Ομιλία της Ειρήνης Αϊβαλιώτου (διαχειρίστριας και δημιουργού του www.catisart.gr) στην παρουσίαση του βιβλίου της δημοσιογράφου Ντίνας Εξάρχου «Όταν έρχεται ο σινεμάς» (Εκδόσεις Εντός). 15 Οκτωβρίου 2012, αίθουσα εκδηλώσεων ΕΔΟΕΑΠ.
Είναι φορές που μπορεί να νιώσεις σαν παιδάκι χαμένο, χαμένο σ’ ένα δάσος, σ’ έναν πολύβουο εμπορικό δρόμο, δίχως ένα χέρι να σε κρατάει. Τότε η μοναδική σου ελπίδα είναι κάποιος να σε βρει ή κάτι να βρεις. Να ακούσεις ένα σάλπισμα. Μια ντουντούκα να ηχήσει. Να ανακαλύψεις ένα βιβλίο. Γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη. Και γιατί η λογοτεχνία σαφώς ωφελεί σε χαλεπούς καιρούς. Συνάντησα σ’ έναν πάγκο βιβλιοπωλείου αυτό το βιβλίο. Επρόκειτο για μια συνάντηση μοιραία. Μου έγνεψε. Το ζύγωσα. Με μια χαρά, παιδική σχεδόν, ανακάλυψα το όνομα της Ντίνας Εξάρχου στη θέση του συγγραφέως. Διατηρώ πάντα βαθύ σεβασμό και εκτίμηση πραγματική για την αγαπητή συνάδελφο. Από τα χρόνια που υπήρξαμε σκαπανείς μιας εφημερίδας. Η καθεμιά από το πόστο της.
Άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο οξύ, ανήσυχο, ποιητικό. Το συμπύκνωμα μιας συνεπούς ακολουθίας βιωμάτων. Βιωμάτων που προηγήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και καταγράφηκαν με οξύνοια και κριτική σκέψη. Ένα βιβλίο που συλλαμβάνει με ρεαλισμό και ακρίβεια μνήμες οι οποίες σφράγισαν εντός μας ανεξίτηλους δεσμούς και καταστάσεις, αξίες διαχρονικές, ουσιαστικές, συγκινήσεις προσωπικής ερμηνείας δίχως να αλλοτριώνονται από τις σειρήνες της εποχής.
Το φόντο του, μια βαθιά εσωτερικότητα, βλέμματα και εικόνες που περνούν με ταχύτητα αστραπής, σαν από παράθυρο αμαξοστοιχίας που διασχίζει σήραγγες και κάμπους, εναλλαγές ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως.
Ενθυμούμαι με αίσθημα άσβεστο την πλατεία του χωριού της γιαγιάς μου, στο μεσσηνιακό κάμπο, τα καλοκαίρια που παραθερίζαμε εκεί. Το «Έρχεται ο σινεμάς», ως κάλεσμα, ως κραυγή ξεσηκωτική, μου είναι αφάνταστα οικείο.
Μια επιτακτική ανάγκη, μια διορατικότητα, που επιβάλλει η αναζήτηση της γνώσης, μια άγρυπνη συνείδηση, παρακίνησαν την Ντίνα να φέρει στην επιφάνεια την ταυτότητα του Έλληνα σε μια συγκυρία που το περίβλημά της μοιάζει τραγικά ξεθωριασμένο. Με θέρμη οδηγήθηκε και μας οδηγεί σε σκέψεις, μονοπάτια, παρεκκλίσεις. Γνωρίζει καλά να επεξεργάζεται το υλικό της, να κάνει ρεπορτάζ, να ασκεί κριτική, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Με οπλοστάσιό της την τεχνική, κόβει και μοντάρει εικόνες, προβάλλει τις αντιφάσεις, τις υπερβολές, μέσα από ένα πρίσμα αφηγηματικής δεινότητας.
Με καταγωγή από την Ήπειρο, την Ήπειρο των γενναίων, των ευεργετών, των θεών και των θρύλων, με αμέτρητα ταξίδια ανά την Ελλάδα, η Ντίνα σαν έφηβος με το σακίδιο στην πλάτη, διέσχισε μιαν εποχή αναζητώντας το πραγματικό της νόημα, γνώρισε καλά τους ξεχασμένους τόπους, προσανατολίστηκε μέσα σε μια γενικότερη παραζάλη.
Ο χειρισμός των εικόνων, το χιούμορ, η σαρκαστική μερικές φορές αντιμετώπιση, η αίσθηση του αλλοτινού, η τρυφερότητα για τους ανθρώπους, η αγάπη της για την ύπαιθρο χώρα, απαντούν ούτε λίγο ούτε πολύ στην πραγματικότητά μας την εικονική, αυτή των μέσων ενημέρωσης, της εύκολης πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, του ασήμαντου που μέσα από ένα σάπιο σκηνικό αποκτά δήθεν δραματικές διαστάσεις.
Tι είναι δραματικό; Τι είναι αληθινό; Τι έχει λόγο ύπαρξης; Τι πρέπει να πεθάνει; Εδώ η Ντίνα, ως δημιουργός, ξαναελέγχει, επαναφέρει κατευθύνσεις και σταυροδρόμια που είναι η ίδια μας η ζωή. Πραγματοποιεί μια σπουδή στον έρωτα και το χρόνο, την πολιτική και την Ιστορία, το σπαραγμό ενός έθνους. Δεν παύει όμως να αναζητά τα λόγια των άλλων, τις ορμήνειες, την καθημερινή σοφία των απλών, των ταπεινών, των αθέατων, την αγνή κι απλοϊκή αλλά μεγαλειώδη τους ποίηση. Τα συνυφαίνει, τα ζυμώνει, τα γυρίζει στη γλώσσα μας, τα καταγράφει, και με στιλπνότητα, διαύγεια και ήθος τα αφηγείται σε μας. Οι εικόνες της; Πολύχρωμες, ολοζώντανες, ερεθιστικές. Στις «φουρκέτες» του Αχλαδόκαμπου όλο το λεωφορείο υποφέρει από ιλίγγους, ένα φορτηγό «Σκάνια» παίρνει αγκομαχώντας τον ανήφορο, η οδός Θόλου στην Πλάκα γεμάτη κόσμο που μπαινοβγαίνει στις μπουάτ, το αμπέλι με το σαββατιανό, η ξυλόσομπα κι η σιγανή βροχή, τα στραγάλια με το κονιάκ.
Μας μιλά για ανθρώπους που διεκδικούν το καλύτερο και ξέρουν ότι μπορούν να το ακουμπήσουν. Ξαναχτίζει, ανασύρει από το βυθό των περασμένων τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Όπως η τεχνολογία και οι νέες ευκαιρίες που φέρνει, η ακμή του ελληνικού κινηματογράφου, η επικοινωνία αλλά και η εσωστρέφεια, η απέραντη μοναξιά της ελληνικής περιφέρειας, οι αντιφάσεις της.
«Έρχεται ο σινεμάς», το ακούω, φοράω το φόρεμά μου το καλό, και την κορδέλα στην αλογοουρά, σπεύδω, να ζήσω το όνειρο, σε μια πλατεία με καφενεία, και ψάθινες καρέκλες, και πλατάνια, και κλαρωτά καλοκαιρινά υφάσματα με χρώματα.
Η φίλη μου η Ντίνα παραδίπλα κεντά. Βελονιά τη βελονιά. Έναν καμβά που αποκτά μοναδικό λόγο, θελκτικό ρόλο και αυτόνομη δύναμη.
Παράλληλες ιστορίες, βαθμίδες ανάγνωσης εν είδει παλίμψηστου επιτρέπουν στον αναγνώστη να περνά από εμπειρίες προσωπικές σε ερμηνείες ιστορικής εγκυρότητας.
Τι την ώθησε να λάβει το λόγο με αυτό τον τρόπο; Η Λακωνία, οι άνθρωποί της; Η φύση της; Τα κύματα που σπάνε στην καμπύλη του γιαλού και η Ντίνα με ένα τσιγάρο στο χέρι ατενίζει στοχαστικά από ψηλά; Τα κυπαρίσσια, οι στέρνες και οι αγροικίες, τα βήματά της στη ζεστή άμμο, τα τύμπανα μιας τοπικής φιλαρμονικής που έπεσαν από κουρασμένα χέρια, ένας παλιός προτζέκτορας εγκαταλελειμμένος, το λεύκωμα ενός παιδιού παντοτινά πεθαμένου εδώ και πολύ καιρό, που ανέσυρε από τη λήθη;
Η Ιστορία που μας προλαβαίνει και τα γεγονότα που μας ξεπερνούν;
«Έρχεται ο σινεμάς». Ακόμα κι αν η ταινία που φέρνει είναι μια φαρσοκωμωδία, η πλατεία όσο να πεις έχει το χάζι της.Λάτρεψα τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τη μάνα, τον επίμονο κινηματογραφιστή, αυτόν τον παθιασμένο άνδρα, την αρραβωνιαστικιά με τον λυτρωτικό της έρωτα, μια προθήκη μορφών αρχετυπικών. Και κυρίως τη «Βίκυ». Γιατί η «Βίκυ» δεν είναι μηχανή, δεν είναι αντικείμενο. Είναι πρόσωπο που δρα, που συμμετέχει, που πρωταγωνιστεί. Έχει ψυχή, διαβαίνει χρόνους, διαβαίνει τόπους, ζωές. Έρχεται με την άνοιξη και φέρνει μέσα της την αυγή.
Η συγγραφέας έχει το χάρισμα να σκύβει, να αφουγκράζεται, να ακούει σαν καλλιτέχνης και σαν εξομολόγος ταυτόχρονα κι έτσι να εμβαθύνει στους χαρακτήρες της. Με μια ένδειξη καθαρής ανάγκης αφομοιώνει το παρελθόν για να απαντήσει στο παρόν, για να συναντήσει το μέλλον.
Καταδύεται στον εαυτό της, στα καταφύγια ονείρου, εκεί που πηγάζει η ζωή μας, εκεί που η καρδιά μας μάς λέει «μάθε να ζεις, όχι απλώς να επιβιώνεις».
Με τη δίψα ξέμπαρκου ναυτικού εξερεύνησε αυτό τον κόσμο, βίωσε τα δώρα του, βρήκε κάτι παλιά σπάνια κοσμήματα και τα γυάλισε μέχρι που έλαμψαν. Εντόπισε στην εσωτερική ομορφιά τους αλήθειες – μαθήματα για τη ζωή που ζούμε. Έναν κόσμο γρήγορα ξεχασμένο αλλά αφόρητα οικείο. Το σταμάτημα του χρόνου, η απέραντη σιωπή, η απομόνωση του ήχου και των αρωμάτων. Προσιτά, επαναλαμβανόμενα κοντράστ, είσοδοι – έξοδοι, διαδρομές, επιλογές, υπόγειες διαφυγές του ασυνείδητου, ονείρατα.
Η Ντίνα Εξάρχου δύσκολα κατηγοριοποιείται. Αναμφισβήτητα δημιουργεί αντιθέσεις και προκλήσεις με μια νοσταλγική, αισιόδοξη και ρεαλιστική ματιά, στοιχηματίζει, ρισκάρει, διαφωνεί, ταυτίζεται.
Σαν ακαταπόνητος διαβάτης, σαν άυπνος ονειροπόλος συλλέγει εντυπώσεις, συγκεντρώνει εμπειρίες, ακατάπαυστα σημειώνει σ’ ημερολόγιο σκέψης και ο εξωτερικός κόσμος μετατρέπεται γι’ αυτήν σε μια εσωτερική πραγματικότητα.
Με το ένα πόδι στη φαντασία, με τη μαχητικότητα και το πνεύμα περιέργειας της παιδικής ηλικίας, βάζει όνειρα στον ορίζοντά της. Αρκετά μεγάλα, ώστε να μην τα χάνει το βλέμμα της όταν τα κυνηγάει.
Ο Νίτσε λέει: «Σε κάθε αυθεντικό άνθρωπο υπάρχει ένα παιδί που θέλει να παίξει».
Αυτό δεν είναι ένα παραμύθι για να κοιμηθούν τα παιδιά, αυτό είναι ένα παραμύθι για να ξυπνήσουν οι ενήλικες!
* Σαράντα δύο χρόνια μετά, στο μεσουράνημα του μέλλοντός τους, μια παλιά αγαπημένη κάπου περιμένει…