23.3 C
Athens
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Σταύρος Σταμπόγλης: “Η εξόντωση του Άλλου, του διαφορετικού, η αρπαγή, είναι η ψυχρή λογική που διέπει τα Άουσβιτς”

 

Συμπλέουν η εγκατάλειψη και η αμέλεια. Ό,τι θεριεύει ένα παρόν ξοδεύοντας το μέλλον. Δε με φοβίζει το βάρος της έκπτωσης. Η ευτέλεια μ’ αποθαρρύνει. (“Με την πλάτη στο παρόν” – Αποχαιρετώντας τη Μέρα, Σταύρος Σταμπόγλης, Εκδότης: Κέδρος)

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Δρα ως περιηγητής γεγονότων και πραγμάτων, ως ποιητής, συγγραφέας και ως αρχιτέκτονας. Ειλικρινής η γραφή του. Αληθινή η ποίησή του. Με λογισμό και μ’ όνειρο. Έχοντας γράψει και ξαναγράψει, έχοντας σκεφτεί και αποδομήσει, έχοντας χτίσει και ξαναχτίσει, ο Σταύρος Σταμπόγλης καταγράφεται στους σημαντικότερους λογοτέχνες της εποχής μας. Εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα μόλις το 2007 με μια σταθερή παρουσία έκτοτε. Η συγγραφική λαλιά του σαν ιερογλυφικά οδύνης. Φωνές από ένα μακρινό πένθος. Μια μακρινή σφαγή που αναθρώσκει στο χάος. Η γραφή του αναδύεται μέσα από την Ιστορία, φυτρώνει από τη φρέσκια γη. Με δομή θεόκτιστη. Κάθε του ποίημα δεν είναι παρά ένα πείσμα καταμεσής της φαντασίας που ψιθυρίζει μετρώντας την αντοχή των ανέμων καταπρόσωπο. Συλλέγει κομματάκι κομματάκι την οδύνη των ημερών μας. Τη συγγνώμη. Την άφεση. Την κατανόηση. Τον έρωτα. Την αγάπη. Σαν σχίζα που μπαίνει στο δάχτυλό μας. Μια ακτινογραφία από ακίδες που συνεχώς τρυπούν τον ψυχικό του κόσμο φωτογραφίζει τον περιβάλλοντα χώρο.

Με εκφραστική αρτιότητα και οικονομία λόγου εκθέτει τον αναγνώστη στη δική του λιτή οπτική. Δημιουργεί σχήματα αντικειμένων καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον ανέτοιμο αναγνώστη. Ο Σταύρος Σταμπόγλης κατανοεί την ομορφιά και το τραγικό. Ο λόγος του δίνει σχήμα και υπόσταση στον πόνο και στην ελπίδα που πάλλονται αόρατα μέσα στις εικόνες και στους ήχους που μας περιβάλλουν. Αποθησαυρίζει τους έρωτες που ανθούν ή προδίδονται, το χρόνο, το εφήμερο, τις αμέτρητες ιστορίες απώλειας, μετασχηματίζοντάς τες σε ύμνο για τους τολμηρούς αναρριχητές της καθημερινότητας.

Το έργο του είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Εν ανάγκη με υλικά σφυριά. Φιλτράροντας τη ζωή με το βλέμμα του ανθρώπου που ταξίδεψε και σπούδασε και έζησε στην Ευρώπη, που είδε τα κινήματα και τον μοντερνισμό του 20ού αιώνα να αλλάζουν τον κόσμο, ακολουθεί την πόλη, την παρακολουθεί στενά, ακούει τη μοναξιά της, το αεικίνητο της ακινησίας της, τις βαριές σκιές της, τις εκκωφαντικές σιωπές της, τις αίθουσες αναμονής της όπου όλοι ατέρμονα κάτι περιμένουμε και γίνεται βιογράφος των πόλεων και της ιστορίας μας. Βιογράφος που αναζητά απλώς μιαν αλήθεια, τη δική του αλήθεια.

Είναι κάποιοι μήνες που γνώρισα το φωτεινό και φωτισμένο έργο του Σταύρου Σταμπόγλη, γεγονός που με ώθησε να γνωρίσω και τον ίδιο. Οφείλω να ομολογήσω ότι με εντυπωσίασε και το ήθος της δημιουργίας του αλλά και η ποιότητα, η καλλιέργεια, η γενναιοδωρία του ανθρώπου. Κάπως έτσι προέκυψε η έξοχη συνέντευξη που θα διαβάσετε…

***

Στα περίχωρα της επιβολής

Τσακίζοντας ένα προς ένα τα όριά του πλησιάζει
ετούτος ο εχθρός λοξά
Από μεθόριο σε μεθόριο ευαγγελίζεται θριάμβους
Και μεις τον περιμένουμε εδώ αποφασισμένοι
Ενώ του λόγου του πετάει ήδη τα πρώτα ληγμένα
“Ληγμένα’…παρωνύμιο αγχόνης που
στόμωσε, νομίζω

Κι όταν μας ριχτεί κατά μέτωπο θα ‘μαστε εκεί
να σηκώσουμε ό,τι μας επιτρέπει
Την παντιέρα μιας ειρήνης μεσίστια στο πινάκιο
των απωλειών

Καθώς το πένθος ανεμίζει σαν μια και μοναδική χορδή
η απαντοχή μας ακκίζεται
Ναι, αυτό το ψεύδος με τις μυλόπετρες στο στομάχι
ακκίζεται

Και αλίμονο· εμείς φορτώσαμε τη σαβούρα ετούτη για
να βαραίνουν οι ελπίδες μας

(Σταύρος Σταμπόγλης, “Έννοια εικόνας”, εκδ. Γαβριηλίδης 2010)

***

Γεννηθήκατε στην Αθήνα. Πώς θυμάστε την πόλη της παιδικής και της εφηβικής σας ηλικίας και πώς έχετε μεταγγίσει αυτές τις μνήμες στο λογοτεχνικό σας έργο;

* Ένιωσα τον κόσμο στην πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο. Στ’ ανατολικό ρείθρο των Αθηνών. Εδώ θριαμβευτές και ηττημένοι ενός παρατεταμένου εμφύλιου αγνοούσαν ακόμη το μέγεθος της συντριβή τους. Λίγες εκατοντάδες μέτρα από τ’ Ανάκτορα η ατομική ιδιοκτησία δεν ήταν ακριβώς ιερό άντρο. Έμοιαζε με λαγούμι αγριμιού. Να μπαίνεις από τη μια, να διαφεύγεις από την άλλη. Τόπος με ορδές παιδιών κι αμέτρητες γυναίκες στις εξώπορτες συναθροισμένες. Οι διασωθέντες άρρενες, αν δεν ήταν ήδη κάπου στο εξωτερικό, ή σε φυλακές κι εξορίες, τους συναντούσες μονάχα σαν έπεφτε η νύχτα. Όταν επέστρεφαν από τη δουλειά. Δεν γνωρίζαμε κάτι άλλο από πενία σε κατάσταση αποδοχής. Χαμόγελο καρτερίας υπό τον εμπρηστή ήλιο. Η παραμικρή σκιούλα ήταν πλούτος κι ελπίδα. Οι περισσότεροι γείτονες προέρχονταν από την εσωτερική μετανάστευση. Στην πόλη μπορούσες να βρεις καταφύγιο κι ένα πιάτο φαΐ. Ο οίκος; Μίζερες κάμαρες, μίζεροι νοικοκυραίοι, απένταροι και ονειροπαρμένοι νοικαραίοι. Βασική οδηγία εποχής, «κρύβε λόγια δεν ξέρεις ποιος είναι ο χαφιές σου». Κατάγομαι από συντηρητική οικογένεια που δεν έπρεπε να φοβάται, αλλά μ’ έμαθε από την τρυφερή ηλικία ακόμα να «οσμίζομαι» τον άλλον. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ καλά. Γεννήθηκα όταν, επιστρατευμένος στον κυβερνητικό ή εθνικό στρατό, πολεμούσε κάπου στα βόρεια. Το πρώτο βιβλίο για μεγάλους που διάβασα, πριν από τα 10 χρόνια μου, ήταν η «Πυραμίδα 67» του Ρένου Αποστολίδη με θέμα τον Εμφύλιο, στην πρώτη έκδοση του 1950. Ο πατέρας μου μετά τον ανοικτό εμφύλιο, που τον αποκαλούσε «συμμοριτοπόλεμο», δούλευε όλη την εβδομάδα 20 ώρες την ημέρα. «Εγώ δεν πήρα στεριανό… Τι νομίζετε… Και πέρα δεν τα βγάζουμε…», έλεγε πίσω απ’ τα δόντια της η μάνα μου. Οι φίλοι μου; Όλοι παιδιά από «ανθελληνικές» κεντρώες, κρυφοαριστερές και αριστερές οικογένειες. Δεν υπήρχαν εκεί γύρω άλλων «πολιτικών φρονημάτων παιδιά», ή ήταν κάτι σπάνιο που με λίγη καλή προσπάθεια μπορούσε να απορροφηθεί. Από γενική άποψη δεν μ’ ενδιαφέρει ο γλυκερός συναισθηματισμός για την ομορφιά στα νεανικά χρόνια της γενικευμένης ένδειας. Από παιδιά το όνειρό μας ήταν να φύγουμε μακριά. Μετά τα πράγματα άλλαξαν τόσο γρήγορα, που οι περισσότεροι ξεχάσαμε. Με πνίγει ακόμη η καθημερινή εν σιγή αγωνία των γυναικών στα «μετόπισθεν» για να επιβιώσει ασφαλής, ταϊσμένη και ενωμένη η οικογένεια. Τον αγώνα των ανδρών δεν τον πολυκαταλάβαινα. Έλειπαν όλη μέρα. Δεν τους ήξερα. Μόνο τις χασούρες και τα νέα τους σχέδια γύρω απ’ το κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι μάθαινα, κάτι σαν εξορκισμός για την προσεχή Δευτέρα. Ναι τ’ αρσενικά φάνταζαν από θεού φτιαγμένα να σχεδιάζουν, να πετάνε, να προδίδονται, να χάνουν και πάλι απ’ την αρχή. Δεν άκουσα ποτέ γυναίκες να κάνουν όνειρα. Οι γυναίκες γύρω μου κουβαλούσαν ένα περίεργο βάρος. Κάτι σαν σιωπηλή γενναιότητα. Κι ύστερα ήρθε η «ανάπτυξη». Σε μας έγινε αντιληπτή ως ένα βαθμό περίπου στα 15 χρόνια μου. Όταν άρχισαν οι νοικοκυραίοι να κατεδαφίζουν τα σπίτια τους τραγουδώντας και χορεύοντας. Οι ήρωές μου υπήρξαν. Είναι ψυχές που προσπαθούν ν’ ανασάνουν. Ψυχές που καλλιεργούσαν, με πίστη στη γη και στον ουρανό, καρτερία κι ελπίδα. Ανεξάρτητα από την αντικειμενική λογοτεχνική αξία των διηγημάτων μου πιστεύω πως δεν είναι ηθογραφίες. Αν διαφαίνεται κάποια δόση ειρωνείας στο ύφος, αν κατάφερα κάτι τέτοιο, επιλέχτηκε συνειδητά, αντί του μελό, του θρήνου, της κατάρας.

Ποια ήταν τα αναγνώσματα των πρώτων παιδικών σας χρόνων;

* Εδώ υπήρξα ιδιαίτερα τυχερός. Συνάντησα μόνο πραγματικούς φίλους και Δουλτσινέες να με αναλάβουν. Ήταν τα Κλασικά Εικονογραφημένα της Ατλαντίδας και τόσα άλλα ρομαντικά και ηρωικά όπως «Ο Μικρός ήρωας» κ.ο.κ. Λίγο πριν ή μαζί άρχισαν να φτάνουν στα χέρια μου οι εκδόσεις βιβλίων της Ατλαντίδας σε απόδοση κειμένων πάντα. «Ρομπέν των δασών», «Ιβανόης», «Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος», «Τομ Σώγιερ», ό,τι υπήρχε σε Ιούλιο Βερν και άλλα πολλά. Η γεύση τους, σαν άνθος αλατιού. Ακόμα με διψάει η νοστιμιά τους. Η μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού και της χρωμολιθογραφίας είναι ανεξίτηλες προθέσεις και διαθέσεις, όπως ψαλμωδεί ο ποιητής Χρήστος Μπουλώτης στο ποίημα «Ο δικός μου Μισισιπής» της συλλογής «Σιωπηρή ευωχία» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014: «…Το ποταμόπλοιο./ Κι εγώ, ντυμένος στα λευκά,/μ’, ένα γαρίφαλο σαξόφωνο στο αυτί, για να πενθώ / ό,τι μ’ αφήνει δίχως να μακραίνει./ Κάπου κάπου μεγαλώνω ξαφνικά / και σκιάζομαι…». Κατά βάθος δεν έπαψα ποτέ να εκτιμώ το σενάριο «Τομ Σώγιερ και Δον Κιχώτης σε νέες περιπέτειες».

Υπάρχει κάποια «θρυλική ιστορία» στις αναμνήσεις σας, που θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες του catisart.gr;

* Ναι, υπάρχει μια «θρυλική στιγμή». Μια στιγμή που έγινε «θρυλική ιστορία» στην πορεία. Το παιδικό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Το θαύμα ήρθε με θόρυβο. Έφυγα. Φύγαμε. Ήταν η στιγμή που αποβιβαστήκαμε στο Ορλύ, η σύζυγός μου κι εγώ, με πλήρη συνείδηση πως τίποτε δεν θα ήταν ίδιο από εδώ και πέρα. Ήταν Μάρτιος του 1972 και ήμαστε 26 χρόνων. Πίσω μας αφήναμε συνήθειες, δουλειά, σπίτι, αγαπημένους. Αφήναμε πίσω τα δυσκοίλια Βαλκάνια, την πνιγηρή καθημερινότητα μιας στρατιωτικής Δικτατορίας στηριγμένης σε παιχνίδια μυστικών υπηρεσιών.

Ποιος είναι ο κόσμος που θέλετε να προβάλετε στα βιβλία σας;

* Με ενδιαφέρει η τραγικότητα του καθημερινού και η προβολή του στο μέλλον. Δισεκατομμύρια άνθρωποι χωρίς δύναμη, χωρίς συμμετοχή στις αποφάσεις, κινούνται στο μεταίχμιο της σωτηρίας και της καταστροφής. Δεν μιλώ για τη φτώχεια απέναντι στον πλούτο. Η έννοια φτώχεια, μέσα στη σχετικότητά της ανά οίκο, τόπο κι εποχή, δεν με καλύπτει. Δεν με καλύπτει πλέον η κοινοτοπία των καταγγελιών για τη συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια. Όλα αυτά μου μυρίζουν ναφθαλίνη. Μιλώ για την αδυναμία να καθορίσει και να διαχειριστεί το μέλλον της η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων όπως ακριβώς τα μυρμήγκια. Οι άνθρωποι σήμερα συνεχίζουν να επιβιώνουν ή να εξολοθρεύονται δίχως να μπορούν να αντιδράσουν, ή ακόμα χειρότερα επειδή νομίζουν ότι αντιδρούν. Σήμερα, χάρις στο αστραπιαίο της κίνησης και της επικοινωνίας, πλήθη άγονται και φέρονται στην ενσωμάτωση, στον εξοβελισμό, στην εξολόθρευση με κάθε τρόπο και μέθοδο. Εφαρμόζονται στην πράξη γιγάντιοι επιθετικοί σχεδιασμοί και τεχνητές συνθήκες χωρίς να μπορεί να αντιδράσει κανείς. Μ’ ενδιαφέρει η καρτερία των πληρωμάτων. Η συντριβή των πληρωμάτων, κυρίως κατά τη διάρκεια των στιγμιαίων θριάμβων σε περιβάλλον χάους. Ο Άνθρωπος, αποκλεισμένος πλέον με όλο και πιο απόλυτο τρόπο από τα κέντρα εξουσίας – ελέγχου, παρά τις υποσχέσεις και άλλα ψευδεπίγραφα των διάφορων διαχειριστών, είναι η άλλη πλευρά του θεού. Τρέμω για την αδύναμη πλευρά του Θεού καταπάνω μας.

 

Σπουδάσατε Αρχιτεκτονική. Ποιο είναι το κοινό σημείο της Αρχιτεκτονικής με τη λογοτεχνία;

* Ξεκίνησα στα 17 μου χρόνια την πορεία στην οικοδομική βιομηχανία, από την τεχνική σχολή Δοξιάδη (ΑΤΙ). Ψυχή ο Αρχιτέκτων Πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δοξιάδης. Αντιπρόεδρος ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Θα προτιμούσα να μιλήσω παραμένοντας στη σχέση Ποίηση και Αρχιτεκτονική. Υπάρχει κοινό σημείο ξεκινώντας από μια αντίθεση που καταλήγει σε συμφωνία στο ανώτερο επίπεδο της συνθετικής διαδικασίας. Η ποίηση αναζητά τη συνάφεια στα αντίθετα. Αντιλαμβάνεται τη συντριβή ως αναγκαία στη σύνθεση. Αντιλαμβάνεται την αστάθεια ως αιτία των σωμάτων της. Φτάνει στην ολοκλήρωση έργου-οικοδομήματος από άλλο δρόμο. Η Αρχιτεκτονική αναζητά ανάμεσα σε συναφείς μονάδες για να οργανώσει συναφείς ομάδες. Αντιλαμβάνεται τη σταθερότητα ως αιτία των σωμάτων. Αντιλαμβάνεται την αστάθεια ως εχθρικό περιβάλλον. Η αρχιτεκτονική, όσο επαναστατική και να είναι η φόρμα, στηρίζεται σε δεδομένες αρχές στατικής. Και ακριβώς επάνω σε τούτη την αντίθεση γεννιέται το κοινό σημείο, ο Ρυθμός. Ο Ρυθμός στην ποίηση και στην αρχιτεκτονική είναι η έκτη αίσθηση που καθοδηγεί, ευθείες, τεθλασμένες, καμπύλες, φωτοσκιάσεις, υλικά, λέξεις, έννοιες, αισθήματα, πηγές, επιρροές, γνώση, αντιθέσεις και τόσα άλλα συναθροισμένα εντός ν’ ασφυκτιούν μέχρι τη συναρμογή κατά την εξωτερίκευση. Ο ρυθμός πριν αποκτήσει σώμα είναι της σιωπής. Και να τι ορίζει ως σύλληψη Ρυθμού η Ποιήτρια και Αρχιτέκτων ΕΜΠ Εύα Μοδινού: «…Όμως αυτή η νέα γυναίκα με τον Καθρέφτη / στην Επιτύμβια μαρμάρινη στήλη / ίσως περιμένει αυτήν ακριβώς τη Σιωπή / για να Μιλήσει…», (από το ποίημα «Αφηγητής» της συλλογής «για πάντα», εκδόσεις των φίλων 2012). Ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης γράφει: «Και όπως, –ο μεγάλος ποιητής και βαθειά αισθάνεται, και βαθειά νοεί-, (είναι τα λόγια του Ράσκιν), έτσι κι εμείς, οι αρχιτέκτονες, μέσα από το γάμο του αισθήματος και του λογικού θα φέρουμε κοντά μας την πιο πιστή προσωποποίηση της ψυχής μας: το ¨λαϊκό¨ αρχιτεκτονικό έργο», απόσπασμα από το «Δυο ¨Χωριά¨ απ’ τη Μύκονο», (Αθήνα 1947, δεύτερη έκδοση ΠΕΚ 2011).

Ζήσατε και σπουδάσατε στο Παρίσι. Η εξέγερση του Μάη του 1968, που αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία του 20ου αιώνα, πόσο επηρέασε και πόσο εξακολουθεί να επηρεάζει την καλλιτεχνική έκφραση;

* Ας αντικρίσουμε το γεγονός κατάματα. Καταρχήν ο 20ος αιώνας είναι γεμάτος από ορόσημα. Ο Μάης του 1968 είναι ένα από αυτά. Νομίζω ότι ο Μάης του ‘68 κωδικοποίησε σε επίπεδο συνθημάτων, αιτημάτων και κυρίως κατευθύνσεων, τις νέες ανάγκες. Εκφράστηκε για μια νέα εποχή αντιγραφειοκρατικού χαρακτήρα ξεσκεπάζοντας την ανεπάρκεια της λογικής των κέντρων εξουσίας και της εμπορευματοποίησης. Το κυρίαρχο όμως για μένα είναι πως η εξέγερση του Μάη, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, δεν ήθελε να καταντήσει ένας ακόμη αιματοβαμμένος φαύλος κύκλος. Ηττήθηκε σε ζητήματα εξουσίας διότι η ψυχή και οι πρακτικές του Μάη του ‘68 δεν έθεσαν ποτέ θέματα εξουσίας. Πρωτοπάτησα στο Παρίσι το 1970. Επέστρεψα για μόνιμη εγκατάσταση το 1972. Χρονικές στιγμές, όπως ο Μάης του 1968, δεν είχαν ακόμα χάσει το τρυφερό φύλλωμά τους. Έζησα έξι χρόνια βυθισμένος στις μυθικές δυνατότητες και παροχές για τους ξένους χάρις σ’ εκείνην την εξέγερση και στις παραδόσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας που γνώριζε καλά να ρουφάει από παντού το καλύτερο. Ακόμη και από μια «εχθρική» Άνοιξη. Είναι αποδεδειγμένο πως η εξέγερση στα 1968 εξόπλισε την επαναστατική διαδικασία με νέα οπτική αλλά και αναζωογόνησε τη Γαλλική Δημοκρατία και μάλιστα χωρίς μαζικούς τουφεκισμούς, βασανισμούς, εξορίες, συνοπτικές εκτελέσεις και δίκες παρωδία. Με ρωτήσατε για κάτι ιδιαίτερο και δύσκολο όπου η απάντηση πρέπει να περάσει απ’ το αυθεντικό και όχι τον μύθο. Όπου το αληθές τώρα δα κατευθύνεται πλέον λοξά προς την πραγματικότητα που υπήρξε αναγκαία τότε. Η παραλληλότητα των πραγμάτων είναι σχετική, και το αυθεντικό είναι η διασταύρωση κάπου κοντά ή μακριά μέσα στον άπειρο χώρο. Σήμερα τον Μάη του 1968, όπως και άλλα ορόσημα στην Ιστορία, μπορούμε να τον παρατηρήσουμε, να τον μελετήσουμε όχι με το συναίσθημα, πράγμα που μόνο σε μνημόσυνα οδηγεί, αλλά στον καθαρό χώρο των «επιστημονικών εργαστηρίων». Βρίσκεται πίσω μας 50 χρόνια. Κι εμείς είμαστε ήδη αρκετά βαθιά στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και συμβαίνουν κυριαρχικές αλλαγές που φρενάρουν πάλι πάνω σε αρχαίο θεμέλιο. Επαναλαμβάνω ότι ο Μάης του 1968 είναι ένα εξαιρετικό υπόδειγμα κίνησης προς τα εμπρός, ειδικά στη νέα εποχή της πληροφορικής που πλησίαζε ταχύτατα. Αν βέβαια η ραγδαία εξέλιξη, και η διαχείριση της πληροφορικής δεν ελεγχθεί ολοκληρωτικά από τη Βαρβαρότητα. Συχνά σκέπτομαι πως η συκοφαντημένη τετράδα «αυτοδιαχείριση – συνδιαχείριση – συνδιοίκηση – αυτονομία», πόσες δυνατότητες αποκτά με την πληροφορική. Ο Μάης του 1968 άνοιξε διάλογο με το Μέλλον. Σήμερα είναι μυριάδες οι νέοι που στέκονται στο παρόν με μάτια ορθάνοιχτα ενώπιον της άλλης ημέρας, ακόμα και όταν δείχνουν πως αδιαφορούν. Ίσως αυτή η αδιαφορία να είναι ένα σοβαρότατο όπλο στα χέρια τους. Πιστεύω, αντικειμενικά πάντα, ότι αν αντιληφθούν την παραμικρή δυνατότητα πως δημοσιοποιώντας την Ανάγκη και την Ελπίδα τους θα μπορέσουν να νομιμοποιήσουν τη θέλησή τους, τότε η έκρηξη ενός ικανού μέλλοντος θα ‘ναι ακαριαία. Δυστυχώς δεν έχει γίνει ευρύτατα γνωστή η επιρροή του Μάη του ‘68 στη φιλοσοφική και καλλιτεχνική έκφραση σε όλα τα επίπεδα, τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα. Μόλις το 2016 μπορέσαμε να έχουμε επιτέλους μια καλή μετάφραση από τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη και τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» της εμβληματικής «Κοινωνίας του Θεάματος» του Γάλλου φιλόσοφου Guy Debord, του ιδρυτή της Καταστασιακής Διεθνούς. Αναφέρω ότι η Καταστασιακή Διεθνής είναι το ρεύμα των ιδεών και των δράσεων που μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τουλάχιστον πρόβλεψε και στήριξε τον Μάη του ‘68. Ενώ η επίσημη αριστερά ακόμη και το μεγαλύτερο τμήμα της ανεπίσημης αριστεράς, στέκονταν και στέκονται έκπληκτες ενώπιον. Το σύνθημα εκείνου του Μάη, «Είμαστε ρεαλιστές ζητούμε το αδύνατον», είναι απολύτως επίκαιρο. Θα έλεγα μάλιστα ότι υπολογίζοντας τον παράγοντα «τρικλοποδιές στη ραγδαία εξέλιξη από την αργυρώνητη και αρχαία εποχή της βαρβαρότητας», το σύνθημα ετούτο μπορούμε να δεχθούμε ότι έχει μετεξελιχθεί αντικειμενικά ως εξής… «Είμαστε ρεαλιστές απαιτούμε το δυνατόν…».

 

 

Από πού έλκετε τις λογοτεχνικές καταβολές σας και ποιες είναι οι εκλεκτικές σας συγγένειες;

* Και βέβαια υπάρχουν καταβολές και συγγένειες. Και βέβαια έχω διαβάσει και συνεχίζω να διαβάζω πιέζοντας μάλιστα φορτικά τον εαυτόν μου, που τείνει να μένει ικανοποιημένος με κείνα που γράφει, ή έστω επειδή προφασίζεται πως δεν έχει πολύ χρόνο. Και βέβαια δρω στον ίδιο τόπο και μάλιστα σε όμοιες συνθήκες κρίσεις όπου όλοι εκμεταλλεύονται το χρυσωρυχείο ενός ταριχευμένου εμφύλιου, και βέβαια βρίσκομαι δίπλα στην ίδια θάλασσα, και μιλώ την ίδια γλώσσα, και περπατώ στα ίδια χώματα, και ακούω τις ίδιες άδειες στέρνες… Άρα εκ των πραγμάτων, και εν τιμή πάντα, δέχομαι τις όποιες αναφορές για εκλεκτικές συγγένειες. Και βέβαια μελετώ πλέον κυρίως τις γραφές των νέων ανθρώπων που παλεύουν καθημερινά στον πραγματικό κόσμο και όχι απ’ την πολυθρόνα μιας «σύνταξης» κάθε είδους. Όμως μπορώ να ομολογήσω πως το Δημοτικό Τραγούδι, ο Διονύσιος Σολωμός, οι στίχοι των παλιών λαϊκών τραγουδιών, η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, κυρίως του Γιώργου Σεφέρη, καθόρισαν από τα νεανικά μου χρόνια τον έρωτα και την αγάπη μου για τη γραφή. Σήμερα όμως θεωρώ ότι μόνο μελετώντας νέους και νεότατους ποιητές μπορώ να κρατηθώ πραγματικά στην εποχή. Με τρέφει αυτή η θάλασσα. Στέκομαι έκπληκτος μπροστά της καθημερινά καθώς με εμμονή και πείσμα τσακίζεται καταπάνω στην ακίνητη στεριά. Επίσης πιστεύω ότι ο Γιώργος Σεφέρης είναι η σημαντικότερη ποιητική φωνή του σύγχρονου ελληνικού κόσμου. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει ξεπεράσει αυτόν τον σταθμό. Μάλιστα γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια να τον ξεχάσουμε με διάφορους τρόπους για διάφορους λόγους. Νομοτελειακά μας αναγκάζει η διαλεκτική των πραγμάτων να ομολογήσουμε ότι κάποτε μια άλλη κορυφαία φωνή θα βγει μπροστά. Και βέβαια ούτε αυτή θα είναι ξεκομμένη από την κληρονομιά της. Και βέβαια κάτι θα θυμίζει απ’ τις ρίζες της. Ελπίζω μονάχα να μην προέλθει από ανάλογες σε μέγεθος συντριβές. Και λέει ο Σεφέρης κάπου στα «Τρία κρυφά ποιήματα» το 1966: «…Φυραίνει ο τόπος ολοένα / χωματένιο σταμνί». Τότε φάνηκε πως ο Ποιητής ήταν βαρύτατα απαισιόδοξος. Λίγο αργότερα νιώσαμε τη διορατικότητά του. Ας προσέξουμε όμως σήμερα ποια είναι η ουσία σε αυτούς τους στίχους: στην ποίηση για να γνωματεύσεις έκπτωση πρέπει να έχεις μάτι ορθάνοικτο και να κουβαλάς στις τσέπες σου μια αιωνιότητα από κορφές άπαρτες. Οι αφανείς εν σιωπή κορυφές είναι η αισιοδοξία του ποιητή. Το φανερό σώμα είναι η καθημερινή σταύρωση που μας κατατρέχει με την αλήθεια της. Εμάς τώρα δα μας πρέπει ν’ ακουμπήσουμε τον ορίζοντα σε τούτο δω το κεκαυμένο «θερινό ηλιοστάσι» του νέου αιώνα, κι ας καούμε.

Πότε και γιατί αρχίσατε να γράφετε;

* Το θυμάμαι σαν να έγινε εχθές. Στα 15 μου περίπου. Πριν από 57 χρόνια. Στην τάξη δίδασκε ο στριφνός μαθηματικός και του λόγου μου προστατευμένος ή χαμένος σ’ έναν άλλο κόσμο άρχισα να σκαλίζω κάτι επάνω στο χαρτί. Δεν αντιλήφθηκα αμέσως τι με κτύπησε. Λίγες ώρες αργότερα ξαναδιάβαζα έκπληκτος το εξής: «Σ’ ακρογιάλια χρυσά τη γαλήνη ν’ απλώσω / ξεδιψώντας εκεί που η απλότης σκορπά την ανεύθυνη στερημένη χαρά». Μόνο αυτούς τους δυο στίχους. Έτσι, αυτόματα. Πρέπει να ομολογήσω ότι τότε ήμουν σφόδρα ερωτευμένος με μια συνομήλικη πανωραία της γειτονιάς που με κοίταζε σαν κουνούπι. Από τότε το γλεντάω γράφοντας. Από τότε δεν σταμάτησα να μελετώ, να γράφω, να σβήνω. Σαν μεθύσι αορίστου χρόνου. Έχω την αίσθηση πως μου έχει χαριστεί μεγάλο προνόμιο, ανεξάρτητα από την αντικειμενική αξία της γραφής μου. Και δεν έχω τον τρόπο να ευχαριστήσω, να δείξω την ευγνωμοσύνη μου παρά μόνο ακολουθώντας ετούτο το νεύμα.

 

 

 

Ποια είναι η ευθύνη των λογοτεχνών, παλαιότερων και νεότερων;

* Καταρχήν να μην αποποιούνται της ευθύνης. Στις προηγμένες κοινωνίες έχουμε πλέον μερίδιο ευθύνης όλοι για όλα. Και να αίφνης τρία κριτήρια προηγμένης κοινωνίας, 1ον ο πλουραλισμός, έστω και ατελής, 2ον η ελευθερία της γυναίκας να διαχειρίζεται το σώμα και τη ζωή, 3ον ο διάλογος. Μερίδιο ευθύνης έχει ακόμη και η αδημονούσα, καθώς φουλάρει το ρεζερβουάρ της, νεαρή βοηθός πρωτοκολλήτρια που πηγαίνει καθημερινά στο Υπουργείο με το ΙΧ της. Η Αθωότητα έχει προ πολλού χαθεί. Οι λογοτέχνες πρέπει να ίστανται με αποφασιστικότητα και κριτικό μάτι όσο οδυνηρό και «αντιοικονομικό» να είναι αυτό. Καταγράφω χωρίς δεσμεύσεις, με ελεύθερη βούληση και διορατικότητα. Κανένα σύστημα δεν τα επιτρέπει έτσι απλά αυτά τα τρία. Ακόμα και τα δημοκρατικότερα. Στην καλύτερη περίπτωση απαιτείται αυτολογοκρισία. Ο λογοτέχνης δεν πρέπει να αποδέχεται αυτό το «δημοκρατικό κόλπο ελέγχου», το εθελοντικό φίμωμα, για κανέναν λόγο, για καμιά φίλια ταξιαρχία. Και ακόμα χειρότερα για καμιά γραφειοκρατική σύναξη με κάποιου είδους παρωχημένο ιδεολογικό πρόσημο και πόδι στην εξουσία ή στη διαχείρισή της. Και δεν έχει δικαίωμα να μη γνωρίζει πού πατά και πού πηγαίνει όταν συγκαλύπτει με τη σιωπή του το παρόν. Η σιγή στο παρόν απενοχοποιεί το παρελθόν. Και τότε το μέλλον προδιαγράφεται σκοτεινό. Αλλιώς καταντάς όργανο εξουσίας, όργανο χειρισμών, απλό μέρος της προπαγάνδας. Καταντάς μέρος του φαίνεσθαι. Δεν είναι δυνατόν να αποσιωπούμε τη Σταύρωση για κανένα χρέος. Δεν μπορείς αντικειμενικά ν’ αποτρέψεις την καταστροφή, μπορείς όμως να την καταγράψεις με ειλικρίνεια. Και ο πλουραλισμός δεν υφίσταται, ή δεν είναι αυτός που πρέπει να είναι, εφόσον απαιτεί από τους δημιουργούς σιωπή. Κι ο λογοτέχνης δεν μπορεί να υπακούει, να συμβιβάζεται, ως εξάρτημα εξουσίας. Αλλά στην ουσία ο λογοτέχνης πρέπει πιότερο να φοβάται τον εαυτόν του κι ύστερα τους άλλους αν θέλει να «Ίσταται» και να ανταποκρίνεται επαρκώς στην εποχή του. Ο καθένας με το καθήκον του. Μεταφορικά, ίσταμαι στη φωτιά της επιβίωσης δεν σημαίνει ασφυξία για τον δημιουργό, σημαίνει οξυγόνο.

Ο Έλληνας διατηρεί σήμερα το χαμόγελο του ή το έχει ξοδέψει;

* Ο Έλληνας διαθέτει χαμόγελο. Δεν το έχει ξοδέψει. Και χαμόγελο σημαίνει στιγμή αισιοδοξίας. Φαίνεται τις νύχτες στις παρέες. Φαίνεται στη λαχτάρα του να φύγει έστω και για λίγο από τις μίζερες πόλεις που του έφτιαξαν, αν και η ευθύνη μοιράζεται ανάλογα την περίπτωση και την αρμοδιότητα. Φαίνεται στην αγωνία του να σπουδάσουν τα παιδιά του με κάθε θυσία παρά τη διαφαινόμενη ανεργία και υποαπασχόληση. Φαίνεται στην έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα και μάλιστα σε πολύ καλό επίπεδο γενικά. Φαίνεται στα ολοκαίνουργια ΙΧ που πρωτοκυκλοφορούν. Φαίνεται στην ανταπόκριση για εθελοντική αλληλεγγύη. Φαίνεται στην καρτερικότητα που δείχνει η νεολαία. Φαίνεται στην πρόθεση και στη μεγαθυμία του να πιστεύει ακόμη ότι η πολιτική είναι ελπίδα. Αλλά είναι και ο τόπος της ελπίδας. Ακόμα και το μεγαλύτερο πένθος ημερεύει μπροστά στη θάλασσα κι ας την πηγαίνει η θύελλα. Μετράς κύματα και ξεχνάς την ήττα. Αυτό είναι προνόμιο, ν’ ακούς τις τυμπανοκρουσίες των κυμάτων παρά τα προβλήματα, τη θλίψη. Το μέλλον μοιάζει με τη θάλασσα. Τα κύματα μοιάζουν με μυριάδες χαμόγελα. Λευκός αφρός φεύγουν πάνω απ’ την τρικυμία τα χαμόγελα της θάλασσας.

Τι να υποθέσουμε πως κρύβετε στα συρτάρια σας για μελλοντική χρήση;

* Υπάρχουν τρεις ποιητικές συλλογές έτοιμες. Η μία μάλιστα είναι στα χέρια του εκδότη και θα κυκλοφορήσει στα τέλη του φθινόπωρου με τίτλο «Ατελές κολάζ». Ελπίζω δηλαδή. Υπάρχουν πολλά ακόμη μισοτελειωμένα ως και κάτι σαν μυθιστόρημα, και μια τρίτη συλλογή διηγημάτων ολοκληρωμένη, αλλά ήδη θα χαρακτήριζα τον εαυτόν μου αλαζόνα και αυθάδη γιατί όλα εξαρτώνται από τον χρόνο και την αντοχή που θα μου έχει χαριστεί ως το τέλος. Ελπίζω. Ονειρεύομαι.

Η ποίηση είναι δώρο της μούσας ή είναι αποτέλεσμα τεχνικής και γνώσης;

* Βέβαια, με τη λέξη «Μούσα» εννοείτε το τάλαντο εκ φύσεως, ή εκ θεού αν θέλετε. Προσωπικά θα πρόσθετα και τη λέξη «πείσμα» να προηγείται των εννοιών «γνώση» και «τεχνική». Το πείσμα με βασανίζει πιότερο από τη Μούσα, στην προσπάθεια για Γνώση, κατάκτηση Τεχνικής και πορεία κόντρα στις δυσκολίες και τα εμπόδια κάθε είδους. Αλλά ίσως το «πείσμα» να ανήκει τελικά στη χορεία της Μούσας. Η ποίηση όπως και κάθε μορφή τέχνης και πολλές άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, εκτός από αυτές που έχουν καθαρά τον χαρακτήρα του καταναγκασμού, όπου η γνώση και η τεχνική μπορούν να σε οδηγήσουν σ’ ένα απλά ισορροπημένο αποτέλεσμα, είναι καταρχήν δώρο της Μούσας. Αλλά εν συνεχεία αναλαμβάνουν η Γνώση και η Τεχνική. Η Μούσα δίχως Γνώση και Τεχνική δεν απογειώνεται, ίσως και να μην εκδηλώνεται διόλου. Η Γνώση και η Τεχνική δίχως Μούσα δεν μπορούν να φυτέψουν ψυχή στις λέξεις.

Τι σχέση έχει η ποίηση με τη λογική;

* Ο λόγος· η λογική· η γένεση. Η ποίηση έρχεται από πολύ μακριά. Στην ουσία κάθε μια λέξη, ανασκάπτοντάς την ως την αρχή της, την κραυγή και το νεύμα, οριοθετεί ένα ποίημα πάντα συναφές με μιαν άλλη λέξη. Όλα αυτά υπόκεινται στην έννοια του συμβολισμού, της μεταφοράς, της αντιστροφής, του εμπλουτισμού. Η λογική χρειάζεται συνεχώς το θεμέλιο των αξιωμάτων της. Κατά την εξέλιξη οι αποδείξεις δεν επαρκούν. Νιώθεις την ανισορροπία καθώς κάτι δεν κατανοείται ή όλα. Η ποίηση, στη δεδομένη στιγμή απαντά στην ανάγκη αντιστρέφοντας το λογικό, στοχεύοντας κατευθείαν στη λοξή απεραντοσύνη του σύμπαντος, όπου η κανονικότητα σβήνει δυναμικά, όπου η ύπαρξη όπως τη γνωρίζουμε επί γης είναι συνθήκη ανύπαρκτη. Η ποίηση δια μέσου του λόγου είναι ο ύμνος για τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Η ποίηση δεν προηγείται της λογικής μεθοδολογίας, αλλά πατάει επάνω της, τη χαράσσει μ’ ελπίδα κρίνοντάς την, και συχνότατα βγαίνει μπροστά. Τότε βρίσκει τις νέες λέξεις της, δίνει νέο νόημα στις αρχαίες λέξεις. Η ποίηση σέβεται τις αρχές της λογικής διαφεύγοντας της λογικής. Η λογική είναι η κοίτη του ποταμού, η ποίηση είναι το νερό. Χωρίς κοίτη το γλυκό νερό δεν φτάνει στο αλμυρό. Δεν φτάνει στην ιδιαίτερη γεύση. Η ποίηση και η λογική ψαλμωδούν για την τυφλότητα και το σκοτάδι αποκαλύπτοντας την αιχμηρότητα του φωτός. Η ποίηση και η λογική δεν έχουν ιδιότητες ανατρεπτικές, όμως η ποίηση μέσω της λογικής προκαλεί τις δυνάμεις της φύσης παρηγορώντας, προσφέροντας την ανάπαυλα της αποδοχής και της καρτερίας. Χωρίς αποδοχή και καρτερία δεν φτάνουμε στην αλήθεια και την ελπίδα. Η ποίηση και η λογική τρέφουν και τρέφονται από τη συντριβή και αλληλοϋποστηρίζονται στον σκληρό κόσμο του ορθού λόγου. Η διαφαινόμενη αντίφαση δεν είναι παρά στοιχείο της δημιουργίας.

Ποιο είναι το συγκλονιστικότερο ποίημα που έχει γραφτεί ποτέ, κατά την άποψή σας;

* Δεν είναι διόλου εύκολο να ορίσεις το καλύτερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. Όμως επιμένοντας στην «επικαιρότητα», και ξεκινώντας από τον αρνητικό αφορισμό του Αντόρνο (πράγμα που πήρε πίσω αργότερα), «είναι βαρβαρότητα να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς», διαισθάνομαι την ευθύνη που έχουν όσοι γράφουν ποίηση σήμερα. Το συγκλονιστικότερο ποίημα που έχει γραφτεί για μένα είναι η «Φούγκα του θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν. Μας ξυπνάει σαν παγωμένο νερό· σαν ξυραφιά μας αλαφιάζει. Μας προειδοποιεί για τον καθημερινό κίνδυνο να υποκύψουμε στη λήθη και στην επανάληψη. Μας στηρίζει στην κούραση της αγρύπνιας, της επαγρύπνησης. Δεν μπορούμε πια να μιλάμε ανυποψίαστοι και χαρωπά, να προφασιζόμαστε άγνοια ή αθωότητα. Άουσβιτς με άλλο όνομα υπήρχαν και αλλού. Και υπήρχαν ως μετασχηματισμός των καλύτερων προθέσεων. Αλλά υπάρχουν και σήμερα με το ένα ή το άλλο πρόσωπο. Η εξόντωση του Άλλου, του διαφορετικού, η αρπαγή, είναι η ψυχρή λογική που διέπει τα Άουσβιτς. Και μόνο γι’ αυτό, το να διαβάζεις ποίηση, τέτοια ποίηση, είναι σαν να πυροβολείς με ανθρωπιά καταπάνω στη βαρβαρότητα χωρίς ποτέ να έχεις γράψει ούτε ένα στιχάκι.

Μπορεί η ποίηση να επουλώσει τις πληγές των ανθρώπων;

* Η ποίηση μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο ή να ξυπνήσει τον πόνο σκαλίζοντας όπως μόνο εκείνη γνωρίζει. Αλλά δεν διαθέτει την ικανότητα επούλωσης ή αλλιώς η επούλωση συμβαίνει μεταφορικά. Ίσως να χρειάζεται βοήθεια εδώ. Ας δούμε τι μπορεί να προσθέσουμε. Την αλήθεια. Το αληθές. Τη συγγνώμη. Την άφεση. Την κατανόηση. Τον έρωτα. Την αγάπη. Αλλά δεν τα προϋποθέτει η ποίηση όλα αυτά; Και βέβαια τα προϋποθέτει, για να κρατά τη μνήμη εν οδύνη και όχι εν λήθη. Η ποίηση δεν επουλώνει. Το καθήκον της είναι η παρατήρηση και η μεταγραφή της συντριβής. Και η συντριβή, μάνα και κόρη συγχρόνως της ποίησης, κρατά σφιχτά τα χαρακτηριστικά της. Ίσως όμως η επούλωση στην ποίηση να έχει την έννοια της αποδοχής, της καρτερίας, της διορατικότητας.

Ποιο το νόημα μιας λέξης στην ποίηση;

* Κάθε λέξη πηγάζει από την άβυσσο. Το ξεχνάμε με τους αυτοματισμούς της καθημερινότητας. Κάθε λέξη είναι ένας καλοσχηματισμένος δόμος. Μεταφέρει τα στοιχεία της γένεσης, την αιωνιότητα της τριβής, τα ίχνη των διαμορφώσεων. Με τέχνη λιθοξόου σχηματίζεται η λέξη. Αιώνες σμίλευση και συχνά τελική μορφή δεν έχουμε. Συμβαίνουν μετασχηματισμοί. Οι μετασχηματισμοί μετατρέπουν την πέτρα-λέξη σε εύπλαστη ύλη. Ένα εύπλαστο που δεν διακρίνεται εύκολα. Οι λέξεις είναι οι γωνιόλιθοι, τα καισάρεια της ανθρωπιάς. Εδώ ακριβώς μπαίνει η έννοια του εύπλαστου. Σ’ αυτή την πέτρα θα στηρίξω το ποίημα.

Τι μπορεί να σας εμπνεύσει;

* Συγκλονίζομαι και κατά συνέπεια εμπνέομαι με ό,τι φτάνει συντετριμμένο και με καρτερία κρατάει την ανθρωπιά του. Με εμπνέουν οι συστροφές του ψεύδους γύρω απ’ τους όγκους των γεγονότων. Με μια προϋπόθεση, ότι αποδέχομαι την ευθύνη μου, αλλιώς όλα θα δείχνουν ψεύτικα στα μάτια του αναγνώστη και κυρίως δίχως ήθος. Επίσης με εμπνέει η περιήγηση σε αρχαιολογικούς τόπους είτε γνωρίζω, είτε δεν γνωρίζω την ιστορία τους. Η σιωπή του τοπίου, τα σπαράγματα, οι σκιές που χαράσσει το φως στη χαμηλή βλάστηση… Και κυρίως ποτέ δεν θα περιφρονήσω έναν άνεμο καθώς σωματοποιείται στα γονατισμένα δέντρα. Το τοπίο, ο τόπος, οι σκιές, το φως δηλαδή, καθώς στριφογυρίζει τα σώματα, όλα είναι πηγές έμπνευσης.

Ποια μπορεί να είναι η σχέση του αναγνώστη με την ποίηση σε μια εποχή πληθώρας ψηφιακών αντιπερισπασμών;

* Δεν με ενοχλεί διόλου το «νεαρό» της εποχής. Εκτός βέβαια απ’ τον κόπο που καταβάλω για να μάθω κάτι απ’ την άγνωστη «γλώσσα» των πραγμάτων. Ο αναγνώστης σήμερα έχει τεράστιες δυνατότητες στα χέρια του χάρις στην ψηφιακή εποχή. Μπορεί και πρέπει να μάθει να ουδετεροποιεί τον διαφαινόμενο αντιπερισπασμό. Να μένει βέβαια στη σωστή κατεύθυνση ή στην κατεύθυνση που κάτι τον γοητεύει, αν θέλουμε να είμαστε κομμάτι του πλουραλισμού. Η ψηφιακή εποχή ανοίγει καινούργιο παράθυρο στην κάμαρα. Ναι, κρύβει κινδύνους η ψηφιακή εποχή όπως κρύβει κινδύνους η έξοδος από το σπίτι. Αλλά η έξοδος κρύβει ομορφιά που πρέπει να την πιάσεις και με τα χέρια. Να κατακτήσεις τις ευκαιρίες. Να μάθεις να χειρίζεσαι τις δυνατότητες. Κανένας τόπος δεν είναι επικίνδυνος αν μάθεις να τον περπατάς.

Είστε και κριτικός βιβλίων. Γράφοντας κριτική, ακολουθείτε κάποιες γενικότερες αρχές;

* Όχι, δεν είμαι κριτικός βιβλίου. Απλά όταν κάτι με συγκινήσει αρχίζω να ρίχνω στα περιθώρια των σελίδων λέξεις που γεννούν τα συναισθήματά μου. Αργότερα, τα συγκεντρώνω, τα διορθώνω ώρες και ώρες, γεμίζω τα κενά, ενσωματώνω από το βιβλίο παραδείγματα ή αποσπάσματα ικανά να στηρίξουν την αλήθεια της συγκίνησής μου, και ορίστε ένα σχόλιο, ένα κριτικό σχόλιο ενός καλού αναγνώστη, από καρδιάς περισσότερο, παρά απ’ τον νου. Ίσως και άλλοι να ξεκίνησαν έτσι και να κατέληξαν επίσημα κριτικοί βιβλίου ή λογοτεχνίας. Δεν ξέρω. Αλλά του λόγου μου δεν έχω ούτε γνώσεις ούτε εμπειρία άξια λόγου για στηρίξει συνθετικές παρεμβάσεις κριτικής. Η Κριτική είναι ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος. Βοηθά στην επιστημονική κατάταξη και στην τελειοποίηση αρκεί να τηρούνται οι κανόνες της ευγένειας και του ήθους. Θα πρέπει επίσης να πω ότι κάθε σχόλιο που γράφω αφαιρεί πολύτιμο χρόνο από τις άλλες δραστηριότητές μου και αυτό δεν το θέλω. Σας διαβεβαιώνω πως αν έγραφα κάτι για κάθε βιβλίο που έχω ξεχωρίσει θα έπρεπε να μην κάνω τίποτε άλλο.

 

Είστε τύπος μοναχικός ή κοινωνικός;

* Δυστυχώς είμαι μάλλον τύπος μοναχικός. Αυτό βέβαια με βοηθά να προλάβω τον χρόνο, που μου λείπει αντικειμενικά. Αλλά κατά βάθος δεν είμαι μόνος. Μαζί μου είναι ολόκληρος ο κόσμος. Με σπρώχνει, με ξεσηκώνει. Τον αποδέχομαι τον κόσμο, αυτόν και την πίεση που εξασκεί καταπάνω μου λυτρωτικά. Και θα ήθελα, φαινομενικά εκτός θέματος εδώ, να σημειώσω κάτι, όταν γράφω δεν με απασχολεί ό,τι συμβαίνει ένα γύρω, δίπλα μου, αλλά έχω κατά νου όλη τη Σφαίρα, όλη τη Γη. Δεν είναι η τρέλα του μεγαλείου που με οδηγεί σ’ αυτό αλλά οι σύγχρονες αντικειμενικές συνθήκες. Το προσωπικό πλέον είναι γενικό. Το εθνικό πλέον είναι συμπαντικό. Τεράστια εξέλιξη. Διαφορετική κατάσταση. Λαμπρή κατάσταση. Αν μπορούσα να γράψω και σε μια διεθνή γλώσσα θα ήταν σπουδαία εμπειρία για μένα.

Τι μπορεί να σας αιφνιδιάσει;

* Η έλλειψη ήθους. Η άρνηση της αναγκαιότητας για ήθος. Γνωρίζω καλά αυτήν την έκπτωση που μας εξουθενώνει. Αλλά πάντα αιφνιδιάζομαι, γιατί θεωρώ ότι ως πολίτες του 2018 μας αδικεί κατάφωρα ετούτη η νοοτροπία. Ευτελίζει και ιδέα και πράξη. Και πρόκειται για αλλεπάλληλες και επάλληλες εποχές έκπτωσης. Πρέπει κάτι να κάνουμε γι’ αυτό γρήγορα.

Τι σας δημιουργεί αποστροφή στην ειδησεογραφία των ημερών;

* Η προβολή της δυστυχίας, της απελπισίας, της απόγνωσης των τρίτων, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να νιώθει προστατευμένος στην ηρεμία της πολυθρόνας του και των μικρότερων προβλημάτων του ενώπιον των φοβερών που συμβαίνουν έξω από το καταφύγιό του. Ο θεατής, με το πιστόλι στο κρόταφο, νιώθει τυχερός γιατί απλά δεν απειλεί αυτόν ο κίνδυνος αλλά κάποιον άλλον μακριά. Το κακό δεν είναι πια απόμακρο και βουβό, είναι βροντερό και άυλο, είναι τρομακτικό και απαιτεί την ουδετεροποίησή μου. Η αποδοχή μέσω της ουδετεροποίησης μπορεί να εκκολάψει νέες συνθήκες ολοκαυτώματος εν μέσω γενικής αφασίας. Είμαι υπέρ της ενημέρωσης. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν απαράδεκτο κοινωνικό εκβιασμό. Δεν μιλώ για συνωμοσίες και άλλα αστεία. Άλλωστε πάντα οι συνωμοσίες, ακόμα και σήμερα, έχουν κοντά πόδια. Μιλώ για επιστήμη που διδάσκεται ακόμη και στα σεμινάρια για εμπορικούς αντιπροσώπους της επαρχίας. Θα το έλεγα «διαχείριση θεατή», «διαχείριση πελάτη» και γιατί όχι «διαχείριση πολίτη».

Πώς κρίνετε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Υπάρχει νέο αίμα;

* Δεν έχω πλήρη γνώση. Κυρίως γιατί δεν είμαι ειδικός και δεν προλαβαίνω. Αλλά έχω την αίσθηση πως υπάρχει νέο αίμα. Έχω διαβάσει θαυμάσια διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα. Υπάρχει πλούτος και πληθώρα εκδόσεων κι αυτό είναι πολύ καλό. Πνέει άνεμος ελευθερίας στα εκδοτικά πράγματα παρά τα στραβά και τα άσχημα, παρά τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. «Καπάκι» κι ένα κράτος που σφυρίζει αδιάφορα· εντάξει, ας παραδεχτούμε ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο τώρα. Άλλωστε δεν είμαι πια θιασώτης του Κράτους στοργικός πατήρ. Όπου συνέβη έφτασε σε καταστάσεις απαράδεκτες, σε αδίστακτη διαχείριση επιβολής. Προσωπικά θεωρώ τους εκδότες ένα είδος ηρώων μέσα στο περιβάλλον της κρίσης. Ήδη ανάμεσα στους νέους έχω ξεχωρίσει μερικές σημαντικές φωνές σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Υπάρχουν και πολλές άλλες που αντικειμενικά δεν μπορώ να γνωρίζω. Είμαστε κοντά στην έκρηξη. Στην ποίηση όμως θα τολμούσα να πω ότι είμαστε εντός της έκρηξης. Κάτι εξαιρετικό συμβαίνει εδώ. Και μάλιστα απ’ ό,τι μπορώ να γνωρίζω προηγούμαστε σε διεθνές επίπεδο.

Τι ζητούν, κατά τη γνώμη σας, οι νέοι στην εποχή μας;

* Το πιο απλό από γενική άποψη και το πιο σύνθετο τουλάχιστον για τη χρονική στιγμή· τόπο να πατήσουν, τόπο να δοκιμαστούν, τόπο να απογειωθούν. Ελπίζω πως γρήγορα θ’ αρχίσουν να δίνονται λύσεις στο πρόβλημα. Όπου οι νέοι βρέθηκαν στο περιθώριο οι πολιτείες βυθίστηκαν.

Ως αναγνώστης, πώς ορίζετε ένα καλό και ενδιαφέρον βιβλίο;

* Να μιλάει με τον τρόπο του για τα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του εισβάλλοντας στην επόμενη ημέρα. Ας είναι και με θράσος. Να μην είναι διδακτικό ούτε μελούρα. Να μην κρύβει τίποτα κάτω απ’ το χαλί. Αν είναι και λίγο λοξό δεν με χαλάει. Δεν πιστεύω πως ο ορθός λόγος από μόνος του μας οδηγεί στην αλήθεια των ηρώων. Η ποιητικότητα ενός κειμένου με βοηθάει μέσω της αφαίρεσης και της μεταφοράς να συνειδητοποιήσω την άβυσσο των πραγμάτων. Και θέλω να με αρπάζει η εισαγωγή απ’ τα μούτρα. Από την πρώτη παράγραφο. Όπως αρπάζει το αγκίστρι το ψάρι απ’ το στόμα. Το τέλος με αφήνει κάπως αδιάφορο. Με ενδιαφέρει η πορεία προς τη συντριβή και οι ανατροπές.

Η λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί επαναστατική πράξη σήμερα;

* Πώς θα μπορούσε να θεωρείται η λογοτεχνία επαναστατική πράξη εφόσον δεν έχουμε επαναστατικές συνθήκες; Να το βασικό ερώτημα. Είναι όμως η λογοτεχνία μία πράξη που στηρίζεται στην έκφραση αυθεντικών συναισθημάτων. Η λογοτεχνία δείχνει τη γενναιότητά της αναζητώντας την αλήθεια, το τραγικό, την ευθύνη, το ήθος και την άφεση, πίσω απ’ τους αυτοματισμούς της καθημερινής ψιλοβελονιάς. Με σταθερά βήματα πλησιάζει αναλυτικά την αλήθεια αλλά εκφράζεται αφαιρετικά. Δηλαδή την ενδιαφέρει να αποδώσει ευθύνες αλλά μόνο στον βαθμό που η άφεση δικαιώνεται στο τραγικό της ύπαρξης. Η Λογοτεχνία είναι στην ουσία μια κορυφαία πράξη του ανθρωπισμού ειδικά σήμερα. Η αναζήτηση της αλήθειας περνάει από Λογοτεχνία σε Λογοτεχνία, από λογοτέχνημα σε λογοτέχνημα, λες και παρακολουθείς θάλασσες να εισβάλει η μια στην άλλη. Αυτή η κυματαγωγή, που προάγει τα μεμονωμένα σε σώμα ενιαίο, αυτή η ένταση των διαφορετικών ανέμων σε μια κατεύθυνση, μας δίνει την αίσθηση της δράσης ακόμη και όταν η κοινωνία δεν αντιμετωπίζει επαναστατικά τα ζητήματα που υπάρχουν, χρονίζουν, αλλά και όσα ανακύπτουν. Από αυτή την πλευρά η λογοτεχνία φτάνει σε εξαιρετικές συνθέσεις κοινωνικής αυτογνωσίας. Όπου το επόμενο βήμα είναι η διορατικότητα. Η διορατικότητα εγγράφεται στην εξέλιξη, η εξέλιξη στην επαναστατική διαδικασία. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι η λογοτεχνία είναι η ψυχή της πολιτείας. Αλλά θα πάψει να είναι μόνο ένας καλός και διορατικός αναλυτής του κοινωνικού γίγνεσθαι, θα πάψει να είναι η απλή επιθυμία για την άλλη ημέρα, θα γίνει η άλλη μέρα, μόνο όταν το απαιτήσουν δυναμικά οι κοινωνικές συνθήκες. Άλλωστε η προφητική δύναμη της λογοτεχνίας σ’ αυτό έγκειται, πάντα αναζητά διέξοδο πριν από την εποχή των ρωγμών. Η λογοτεχνία ακολουθώντας τη ζωή βήμα βήμα, επιταχύνει, ανοίγει τον διασκελισμό, και τελικά βγαίνει μπροστά. Προηγούμαι εδώ σημαίνει κατανοώ το πρόβλημα πρώτος και το εκθέτω. Νομίζω πως κατ’ αυτήν την έννοια η λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί επαναστατική πράξη, ακριβώς όπως η πρωινή δροσιά ξυπνάει τα φυλλώματα κάθε ημέρα, ανεξάρτητα από την προαναγγελθείσα κόπωση και γιατί όχι, έκπτωση.

Τι κάνει τους ανθρώπους απόμακρους και απάνθρωπους;

* Από γενική άποψη η συστηματική καλλιέργεια έλλειψης εμπιστοσύνης. Οι συνεχείς δυσκολίες. Οι αλλεπάλληλες καταστροφές σε συνθήκες φαύλου κύκλου δίχως απόδοση ευθυνών. Το περιβάλλον της έντασης. Ο πόλεμος και οι εκατόμβες ως παιχνίδι οθόνης. Η διαπαιδαγώγηση σε έλλειψη κατανόησης. Η μισαλλοδοξία. Η στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε». Το κέρδος ως κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπου. Άντε και ολίγη αλληλεγγύη αποκλειστικά υπό κρατική εποπτεία-μισθοδοσία και την εγγύηση των πιστωτών. Το φαίνεσθαι διασώζει και οδηγεί στην αποενοχοποίηση του κακού. Σήμερα ο κίνδυνος του απόμακρου και του απάνθρωπου συνεπικουρείται όχι από την άγνοια αλλά από την αστραπιαία κίνηση. Χρειάζεται κάτι να γλυκάνει η εξέλιξη. Σήμερα έχουμε τα μέσα να βρούμε αυτό το κάτι. Τόσα κάτι βρίσκουμε. Αρκεί να υποχρεωθούμε να κατανοήσουμε την ανάγκη.

Το γράψιμο είναι έρωτας ή αγάπη;

* Το γράψιμο… Μιλάμε για σφοδρό έρωτα. Μα ένας μεγάλος έρωτας για να μην κουραστεί, να μην τον τραγανίσει η καθημερινότητα, πρέπει να φτάσει αγάπη. Χρειάζεται το κεντίδι της αποδοχής και της καρτερίας. Μπορεί η αγάπη να μη σε φτάσει στην κορυφή, για ανεξάρτητους λόγους από αυτήν, όμως η συνέχεια και η ποιότητά της συνέχειας μόνο με αυτήν κατακτώνται.

Πότε θαυμάζετε και τι;

* Θαυμάζω την αβεβαιότητα της ζωής. Θαυμάζω τη βεβαιότητα, το αναπόφευκτο της ανυπαρξίας. Μα πάνω απ’ όλα τη δύναμη του ανθρώπου να παλεύει αδιαφορώντας για την αβεβαιότητα. Είμαστε τέκνα του σύμπαντος. Και το κόλπο του σύμπαντος είναι ο απέραντος θάνατος καθώς συντρίβεται καταπάνω στο ελάχιστο της ζωής.

Τι αποτελεί πρόκληση για σας και τι σας φοβίζει;

* Πρόκληση είναι η άλλη ημέρα. Είναι το μέλλον που μπορώ να φτάσω με το χέρι και με τα πόδι μου. Με φοβίζει πάντα το αν τελικά τολμήσω ν’ ανοίξω την πόρτα. Και όταν ανοίγω, ανοίγω τρέμοντας. Όπως στέκεις μπροστά σε μια λευκή σελίδα με το μολύβι στο χέρι.

Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να σας κάνουν να χάσετε την υπομονή σας;

* Ναι, όταν αντιλαμβάνομαι ότι με κυκλώνει άρνηση αποδοχής του ανθρώπινου. Όταν η συγγνώμη, η συγχώρεση, η άφεση, δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο. Σε τελευταία ανάλυση είμαι πολύ θυμωμένος με την εποχή μου που αρνείται την αναγκαιότητα της επαλήθευσης. Που εμποδίζει την επαλήθευση. Όπου τα πορίσματα της επαλήθευσης είναι αξιωματικό γεγονός και οδηγούν στην απελευθέρωση. Απελευθέρωση χωρίς άφεση δεν μπορεί να συμβεί.

Τι μπορεί να σας κάνει να δακρύσετε και να χαμογελάσετε αυθόρμητα;

* Η διακριτική τρυφερότητα ανάμεσα στις Ζωές που περνούν δίπλα μου. Παίζω συχνά αυτό το παιχνίδι παρατήρησης στο δρόμο.

Ετοιμάζεται το επόμενο βιβλίο σας; Αν ναι, τι θέμα θα έχει;

* Είναι η ένατη ποιητική συλλογή μου με τίτλο «Ατελές κολάζ». Όπως πάντα έχει κοινωνικό περιεχόμενο αλλά, παρά την κυριαρχία του ψεύδους και του φαίνεσθαι σε μια εποχή υποτίθεται πλατιάς γνώσης, εστιάζει στο αληθές που πρέπει να αναζητούμε, να αποδεχόμαστε, να υπηρετούμε και να προάγουμε. Αλλά το αληθές προϋποθέτει συντριβή.

Ποια η σχέση σας με τα ζώα; Έχετε κατοικίδιο;

* Λατρεύω τους σκύλους αλλά δεν τολμώ να έχω έναν. Ξέρω πως πρέπει να αφιερωθώ και δεν είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσω να το κάνω χωρίς αγανάκτηση. Είχα όμως σχεδόν πάντα μία γάτα δίπλα μου, αλλά και περισσότερες ανάλογα την εποχή και τον χώρο που διαθέτω. Με βολεύει θα έλεγα η ανεξαρτησία τους. Και τώρα έχω τον γάτο μου εδώ δίπλα μου. Τον κύριο Μ. Τον Μάγκα. Έναν Μιαούλη χρώματος πορτοκαλί με άσπρο. Του αρέσει να με ακούει ν’ απαγγέλλω. Του αρέσει να ακούει τον ήχο του πληκτρολογίου. Του αρέσει να είναι δίπλα μου, επάνω μου. Τον ηρεμεί. Είναι όμως αρκετά ηλικιωμένος πλέον. Δείχνει κουρασμένος. Δεν παίζουμε πια ποδόσφαιρο με τα πλαστικά καπάκια εμφιαλωμένου νερού, ούτε κρυφτοκυνηγητό. Δυστυχής πάντως δείχνει μόνο όταν υπάρχει στεναχώρια και εκνευρισμός στο σπίτι. Σπάνιο φαινόμενο ευτυχώς. Καθώς με κοιτάει βαθυστόχαστα εν σιγή σκέπτομαι πως περάσαμε 14 χρόνια μαζί υπερπηδώντας τα εμπόδια της καθημερινότητας με τη δύναμη που προσφέρει η συντροφιά ενός φίλτατου και αδελφοποιτού. Μ’ έχει ματώσει τόσες φορές που πια είμαστε εκ των πραγμάτων βλάμηδες.

***

Περί ήθους (Σταύρος Σταμπόγλης)

Αν ενώσουμε τις αδυναμίες μας θα φτιάξουμε
έναν καλό ίσκιο
Πρώτα όμως πρέπει να μεταλάβουμε κρασί
συνευθύνης και συνενοχής
Να φτιάξουμε ένα μεθύσι ελευθερίας.

 

 

  • Ο Σταύρος Σταμπόγλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ποιητής, συγγραφέας και αρχιτέκτων DESA – μέλος ΤΕΕ. Φοίτησε στο ΙΓ’ Γυμνάσιο Αθηνών, είναι πτυχιούχος της τεχνικής σχολής Δοξιάδη και έκανε σπουδές Αρχιτεκτονικής στη Γαλλία (Ειδική Αρχιτεκτονική σχολή Παρισιού, ESA). Εργάστηκε στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα ως αρχιτέκτων μηχανικός. Σήμερα είναι ομότιμο μέλος του ΤΕΕ. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 2007. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών.

Τίτλοι βιβλίων:

Διηγήσεις πόλεων, Κέδρος

(2014)

Διαλεκτική βυθού, Μανδραγόρας

(2014)

Εν ονόματι της άνοιξης, Γαβριηλίδης

(2014)

Με την πλάτη στο παρόν, Κέδρος

(2014)

Ο δρόμος της τύχης, Γαβριηλίδης

(2012)

Απόδοση τοπίων, Γαβριηλίδης

(2012)

Αποτυπώσεις, Οροπέδιο

(2011)

Τόπος Νωδ, Γαβριηλίδης

(2010)

Έννοια εικόνας, Γαβριηλίδης

(2009)

Γη, Γαβριηλίδης

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

(2013)

1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, Κύκλος Ποιητών

(2007)

Chercher… la France, Αντίκτυπος

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -