Ποιήματα της φιλολόγου Ελένης Βαρδή
1. Τις μέρες και τις νύχτες που σωπαίνω, \ χάνομαι και παραδέρνω\ δε με παίρνει άλλο να στέκω\ σιωπηλός και μόνος μάρτυρας.
Γιατί μου κόβετε την ορμή που με ξυπνάει;\ Τυφλή μ’ ορθάνοιχτο στόμα\ δεν απελπίζομαι.
Μα τους ταραχοποιούς πρέπει να σπρώξω\ στην οδό με τους εφιάλτες μου.
Κείνοι οι εφιάλτες λεπτό προς λεπτό\ τυραννούν τους φόβους μου.
Επιθυμούν μα δε ρωτούν\ και τραβούν προς το άπειρο, \ των ονείρων το χάρτινο, \ το σταυρό κουβαλώντας\ για να φτάσουν στην άκρη\ που δεν τη βρίσκεις με χάρτη.
2.
Έψαχνα να βρω αιτίες
για κείνες που ’μοιαζαν αμαρτίες.
Έψαχνα να βρω ενόχους
για τούτα που τυραννούν και τους κατόχους .
Έψαχνα να βρω τη λύτρωση
γι’ αυτά που μένουν στην καρδιά σα ρίζα.
Κι ήρθες απρόσμενα εσύ και μου’ πες πως υπάρχεις
κι η πλάση γέμισε φιλιά να δείξουν πως θε να’ρθεις.
Γιατί ’ναι αλήθεια οι καρδιές
έχουν δικές τους θυμησές
κι οι άνθρωποι που αγαπιούνται
πορεύονται μαζί ή δεν ξεχνιούνται.
3.
Σάρκα μου πολυβασανισμένη
ψυχή ανώριμη μα λυτρωμένη.
Βρήκες τον πόθο σου σε τόσα σώματα,
χάιδεψες τη ματαιοδοξία σου τόσο ανώριμα.
Έβαλες στόχο να χορτάσεις
και κατάλαβες πως δε θα χάσεις.
Ήρθε ξανά το κάμα του Αυγούστου
και σ’ έλιωσε όπως κάτω από το φως κεριών.
Αγάπησες τα μάτια του τα διφορούμενα,
το στόμα του δε χόρτασες κι ας ήταν φιλημένο.
4.
Ψάχνοντας να βρω κοχύλια
με χρώματα ζεστά σαν χείλια,
βρήκα ένα κοχύλι με πρόσωπο ζωγραφισμένο
το δικό σου το πρόσωπο
από φίλντισι και μέλι καμωμένο.
Ψάχνοντας να βρω εσένα
πήρα στα χέρια μου τα πεθαμένα
κοχύλια σκαλισμένα,
από πνοή Θεού ζεστή και μυρωδάτη,
με κεντήματα και χαρακιές.
Ψάχνοντας να μπω σ’ ένα πλοίο
ιστιοφόρο με πανιά τεντωμένα,
αναζητώντας ν’ αγκαλιάσω εσένα,
μέσα σε σβησμένη ομίχλη
που μοιάζει αλήθεια με παραμύθι.
5.
Σελίδες άγραφες του πόνου ρυτίδα
τρένα που πάνε και ποτέ δε γυρνάνε
ψυχές κουβαλάνε, ιστορίες ζητάνε
καράβια χάθηκαν στο τέλος μιας μέρας
μαζί τους πήραν τις πίκρες του χθες.
Λύτρωση ζητάνε
μ’ ανοιχτά τα χέρια τον ουρανό προσκυνάνε
του θεού το φίλημα σα νερό στο πρόσωπο
επιθυμούν μα δε ρωτούν
τι είναι αυτό που καίει τα σωθικά
και τη σκέψη πηγαίνει στα τρελά.