Διήγημα του Χάρη Δρίτσα
Το βαπόρι τον περίμενε στη ράδα. Το λιμάνι της Λεμεσού ήταν πολύ μικρό για να μπορέσει να δέσει το «Κουίν Ελίζαμπεθ». Ο Χαράλαμπος ήταν αριστούχος, απόφοιτος της «Αγγλικής Σχολής» και τώρα υπάλληλος του κράτους. Γιος μεγαλοτσιφλικά από το χωριό Άσσια, αμφισβητίας και επαναστάτης. Πήγαινε στην Αγγλία. Είχε πάρει μια υποτροφία από την αγγλική κυβέρνηση. Πήδηξε με τη βαλίτσα του στη βάρκα που περίμενε να πάει τους επιβάτες στο καράβι. Απομακρύνονται. Ο αδελφός του ο Δημήτρης τον αποχαιρετά από την προκυμαία. Ήταν Αύγουστος του 1933.
Ανέβηκε την κρεμαστή σκάλα του πλοίου. Πήγε στην καμπίνα του. Ξάπλωσε και κοίταγε το ταβάνι. Είκοσι χρονών ήταν. Πρώτη φορά έφευγε από την Κύπρο. Σε δέκα μέρες θα έφτανε στο Λονδίνο. Το βαπόρι θα έπιανε Αλεξάνδρεια. Θα φόρτωνε στάρι και κατόπιν θα συνέχιζε το ταξίδι του για την Αγγλία. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού. Τα χρήματα της υποτροφίας ήταν στη θέση τους. Έβγαλε το φάκελο με τα χαρτονομίσματα. Του φάνηκαν πολλά. Πάρα πολλά. Άρχισε να τα μετράει. Τα έβαλε κάτω από μαξιλάρι του. Τον πήρε ο ύπνος…
Το καράβι είχε σαλπάρει εδώ και ώρες. Στην απέναντι κουκέτα κάποιος βόγγαγε και ξερνοβολούσε. Τον είχε πειράξει η θάλασσα. Ο θόρυβος που έκανε, ξύπνησε τον Χαράλαμπο. Η ώρα ήταν 4 το πρωί. Σε έξι – επτά ώρες θα έπιαναν Αλεξάνδρεια.
Δύο χρόνια θα λείψει. Μέχρι τότε πόσα θα έχουν αλλάξει στο χωριό, σκέφθηκε. Στο μυαλό του έφερε τη Χαμινέ, την Τουρκάλα που έμενε απέναντί τους. Τη γούσταρε. Και εκείνη δεν έδειχνε αδιάφορη στα πειράγματά του. Καθώς έφευγε από το χωριό, του χάρισε το μαντίλι της. Αυτός της είπε ότι θα τη σκέπτεται. Αυτή χαμογέλασε… Του έδωσε ελπίδες… Όταν γυρίσει…
Βγήκε από την καμπίνα του. Στο κατάστρωμα κάποιοι είχαν στρώσει κουβέρτες και κοιμόντουσαν. Το εισιτήριο εκεί ήταν κατά πολύ φθηνότερο. Στο διάδρομο, μια μεσόκοπη γυναίκα με τις τρεις κόρες της και ένας λαουτιέρης, σιγοτραγουδούσαν κάτι παλιά κυπριακά τραγούδια, να ξεγελάσουν τη νύστα τους. Κοίταξε τη μεγάλη κόρη. Τραγουδούσε υπέροχα. Θεοδώρα την έλεγαν. Τους προσπέρασε με έναν τυπικό χαιρετισμό. Δεν ήθελε πάρε – δώσε με ανθρώπους που δεν ήταν της σειράς του. Τριγύρω ένα τσούρμο σκιές. Ήταν αυτοί που πηγαινοέρχονταν καθώς δεν τους κόλλαγε ύπνος. Η ώρα περνούσε. Στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε η Αλεξάνδρεια. Η μόνη του σχέση με αυτή την πόλη ήταν ο Καβάφης. Μόλις είχε κυκλοφορήσει η συλλογή με τα «Άπαντα» του Αλεξανδρινού ποιητή. Του έκανε εντύπωση το ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».
Είχε ξημερώσει για τα καλά. Ο «πιλότος» πλησίασε, έδεσε το καράβι πάνω του. Το ρυμούλκησε στον ντόκο.
Κόσμος κάθε λογής πηγαινοερχόταν. Κελεμπίες, γραβάτες, φέσια και πλατύγυρα καπέλα, πλαισίωναν το πρωτόγνωρο τοπίο. Χαμάληδες φορτωμένοι κάσες, τσουβάλια και βαλίτσες. Φορτηγά που κόρναραν καθώς βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους. Κάρα με άλογα. Και άνθρωποι με κάρα.
Ο λοστρόμος με τον τηλεβόα ενημέρωσε τους επιβάτες ότι το καράβι θα σαλπάρει την άλλη μέρα το μεσημέρι, στη μία…
Μέχρι τότε θα μπορούσε ο Χαράλαμπος να γνωρίσει ένα μέρος της ιστορικής αυτής πόλης. Σφράγισε το διαβατήριο και βούτηξε στο πολύχρωμο πλήθος. Πήρε ένα ταξί. Τον γύριζε, μέχρι που βαρέθηκε. Βράδιασε. Ήθελε να περπατήσει. Πήρε την παραλιακή. Πέρασε έξω από ένα καμπαρέ. Το «Bella Vista». Από μέσα ακούγονταν φωνές, γέλια, τραγούδια. Ήταν οι σειρήνες που τον καλούσαν. Η Ιθάκη όμως πού άραγε να ‘ναι; Πέρασε το κατώφλι. Βρέθηκε σ’ έναν άλλο κόσμο. Ο καπνός από τα τσιγάρα, η μυρουδιά του νοθευμένου αλκοόλ και της φτηνής κολόνιας, τον έπνιγαν. Η Αιγύπτια που λικνιζόταν στην πίστα, τράβηξε την προσοχή του.
Πλησίασε και έκατσε σε ένα από τα πρώτα τραπέζια. Παρήγγειλε μια μπίρα. Μια Μαλτέζα έκατσε δίπλα του. Την κέρασε. Ξανά και ξανά. Άπλωσε τα χέρια της πάνω του. Δεν του άρεσε. Σηκώθηκε. Πλήρωσε και έφυγε. Θυμήθηκε τα λόγια της μάνας του: «Πρόσεχε εκεί που θα πας». Συνέχισε την περιπλάνησή του.
Μπήκε σε άγνωστα και επικίνδυνα μέρη. Πόρνες του πεζοδρομίου τον καλούσαν σε διασκέδαση. Νταβατζήδες του υπόσχονταν τον παράδεισο. Βρέθηκε στο Χαμομίλη. Λίγο πιο κάτω από την οδό Καλογραιών (Σάμπαα Μπανάτ). Ακούσε ελληνικές ομιλίες. Γύρισε. Δυο Έλληνες συναλλάσσονταν. Έπιασε κουβέντα. Γίνανε παρέα. Ο Μάριος ήταν από την Κύπρο. Μπορούσε λοιπόν να τον εμπιστεύεται. Ο Γεράσιμος από την Κεφαλονιά. Πήγαν σε μια λέσχη. Έτσι, για να περάσει η ώρα. Στρωθήκανε στο χαρτί. Μια γυναίκα έκατσε δίπλα του. Κάθε τόσο του χάιδευε το πόδι κάτω από τραπέζι. Κέρδιζε. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Μετά όμως γύρισε το χαρτί. Σε λιγότερο από δύο ώρες ο Χαράλαμπος έχανε τη μισή υποτροφία. Άρχισε να υποψιάζεται τους δύο άνδρες. Πήρε τη γυναίκα και φύγανε. Το όνομά της θα το θυμάται για πάντα. Σάντρα. Πήγαν σε ένα ξενοδοχείο.
Ο νεαρός Κύπριος μάθαινε τη ζωή μέσα από τα λάθη του. Το πρωί ξύπνησε. Η πουτάνα είχε φύγει μαζί με τα λεφτά του. Βρήκε λίγα κέρματα στην τσέπη του. Το ξενοδοχείο ευτυχώς είχε προπληρωθεί. Ήταν έντεκα το πρωί. Σε δύο ώρες σαλπάριζε το βαπόρι. Χωρίς χρήματα δεν ήταν δυνατό να πάει στην Αγγλία. Τι να έκανε; Πήγε στο προξενείο. Τον άκουσαν. Τον έστειλαν στην Κυπριακή Αδελφότητα. Του βρήκαν στέγη για μερικές μέρες. Το μεσημέρι πήγε στην αποβάθρα. Το βαπόρι έφευγε χωρίς τον Χαράλαμπο. Το έβλεπε να απομακρύνεται και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Συλλογίστηκε τον στίχο του Καβάφη: «Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό…».
Όπως ήταν στο λιμάνι, ζήτησε δουλειά. Κουβάλαγε τσουβάλια με τους χαμάληδες. Οι μέρες περνούσαν. Τον είχε πνίξει η απελπισία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να γράψει στους δικούς του. Το πρωί της Κυριακής πήγε στην εκκλησία, στον Ευαγγελισμό. Αυτός ο αμφισβητίας είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στο Θεό. Μετά τη λειτουργία στάθηκε για λίγο στον αυλόγυρο και θαύμαζε την περίτεχνη αρχιτεκτονική του ναού. Μια κοπελίτσα πουλούσε βιβλία. Το αγαπημένο του χόμπι. Πλησίασε να δει. Ήταν ένα από τα κορίτσια του καραβιού! Η Θεοδώρα. Αν είναι δυνατόν! Μεγαλοδύναμε… Ξέχασε τη «σειρά» του. Ξέχασε τις αναστολές του. Ήταν η ανάγκη να μιλήσει με έναν άνθρωπο… Πόσο εύκολα έπιασε κουβέντα μαζί της…
Η Θεοδώρα ανταποκρίθηκε αμέσως. Γύρευε και αυτή έναν άνθρωπο να μιλήσει… Δεκαοκτώ χρόνων ήταν…
Ήρθε με τη χήρα μάνα και τις αδελφές της από την Κύπρο. Από την Πάφο. Είχε πεθάνει ο πατέρας της. Μια χήρα με τρεις κόρες, τι τύχη θα είχαν στο χωριό. Η μάνα της δουλεύει δούλα στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα. Οι αδελφές της πάνε σχολείο.
Της είπε τα δικά του. Της έκρυψε μόνο την περιπέτειά του με τη Σάντρα. Ντρεπόταν.
Η Θεοδώρα είδε το ενδιαφέρον του για τα Βιβλία. Του χάρισε «Το μύθο του Χιράμ» του Μιχάλη Γεράκη. Ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά του. Τη Μεταφυσική. Της έδωσε ραντεβού για την άλλη Κυριακή.
Πέρασαν οι μέρες, ήλθε και η Κυριακή. Βγήκε από την εκκλησία. Η Θεοδώρα τον περίμενε στον αυλόγυρο. Χωρίς βιβλία. Είχε πιάσει δουλειά σε καπελάδικο.
– Πού μένεις; τον ρώτησε.
Ντρεπόταν να της το πει, αλλά σε μερικές μέρες δεν θα είχε πού να μείνει. Τον πρόλαβε:
– Ξέρεις με τη μάμα μου έχουμε πιάσει μεγάλο σπίτι. Κάποιες κάμαρες τις νοικιάζει σε εργένηδες. Μπεκιάρηδες τους λέει. Πληρώνουν με το μήνα. Σε ενδιαφέρει; Θα έχεις όλες τις ευκολίες που χρειάζεται ένας εργένης. Πλύσιμο, σιδέρωμα, φαγητό.
Στη φωνή της διέκρινε μια τρυφερότητα.
– Ναι, και βέβαια με ενδιαφέρει. Όμως να βρω μια πιο σίγουρη δουλειά.
– Εντάξει. Λοιπόν αύριο μετακομίζεις. Ε, να το πω και της μάμας μου.
Η συμφωνία κλείστηκε. Όμως μετά βίας έβγαζε το καθημερινό του. Πήγε πάλι στην Κυπριακή Αδελφότητα. Γύρεψε δουλειά. Τον έστειλαν για εργάτη στον Πανίκο τον Χριστοφή που έφτιαχνε χαρτόκουτα.
Την άλλη μέρα μετακόμισε. Η κυρία Άννα τον είχε σαν παιδί της. Η Θεοδώρα είχε αναλάβει αποκλειστικά την κάμαρη του Χαράλαμπου. Πέρασαν έξι μήνες. Όλα έμοιαζαν να έχουν τακτοποιηθεί. Ο Χαράλαμπος είχε βολευτεί σε μια δουλίτσα και τις Κυριακές, χειμώνα – καλοκαίρι, πήγαινε για ψάρεμα. Πολλές φορές γύριζε μούσκεμα από τη βροχή. Πάντα όμως με το ζεμπίλι του γεμάτο ψάρια…
Ένα βράδυ έπειτα από μια καλή ψαριά ο Χαράλαμπος ανέβασε πυρετό. Του έδωσαν κινίνο. Τίποτα… Τον έτριψαν με σπίρτο, με πετρέλαιο, τον τύλιξαν και με εφημερίδες. Άδικος ο κόπος. Χειροτέρευε. Τον έβαλαν στο νοσοκομείο, το Κοτσίκειο. Είχε κρυολογήσει και του γύρισε πλευρίτης. Του αφαίρεσαν το πνευμόνι… 23 χρόνων παλληκάρι. Έχασε και τη δουλειά του. Η Θεοδώρα μέρα – νύχτα δίπλα του. Βγήκε από το νοσοκομείο. Τον πήρε η κυρία Άννα στο σπίτι… Τον είχε καλύτερα από τις κόρες της. Πέρασαν τέσσερις μήνες. Ο Χαράλαμπος τρωγότανε που δεν δούλευε, που τον τάιζαν, που ήταν βάρος… Ένιωθε δυνατός. Έπρεπε κάτι να βρει να κάνει.
Ένα βράδυ έρχεται χαρούμενη η Θεοδώρα.
– Αύριο πιάνεις δουλειά.
– Πού;
Στον Αβραάμ. Φτιάχνει λαθραίο σπίρτο.
Πήγε στον Εβραίο. Παίρνανε τη μελάσα, τη βράζανε και από τον αποστακτήρα, έβγαινε το οινόπνευμα. Όταν έβαζαν μπροστά τη μηχανή, βρώμαγε ολόκληρο το τετράγωνο. Αυτό κράτησε επτά μήνες. Πήγαιναν καλά οι δουλειές. Ήταν όμως η απαγόρευση, ήταν και το αφεντικό Εβραίος, έπεσε η ρουφιανιά.
Παραμονή της Υπαπαντής μπούκαρε μέσα η αστυνομία με τον Μπισμπίσι και τον Σαμίρ επικεφαλής. Τους πιάσανε στα πράσα. Αρπάζει ο Χαράλαμπος το μαχαίρι που έκοβαν τη μελάσα και το καρφώνει στο μπράτσο του Σαμίρ. Πηδάει από το παράθυρο.
Πέντε μέρες ο Χαράλαμπος κοιμόταν ανάμεσα στα αλεύρια του λιμανιού. Αυτός, ο γιος του Χρήστου του Κουνελή που η μισή Άσσια ήταν δική τους. Πήγε η αστυνομία στης κυρίας Άννας.
– Δεν το ξέρουμε αυτό το όνομα, είπαν τα κορίτσια.
Η Θεοδώρα κόντευε να πεθάνει από τη στενοχώρια. Μα πέντε μέρες, έχει να φανεί… Από τη Δευτέρα…
Το Σάββατο το πρωί ο Χαράλαμπος ήλθε στο σπίτι. Η Θεοδώρα με κατακόκκινα τα μάτια από το κλάμα, έπεσε πάνω του.
– Σ’ αγαπώ.
– Κι εγώ Θεοδώρα, ψιθύρισε ο Χαράλαμπος. Ντρεπόταν που ήταν μπροστά η κυρία Άννα.
Ξεπρόβαλε από την κάμαρή του ο Τζενάρο ο Ιταλός. Δούλευε λινοτύπης στην «Procaccia».
– Buongiorno Χαράλαμπε, είπε. Σκέφθηκε λίγο και συνέχισε: Θέλεις να έλθεις μαζί μου στην εφημερίδα; Μιλάς εξαιρετικά τα αγγλικά και τα γαλλικά επίσης. Του είχε μιλήσει η κυρία Άννα.
Εκεί ο Χαράλαμπος δούλεψε 12 χρόνια. Έκανε μεταφράσεις και μάθαινε λινοτύπης. Παράλληλα έμαθε ιταλικά και αραβικά. Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, κάνανε τρεις κόρες. Τις σπούδασε. Γέμισε εγγόνια.
Η ζωή του τώρα πια, είχε αποκτήσει νόημα. Αργότερα δούλεψε στον «Ταχυδρόμο» του Τήνιου, σαν λινοτύπης και διορθωτής. Συνάδελφος του Ντίνου του Κουτσούμη. (Ο Ντίνος ύστερα από χρόνια, ήλθε στην Ελλάδα. Έγινε αρχισυντάκτης της «Αυριανής»). Τον Χαράλαμπο τον βλέπαμε καμιά φορά στο Αλματζάν ή στα μπλόκια του Σαν Στέφανο να ψαρεύει. Ήταν το αγαπημένο του χόμπι. Κάποιες φορές έπαιρνε μαζί και τα εγγόνια του. Το 1962 πήγε στην Κύπρο με τη Θεοδώρα. Ήθελε να δει το χωριό του, την Άσσια, για τελευταία φορά. Λίγοι τον θυμόντουσαν. Μερικοί νόμισαν πως είχε πεθάνει, στην ξενιτιά. Είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια. Ρώτησε για τη Χαμινέ. Πήγε στην Τουρκία με τον άνδρα της, του είπαν. Οι γονείς του είχαν συγχωρεθεί από χρόνια. Χάρισε τα κτήματα που του αναλογούσαν στον αδελφό του.
– Τα δικαιούσαι, του είπε. Εσύ κοίταξες τους γονείς μας. Και δεν σήκωνε κουβέντα.
Δεν είχε δικαιώματα. Ένα γράμμα δεν είχε στείλει όλα αυτά τα χρόνια. Τον είχαν και τους είχε ξεγράψει.
Ήρθε στην Ελλάδα. Συνέχισε να εργάζεται σαν λινοτύπης. Συνεργάστηκε με ελληνικά και ξένα περιοδικά σαν δημοσιογράφος. Πήρε τη σύνταξή του και κάπου κάπου πήγαινε για ψάρεμα. Δεν ήταν όμως σαν το Αλματζάν.
Μπάρμπα-Χαράλαμπε, έμαθες, μπούχτισες στο ταξίδι σου, ψάχνοντας το δρόμο για την Ιθάκη. Έμεινες όμως με το παράπονο: Η Άσσια είναι στα Κατεχόμενα…
Σάββατο βράδυ στο Χαν Χαλίλι
του Αραφάτ μου χάρισες μαντίλι.
Κάναμε βόλτα στο Αταρίνι
μιλώντας για την Παλαιστίνη.
Έκανες τα όνειρά σου στίχους,
γράψαμε συνθήματα στους τοίχους.
Στη Γάζα έφυγες, γύρισες πίσω,
τ’ αδέλφια μου είπες, να βοηθήσω.
Γύρισες και «χάθηκες»,
θύμα της μοίρας πιάστηκες.
Τώρα ο Άχμαντ είναι απών.
Γράφω συνθήματα στην Αχαρνών.
Επεξηγήσεις:
Αλματζάν: Κυματοθραύστης στα ανοιχτά της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Οι ψαράδες πήγαιναν εκεί με βάρκα. Περιοχή με πολύ ψάρι.
Μπισμπίσης: Όταν ο φόβος και ο τρόμος των παρανόμων στην Αλεξάνδρεια.
Μπλόκια του Σαν Στέφανο: Κατά μήκος της παραλιακής υπάρχουν τσιμεντένιοι κύβοι. Κυματοθραύστες.