Ποιητική συλλογή του Ιωάννη Λουκόπουλου
“Απόντες”
Δρόμος
Όλα εκεί μαζεμένα,
κλεισμένα στην καταχνιά που ζητούσε
να με παντρευτεί χρόνια πολλά τώρα,
είναι μακρύ και αδύναμο αυτό το σιωπηλό μονοπάτι
και περπατάς ξυπόλυτη
σ’ έντυσαν τα βλέφαρά μου απόψε
με έναν παχύ μανδύα θρήνου,
με στάχια πράσινα σε σκέπασα
εκεί, μέσα στα αραχνοϋφαντα κρεβάτια
ενός μικρού θανάτου.
Στους βυθούς είμαι και περιμένω
αυτόν τον δαίμονα να με κατασπαράξει
στις ώρες τις πολλές
στα δευτερόλεπτα
που χτίζουν τη μνήμη σε κουφάρια χρυσά
και λησμονούν τα πετρωμένα αδέρφια μου
μια σιωπή σου είμαι αθάνατη
ο μικρός σου θάνατος
ο αιώνιος…
Βρόχινη
Μια ματιά βρόχινη
στις μεγάλες κεραίες των πολυκατοικιών
απ’ το πλευρό του Αδάμ αποσυντίθεται
το μάταιο, το αδύνατο.
Κρυστάλλινο τοπίο τούτη η πατρίδα
μια μητρική γλώσσα στην ξενιτιά σου
είναι κορμός μεγάλος ο πόνος,
στο δάσος της θλίψης,
μιαν αφυγία,
κρεμάστηκε στο λαιμό του κόσμου και πνίγηκε.
Διψάω που φώναζε στον ουρανό,
πονάω,
στις μικρές χαραμάδες που κρύφτηκε,
στις γωνιές του τοίχου,
δειλά, βράδια και βράδια
τέμνοντας τους έρωτες
στις άγονες γραμμές του κορμιού,
να ζει μέσα στην καρδιά
και εκεί να πεθαίνει…
Εκτός προθεσμίας
Απαστράπτουσα εσύ,
χιλιοειπωμένα λόγια σαπίζουν σε χέρια αόρατα,
μην αγγίζεις μόνο αίμα θα βρεις,
άσε εμένα, συνήθισα πια.
Οριοθετημένες ημερομηνίες σε συναλλαγές συναισθημάτων,
κονσερβοκούτια γεμάτα λύπη,
με ημερομηνία λήξης το πάντα.
Ο νέος με κοίταξε στα μάτια και ρίχτηκε στις αποβάθρες
με ζωή χωρίς, όλο χωρίς, πάντα χωρίς.
Βήμα ταχύ για να ξεφύγεις από αυτή την μνήμη
που πάντα θυμάται το πάντοτε και που ξυπνά τις νύχτες
τις σαρκοφάγους τις απώλειας,
είναι η μεγάλη στιγμή τότε που λένε
της φυγής…
Τρομαγμένοι πια
Τραγική σα φάνηκες
εκεί που δεν ανήκεις,
άριθμα τα βήματά σου στο ξύλινο πάτωμα
εκεί που αφήνω τα κορμιά μου κάθε βράδυ
προτού τη φορεσιά του ήλιου πετάξω από το παράθυρο
Τραγική σαν έμεινες
εκεί που δεν ανήκεις,
το θολό σου βλέμμα κατάπινα να μη σε πνίγει
στις άκρες των δακτύλων μου κραυγές για να σε συντροφεύουν
Σιωπηλή, μετέωρη στέκεις εκεί,
χωρίς να ξέρω πια τι θέλω να σου πω, δεν έμαθα ποτέ,
μόνο οι ψίθυροι που σαπίζουν σε παλιές βαλίτσες φαγωμένες
κουβέντες που άτολμα κρύφτηκαν πίσω από χείλη φιλημένα
πιάστηκαν στα σύρματα του έρωτα και ξηλώθηκαν.
Και πρόσωπα δειλά, απρόσωπα πια, προσκύνησαν σεντόνια χρόνια πολλά
απ’ το ματωμένο νυφικό της αγέννητης κόρης μου ξεπήδησαν παιδιά
με σφεντόνες.
Έζησα με τον ήλιο στο στόμα και σε τάιζα
εκεί που προχωράνε τα σπίτια και ριζώνουν οι άνθρωποι δε ζω,
στον καιρό των άλλων που ανούσια αναπνέουν οι λίγοι δε ζω,
μόνο σε μέρες αναμονής ενός λαθραίου ονείρου,
έτσι χαρακτηρίζουν πια οι άνθρωποι τα όνειρα
Έφυγες ένα βράδυ άυλα, το στόμα μου άνοιξα διάπλατα
τον δρόμο σου να φωτίζει
τραγικά
σαν άφηνα εδώ, αιώνια
τον τόπο που δεν άνηκα να με σκοτώσει…
Το πάντα του έρωτα
Στην ερημιά του δρόμου, ξεμείναμε εκεί,
κρυμμένοι πίσω από σκοπευτήρια και κάτω από λαμαρινένια υπόστεγα,
δεν ξέρω πώς και γιατί,
σπασμένα γυαλιά παντού, του έλεγαν ήρθε η ώρα.
Ο χρόνος περνούσε και σα μονόφθαλμος, πελώριος γίγαντας
τους κατασπάραζε,
άδικο δεν είχαν, τον έρωτα που ζύγιασαν πίσω από πνοές,
πίσω από κουρτίνες κλειστές και σκότωσαν.
Δίπλα απ’ τις σκιές, εκεί που δεν υπάρχει άλλο ο πόνος και άυλοι
πια ξαγρυπνάμε χώνοντας τα κεφάλια μας σε ντουλάπια πόθων,
εκεί
δίπλα από τα παλιά μπαούλα με τα μισοφέγγαρα, πάντα μισά,
πάντα ημίμετρα,
την τραγική φωνή σου έπινα τις νύχτες για να ξεδιψάω…
Θολό νερό στις χούφτες μου, σα το πικρό ψωμί της λησμονιάς,
είναι εδώ και τη φοβάμαι αυτή την αιώνια διαφυγή
εντός και εν δυνάμει με κυνηγά,
στέκει δίπλα μου και με ταΐζει πικρά φύλλα αμνησίας
τα βράδια με σκεπάζει με σεντόνια λήθης,
ξυπνάω και την βλέπω πάλι να με ποθεί,
αέναα…
Μακριά, εκεί να ξέρεις ότι η θάλασσα περιμένει…
Η τόλμη τους είχε φαγωθεί,
το μονοπάτι στο δάσος με τις κρεμάλες πήραν τότε,
αυτό των ποιητών
που γυρισμό άλλον δεν έχει
παρά μόνο θάνατο
Αυτό είναι το σώμα μου.
Αυτό είναι το αίμα μου.
Λάβε το.
Δεν ήρθε ποτέ
* Στον Νίκο Εγγονόπουλο
Δεν ήταν στο λάθος που δόθηκε λάθος του,
αλλά στη νοσταλγό ζωή
και εκεί δεν βρέχει πια λιακάδες,
δεν τρέχει στα πράσινα λιβάδια της ευφορίας
Και ζει στα υπόγεια,
στα θραύσματα που του άφησε μια σφαίρα
στην παλάμη Κυριακή ξημερώματα,
χωρίς να βλέπει, ούτε να ζητά.
Τίποτα που να δραπετεύσει,
παρά το αιώνιο, το θανατικό,
που κλαίνε στα προσκέφαλα του ανεκπλήρωτου
για τη ζωή που νοστάλγησαν,
για τη θύμιση ότι να και απόψε ήρθε.
Δεν ήρθε όμως απόψε, δεν ήρθε ποτέ…
Περασμένη ζωή, κρεμασμένη στην άκρη του δωματίου,
μια ματιά σα λησμονιά που ζητούσες
και εκεί ανάμεσα στα χέρια σου χούφτες καρφιά,
χώμα και λίγος ουρανός
έτσι για να ξεχνιέσαι, να νομίζεις…
Μην κοιτάζεις πια, μόνο γκρεμός
Ένα ταξίδι που λες θα ξεκινήσεις
για αυτή τη νοσταλγό ζωή
που είμαι μέρες και μέρες
θαμμένος στο μεταλλικό τραπέζι της κουζίνας,
και με θρηνεί το πιρούνι, το μαχαίρι, αλλά ποτέ αυτή η ζωή…
Σιωπηλά
«Ξέρω» είπε σιωπηλά…
Συννέφιαζε ο ουρανός και αυτός σα πλανόδιος σερνόταν
άγρια στο σκοτάδι με τη μοναξιά στην παλάμη.
Αγέρωχος σα νόμιζε,
ανερμάτιστος από του κόσμου τις κατάρες και τις διαφωνίες
κοίταξε μπροστά
και προχωρούσε.
Είχε μια σκιά αλήτικη σήμερα,
τίποτα δεν του έμενε παρά να ξεπλύνει την ψυχή του.
Και ήταν σαν όλα να ξεχάστηκαν πια, σα να τα κατάπιε η γη
που του ζέσταινε το προσκεφάλι τόσες νύχτες.
Έφτασε η στιγμή, του το ψιθύριζε καιρό τώρα ο άνεμος.
«Πεθαίνω» είπε σιωπηλά…
Τροφή για τα θηρία
Εκεί που ημερεύουν τα θηρία
και μένει ένας κόσμος πια θολός,
εκεί που δεν υπάρχουν σκάλες για τους θεούς
και μένει ο ουρανός αυτός που μας ποθεί άτεκνος,
ρεμβάζουμε σα γέροι πια στην άκρη της θάλασσας
και είμαστε έτοιμοι…
Απ’ τους καιρούς που πέρασαν φονιάδες,
από της μάνας μου τα μάτια που άντρας πια θήλαζα τα δάκρυα,
καρφώνουμε σταυρούς άδειους
και είμαστε έτοιμοι…
Ακόμα και αν ραγίσουν τα δέντρα της ζωής
και απροσκύνητα όταν έρθει η ώρα η σωστή,
μαραθούν
τρελοί με πέτρες για παπούτσια στην άκρη της θάλασσας
και είμαστε έτοιμοι…
Σιωπηλά, με άδειες τσέπες,
με τα λευκά υγρά μαντίλια του κόσμου, προχωρήσαμε
στο χρυσό μονοπάτι που σαπίζει αιώνες τώρα.
Με βλαστημίες και κατάρες το λευκό το χέρι εκεί στην άκρη
εκεί που ημερεύουν τα θηρία, θηρία γίναμε
και ήμασταν έτοιμοι…
Χωρίς κορμί, αυτό που ονειρεύτηκε και γύρευε πια να σκοτώσει,
μετρημένα και αχνά στα θεμέλια της απιστίας το παλάτι μου
έχτισα, έκλεισα τη σκιά μου μέσα και το κουφάρι μου πούλησα
στους ανέμους.
Φωνές παντού, με τυλίγουν με μανδύες απώλειας για ότι θα χάσω,
ότι θα πούλησω, ότι θα αφήσω κρεμασμένο στο όνειρο του πουθενά,
ξαπλωμένο σε κρεβάτια καρφωμένα στον ουρανό. Εκεί.
Μια φωτιά άναψα ιωδιούχα, με συναισθήματα και σταυρούς
και ήταν σα φάρος που σβήνει ρίχνοντας καράβια σε ωκεανούς.
Και ήμασταν έτοιμοι…
Σαν ματιά γριάς πλανεύτρας,
σαν τις φωνές παιδιών που μεγαλώνουν μέσα σε κούνιες φυλακής
ήμασταν ανέτοιμοι τελικά,
σα θεοί που γίναμε αλάτρευτοι
με ναούς πια γκρεμισμένους…