Του Χάρη Δρίτσα, διηγηματογράφου
Ο Ζανούμπ σήκωσε την κεφάλα του κατά τον ήλιο. Γκάρισε δυνατά δύο φορές. Μετά, μία μακρόσυρτη. Ο γαϊδαράκος καλημέρισε τον ήλιο και συνάμα ξύπνησε το αφεντικό του, τον Χάσαν. Ήταν ώρα για προσευχή. Ο Χασάν ήταν καλός μουσουλμάνος. Βγήκε από την καλύβα του. Πήγε μέχρι τη γούρνα του γαϊδαράκου. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο. Έπεσε με τα γόνατα στο χώμα. …Εις το όνομα του μεγαλοδύναμου Αλλάχ… Ο Μοχάμεντ ο προφήτης του Αλλάχ… Αλλάχ άκμπαρ… Στο Καφρ Νταουάρ, ένα χωριό έξω από τη Αλεξάνδρεια, τα ρολόγια είναι σχεδόν ανύπαρκτα.
Σημασία έχει πότε βγήκε ο ήλιος, πότε θα έλθει το μεσημέρι και πότε θα σκοτεινιάσει. είναι αγγειοπλάστης. Φτιάχνει στάμνες και πιθάρια. Έμαθε τη δουλειά από τον πατέρα του και αυτός από τον παππού του και πάει λέγοντας.
Έχει έναν βοηθό. Τον Άχμαντ. Ορφανός ήταν, τον πήρε ψυχοπαίδι του. Τρία χρόνια του μαθαίνει την τέχνη.
Χθες, φτιάξανε καμιά δεκαριά στάμνες. Τις είχαν στον ήλιο. Όταν φάνηκε στον ουρανό ο αποσπερίτης, τις έβαλαν στο φούρνο. Όλη τη νύχτα ο Αχμαντ τάιζε τη φωτιά με ξύλα.
Βγήκε ο ήλιος. Έσβησε και ο φούρνος. Οι στάμνες έχουν ψηθεί όσο χρειάζεται.
Ο αγγειοπλάστης τελείωσε την προσευχή του. Έβαλε στον Ζανούμπ φρέσκο τριφύλλι, καλαμπόκι και καθαρό νερό στη γούρνα. Του χάιδεψε την κεφάλα. Αυτός κούνησε τις αυτάρες του. Γκάρισε πάλι δυνατά και έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ.
Ο Άχμαντ, ο ψυχογιός, ξεμύτισε πίσω από τον φούρνο.
– Αφεντικό να βγάλω τις στάμνες από τον φούρνο;
– Όχι ακόμα. Να τελειώσει το φαΐ του ο γαϊδαράκος.
Άντε να δούμε ρε φιλαράκο…
Πέρασε κάμποση ώρα. Ο γάιδαρος έφυγε από το φαΐ του και πήγε στο νερό.
– Άντε βγάλε τις στάμνες, πρόσταξε ο Χάσαν τον βοηθό του.
Ο Άχμαντ έβγαλε τις στάμνες και τις ακούμπησε στον τοίχο της καλύβας σε σειρά.
Την άλλη μέρα με τον αποσπερίτη, ο Χάσαν και ο βοηθός του έβαλαν και πάλι στον φούρνο καμιά δεκαριά στάμνες.
Το πρωί τους ξύπνησε πάλι ο γαϊδαράκος. Κάνανε την προσευχή τους. Βάλανε στον Ζανούμπ καλαμπόκι με τριφύλλι και νερό.
Ο Χασάν έπρεπε να πάει μέχρι την αγορά.
– Άχμαντ! Όταν έλθει η ώρα βγάλε τις στάμνες από το φούρνο. Άντε γεια σου.
– Χάντερ για εφέντι! (Μετά προθυμίας αφεντικό).
Γύρισε ο Χάσαν από την αγορά. Βλέπει τις στάμνες όλες ραγισμένες.
– Τι έγινε βρε αθεόφοβε; Πώς έσπασες τις στάμνες;
– Δεν ξέρω αφεντικό. Μόνες στους σπάσανε.
– Ρε φιλαράκο! Πότε έσβησες το φούρνο; Περίμενες να τελειώσει το φαΐ του ο γάιδαρος;
– Όχι αφεντικό. Αυτόν θα περιμένω για να κάνω τη δουλειά μου;
– Α, ρε φιλαράκο! Δεν κατάλαβες πότε βγάζω τις στάμνες από το φούρνο; Μόλις τελειώσει το φαγάκι του ο γάιδαρος. Τις έβγαλες πρόωρα και σπάσανε. Δεν είχαν κρυώσει αρκετά μέσα στο φούρνο, και το πρωινό αγιάζι τις ξάφνιασε! Δεν πειράζει. Ήταν θέλημα του Αλλάχ. Έλα, ετοίμασε άλλες στάμνες για ψήσιμο…
Και άλλη φορά να συμβουλεύεσαι τον Ζανούμπ!
*Ακολουθεί ποίημα του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη
Σπίτι με Κήπον
Ήθελα νάχω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο – όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για νάχω ζώα. Α νάχω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες – οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλλο, να τον αγροικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θάθελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξάπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφαλές των.