Γράφει η Μαριάμη Ζαρνάτζε
Mικρή πάντα προσπαθούσα να βρω πού είναι η αρχή του και πού το τέλος. Το έβρισκα συναρπαστικό. Όπως έβρισκα συναρπαστικό το ότι όταν το πετούσα ψηλά και οι ηλιαχτίδες έπεφταν πάνω του, τα χρώματα άλλαζαν, φαινόταν διαφορετικό στον αέρα.
Τις προάλλες πήγαινα κάπου και είδα κάτι κοριτσάκια να παίζουν με το τόπι τους. Τι χαριτωμένα που ήταν, τι ξέγνοιαστα, γελούσαν με την καρδιά τους τόσο όμορφα που έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάω κι εγώ. Τις ζήλεψα για να σου πω την αλήθεια, δεν θα γίνω ποτέ πια παιδί ούτε θα είμαι ποτέ τόσο ξέγνοιαστη όσο ήμουν στην ηλικία τους, που το μεγαλύτερο πρόβλημά μου ήταν πώς θα πείσω τους γονείς μου να μου πάρουν ένα παιχνίδι και αν η Σέιλορμουν θα τη γλίτωνε και πάλι από τα σχέδια κάποιας κακιάς που είχε μοβ μαλλιά!
Μετά σκέφτηκα το τόπι, και μου ήρθε ότι είναι σαν τη ζωή μας. Tο πετάμε ψηλά και αυτό απογειώνεται, αλλού πιστεύουμε ότι θα προσγειωθεί και αλλού καταλήγει. Αν προλάβουμε και το πιάσουμε τότε δεν σκάει κάτω με δύναμη, άλλες φορές σε βρομιές και άλλες απλά στο έδαφος. Αλλά και να σκάσει αναπηδάει και πάλι, κι αν όχι τότε το παίρνουμε στα χέρια μας και το πετάμε πάλι εμείς όσο ψηλά θέλουμε, ανάλογα με τη δύναμη και τη θέλησή μας. Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που το βαριόμαστε, αλλά έπειτα από λίγο καταλήγουμε να παίζουμε το ίδιο παιχνίδι και πάλι! Όταν βρέχει περιμένουμε υπομονετικά να βγει ο ήλιος για να παίξουμε ξανά. Είναι ωραίο αυτό το παιχνίδι γι’ αυτό!
Έτσι και με τη ζωή, την απογειώνουμε εμείς, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει, αν καταλάβουμε από πριν το πού τότε ίσως προλάβουμε να πάρουμε ξανά τον έλεγχο πριν σκάσει σαν καρπούζι μπροστά μας. Αν πάλι όχι αρχίζουμε από την αρχή, καθαρίζουμε και γλείφουμε τις πληγές που προκλήθηκαν από την πτώση και ύστερα από λίγο την απογειώνουμε και πάλι, με τη διαφορά ότι τώρα είμαστε πιο προσεκτικοί, πιο σοφοί. Κάποια στιγμή νομίζουμε ότι όλο αυτό είναι ανούσιο και βαρετό και ότι μόνο βροχή υπάρχει εκεί έξω, τα παρατάμε όλα και καταλήγουμε να τρώμε ντουζίνες από θερμίδες μπροστά από κάποια οθόνη και να μη βουρτσίζουμε τα δόντια μας για μέρες. Μόνο για μερικές μέρες γιατί μετά καταλαβαίνουμε ότι μας λείπει η ζωή μας και ότι υπάρχει κάτι καλύτερο από την καταστροφική για τα μαλλιά μας υγρασία εκεί έξω. Οπότε την παίρνουμε ξανά στα χέρια μας και αρχίζουμε το παιχνίδι.
Σήμερα γέλασα κι εγώ με την ψυχή μου, πόνεσε η κοιλιά μου για την ακρίβεια και όταν κοιτούσα την αντανάκλαση του ήλιου είδα πάλι αυτά τα πολλά πολλά χρώματα και ένιωσα σαν αυτά τα κοριτσάκια! Λένε ότι είσαι ό, τι νιώθεις οπότε εγώ εκείνη τη στιγμή ένιωσα τόσο ξέγνοιαστη όσο ένα μικρό παιδάκι που παίζει με το τόπι του!
Πίνακας: Child Playing Ball in the Park, του Felix Vallotton