15.6 C
Athens
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

“Επέστρεφε” και “Μοβ” (Ειρήνη Βογιατζή)

Δύο ποιήματα της Ειρήνης Βογιατζή

Επέστρεφε

Σημασία δεν έχουν οι τεχνητές δεξαμενές
μα τα αυθεντικά πηγάδια
που μ’ έβρεχε το βάθος τους κι επέστρεφα,
ξεκολλώντας τις βδέλλες
που μολύναν τη συνειδητότητα,
έπινα απ’ τα τοιχώματα
και νεκρώνονταν οι σφυγμοί της συνέχειας.

Βούτα και πάρτο απ’ την αρχή
και πες σ’ εκείνες τις αμίλητες σκιές
να γίνουν ρυάκια που μιλούν
μέσα από λαβωμένα ξωτικά
που έχασαν το δρόμο
κράτησαν όμως τη φωτιά
και μια σκυτάλη που είναι γνώστης της διαδρομής.

Σημασία έχει… Να…

Άκου τον ψίθυρο
σκλαβώνονται στην τρυφερή χροιά του
ακόμη και τα σίδερα που πάνε να λυγίσουν
ανοίγει δίοδο σε ό, τι προσμένεις να συμβεί,
αν αψηφήσεις κι ετούτη τη στερνή ευκαιρία
δεν έχει οδό ν’ απαλλαγείς,
η ρίζα σου θα παραμένει δούλα
ενός περίτρανου ξεριζωμού.

Προχώρα μήπως ανταμωθείς με τους αιώνες
και συντρέξουν,
εκεί που οι φτηνές συναλλαγές αργοπεθαίνουν
τρομαγμένες πριγκίπισσες
παγιδευμένες στον οίστρο μιας τυφλής ματαιοδοξίας
στο βλέμμα αιωνιότητας,
και των ποιητών που της έπιασαν το χέρι
αυτής της αυτόφωτης εκκωφαντικής σιωπής
που πόθησε το σύμπαν
αυτής που το μετάλαβε στα σπλάχνα της
ως ένα μωρό παιδί.

Απαξιώνεται ο άνθρωπος
που επέλεξε τη σήψη κάθε αγαθού σκοπού
των δώρων χωρίς όρους,
υποτιμώντας τον κύκλο
κι έγινε το στέρνο του πιο κρύο κι απ’ το χιόνι.

Τιμάται εκείνος που αγναντεύει θάλασσες
διψώντας στις ερήμους,
η σπίθα του υγρού φωτός
αναβοσβήνει διασχίζοντας λεωφόρους
που ξαγρυπνάνε στις στοές των κουρασμένων φάρων
κι ας μην πήρανε μυρωδιά
όσοι η σάρκα τους τρέφεται από αναιδή σκοτάδια.

Γύρω από έναν ίλιγγο
στροφάρει η ζωή που κάνει διακρίσεις
κι είναι η ζάλη πιο σταθερή από τη γροθιά
που θα ‘σπαγε τους τοίχους
και θ’ άστραφταν τα σύνορα.

Αργά ή γρήγορα
έστω κι αν πάψει ο χρόνος να κυλά
κι αν χάσει κι άλλο αίμα η ένωση
κάποιος θα φτάσει πρώτος
κι έτσι ίσως πείσει τη ζωή
έτσι ξαναγυρίσουν κι άλλοι.

Μοβ

Καίγονται οι χαρταετοί μου
φωνάζω στα κομμάτια μου στα σύννεφα
μέσα σε αδιευκρίνιστους καπνούς
κρέμομαι από την ουρά τους,
πάνω στο σώμα τους
φύλαγα όσα αγαπάω να βρίσκουν φτερά.

Μη με ρωτάς πώς νιώθω,
πάλι θολά θα γράψει η απάντηση
για εμένα κάθε τοπίο ένα ομιχλώδες παραλήρημα,
δεν ξέρω πώς είναι να μοιράζεσαι
έναν πόνο βουβό που ξέμενε πάντα στη γωνία,
ζωήρευαν εντός μου οι εφιάλτες
νύχτες ατέλειωτες στην κόψη ενός ξυραφιού.

Δες τα σημάδια που κατέληξαν μοβ
καρφώνουν τις φλέβες μου με τον αντίχειρά τους
να μελανιάζω
σαν πάω να δραπετεύσω,
να γίνω πέτρα που δεν γκρεμοτσακίζεται
από κάτι ξεραμένους κόκκους άμμου
που εκείνοι δήθεν έσμιξαν με οάσεις
εναποθέτοντας τη σκόνη τους να μένω εγκλωβισμένη.

Ποιος είναι αυτός που δεν μ’ αφήνει να περάσω;
Ο εαυτός μου μ’ έχει ξεπεράσει προ πολλού
μα εγώ όλο σε αυτόν γυρνάω
και μένω αγαλματάκι ακούνητο, αγέλαστο
μέρα ή νύχτα;

Θέλω να προσπεράσω.

Μην υπερασπίζετε ουρανοί ό, τι μου διαφεύγει
φέρετε το εδώ μπροστά μου ν’ απολογηθεί
εγώ δεν αντιμίλησα στο βρόγχο των θεών
δεν πρόδωσα τις παρονομίες τους
στις ευπρεπείς θυσίες του κόσμου.

Κάθε προσπάθεια γι’ αναστήλωση
ένας καινούργιος θάνατος
μια ραμμένη μοίρα σε εύθραυστο χαρτί.

Η αγάπη που πληγώθηκε είναι μοβ
τα δέντρα, η βροχή που δάκρυζε
στα νέα ξεκινήματα
μια μοβ επιστροφή δίχως πυξίδα κι αύριο,
ο ήλιος που αντιστέκεται έχει ακτίνες μοβ
σκοτώνοντας κάθε μου πλησίασμα.

Όλα γύρω από ένα πένθιμο παρόν
σαν εγκαταλελειμμένο σπίτι
που δεν το αναγνωρίζει ούτε το παρελθόν
και δεν παίρνει προβάδισμα στο μέλλον,
ένα χαρτόκουτο σε άστεγη και άχρωμη εποχή.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -