10.2 C
Athens
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Xουάν Ρούλφο, Μακάριο

Κάθομαι πλάι στον υπόνομο και περιμένω να βγούνε τα βατράχια. Χτες βράδυ, την ώρα που τρώγαμε, βαλθήκανε να κάνουν τέτοιον σαματά και δεν σταμάτησαν να τραγουδάνε μέχρι που ξημέρωσε. Η νονά μου μάλιστα λέει κι αυτό: ότι η φασαρία απ’ τα βατράχια τής χάλασε τον ύπνο της. Και τώρα θέλει οπωσδήποτε να κοιμηθεί. Γι’ αυτό και μ’ έστειλε εδώ, πλάι στον υπόνομο, και να στηθώ με μια τάβλα στο χέρι, ώστε όποιο βατράχι αποφασίσει να σαλτάρει έξω να το λιανίσω στο ξύλο… Τα βατράχια είναι πράσινα απ’ την κορφή ως τα νύχια, εκτός απ’ την κοιλιά. Οι φρύνοι είναι μαύροι. Και της νονάς μου τα μάτια είναι μαύρα. Τα βατράχια είναι καλά για να τα τρώμε. Οι φρύνοι δεν τρώγονται· αλλά κι αυτούς εγώ τους έχω φάει, κι ας μην τρώγονται, κι έχουνε ίδια γεύση με τα βατράχια. Η Φελίπα λέει πως είναι κακό να τρώμε φρύνους. Τα μάτια της Φελίπα είναι πράσινα σαν τα μάτια της γάτας. Αυτή μου βάζει φαγητό κάθε φορά που είναι η ώρα μου να φάω. Αυτή δεν θέλει να πειράζω τα βατράχια. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, εκείνη που μου λέει τι να κάνω είναι η νονά μου…(…)

Στο δρόμο λένε πως είμαι τρελός, γιατί ποτέ δεν μου κόβεται η πείνα. Το έχει ακούσει η νονά μου να το λένε. Εγώ δεν το έχω ακούσει. Η νονά μου δεν μ’ αφήνει να βγαίνω μόνος μου στο δρόμο. Όταν με βγάζει βόλτα είναι για να με πάει στην εκκλησία ν’ ακούσω τη λειτουργία. Εκεί με βάνει να καθίσω δίπλα της και μου δένει τα χέρια με τα κρόσσια της μαντίλας της. Εγώ δεν ξέρω γιατί πρέπει να μου δένει τα χέρια· όμως εκείνη λέει πως αλλιώς κάνω παλαβομάρες – έτσι λέει. Μια μέρα αποφασίσανε ότι εγώ προσπάθησα να πνίξω κάποιον· πως στα καλά καθούμενα άρπαξα μια γυναίκα απ’ το λαιμό. Εγώ δεν το θυμάμαι. (…)

Πολλές φορές έχω φάει λουλούδια ιβίσκου για να ξεγελάσω την πείνα μου. Και το γάλα της Φελίπα είχε αυτήν τη γεύση, μόνο που εμένα μ’ άρεσε περισσότερο, γιατί, ενώ κατέβαζα τις γουλιές, η Φελίπα με γαργάλαγε παντού. Μετά σχεδόν πάντα αποκοιμιόταν δίπλα μου, ως το ξημέρωμα. Κι αυτό με βόλευε πολύ· γιατί δεν με βασάνιζε το κρύο ούτε κι ο φόβος πως θα πήγαινα στην Κόλαση αν πέθαινα εκεί μονάχος, μια νύχτα… Κάποιες φορές δεν τη φοβάμαι τόσο πολύ την Κόλαση. Άλλοτε πάλι τη φοβάμαι. Κι άλλες φορές μ’ αρέσει να τρομάζω μ’ αυτή την ιστορία, ότι θα πάω στην Κόλαση μια μέρα των ημερών, επειδή έχω σκληρό κεφάλι και μου αρέσει να ρίχνω κουτουλιές σε ό,τι βρω μπροστά μου. Αλλά έρχεται η Φελίπα και μου διώχνει τους φόβους. Με γαργαλάει με τα χέρια της, όπως εκείνη ξέρει, κι έτσι σκορπίζει ο φόβος μου πως θα πεθάνω. Για μια στιγμή μέχρι που τον ξεχνάω… Λέει η Φελίπα, όταν έχει όρεξη και κάθεται μαζί μου, ότι θα πει στον Κύριο όλες τις αμαρτίες μου. Ότι θα πάει στον ουρανό πολύ γρήγορα και θα τα πει μαζί Του και θα ζητήσει να με συχωρέσει για όλη την κακία που γεμίζει το κορμί μου απ’ την κορφή ως τα νύχια. Θα Του πει να με συγχωρήσει, για να μην έχω άλλο αυτή την έγνοια. Γι’ αυτό ξομολογιέται κάθε μέρα. Όχι επειδή είν’ αυτή κακιά, αλλά γιατί εγώ είμαι γεμάτος δαιμόνους και πρέπει να ξομολογιέται εκείνη για να βγάλει τους σατανάδες από μέσα μου. Κάθε μέρα. Κάθε απόγευμα κάθε μέρας. Σ’ όλη τη ζωή της θα μου κάνει αυτήν τη χάρη. Αυτό λέει η Φελίπα. Γι’ αυτό κι εγώ την αγαπάω τόσο… Που το κεφάλι μου πάλι είναι τόσο σκληρό, αυτό δεν είναι λίγο. Ώρες ολόκληρες ρίχνω κουτουλιές στις κολόνες της αυλής και το κεφάλι δεν παθαίνει τίποτα, αντέχει και δεν σπάει. Και ρίχνω κουτουλιές στο πάτωμα· πρώτα αργά αργά, μετά πιο γρήγορα και βγαίνει ένας ήχος σαν ταμπούρλο. Σαν το ταμπούρλο που ’ρχεται μαζί με τον ζουρνά, σαν έρχεται ο ζουρνάς στη λειτουργία του Κυρίου. Και τότε, είμαι εγώ στην εκκλησία, δεμένος στη νονά μου, κι ακούω απέξω το ταμ ταμ του ταμπούρλου…

Χουάν Ρούλφο, “Μακάριο” από τη συλλογή Ο κάμπος στις φλόγες, σελ. 77-80 αποσπασματικά, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2011

  • Πίνακες: Kris Lewis

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -