Το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου με αφορμή τη φετινή επέτειο συμπλήρωσης των 100 χρόνων από την ίδρυσή του (1920-2020) οργανώνει έκθεση με τίτλο «απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών»: Αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ» του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου, που έζησε και δημιούργησε στην περιοχή του. Η έκθεση, της οποίας η λειτουργία ξεκινά (χωρίς εγκαίνια) την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020 και ώρα 19.00 στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου, αποτελείται από παλαιότερα και νέα έργα εβδομήντα και πλέον διακεκριμένων σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών και πραγματοποιείται με τη συνεργασία της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η ιστορικός τέχνης και ανεξάρτητη επιμελήτρια Ίρις Κρητικού.
Το αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ που σχεδιάστηκε με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων λειτουργίας του Λυκείου Ελληνίδων του Βόλου, συγκεντρώνοντας πολύτιμες συνέργειες και αναπάντεχες συμμετοχές, σημαντικά νέα έργα αλλά και σπουδαία παλαιότερα με τη γενναιόδωρη συνδρομή των συλλεκτών τους, αφορά έναν οργανικό διάλογο με το φυσικό πρόσωπο και το έργο του ζωγράφου, που καταλαμβάνοντας έναν ξεχωριστό και πρωτογενή χώρο στην ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης, αποτελεί ταυτόχρονα έναν διηνεκή συνομιλητή και εμπνευστή κορυφαίων εικαστικών και πνευματικών δημιουργών του τόπου μας.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (Βαρειά Μυτιλήνης, 1870; – Βαρειά Μυτιλήνης, 24 Μαρτίου; 1934), πρώτος ανάμεσα σε οκτώ παιδιά, από πατέρα τσαγκάρη και παππού αγιογράφο, που από νωρίς του γνώρισε την όψη αλλά και την ουσία του Αχιλλέα, του Μεγαλέξανδρου και του Ερωτόκριτου, ενδεδυμένος ήδη τη φουστανέλα ως μόνιμο προσφιλές κατάλοιπο μιας παρελθούσης παιδικής Αποκριάς και παθιασμένος με τη ζωγραφική από μικρή ηλικία, ήταν μείζων λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης, με ανεξάντλητη ικανότητα να μεταμορφώνει με χρώματα δικής του κατασκευής τις πιο απρόσμενες επιφάνειες: τα χαρτόνια και τα ακατέργαστα ξύλα, τους τενεκέδες και τα πανιά, τους τοίχους των καφενείων, των εμπορικών και των σπιτιών, σε έργα τέχνης.
Στα δεκαοκτώ του χρόνια φεύγει για τη Σμύρνη αναζητώντας καλύτερη τύχη και εργαζόμενος για ένα διάστημα ως καβάσης («θυροφύλαξ») στο Ελληνικό Προξενείο. Αποτυγχάνοντας το 1897 να καταταγεί στον ελληνικό στρατό, αναχωρεί για τον Βόλο ως εθελοντής. Παραμένει στη συνέχεια στη Μαγνησία για τα επόμενα τριάντα χρόνια, περιπλανώμενος ως μονήρης φουστανελάς στα χωριά του Πηλίου (όχι από καλλιτεχνική παραξενιά αλλά, κυρίως, σε ένδειξη λατρείας και πίστης, όπως σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης), ανεχόμενος κάθε χλεύη, ζώντας με ουσιαστική δυσκολία μα ζωγραφίζοντας εξαντλητικά σε εκκλησίες και μύλους, σε ελαιοτριβεία και φούρνους, σε σπίτια, καφενεία και χάνια, τους εν ξιφήρεις ήρωες και τα ονειροπόλα ερωτικά του ζευγάρια, τα πλουμιστά ζωνάρια, τους επινοημένους θυρεούς και τα ευφραντικά μοτίβα των οίκων των λιγοστών προστατών του – τη μονάκριβη αυτή παρακαταθήκη του. Γύρω στο 1926-27, εξαντλημένος από τη σκληρότητα των ανθρώπων και τις εξακολουθητικές κακουχίες, επιστρέφει στη Μυτιλήνη όπου και συνεχίζει να ζωγραφίζει σπίτια και καφενεία με αντάλλαγμα μια άθλια επιβίωση που το 1934 επισφραγίζεται με άδικο θάνατο από ακατάλληλο φαγητό ανηλεούς ελεημοσύνης.
Τον αναβλύζοντα κόσμο του της ελληνικής πρωτογενούς εντοπιότητας που ο ίδιος ο Θεόφιλος μεταφέρει μέσω αυθύπαρκτων ιδεών και ιδίων επινοήσεων, μέσω του φωτεινού χρώματος και της κλασικής αυτοδίδακτης πλαστικότητας, μέσω των τρυφερών καθημερινών ευρημάτων και των διαχρονικών ελληνικών μύθων, η έκθεση επιχειρεί να τον προσεγγίσει με τον τρόπο μιας σύγχρονης εικαστικής συνομιλίας.
«Με αφετηρία τον Θεόφιλο και το χειροποίητο αλφαβητάριο της δικής του αγωνιώδους προσωπικής περιδίνησης και εικονοποιητικής ενδελέχειας, με το εσωτερικό αναπαραστατικό βλέμμα των συμμετεχόντων στραμμένο σε κάποια από τα καταγεγραμμένα περιστατικά, τα καθοριστικά για εκείνον τοπόσημα, τα ηρωικά φαντάσματα και τα άυλα εκκλησάκια του δύσβατου βίου του, επιχειρείται η σύσταση ενός αυτοτελούς οργανικού σημειωματικού πεδίου με εικαστικές, πλαστικές και κυριολεκτικές ή συμβολικές αναφορές. Η ελληνική αρχαϊκή, κλασική και νεότερη δημώδης μυθοπλασία στο έργο του, η ξεχωριστή ετούτη σπαρταριστή και πηγαία έκφραση που στη διεθνή ιστορία της τέχνης ονομάστηκε ναΐφ (και όπου ο ίδιος εντέλει κατά την άποψη και του Τσαρούχη ίσως να μην ανήκει, καθώς υπήρξε αφοσιωμένος μελετητής ελληνικών κλασικών και ευρωπαϊκών εικονοποιητικών προτύπων – όπως για παράδειγμα των έργων του Peter von Ess), η παράφορη και ανιδιοτελής αγάπη του για ό,τι μικρό και μεγάλο ελληνικό που γνέφει με έναν αδιόρατο τρόπο στη λόγια μα και μαζί βιωμένα μεστή προσέγγιση του Καβάφη και του Σεφέρη, του Ελύτη, του Τσαρούχη και των λοιπών ακρογωνιαίων λίθων της γενιάς του ’30 για το ίδιο αυτό δέμας, το χαρακτηριστικό σχέδιο, το στίλβον χρώμα, οι πλαστικές λεπτομέρειες και οι εννοιολογικές σημάνσεις των ανθρώπων, των μύθων και των ηρώων, των θεριών και των πετεινών, των πόλεων και των κτηρίων, των χρυσοστόλιστων φορεσιών και της στιλπνής τοπιογραφίας του, γίνονται οι αναβλύζουσες πηγές για τα σύγχρονα έργα και το ιχνογραφικό εικαστικό αφήγημα της έκθεσης».
«Η έκθεση ξεκινά με τα πορτρέτα του ζωγράφου, άλλοτε ρεαλιστικά αποδοσμένα και άλλοτε αποτυπωμένα ως σκιές παρουσίας ή αγιογραφημένα μικρά σύμπαντα. Κάποια από αυτά, με τα σύνεργα του ζωγράφου στα χέρια, ενδεδυμένα με την ανεμίζουσα εκείνη φουστανέλα που το σωματοποιημένο εκτόπισμά της συχνά φέρνει στον νου τον Μακρυγιάννη. Ο Θεόφιλος με σπαθί και σημαία. Ο Θεόφιλος ως φιγούρα θεάτρου σκιών, με τον βιολιτζή και τον σαντουριέρη του. Ο Θεόφιλος και ο σύγχρονος στρατηγός. «Ζήτω ο Θεόφιλος». Κι ως αντίποδας, η απόδοση της μοναξιάς του «περιπλανώμενου». Του «σοβατζή». Του «Αγίου Πρόσφορου». Κι άλλοτε πάλι, η φουστανέλα μόνη, ως λαλούν σύμβολο, αντί του σώματος του ζωγράφου. Τίτλοι και γράμματα από τα έργα του, ως αποδομημένη και επαναδομημένη ταυτότητα του ελληνικού γένους. Η Σημαία. Κοντά σε ετούτα, τα πορτρέτα της μητέρας του Πηνελόπης Μιχαήλ και της αδελφής του Ειρήνης. Τέλος, το αιωρούμενο σε χρυσό μεταφυσικό βάθος συναπάντημα του ζωγράφου με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Ύστερα η άφιξη του Θεόφιλου με το τρένο στον Βόλο. Σπαράγματα της πόλης, ίχνη της μνήμης, πλίνθοι και κέραμοι. Το κάστρο της, ο μέγας φούρνος και ο ποταμός Σαλαμπριάς. Πατημασιές αδιόρατες ενός μοναχικού περιπατητή στο Πήλιο, στην Ανακασιά και την Άλλη Μεριά, στάσεις σε ιστορικά καφενεία στη Μακρυνίτσα και σπίτια όπως του Κοντού ή του Γκουντέλα, όπου ακόμη αιωρείται η παρουσία του. Κι ύστερα μνήμες της Σμύρνης και της Αγιάσου και των θερινών ελαιώνων της Λέσβου. Υπαίθριοι γάμοι. Αγρίμια, πουλιά και πρόβατα. Αρχαϊκοί αμφορείς και άνθη από τα γειτονικά περιβολάκια. Κι οι φορεσιές: νυφική απ’ το Τρίκερι, χράμια Πηλίου, προικώα γάμου πολύχρωμα, του Αλμυρού. Φλουριά χρυσά. Και η στολή του οπλαρχηγού Καπετάν Λεωνίδα Ανδρούτσου, κεντημένη στο χέρι. Μύθοι και ήρωες. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα. Θεοί του Ολύμπου. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Γοργόνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ξανά και ξανά, ως τρόπος ύπαρξης του ίδιου του ζωγράφου. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η δόξα του Αθανασίου Διάκου. Ο Κατσαντώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κολοκοτρώνης. Τέλος, όλα ετούτα τα τρυφερά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες, υλικά αντάξια της δικής του πρωτογένειας: πέτρα και ξύλα παλαιά, ασβέστης και χειροποίητο χαρτί, τενεκεδάκια και κλωστές, μαλλί και γάζες, μπρούντζος κι ασήμια, υφάσματα μπαμπακερά, σπάγκος, φύλλα χρυσού, χαρτόνι…».
«Στα μάτια του και στα χέρια του, έκπαγλα επεισόδια μυθολογίας, ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ηρωικής πατριωτικής ιστορίας με προεξάρχοντα τα επεισόδια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μεταμορφώνονται και αποκτούν ζωή επάνω στις πιο απρόσμενες επιφάνειες: αδρά χαρτόνια και ακατέργαστα ξύλα, τσίγκοι και λιόπανα, σοβάδες καφενείων και ταπεινών σπιτιών, τρέπονται σε πεντάμορφα περιπετειώδη πεδία. Τον αναβλύζοντα κόσμο του της ελληνικής πρωτογένειας που ο ίδιος μεταφέρει μέσω αυθύπαρκτων ιδεών και ιδίων επινοήσεων, μέσω αυτής της εμμονικής εντοπιότητας που πηγάζει από την ψυχή και τα σπλάχνα της ιστορίας, μέσω του αλάνθαστου φωτεινού χρώματος και της κλασικής αυτοδίδακτης πλαστικής οντότητας, μέσω των τρυφερών καθομιλούμενων ευρημάτων και των διαχρονικών ελληνικών μύθων, οι παρόντες εικαστικοί επιχειρούν να τον προσεγγίσουν και να τον μεταλάβουν με προσήλωση και μελέτη, με απέραντη αγάπη και σεβασμό», σημειώνει στον κατάλογο η επιμελήτρια της έκθεσης.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι εικαστικοί:
Ηώ Αγγελή, Γιάννης Αδαμάκης, Στέλιος Αλεξάκης, Νεκτάριος Αποσπόρης, Κάτια Βαρβάκη, Νίκος Βατόπουλος, Αλέξης Βερούκας, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μάριος Βουτσινάς, Μαίρη Γαλάνη Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Νεκταρία Γιακμογλίδου, Κατερίνα Γιάννακα, Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, Ειρήνη Γκόνου, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Νίκη Ελευθεριάδη, Γιάννης Ευθυμίου, Πέτρος Θέμελης, Αποστόλης Ιτσκούδης, Σταυρούλα Καζιάλε, Θρασύβουλος Καλαϊτζίδης, Σοφία Καλογεροπούλου, Ελπινίκη Καμόσου, Μηνάς Καμπιτάκης, ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΥΓΑC, Βούλα Καραμπατζάκη, Πάνος Καρδάσης, Νικόλας Κληρονόμος, Νίκος Κόνιαρης, Ευτυχία Λάβδα, Βασίλης Λιαούρης, Νεκτάριος Μαμάης, Τάσος Μαντζαβίνος, Παναγιώτης Μαρίνης, Μηνάς Μαυρικάκης, Στέλλα Μελετοπούλου, Γιάννης Μετζικώφ, Γεωργία Μπλιάτσου, Δημήτρης Μοράρος, Ρούλη Μπούα, Γεύσω Παπαδάκη, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, Χριστίνα Παρασκευοπούλου, Λίζα Πενθερουδάκη, Βασίλης Πέρρος, Γιώργος Πετσικόπουλος, Νίκος Ποδιάς, Μαρία Πωπ, Κατερίνα Σαμαρά, Ιφιγένεια Σδούκου, Γιώργος Σκλάβαινας, Ευγένιος Σπαθάρης, Χρήστος Στανίσης, Μαρίνα Στελλάτου, Ιωάννα Τερλίδου, Βάσω Τρίγκα, Κλεοπάτρα Τσαλή, Κλαίρη Τσαλουχίδου, Θεοδώρα Τσιάτσιου, Βιργινία Φιλιππούση, Απόστολος Χαντζαράς, Αθηνά Χατζή, Νικόλαος Χριστόπουλος, Νικόλας Χριστοφοράκης
Και από την προσωπική συλλογή του Λάκη Παπαστάθη:
Λήδα Κοντογιαννοπούλου, Μίλτος Παντελιάς, Βασίλης Σπεράντζας, Γιώργος Σταθόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Πάνος Φειδάκης
Το σύνολο της έκθεσης ολοκληρώνεται με έργα παραχωρημένα από άλλες ιδιωτικές συλλογές.
Το Μουσείο της Πόλης του Βόλου (Φερών 17) λειτουργεί για το κοινό από Τρίτη έως και Κυριακή 10.30 – 13.30 και τα απογεύματα Τετάρτης και Παρασκευής από τις 18.00 – 21.00. Τη Δευτέρα είναι κλειστό. Η είσοδος επιτρέπεται ΜΟΝΟ με τη χρήση μάσκας και έως 5 άτομα σε κάθε όροφο, ενώ απαγορεύεται το άγγιγμα αντικειμένων και εκθετικών επιφανειών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκέπτονται και το site του μουσείου στη διεύθυνση http://www.vmoc.gr/
Με αφορμή την έκθεση, σχεδιάστηκε αναλυτικός κατάλογος, που θα αποτελέσει και το ενθύμημα του εορτασμού των 100 χρόνων διαδρομής του Λυκείου.
Τα κείμενα καταλόγου υπογράφουν οι: Μ. Σπανού, Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων του Βόλου, Ε. Παπάνης, Πρόεδρος ΔΣ Μουσείου-Βιβλιοθήκης Στρ. Ελευθεριάδη TÉRIADE, Λ. Παπαστάθης, σκηνοθέτης & Ι. Κρητικού, επιμελήτρια της έκθεσης.
Στην προσπάθεια της έκθεσης όσο κυρίως και του καταλόγου συντέλεσαν οι χορηγοί:
Capital Link, ΜΕΤΚΑ-Μυτιληναίoς Α.Ε., Επιμελητήριο Μαγνησίας, Διαμαντής Μασούτης Α.Ε., Park Hotel Volos και ο ομότιμος καθηγητής του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης και επίτιμο μέλος του Λ.Ε.Β., Γιώργος Γκέκος.
Στο διάστημα λειτουργίας της έκθεσης, η οποία θα διαρκέσει έως τις 18 Οκτωβρίου, προγραμματίζονται και άλλες παράλληλες δράσεις, όπως:
-Παράσταση «Καραγκιόζης και Θεόφιλος, Ο Μεγαλέξανδρος» για παιδιά από το θέατρο σκιών του Χρήστου Στανίδη στην αυλή του Μουσείου. Για τη δωρεάν παράσταση Καραγκιόζη, στις 7.30 μ.μ. η πρώτη και στις 8.30 η δεύτερη, στην αυλή του Μουσείου (Φερών 17, Παλιά), λόγω του περιορισμού των θέσεων, η είσοδος θα γίνει αυστηρά με σειρά προτεραιότητας. Δηλώσεις για συμμετοχή στα τηλέφωνα: Λύκειον Ελληνίδων Βόλου-2421033938 στις ώρες: 10.30-13.30. Χρήση μάσκας υποχρεωτική.
– Προβολή της βραβευμένης ταινίας «Θεόφιλος» του Λάκη Παπαστάθη στο θερινό σινεμά της Εξωραϊστικής, την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου και ώρα 19.15. Συμβολική τιμή εισόδου 3 €.