Ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Μαύρων, αλλά το κοινό τον αποδοκίμασε.
Η δεύτερή του θεατρική απόπειρα ήταν επιτυχημένη και τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση «Λυσιστράτη» (βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη) στο Μπρόντγουεϊ, που του χάρισε καλές κριτικές.
Εκεί τον πρόσεξε κι ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, που τον προσέλαβε για να συμμετάσχει στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς «Το Μίσος Προστάζει» (No Way Out, 1949) στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα τον οποίο υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ.
***
Ο Σίντνεϊ Πουατιέ γεννήθηκε στο Μαϊάμι της Φλόριδας την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 1927 όπου οι Μπαχαμέζοι γονείς του βρίσκονταν για επίσκεψη. Μεγάλωσε στο νησί Κατ της Καραϊβικής κι έπειτα διέμεινε στο Μαϊάμι, όπου οι γονείς του, Ρέτζιναλντ Τζέιμς Πουατιέ και Έβελυν Άουτεν, ταξίδευαν για να πουλήσουν ντομάτες κι άλλα προϊόντα της φάρμας τους στο νησί Κατ.
Γεννήθηκε δυο μήνες πρόωρα κι οι ελπίδες επιβίωσης του βρέφους ήταν ελάχιστες, γι’ αυτό το λόγο οι γονείς του διέμειναν τρεις μήνες στις ΗΠΑ για να τον φροντίσουν. Έτσι ο ηθοποιός έλαβε αυτομάτως την αμερικανική ιθαγένεια. Στα 10 του χρόνια οι γονείς του μετακόμισαν στην πόλη Νασσάου στις Μπαχάμες και στα 15 του χρόνια οι γονείς του τον έστειλαν στο Μαϊάμι για να ζήσει με τον αδελφό του. Στα 17 του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως λαντζιέρης. Με τη βοήθεια ενός Εβραίου σερβιτόρου που καθόταν μαζί του κάθε βράδυ έμαθε να διαβάζει εφημερίδα. Αργότερα αποφάσισε να καταταγεί στον Αμερικανικό Στρατό κι όταν απολύθηκε πέρασε από επιτυχημένη ακρόαση.
Σε μια τιμητική εκδήλωση είχε πει: «Θα πρέπει να ευχαριστήσω έναν γηραιό Εβραίο σερβιτόρο ο οποίος αφιέρωσε χρόνο για να βοηθήσει έναν νεαρό μαύρο λαντζέρη να μάθει να διαβάζει. Δεν μπορώ να σας πω το όνομά του. Δεν το έμαθα ποτέ. Αλλά τώρα διαβάζω αρκετά καλά».
Αγωνίστηκε με τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη και τις προκαταλήψεις για να γίνει ένας από τους κορυφαίους μαύρους ηθοποιούς και να γίνει αποδεκτός σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε εμπορικές ταινίες.
Επέλεγε με μεγάλη προσοχή τους ρόλους του, απορρίπτοντας την παλιά αντίληψη του Χόλιγουντ ότι οι μαύροι ηθοποιοί μπορούν να εμφανιστούν μόνο σε υποδεέστερους ρόλους, σαν λούστροι, υπηρέτες και μηχανοδηγοί.
Στη δεκαετία του ΄60 μέσα από τις ταινίες του «Ιστορία ενός Εγκλήματος», «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ» και «Στον Κύριό μας, με Αγάπη», δίδαξε τα πάντα περί ρατσισμού και ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά την περίοδο τους κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών.
Ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1958 «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες» (The Defiant Ones). Ήταν, επίσης, ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο (για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού» (Lillies of the Field), το 1963). Σε αυτό το έργο υποδυόταν έναν εργάτη ο οποίος βοηθά Γερμανίδες μοναχές να χτίσουν ένα παρεκκλήσι στην έρημο.
Παρά τη νίκη του, φοβόταν ότι η Κινηματογραφική Βιομηχανία του παραχώρησε το βραβείο μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει τα πλήθη και για να του απαγορεύσει μεγαλύτερες και σημαντικότερες απαιτήσεις στο μέλλον. Την επόμενη χρονιά της νίκης του δούλεψε ελάχιστα και παρέμεινε ο μοναδικός Αφροαμερικανός ηθοποιός του Χόλυγουντ με επιτυχία, αλλά οι ρόλοι που του προσέφεραν ήταν αδιάφοροι.
Το 2002 έλαβε Τιμητικό Όσκαρ για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης, αλλά κι ως άνθρωπος. Το 2009 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
*Ο Σπιντνεϊ Πουατιέ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών την Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022.