Κείμενο και φωτογραφίες του Σ. Μακρινού
Το 1840 ο πάμπλουτος επιχειρηματίας και πολιτικός David Thompson (4 Φεβρουαρίου 1793 – 1851), προσέλαβε τον ελληνολάτρη αρχιτέκτονα John Latshaw (1806 – 1883), για να κατασκευάσει τη νέα του έπαυλη σε μια έκταση δίπλα στον Grand River, τον σημαντικότερο από εμπορικής άποψης μεταφορικό “αυτοκινητόδρομο” της εποχής στην περιοχή.
Οι πόλεμοι του 1812-1815, που ήταν ουσιαστικά εξαγωγή των ναπολεόντειων πολέμων στη Βόρεια Αμερική και καθόρισαν εν πολλοίς τα σύνορα Καναδά – ΗΠΑ, έχουν τελειώσει προ πολλού κι έχει ξεκινήσει το εμπόριο, η εκβιομηχάνιση και η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη.
[Πατήστε “κλικ” επάνω σε κάθε φωτογραφία για να την δείτε μεγαλύτερη]
Ο Latshaw σχεδίασε προσεκτικά το project και την αρμονική ένταξή του στη φύση. Το κεντρικό στοιχείο είναι η έπαυλη “ελληνικής αναγέννησης” 900 τ.μ., της οποίας η εξωτερική μορφή και ο εσωτερικός σχεδιασμός αντικατοπτρίζουν τις σύγχρονες βορειο-αμερικανικές επιρροές. Η έπαυλη ολοκληρώθηκε σε 2 χρόνια (1845 – 1847).
Στο τεράστιο κτήμα των 6,5 χιλιάδων στρεμμάτων, που αργότερα ονομάστηκε Ruthven Park, σχεδιάστηκαν επίσης πρώιμα αγροτικά κτήρια και το οικογενειακό νεκροταφείο. Μέσα από την αρμονία που επέβαλε το τοπίο του ποταμού, το Ruthven Park σηματοδότησε ένα νέο επίπεδο κομψότητας στην καλή κοινωνία του Άνω Καναδά όπως λεγόταν τότε το Οντάριο, αλλά και του καναδικού ομοσπονδιακού κράτους που ιδρύθηκε λίγο αργότερα, το 1867.
Είναι ένα σωζόμενο σπάνιο παράδειγμα ρομαντικής συγχώνευσης της κλασικής αρχιτεκτονικής και του γραφικού τοπίου που χαρακτήριζε τα επαρχιακά κτήματα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.
Το 1995, όλος ο χώρος αναγνωρίστηκε ως μνημείο εθνικής κληρονομιάς και αγοράστηκε από την κυβέρνηση για τη μετατροπή του από τις τοπικές αρχές σε μουσείο και χώρο αναψυχής για το ευρύ κοινό.
Επιστρέφοντας για λίγο στον πόλεμο του 1812, να πούμε ότι οι ντόπιοι πληθυσμοί ιθαγενών (Ινδιάνοι) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Επειδή γνώριζαν τα περάσματα στα πυκνά δάση, στα φαράγγια κλπ., τους προσέγγισαν και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, με την υπόσχεση της παραχώρησης εδαφών μετά τη λήξη του πολέμου.
Και οι ιθαγενείς πράγματι βοήθησαν και τους μεν και τους δε, όχι μόνο σε εφήμερες νίκες, αλλά και στην τελική έκβαση του πολέμου και τη διευθέτηση των συνόρων.
Μάλιστα οι επικεφαλής Ινδιάνοι αναγνωρίστηκαν εκατέρωθεν ως ήρωες, πήραν αξιώματα, στρατιωτικούς βαθμούς κ.λπ. Οι υποσχέσεις γης όμως προς αυτούς δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ούτε από τους επαναστατημένους κατά του βρετανικού στέμματος Αμερικανούς στη Νέα Υόρκη, ούτε από τους Άγγλους στο Οντάριο.
Σημαντική υπόσχεση στην καναδική πλευρά των συνόρων ήταν η παραχώρηση μιας εύφορης ζώνης 10 χιλιομέτρων αριστερά και δεξιά της κοίτης του μήκους 280 χιλιομέτρων σημαντικότατου τότε ποταμού Grand River που εκβάλει στη λίμνη – πέλαγος Erie (της οποίας τα νερά με τη σειρά τους τροφοδοτούν τον γνωστό ποταμό Νιαγάρα).
Από την τεράστια αυτή έκταση, οι Ινδιάνοι δεν έλαβαν ούτε το 5%. Το 2006 τα καναδικά δικαστήρια δικαίωσαν ομάδα ιθαγενών που είχαν προσφύγει κατά της περαιτέρω ανοικοδόμησης σε συγκεκριμένες περιοχές. Έκτοτε το θέμα των εδαφών επανέρχεται συχνά στην επικαιρότητα…
Η περιοχή κατά μήκος του ποταμού Grand ακόμη και σήμερα δεν είναι μόνο απλά εύφορη, αλλά και απείρου κάλλους και αξίζει να τη διανύσει κανείς με αυτοκίνητο ιδιαίτερα τους φθινοπωρινούς μήνες. Τα πολλά σκωτσέζικα τοπωνύμια δίπλα σε ινδιάνικα χωριά φανερώνουν μεγάλες μεταναστευτικές ροές τον 18ο και 19ο αιώνα από τη φτωχή Σκωτία και τη Βόρεια Αγγλία προς τις περιοχές αυτές. Αν έτυχε ή ήταν μέρος σχεδίου θα το πουν οι ιστορικοί.