22.9 C
Athens
Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Albert Camus: Η μόνη ελευθερία που ξέρω είναι η πνευματική ελευθερία και η ελευθερία της δράσης

 

Ο Μύθος του Σίσυφου είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο του 1942 από τον Albert Camus. Η αγγλική μετάφραση του Justin O’Brien δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1955. Επηρεασμένος από φιλοσόφους όπως ο Søren Kierkegaard, ο Arthur Schopenhauer και ο Friedrich Nietzsche, ο Camus παρουσιάζει τη φιλοσοφία του για το παράλογο.

Η έννοια του παραλόγου και η σχέση ανάμεσα στο παράλογο και την αυτοκτονία αποτελούν τα θέματα αυτού του δοκιμίου. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος παραδέχεται τη διάσταση ανάμεσα στη λογική επιθυμία του για κατανόηση και ευτυχία και στη σιωπή του κόσμου, μπορεί άραγε να κρίνει αν η ζωή αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς; Τούτο είναι θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας.

Αν όμως το παράλογο μου φαίνεται πρόδηλο, οφείλω να το διατηρήσω με μια διαυγή προσπάθεια και να δεχτώ να ζήσω βιώνοντάς το. Η εξέγερσή μου, η ελευθερία, το πάθος μου, θα είναι οι συνέπειές του. Ο άνθρωπος, σίγουρος ότι θα πεθάνει ολοκληρωτικά, αρνούμενος όμως το θάνατο, λυτρωμένος από την υπερφυσική ελπίδα που του έδενε τα χέρια, θα μπορέσει να γνωρίσει το πάθος της ζωής σ’ έναν κόσμο δοσμένο στην αδιαφορία του και στη φθαρτή ομορφιά του. Όμως η δημιουργία είναι για εκείνον η καλύτερη ευκαιρία για να διατηρεί τη συνείδησή του άγρυπνη μπροστά στις λαμπερές και αλόγιστες εικόνες του κόσμου. Ο αγώνας του Σισύφου που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί το θάνατο γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας.

“Ο μύθος του Σίσυφου” προέρχεται από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθοπλασία. Έχει όμως αντιστοιχίες με τη ζωή των ανθρώπων σε κάθε ιστορική περίοδο καθιστώντας τον ένα διαχρονικά επίκαιρο δοκίμιο για τη ζωή και το μόχθο του εργάτη παλιότερα αλλά και του σύγχρονου εργαζόμενου σήμερα.

Ο Σίσυφος

Στην Ελληνική Μυθολογία, ο Σίσυφος ήταν διάσημος ως ο πιο πανούργος ανάμεσα στους ανθρώπους. Κυβέρνησε την ένδοξη πόλη της Κορίνθου, αλλά κρίθηκε ένοχος για πολλά εγκλήματα, για τα οποία τιμωρήθηκε στον Κάτω Κόσμο με ένα ατελείωτο βασανιστήριο.

Ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης. Σε μερικές εκδοχές του μύθου πρόκειται για τον ίδιο Αίολο που ήταν θεός των ανέμων. Σε άλλες, ο πατέρας του Σίσυφου ήταν κάποιος άλλος Αίολος, βασιλιάς της Θεσσαλίας. Ο Σίσυφος ήταν περίπλοκος χαρακτήρας. Ήταν ονομαστός για την πονηριά και τη σοφία του, ενώ ταυτόχρονα ήταν και πετυχημένος ηγέτης που ίδρυσε τα Ίσθμια, που ήταν αθλητικοί αγώνες και γίνονταν κάθε δύο χρόνια κοντά στην Κόρινθο. Ωστόσο λέγονται και ιστορίες για τον Σίσυφο, που αποκαλύπτουν έναν εγωιστή, επιθετικό και πανούργο άνθρωπο, που έκλεβε και κορόιδευε περαστικούς και αποπλανούσε γυναίκες.

Γυναίκα του Σίσυφου ήταν η Μερόπη, μια από τις Πλειάδες, τις επτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα, οι οποίες αργότερα έγιναν αστερισμοί. Ο μεγάλος κυνηγός Ωρίων ήθελε να παντρευτεί τη Μερόπη, όμως εκείνη επέλεξε τον Σίσυφο. Κάποιοι λένε ότι επειδή η Μερόπη ήταν η μόνη από τις Πλειάδες που πήρε θνητό σύζυγο, ταπεινώθηκε με αποτέλεσμα το αστέρι της να είναι το πιο θολό, επειδή «έκρυβε» το πρόσωπό της από ντροπή. Με τη Μερόπη ο Σίσυφος έκανε τέσσερις γιους, συμπεριλαμβανομένου του Γλαύκου, που έγινε ο πατέρας του ήρωα Βελλεροφόντη.

Ο Σίσυφος όμως είχε σχέσεις και με άλλες γυναίκες. Μια από αυτές ήταν η Τυρώ, κόρη του αδερφού του Σαλμονέα τον οποίο μισούσε. Ο Σίσυφος έμαθε από το μαντείο ότι εάν η Τυρώ γεννούσε τα παιδιά του, εκείνα θα σκότωναν τον Σαλμονέα. Σε κάποιες εκδοχές της ιστορίας ο Σίσυφος παντρεύτηκε την ανιψιά του ενώ σε άλλες την απόκτησε με τη βία. Σε κάθε περίπτωση η Τυρώ και ο Σίσυφος έκαναν δύο γιους. Για να αποτρέψει την προφητεία από το να πραγματοποιηθεί, η Τυρώ σκότωσε τα παιδιά της… μάταια όμως. Ο Δίας οργίστηκε με τον Σαλμονέα επειδή θεωρούσε τον εαυτό του ίσο με το θεό, οπότε τον χτύπησε με έναν κεραυνό.

Μια άλλη ιστορία για τον Σίσυφο, λέει για την κλοπή του κοπαδιού του, από τον διάσημο κλέφτη Αυτόλυκο. Ο πανούργος Σίσυφος σκόπευε να πιάσει επ’ αυτοφώρω τον δράστη: Έδεσε μολυβένιες σφραγίδες στις οπλές των ζώων που έγραφαν τις λέξεις «με έκλεψε ο Αυτόλυκος», και στη συνέχεια ακολούθησε τα ίχνη από το χαμένο του κοπάδι. Έτσι ξεμπρόστιασε τον Αυτόλυκο όταν του είπε ότι το ίδιο το κοπάδι του τον κατηγορούσε για το έγκλημα της κλοπής, καθώς εκείνος δεν το παραδεχόταν. Μια άλλη εκδοχή περιγράφει ότι ο Σίσυφος αποπλάνησε την κόρη του Αυτόλυκου, Αντίκλεια, για να τον εκδικηθεί. Η Αντίκλεια στη συνέχεια γέννησε τον Οδυσσέα, οπότε σύμφωνα με αυτόν τον μύθο ο ήρωας του Τρωικού Πολέμου και της Οδύσσειας ήταν πραγματικός απόγονος του Σίσυφου, και όχι του Λαέρτη, γεγονός που εξηγεί ευφυή και αδίστακτη φύση του.

Ιδρύοντας μια πόλη και ξεγελώντας τον Θάνατο.

Η Κόρινθος, ήταν μια ισχυρή αρχαία πόλη, της οποίας τα απομεινάρια μπορούν να βρεθούν μέχρι και σήμερα. Μερικές πηγές σχετίζουν τη μεγάλη πόλη Εφύρα σαν την πόλη που ίδρυσε ο Σίσυφος, η οποία μετά ονομάστηκε Κόρινθος. Άλλοι αναφέρουν ότι η μάγισσα Μήδεια έδωσε την Κόρινθο στον Σίσυφο, ο οποίος έγινε βασιλιάς της. Ένας μύθος λέει ότι ο Σίσυφος απέκτησε μια πηγή καθαρού νερού για την Κόρινθο, κάνοντας μια συμφωνία με τον ποταμό θεό Ασωπό. Η κόρη του Ασωπού είχε απαχθεί από τον Δία, και όταν ο Ασωπός ζήτησε βοήθεια από τον Σίσυφο, εκείνος του έδωσε την πληροφορία, γεγονός που εξόργισε τον Δία. Έτσι ο βασιλιάς των Θεών έστειλε τον Θάνατο να πάρει τη ζωή του Σίσυφου.

Όμως ο Σίσυφος κατάφερε να παγιδεύσει τον Θάνατο και να τον φυλακίσει σε ένα κελί. Η φυλάκιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ο Θάνατος να μην μπορεί να έρθει για κανέναν νεκρό, κι έτσι οι άνθρωποι σταμάτησαν να πεθαίνουν. Οι θεοί σαν απάντηση έστειλαν τον Άρη, το θεό του πολέμου, να διασώσει τον Θάνατο, για να μπορέσει να διεκδικήσει την ψυχή του Σίσυφου. Αυτή τη φορά ο Σίσυφος πέθανε πραγματικά, αλλά πριν τον πάρει ο Θάνατος, ο Σίσυφος έδωσε οδηγίες στη Μερόπη να μην τον θάψει κανονικά. Η έλλειψη κανονικής κηδείας ενόχλησε τόσο πολύ τον Πλούτωνα, που κυβερνούσε τον Άδη, που ξαναέστειλε τον Σίσυφο στους ζωντανούς, για να κανονίσει την κηδεία του όπως έπρεπε. Για μια ακόμα φορά ο Σίσυφος απέδειξε την πονηριά του, αφού αρνήθηκε να επιστρέψει στον κάτω κόσμο και έζησε για πολλά ακόμα χρόνια στη γη.

Όταν τελικά πέθανε ο Σίσυφος, ο Δίας και οι υπόλοιποι θεοί σκέφτηκαν μια τρομερή βασανιστήριο για να τον τιμωρήσουν. Έπρεπε να σπρώχνει έναν τεράστιο βράχο επάνω σε έναν μεγάλο, απόκρημνο λόφο. Κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή ο βράχος κατρακυλούσε και ο Σίσυφος έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό το βασανιστήριο, που έχει ταυτιστεί με το μύθο του Σίσυφου, θα συνεχιζόταν για μια αιωνιότητα.

Ο Αλμπέρ Καμί 

Ο Αλμπέρ Καμί υπήρξε και παραμένει ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς και διανοητές με διεθνή ακτινοβολία και ευδιάκριτο αποτύπωμα στη λογοτεχνία, το θέατρο και τη φιλοσοφία. Είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του «Ο Ξένος», που αποτελεί τη μυθιστορηματική ανάπτυξη της φιλοσοφίας του παραλόγου, της οποίας υπήρξε ένας από τους εισηγητές. Το 1957, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και τρία χρόνια αργότερα έφυγε από τη ζωή σε τροχαίο δυστύχημα σε ηλικία 47 ετών στην ακμή της δημιουργικότητάς του.

 

O Camus κάπνιζε πολύ και είχε μια γάτα με το όνομα Cigarette.

 

Ο Αλμπέρ Καμί γεννήθηκε στο Μοντοβί της Γαλλικής Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913. «Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η Ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνος, αδικία, βία». Ο πατέρας του, ένας φτωχός βιοπαλαιστής που είχε έλθει στην Αλγερία για να κάνει την τύχη του, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η ισπανικής καταγωγής μητέρα του δούλευε ως παραδουλεύτρα για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένειά του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι και έζησε σε ένα μικρό δυάρι με τη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.

Παράλληλα με τις σπουδές του ο Καμί ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο, αλλά μια κρίση φυματίωσης το 1930, έβαλε τέλος στα αθλητικά του όνειρα. Χρόνια αργότερα ενθυμούμενος αυτά που του προσέφερε το ποδόσφαιρο είπε τη γνωστή ρήση: «Στο ποδόσφαιρο χρωστάω όσα ξέρω για ηθική και καθήκον». Η επιδείνωση της υγείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ανθυγιεινό διαμέρισμα στο οποίο έμεινε για 15 χρόνια και να ζήσει μόνος του κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, από την οποία αποφοίτησε το 1936 με μια εργασία για τη σχέση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα κείμενα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου.

 

 

Στην πρωτεύουσα της Αλγερίας σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του και πραγματοποίησε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Εκεί ένιωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, τη Σιμόν Ιέ, από την οποία γρήγορα χώρισε, επειδή ο ένας απατούσε τον άλλον. Εκεί πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις τάξεις του Κ. Κ. Γαλλίας, αλλά γρήγορα και εδώ διαχώρισε τη θέση του και διαγράφηκε ως τροτσκιστής. Στο Αλγέρι άρχισε να δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός και εκεί έγραψε τα πρώτα του έργα.

Ζώντας στη Γαλλία, συμμετείχε στην αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής και κατά τη διάρκειά της, εξέδωσε το πρώτο σπουδαίο έργο του, το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» (1942). Πρόκειται για μια έξοχη σπουδή στην αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ου αιώνα, μέσα από το πορτρέτο ενός «ξένου» καταδικασμένου σε θάνατο όχι τόσο επειδή πυροβόλησε έναν Άραβα, αλλά επειδή αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο Μύθος του Σίσυφου», που αναλύει μία αντίληψη του παραλόγου. Το ίδιο χρονικό διάστημα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη μαθηματικό Φρανσίν Φορ, η οποία του χάρισε δύο κόρες. Όπως και με την Ιέ δεν υπήρξε το πρότυπο του πιστού συζύγου.

Ο Καμί εξέδωσε και άλλα σημαντικά έργα, όπως τα μυθιστορήματα «Η πανούκλα» (1943) και η «Πτώση» (1956), το θεατρικό «Καλιγούλας» (1944) και το δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951), που προκάλεσε σκληρές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών της εποχής του. Τον Απρίλιο του 1955 βρέθηκε στην Αθήνα και συμμετείχε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο για «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», που δεν είναι άλλο από μια Ευρώπη με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, όπως υποστήριξε.

Το 1957, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία μόλις 44 ετών και έγινε έτσι ο νεότερος συγγραφέας που είχε τιμηθεί μέχρι τότε με το επίζηλο βραβείο. Τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα, όταν έπεσε θύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος. Αργότερα θα γίνει γνωστό ότι Καμί έλεγε συχνά στους φίλους του «πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα».

 

 

«Ο Μύθος του Σίσυφου» (απόσπασμα)

Για την ελευθερία δεν μπορώ να έχω παρά την αντίληψη που έχουν γι’ αυτή ο φυλακισμένος ή ο σύγχρονος πολίτης μέσα στο Κράτος. Η μόνη που ξέρω είναι η πνευματική ελευθερία και η ελευθερία της δράσης. Μ’ αυτά τα δεδομένα λοιπόν, αφού το παράλογο αποκλείει κάθε μου ελπίδα για αιώνια ελευθερία γίνεται αιτία να στρέψω στο αντίθετο την ελευθερία της δράσης μου. Αυτή η έλλειψη ελπίδας και μέλλοντος αποτελεί μια επαύξηση στην ετοιμότητα του ανθρώπου.

Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας σκοπούς, φροντίζει για το μέλλον ή για τη δικαίωσή του (όσο γι’ αυτά δεν υπάρχει θέμα). Εκτιμάει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, σκέφτεται το αύριο, τη σύνταξή του ή την αποκατάσταση των παιδιών του. Πιστεύει ακόμα πως κάτι στη ζωή του μπορεί να προκαθοριστεί. Πραγματικά, ενεργεί σα να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ’ αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα.

Η ιδέα του “υπάρχω”, η διάθεσή μου να ενεργώ σα να είχαν όλα ένα νόημα (ακόμα κι αν, με την ευκαιρία, θα ‘λεγα πως τίποτα δεν έχει νόημα), όλα αυτά διαψεύδονται μ’ έναν ιλιγγιώδη τρόπο απ’ τον παραλογισμό ενός ξαφνικού θανάτου. Το να σκέφτεσαι το αύριο, να θέτεις σκοπούς, να έχεις επιθυμίες – όλα αυτά προϋποθέτουν ότι πιστεύεις στην ελευθερία, ακόμα κι αν, καμιά φορά, σε βεβαιώνουν πως δεν πρόκειται να την ξανανιώσεις. Αλλά για την ώρα, η ανώτερη αυτή ελευθερία του να υπάρχεις, που μπορεί μόνη της να θεμελιώσει μια αλήθεια, ξέρω καλά πως δεν υπάρχει. Υπάρχει ο θάνατος σα μοναδική πραγματικότητα. Μετά απ’ αυτόν τα παιχνίδια τελειώνουν.

Δεν είμαι πια ελεύθερος να διαιωνισθώ, είμαι σκλάβος και προ πάντων σκλάβος που δεν ελπίζει στην αιώνια επανάσταση, που δεν έχει καταφύγιο για την περιφρόνηση. Και, ποιος μπορεί να παραμείνει σκλάβος χωρίς επανάσταση και χωρίς περιφρόνηση; Ποια ελευθερία μπορεί να υπάρξει σ’ όλο το νόημά της, χωρίς πίστη στην αιωνιότητα; Συγχρόνως όμως, ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως μέχρι τώρα συνδεόταν μ’ αυτή την απαίτηση για ελευθερία που ζούσε φανταστικά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον εμπόδιζε.

Στα μέτρα που έθετε ένα σκοπό στη ζωή του, συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις αυτού του σκοπού και γινόταν σκλάβος της ελευθερίας του. Έτσι, δε θα μπορούσα πια να ενεργήσω διαφορετικά παρά σαν πατέρας (ή μηχανικός ή αρχηγός λαών ή έκτακτος υπάλληλος στα Τ.Τ.Τ.) που προετοιμάζομαι να γίνω. Πιστεύω πως μπορώ να διαλέξω να είμαι περισσότερο αυτό και λιγότερο κάτι άλλο. Είναι αλήθεια πως το πιστεύω ασυνείδητα. Συγχρόνως όμως απαιτώ να πιστεύουν κι εκείνοι που με περιβάλλουν, να κρίνουν (οι άλλοι είναι τόσο βέβαιοι για το ότι είναι ελεύθεροι κι αυτή η καλή διάθεση εύκολα μεταδίδεται!).

Όσο μακριά κι αν μπορούμε να μείνουμε από κάθε κρίση, ηθική ή κοινωνική, μερικές τις δεχόμαστε κι ακόμα με τις καλύτερες φτιάχνουμε τη ζωή μας (υπάρχουν καλές και κακές κρίσεις). Έτσι ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. Για να μιλήσουμε καθαρά, μέσα στα πλαίσια που ελπίζω ή αμφιβάλλω για μια αλήθεια μου, για τον τρόπο που υπάρχω ή δημιουργώ, στα πλαίσια, τέλος, μέσα στα οποία φτιάχνω τη ζωή μου αποδεικνύοντας έτσι πως έχει ένα νόημα, σ’ αυτά τα πλαίσια, ορθώνω φράχτες που μέσα τους περιορίζω τη ζωή μου. Ενεργώ σαν κι αυτούς τους στοχαστές και καλλιτέχνες που με γεμίζουν αηδία και δεν κάνουν τίποτ’ άλλο, τώρα το διαπιστώνω, απ’ το να παίρνουν στα σοβαρά την ελευθερία του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, το παράλογο με φωτίζει: δεν υπάρχει επαύριο. Διακρίνω, στο εξής, την αιτία της ανεξιχνίαστης ελευθερίας μου. Εδώ, θα κάνω δυο συγκρίσεις. Αρχικά, οι μυστικοί βρίσκουν μια ελευθερία στο να δοθούν. Με το να βυθίζονται στο θεό τους, να συμμορφώνονται στους κανόνες του, ενδόμυχα, με το δικό τους τρόπο γίνονται ελεύθεροι. Σ’ αυτή την εκούσια σκλαβιά ξαναβρίσκουν την τέλεια ανεξαρτησία. Τι σημαίνει όμως αυτή η ελευθερία;

Μπορούμε να πούμε προ πάντων αισθάνονται ελεύθεροι απέναντι στον εαυτό τους και λιγότερο ελεύθεροι από απελευθερωμένοι. Ακόμα, ο παράλογος άνθρωπος στραμμένος ολόκληρος προς το θάνατο (παρμένον εδώ σαν τον πιο φυσικό παραλογισμό), νιώθει απαλλαγμένος απ’ το καθετί που δεν είναι αυτή η κατασταλαγμένη μέσα του γεμάτη πάθος ένταση. Δέχεται μια ελευθερία σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες. Σ’ αυτό το σημείο, παρατηρούμε πως τα θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας διατηρούν όλη τους την αξία. Η επιστροφή στη συνείδηση και η αφύπνιση απ’ τον καθημερινό ύπνο αποτελούν τα πρώτα βήματα της παράλογης ελευθερίας. Αλλά αυτό που αμφισβητείται είναι το υπαρξιστικό κήρυγμα και το πνευματικό άλμα που ουσιαστικά αποφεύγει τη συνείδηση. Με τον ίδιο τρόπο (αυτή είναι η δεύτερη σύγκριση) οι σκλάβοι της Αρχαιότητας δεν ανήκαν στον εαυτό τους. Ήξεραν, όμως, αυτή την ελευθερία που συνίσταται στο να μην αισθάνεσαι διόλου υπεύθυνος [Αυτό που γίνεται εδώ δεν είναι ένας υποτιμητικός απολογισμός αλλά μια πραγματική σύγκριση. Ο παράλογος άνθρωπος είναι το αντίθετο του ανθρώπου που συμβιβάζεται]. Ακόμα κι ο θάνατος έχει χέρια πατρικίων που τσακίζουν αλλά ελευθερώνουν. Το να βυθιστείς σ’ αυτή την απύθμενη βεβαιότητα, να νιώθεις στο εξής αρκετά ξένος προς την προσωπική σου ζωή για να την παρατείνεις και να τη ζήσεις χωρίς τη μυωπία των ερωτευμένων, σ’ αυτό, υπάρχει η αρχή μιας απελευθέρωσης. Αυτή η καινούργια ανεξαρτησία υπάρχει στο τέλος, όπως όλη η ελευθερία της δράσης. Δεν έχει συναλλαγές με την αιωνιότητα. Αλλά αντικαθιστά όλες τις αυταπάτες της ελευθερίας που τις σταματούσε ο θάνατος.

Η υπέροχη διαθεσιμότητα του θανατοποινίτη που κάποια χαραυγή του ανοίγονται οι πύλες της φυλακής, η απίστευτη αφιλοκέρδειά του για όλα – διατηρεί μονάχα μια καθαρή φλόγα για ζωή – εδώ βρίσκονται, το νιώθουμε καλά, ο θάνατος και το παράλογο, οι αρχές της μοναδικής λογικής ελευθερίας: της ελευθερίας που μπορεί να νιώσει και να ζήσει μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια. Ο παράλογος άνθρωπος διαισθάνεται λοιπόν ένα σύμπαν καυτό και παγωμένο, διάφεγγο και περιορισμένο, όπου τίποτα δεν είναι δυνατό αλλά όλα είναι δοσμένα και που φεύγοντας απ’ αυτό συναντάει την ανυπαρξία και το μηδέν.

Τότε, μπορεί ν’ αποφασίσει να δεχτεί να ζήσει σ’ ένα τέτοιο σύμπαν, να υφίσταται τις επιδράσεις του, ν’ αρνιέται, να ελπίζει και να διαπιστώνει συνεχώς πως τίποτα δεν ανακουφίζει τη ζωή. Αλλά ποια είναι η σημασία της ζωής σ’ ένα τέτοιο σύμπαν; Για την ώρα καμιά άλλη εκτός απ’ την αδιαφορία για το μέλλον κι απ’ το να εξαντλείς κάθε τι που υπάρχει. Η πίστη στο νόημα της ζωής προϋποθέτει πάντα μια αξιολόγηση, μια εκλογή, τις προτιμήσεις μας. Η πίστη στο παράλογο, όπως το προσδιορίσαμε, σημαίνει το αντίθετο.

  • Aπό το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ – Ο μύθος του Σίσυφου (δοκίμιο πάνω στο παράλογο)

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -