Απόψε οι πιτζάμες και τα νυχτικά μείνανε απορημένα, άδεια στα δωμάτια. Οι γέροι έπλεαν σχεδόν μέσα στα σκούρα τους κοστούμια με τη χαρακτηριστική γυαλάδα, να επιβεβαιώνει τις μνήμες που’χε συσσωρεύσει ο χρόνος. Τουναντίον οι ηλικιωμένες ασθμαίνανε στα εφαρμοστά κορσάζ. Κιτρινισμένες δαντέλες στους ποδόγυρους και στα μανίκια πασχίζανε να ξεγελάσουν τους ρόζους και τις φλέβες τους. Η προϊσταμένη έβαλε έναν δίσκο στο γραμμόφωνο. Οι νότες ορμήσανε παρείσακτες στο θλιβερό σαλόνι. Κάποια γριά με καπελάκι βυσσινί ξεκίνησε να κλαίει. Ο τρόφιμος του 73 μ’ εκείνη τη θεόμουρλη του 4 άνοιξαν τον χορό. Σε λίγο ξεθαρρέψαν και σμίξαν τα ρυτιδιασμένα μάγουλά τους. Chick to chick! Κάποιες γριές, ελλείψει καβαλιέρων, χόρευαν μόνες τους. Ακκίζονταν, αφύσικα κουνώντας τα κυρτωμένα τους κορμιά. Ο πατέρας ξέχασε ότι δεν θυμάται πια και άρχισε παράφωνα να μουρμουρίζει τη Ραμόνα. Οι λίγοι επισκέπτες συγγενείς αμήχανοι κοιτάζαμε την ώρα. Μετά κόλλησε ο δίσκος στο γραμμόφωνο κι επαναλάμβανε συνέχεια: Ραμόν, Ραμόν, Ραμόν. Αυτό σαν να τους άρεσε. Κουνούσαν ρυθμικά τ’ ασπρόμαυρα κεφάλια επιδοκιμάζοντας. Ξαφνικά κάποιος γλίστρησε στο πάτωμα. Οι περισσότεροι, νομίζοντας πως πρόκειται για νούμερο ακροβατικό, άρχισαν να χειροκροτούν. Στις 10.30’ επιτέλους η προϊσταμένη κήρυξε τη λήξη της γιορτής.
(Από τη συλλογή «Silver Alert», εκδ. Κέδρος, 2016)
- Εικόνα: Clownesse Moulin Rouge – Henri de Toulouse-Lautrec