Της Μαρισόφης Αργυροπούλου
Τι νομίζεις πως θα φοβηθώ; Η σιωπή δε με τρομάζει πια, έγινε σύμμαχος πιστός και με σκλαβώνει.
Όπως τότε – θυμάσαι; Που πάγωνες το χρόνο συνεχώς, λεπτό προς λεπτό, για να βρεθείς όσο περισσότερο μπορούσες κοντά μου.
Μα εκείνος πόσο σκληρός αποδεικνυόταν πάντα. Πάντα να παλεύει να σε κλέψει από μένα. Κι εσύ μια ζωή να τον δικαιώνεις. Όλη μας η ζωή ένα ατέρμονο παιχνίδι παραισθήσεων με το χρόνο. Μήτε να ξέρεις πού θα σε βγάλει, μήτε να το ποθείς.
Όλα όπως τότε… όλα στη φαντασία; Ή υπαρκτά σε μια παράλληλη πραγματικότητα; Ποια μέθη μας φυλάκισε στα δίχτυα της κι αιχμάλωτους μας κρατά;
Πώς λοιπόν να φοβηθώ τη σιωπή… μια σιωπή που θελητά ή και αθέλητα πλαγιάζει κάθε βράδυ στο πλευρό μου…
Κάποτε τη συνηθίζεις κι αυτή… κι ας σου δημιουργούσε αρχικά ρίγη και τάσεις φυγής.
Εγκλεισμός, φόβος, ανασφάλεια. Λέξεις – κομμάτι του εαυτού σου.
Τόσες φορές δε μάτωσα; Πόσες φορές δεν έσκυψα το κεφάλι ικετεύοντας τον ουρανό να μη σε πάρει… Και; Τι μ’ αυτό;
Δε με αφουγκράστηκε, δε με ένιωσε. Και απ’ αυτόν, ναι, μπορούσα να το δεχτώ, μπορούσα να το καταλάβω.
Από σέναν όμως; Εσύ υποτίθεται μ’ αγαπούσες, μ’ αγαπάς… έτσι δεν είναι;
Τότε λοιπόν γιατί… γιατί μ’ άφησες να βουλιάζω στο βούρκο της απεραντοσύνης σου; Ήσουν ο μόνος που μπορούσες να τραβήξεις το κουπί και να με σώσεις. Ήσουν ο μόνος που είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί στα τόσα «πρέπει» των ανθρώπων.
Ο ΜΟΝΟΣ.
Κι όμως… δήλωνες απών! Θα ‘ταν αστείο, υπό άλλες συνθήκες, δε νομίζεις;
Μόνο που εγώ θυσιάστηκα για σένα. Σπατάλησα κάθε μου ευκαιρία για οικογένεια, γιατί σε περίμενα. Πάντοτε εσένανε περίμενα.
Όπως ακριβώς είχαμε συμφωνήσει. Μόνο που μ’ έστησες… δεν ήρθες ποτέ.
Κι εγώ περίμενα, περίμενα, περίμενα… ποιος ξέρει με πόση προσμονή!
Κι ένα πρωί, εκείνο το μαύρο, το τρισκατάρατο πρωί, που όμοιό του να μην ξανα-υπάρξει, μαθεύτηκε η αλήθεια.
…Είχες φύγει. Εδώ και δύο μήνες δεν ήσουν ανάμεσά μας.
Απών. Γι’ άλλη μια φορά. Μα ούτε ένα γράμμα, ένα τηλεφώνημα, ένα χάιδεμα την ώρα που κοιμάμαι, στα μαλλιά… τίποτα.
Δεν ήταν τόσο απλό, δεν μπορούσα να το χωνέψω. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι μαζί σου. Να ξυπνάω κάθε πρωί στα χέρια σου και να σου φτιάχνω πρωινό. Καφέ ελληνικό και κέικ καρότου, αυτό που τόσο λάτρευες να ετοιμάζω, ειδικά για σένανε.
Να γυρνάς απ’ τη δουλειά και να σου τρίβω την πλάτη ώσπου να «λυθείς» στα χέρια μου…
Να κάνουμε έρωτα ως τα χαράματα και να χάνομαι στα εσώψυχά σου.
Να βυθίζομαι στα άδυτα του κορμιού σου μέχρις ότου με πνίξουν οι αναθυμιάσεις του.
Δε με νοιάζει το τίμημα. Ποτέ δε με ένοιαζε. Θα το πλήρωνα. Για χάρη σου θα άντεχα κάθε βάναυση πράξη που θα με είχε στόχο.
Για σένα θα κλείδωνα τις χαρακιές μου σε τόπο ανήλιαγο, πολύ μακριά από σένα. Να μην μπορεί τίποτα να σε αγγίξει. Για σένα… όλα!
Τώρα μονάχα γεύομαι στιγμές ευτυχίας απ’ τις αναμνήσεις μου. Η μόνη μου ασχολία· ν’ αγκαλιάζω με τη σκέψη μου το άψυχο κορμί σου και να καταλήγω έρμαιο των συναισθημάτων μου.
Μα, πες μου όμως… θα ‘θελα να μάθω, θα ‘θελα να το ακούσω απ’ το στόμα σου· γιατί ποτέ δε μου ‘δωσες το όλον σου;
Πάντοτε και όλα με το σταγονόμετρο. Δεν τ’ άξιζα;
Μια σταγόνα απόλυτης αποδοχής, δεν την άξιζα;
Όχι. Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις. Το βλέπω στα βλέφαρά σου πως αυτό θες…
Μάταιος κόπος, άδικος. Τα φαντάσματα δεν υπακούν.
Ας όψεται μονάχα η καρδιά μου, που τρέχει ανάμεσα σε φυλλωσιές περασμένων ερώτων και πάντοτε στο τέλος, ξεψυχάει…