πάλι:
«Ἡ γῆς δὲν ἔχει κρικέλια
γιὰ νὰ τὴν πάρουν στὸν ὦμο καὶ νὰ φύγουν
μήτε μποροῦν, ὅσο κι ἂν εἶναι διψασμένοι
νὰ γλυκάνουν τὸ πέλαγο μὲ νερὸ μισὸ δράμι.
Καὶ τοῦτα τὰ κορμιὰ
πλασμένα ἀπὸ ἕνα χῶμα ποὺ δὲν ξέρουν,
ἔχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα γιὰ νὰ τὶς ἀλλάξουν,
δὲ θὰ μπορέσουν- μόνο θὰ τὶς ξεκάμουν
ἂν ξεγίνουνται οἱ ψυχές.
Δὲν ἀργεῖ νὰ καρπίσει τ᾿ ἀστάχυ
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ φουσκώσει τῆς πίκρας τὸ προζύμι,
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
τὸ κακὸ γιὰ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι,
κι ὁ ἄρρωστος νοῦς ποὺ ἀδειάζει
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν τρέλα,
νῆσος τίς ἐστι… «.
Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ
σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα –
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ
ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-
ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη
τοῦ Θανάτου
ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα
τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-
κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν
ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:
«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε
πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-
τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,
τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-
Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε… ».
-Τώρα καλύτερα νὰ λησμονήσουμε πάνω σὲ τοῦτα τὰ
χαλίκια-
δὲ φελᾶ νὰ μιλᾶμε-
τὴ γνώμη τῶν δυνατῶν ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴ γυρίσει;
ποιὸς θὰ μπορέσει ν᾿ ἀκουστεῖ;
Καθένας χωριστὰ ὀνειρεύεται καὶ δὲν ἀκούει τὸ βραχνὰ
τῶν ἄλλων.
-Ναὶ- ὅμως ὁ μαντατοφόρος τρέχει
κι ὅσο μακρὺς κι ἂν εἶναι ὁ δρόμος του, θὰ φέρει
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γύρευαν ν᾿ ἁλυσοδέσουν τὸν Ἑλλήσποντο
τὸ φοβερὸ μήνυμα τῆς Σαλαμίνας.
Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Νῆσος τίς ἐστι.
***
Σαλαμίνα, Κύπρος, Νοέμβρης 1953. Εκδόθηκε από τις «Εκδόσεις Ίκαρος».
***
Με την έναρξη του δεύτερου γύρου της εισβολής, οι Τούρκοι χαράματα της 14ης Αυγούστου 1974 βομβαρδίζουν ξανά την Αμμόχωστο. Οι κάτοικοί της με τους πρώτους βομβαρδισμούς την εγκαταλείπουν. Η εισβολή συνεχίστηκε και ανήμερα στον Δεκαπενταύγουστο…
Το πώς αφέθηκε στη συνέχεια η πόλη του Ευαγόρα να καταληφθεί αμαχητί είναι ένα θέμα για το οποίο 45 χρόνια μετά δεν υπάρχει επαρκής και πειστική εξήγηση. Το βέβαιο είναι ότι οι Τούρκοι δεν είχαν στο αρχικό τους σχέδιο την κατάληψη της πόλης.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, κάποιοι εθνοφρουροί παρέμειναν αντιστεκόμενοι για ώρες στην πόλη. Χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ενίσχυση και χωρίς καθοδήγηση. Ταμπουρωμένοι σε δύο-τρία σημεία (μεταξύ των οποίων και το νοσοκομείο της πόλης) κράτησαν με όσα πυρομαχικά είχαν. Ακολούθως εγκατέλειψαν και αυτοί.
Στις 16 Αυγούστου του 1974 ο τουρκικός στρατός μπήκε στην πόλη της Αμμοχώστου…