Οι γάτες νιαουρίζανε…
Οι γάτες νιαουρίζουνε στη διπλανή ταράτσα
μήνας Γενάρης
είχε σβηστό το φως κι είχε ξαπλώσει
διάβασε την εφημερίδα και κάνα δυο παλιές
για να μην πει κι απόψε άλλη φορά
και καμιά μέρα τις πετάξει όλες μαζί
όπως συχνά γινότανε
και ξάπλωσε
όταν δεν είχε ύπνο έκανε διάφορες ψιλοδουλειές ίσαμε να ‘ρθει η ώρα
όμως απόψε οι γάτες νιαουρίζανε στη διπλανή ταράτσα
κι ό, τι έλεγε πως τίποτα δεν την πειράζει πια
σηκώθηκε και τριγυρνούσε στο δωμάτιο
βγήκε μετά ξυπόλυτη όπως ήτανε στην τζαμαρία
άναψε και τσιγάρο
περίμενε σωπάσανε για λίγο
κρύωνε και μπήκε μέσα δεν άναψε το φως
σε λίγο ξαναρχίσανε
ήθελε
τίποτα έτσι το ‘πε
τουλάχιστο να κουβέντιαζε με κάνα φίλο
είναι αργά τώρα είπε και πάλι το σκέφτηκε
τόχε σκεφτεί κι άλλες φορές
ποιον θα μπορούσε να ‘παιρνε
ποια πόρτα να χτυπούσε τέτοιες ώρες
ή άλλες πιο
χωρίς να ενοχλήσει
να γίνει αιτία να
έτσι να μέρωνε λιγάκι
αλήθεια ποιον
έλεγε και κουκουλώθηκε απ’ το κεφάλι
Το πρωί σηκώθηκε με γρατζουνιές πάνω στο πρόσωπο
Αγγελική Ελευθερίου