Όταν συναντιούνται τυχαία δύο άγνωστοι στον δρόμο, έλεγε ο Έρβιν Γκόφμαν (Καναδός κοινωνιολόγος των ηθών της καθημερινής ζωής), αυτό που ακούγεται συχνότερα να βγαίνει από το στόμα τους είναι «καλημέρα» και «συγγνώμη».
Και συμπλήρωνε: Αυτά τα «καλημέρα» και τα «συγγνώμη» πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη και να τα μελετήσουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί μια κοινωνία.
Αν ο Γκόφμαν μπορούσε να κάνει μια βόλτα σε ένα ελληνικό αστικό κέντρο τού σήμερα, ας πούμε στην πρωτεύουσα, θα παρατηρούσε ότι όταν συναντιούνται δύο άγνωστοι μπορούν να ακουστούν πολλά διαφορετικά πράγματα, εκ των οποίων σπανιότερα «καλημέρα» και «συγγνώμη».
Ο εισαγωγικός χαιρετισμός συχνά απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από ένα, μάλλον επιθετικό, «να σας πω!». Η έκφραση δε του αιτήματος που πυροδοτεί την επικοινωνία είναι συχνά αδιαμεσολάβητη: «Θέλω αυτό» ή «Έχετε το τάδε;»…
Η απουσία της λεκτικής ευγένειας συνοδεύεται συχνά και από εκφράσεις αγένειας πέραν της φυσικής γλώσσας: η παντελής αδυναμία συγκρότησης ουράς σε ένα ταμείο και οι συνακόλουθοι αναστεναγμοί δυσαρέσκειας που βγαίνουν από το παρατοποθετημένο μπουλούκι των ανθρώπων, το σολιψιστικό μπλοκάρισμα του διαδρόμου ή της πόρτας στο βαγόνι του μετρό, η ευκολία με την οποία κάποιος «δεν σε βλέπει» και σε προσπερνά κλέβοντας τη σειρά σου, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν το «δυνατό άγγιγμα» που προκύπτει από το «ασυναίσθητο» σκούντημα ή ποδοπάτημα, δεν είναι παρά μερικές από αυτές.
Η αγένεια δεν είναι προφανώς ελληνικό προνόμιο. Σε όλες τις πόλεις, όπου η επικοινωνία δεν γίνεται με όρους γνωριμίας όπως συμβαίνει στις πιο μικρές κοινότητες, οι άνθρωποι συχνά απογοητεύονται από τη συμπεριφορά τρίτων απέναντί τους.
Το ενδιαφέρον όμως της ελληνικής αγένειας στις τυχαίες δημόσιες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων είναι ότι αυτή δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή ως μεμονωμένη παρέκκλιση από έναν κανόνα αστικής ευγένειας παρά θεωρείται κανονικότητα.
Αντίθετα, μέσα σε ένα καθεστώς απόλυτης αστικής διαστροφής, οι τύποι ευγένειας είναι εκείνοι που θεωρούνται παρέκκλιση και γίνονται συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης, σχολιασμού και (καλοπροαίρετης;) πλάκας.
Η κουλτούρα της αγένειας διαμορφώνει ασφαλώς και τους όρους δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων. Φωνές, τσιρίδες, υποτιμητικός πληθυντικός και μάγκικος ενικός κυριαρχούν στη ζωντανή και τηλεοπτική πολιτική αντιπαράθεση.
«Ακούς τι σου λέω, ρε; Ακούς τι σου λέω;», «Αυτό που σου λέω, εγώ!» ακούγονται να βγαίνουν από το στόμα μελιτζανοκόκκινων προσώπων έτοιμων να εκραγούν. Περιγραφικά επίθετα εν είδει κατηγορητηρίου (Καραγκιόζης, μαφιόζοι, λαμόγια, ρουφιάνοι) και ηθικολογίζοντες αφορισμοί («σα δεν ντρέπεστε!», «καλά, εντάξει, μπαρμπούτσαλα») και πού και πού κανένα αναστοχαστικό συγγνώμη («Μα είστε εντελώς ηλίθιος, συγγνώμη κιόλας») δίνουν και παίρνουν προτού τα διακόψει ρυθμικά η τέλεια μονοτονία της επανάληψης: «Με αφήνετε να μιλήσω; Με αφήνετε να μιλήσω; Μα γιατί δε με αφήνετε να μιλήσω;».
Η ελληνική κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή, όπως αντίστοιχα μια άλλη εθνική κουλτούρα ευγένειας δεν είναι καθαυτή καλή. Πράγματι η χρήση κάποιων λέξεων όπως «καλημέρα», «συγγνώμη», «ορίστε», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», καθώς και η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους την καλή συμβίωση των κατοίκων των πόλεων, ούτε επαρκούν για να εξαλείψουν τη βία – βίαιες συμπεριφορές εκδηλώνονται κάλλιστα και σε συνθήκης απόλυτης ευγένειας.
Επιτελούν όμως, όπου χρησιμοποιούνται, μια σειρά από πολύπλοκες κοινωνικές λειτουργίες τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέψουμε: οργανώνουν τις τυχαίες αλλά αναπόφευκτες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων, φτιάχνουν μικρές καθημερινές τελετουργίες, αισθητικοποιούν την επικοινωνία κρύβοντας την πραγματική αδιαφορία που μπορεί να νιώθει ο ένας για τον άλλον, επιτρέπουν την έκφραση μέχρι και των πιο παράδοξων αιτημάτων διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας στιγμιαίες σχέσεις εξάρτησης. Κυρίως, όμως, υφαίνουν το πλαίσιο μιας κουλτούρας που υπολογίζει τον Άλλον, επιτρέπει την κριτική, αλλά επιζητεί τη συναίνεση.
Όχι, η κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή. Ευνοεί όμως τις εκρήξεις, τις φορμαλιστικές αντιπαραθέσεις και τις ανταγωνιστικές επιδείξεις υπέρμετρων εγώ. Αντίθετα, η αναγνώριση του Άλλου και η προσοχή στις ανάγκες του, που αυτόματα προκύπτουν από τη μηχανική χρήση ξερών τύπων ευγένειας, καθρεφτίζουν μία προδιάθεση συναίνεσης, απαραίτητη για την αστική συμβίωση. Ευγένειες και αγένειες, ήρθε η ώρα όλες αυτές τις λέξεις, τις στάσεις, τις συμπεριφορές, να τις πάρουμε στα σοβαρά.
* Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)
Πηγή: tanea.gr
* Ο Έρβινγκ Γκόφμαν (αγγλικά: Erving Goffman, 11 Ιουνίου, 1922 – 19 Νοεμβρίου, 1982) ήταν Καναδός κοινωνιολόγος, ένας από τους σημαντικότερους στον εικοστό αιώνα. Το επίκεντρο της δουλειάς του ήταν η οργάνωση της καθημερινής συμπεριφοράς. Χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ποιοτικών μεθόδων, ανέπτυξε τις ταξινομήσεις των διαφόρων στοιχείων της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Εκτός από τη μελέτη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο Goffman διατήρησε ένα ισχυρό ενδιαφέρον για την κοινωνιολογία της ψυχικής ασθένειας. Αυτό ξεκίνησε το 1950 όταν πραγματοποίησε εθνογραφική έρευνα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Ουάσιγκτον. Θεώρησε ότι η μελέτη της καθημερινής αλληλεπίδρασης και η μελέτη της ψυχικής ασθένειας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κεντρικά θέματα της μελέτης του:
• Αλληλεπίδραση
• Η Κοινωνιολογία της Ψυχικής ασθένειας και στιγματισμός
• Έρευνες: η δραματουργία και θεωρία των παιγνίων.
Μαζί με πολλούς άλλους κοινωνιολόγους, ο Goffman επηρεάστηκε από τους Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ και Χέρμπερτ Μπλούμερ στην ανάπτυξη του θεωρητικού του πλαισίου. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Ήταν καινοτόμος στη μελέτη τής πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδρασης (face-to-face interaction) και της μικροκοινωνιολογίας. Επεξεργάστηκε τη δραματουργική προσέγγιση και ανέπτυξε πολλές έννοιες που είχαν τεράστια επιρροή. Η μεγαλύτερη συμβολή του στην κοινωνική θεώρηση ήταν η προσέγγισή του για τη συμβολική αλληλεπίδραση όπως η δραματουργική διάσταση στο βιβλίο του “The Presentation of Self in Everyday Life”. Για εκείνον η κοινωνία δεν είναι ομοιογενής. Πρέπει να δρούμε με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Το άτομο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα γρανάζι για τη διατήρηση του κοινωνικού κόσμου.
Έγραψε τα εξής έργα: Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates, Frame Analysis: An Essay on the Organization of Experience, Interaction Ritual: Essays on Face-to-Face Behavior, Forms of Talk.
Το 1961, δημοσίευσε το βιβλίο “Άσυλα” (Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates): Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των ψυχικά ασθενών και των άλλων φυλακισμένων, ήταν από τις πρώτες κοινωνιολογικές μελέτες για την κοινωνική κατάσταση των ψυχικά ασθενών και το νοσοκομείο.
Οι τρεις μορφές του στίγματος που αναγνωρίζονται από τον Goffman, περιλαμβάνουν: την εμπειρία της ψυχικής ασθένειας (ή την επιβολή μιας τέτοιας διάγνωσης), μια φυσική δυσμορφία ή μια ανεπιθύμητη διαφορετικότητα, μια ένωση με μια συγκεκριμένη φυλή, θρησκεία, πεποιθήσεις κ.λπ. Τονίζει το γεγονός ότι η σχέση του στιγματισμού είναι σχέση μεταξύ ενός ατόμου και του κοινωνικού περιβάλλοντος με ένα δεδομένο σύνολο προσδοκιών. Έτσι, ο καθένας σε διαφορετική χρονική στιγμή θα παίξει και τους δύο ρόλους, του στιγματισμένου και του στιγματιστή. Ορίζεται ως στίγμα ένα ιδιαίτερο είδος χάσματος μεταξύ της εικονικής κοινωνικής ταυτότητας και της πραγματικής κοινωνικής ταυτότητας.
Τύποι στίγματος:
• Εμφανείς ή εξωτερικές παραμορφώσεις
• Γνωστές αποκλίσεις σε προσωπικά χαρακτηριστικά
• Φυλετική διάκριση.
Kοινωνική σύγκρουση
Για τον Γκόφμαν η κοινωνία υφίσταται αντιτιθέμενη στην ατομικότητα. Έτσι προκειμένου το σύστημα να λειτουργήσει σωστά η σχέση κοινωνίας και ατόμου βασίζεται σε μια τυπική συμφωνία και μια ισχυρή αναγκαιότητα. Το άτομο, σύμφωνα με τον Γκόφμαν, δεν είναι αρκετά ικανό ώστε να διαλύσει αυτή τη συμβιβαστική σχέση γι’ αυτό και συμμορφώνεται. Τα άτομα είτε υπακούν στη λειτουργία της εκάστοτε κοινωνίας είτε εναλλακτικά συμμετέχουν σε κάποιες δομές, η ύπαρξη των οποίων είναι εφικτή μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας. Στο βιβλίο του το “Άσυλο”, ο Καναδός κοινωνιολόγος παραθέτει ποίκιλλες τέτοιες δομές στις οποίες συμμετέχει το άτομο και καταφέρνει να διατηρήσει την ατομικότητά του, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και κυρίως να μη χάσει την έννοια του εαυτού, χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με το κατεστημένο. Ο Γκόφμαν θεωρεί ότι αυτή η σύγκρουση κοινωνίας και ατόμου επιτελεί λειτουργικό ρόλο και δομικό ρόλο για τη σωστή λειτουργία του ανθρώπινου συστήματος συμβίωσης.
* Ο σολιψισμός (από το λατινικό solus ipse = ο ίδιος μόνο) ή εγωμονισμός είναι ιδεαλιστική υποκειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από το υποκείμενο, τον άνθρωπο και τη συνείδησή του. Όλα τα άλλα μέσα στο σύμπαν, ακόμα και το γένος των άλλων ανθρώπων, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στη συνείδηση του υποκειμένου και η ύπαρξή τους δεν είναι παρά ένα παράγωγο της συνείδησής του. Έτσι το υποκειμενικό “Εγώ” μαζί με το συνειδησιακό του περιεχόμενο γίνεται το μοναδικό ον, ενώ όλα τα άλλα Εγώ είναι απλά ιδέες του “δικού μου Εγώ”. Ως θεωρία βρίσκεται κοντά στον υποκειμενικό ιδεαλισμό.
Ο σολιψισμός είναι η πιο ακραία μορφή του γνωσιολογικού ιδεαλισμού. Θεωρεί τις παραστάσεις αυθαίρετες και κενές από κάθε περιεχόμενο αφού δεν αντιστοιχούν σε αντικειμενικές πραγματικότητες ενώ παραδέχεται τη μοναδικότητα του ανθρώπινου υποκειμένου αρνούμενος τη σωματικότητά του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.