Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Facebook: Aristotelis Aivaliotis
Επιστρέφοντας, για άλλη μια φορά, από το οδοιπορικό μου στην Τουρκία, δεν μπορώ να μη σημειώσω τη γενική αίσθηση που αποπνέει η σύγκριση με τα δικά μας.
Συνοψίζοντας με μία λέξη: Ασυμμετρία.
Πηγαινοέρχομαι τακτικά στη γειτονική χώρα, καθώς στον τομέα μου είναι μία μεγάλη δύναμη. Κάθε φορά βλέπω αυτό που λείπει στο δικό μας τόπο: εξέλιξη.
Στο καραβάκι για παράδειγμα που με μετέφερε από τη Σάμο στο Κουσάντασι επέβαιναν περίπου 25 επισκέπτες, 5 (πέντε) από αυτούς Έλληνες (της Αθήνας). Στην επιστροφή από Κουσάντασι στη Σάμο, κανονική απόβαση. Περίπου 300 άτομα, οι περισσότεροι Τούρκοι.
Η ανάπτυξη των παραλίων συνεχίζεται με ρυθμούς πυρετικούς. Εκεί που πριν από λίγα ακόμα χρόνια ήταν ερημιές τώρα αναπτύσσονται πόλεις και οικισμοί. Στην περιοχή που περιδιάβηκα, την Καρία των αρχαίων, σε έναν άξονα 200 χιλιομέτρων νότια της Σμύρνης, μέχρι το Μπόντρουμ, υπάρχουν σήμερα 6 μεγάλες πόλεις, χωρίς τη μεγαλούπολη Σμύρνη, και πολλοί δυναμικά αυξανόμενοι οικισμοί. Το 1942, στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, ο πατέρας μου έφυγε από την Ικαρία με βάρκα με κουπιά, μαζί με άλλους δύο λαμνοκόπους για να πάνε στο Κουσάντασι να αγοράσουν τρόφιμα. Ο καιρός τους παρέσυρε στα παράλια της Καρίας, όπου για μία εβδομάδα δεν συνάντησαν άνθρωπο ούτε στις ακτές, ούτε στο εσωτερικό που αποπειράθηκαν να διεισδύσουν. Έφτασαν μετά μεγάλη ταλαιπωρία στο Μπόντρουμ, μικρό άθλιο χωριό τότε και κάτι ψιλοψώνισαν σε ένα μπακάλικο, για να γυρίσουν ύστερα από κωπηλασία 4 ημερών πίσω στο νησί τους. Ε, αυτή η τότε έρημη περιοχή έχει σήμερα κοντά 3 εκατομμύρια κατοίκους.
Τα παράλια της Τουρκίας στο Αιγαίο σφύζουν από πλήθη, κυρίως νέων ανθρώπων, άλλων γεννημένων επιτόπου, άλλων που τους τραβά σαν μαγνήτης η εκρηκτικά ανερχόμενη τουριστική οικονομία. Οι αλλαγές συμβαίνουν σχεδόν μπροστά στα μάτια του επισκέπτη. Ο οικοδομικός οργασμός είναι εμφανής παντού, στις πόλεις, στα βουνά, στο τελευταίο χωριό. Μπορεί να ξενίζει ο τρόπος, τεράστια συγκροτήματα ομοιόμορφων κατοικιών ή πολυκατοικιών, που παραβιάζουν τη φυσική κλίμακα, που φαίνονται πρόχειρες και κακοφτιαγμένες στα καλομαθημένα μάτια μας, που μπορεί να περιφρονούν βάναυσα το δημόσιο χώρο, όμως το κοινωνικό αποτέλεσμα είναι εκεί, μία εδραιωμένη αστικοποίηση που δίνει στη μεσαία τάξη ό, τι μπορεί να περιμένει από έναν βασικά δυτικό τρόπο ζωής.
Γιατί όσο και αν αυτά τα πλήθη διαφέρουν στο στυλ ή στην αισθητική που θεωρεί η δυτική μας κουλτούρα αποδεκτά, δεν παύουν να ζουν κατά βάση σαν και εμάς, να αξιολογούν τον τρόπο και τις λεπτομέρειες της ζωής παρόμοια. Ελάχιστες μαντίλες, κοινωνική συμπεριφορά, ντύσιμο, επιθυμίες, γούστα, ίδια με ό, τι επιτάσσει η παγκοσμιοποιημένη μόδα. Μίμηση ενδεχομένως, μίμηση υπερβολική ίσως, αλλά πάντως συμμετοχή στο δικό μας «πάρτι». Στη σύγκριση μαντίλας – γυναικείου κοντού σορτς το σκορ είναι 1 προς 100 (μετρώντας μόνο τις Τουρκάλες).
Τα τζαμιά υπάρχουν βέβαια, λιγότερα από ό, τι θα περίμενε κανείς, σχεδόν ένα ανά χωριό ή οικισμό. Καθώς οι πόλεις είναι καινούργιες κατά βάση, και τα τζαμιά είναι νέα κτίσματα. Έχει κανείς την εντύπωση όμως ότι είναι παράταιρα, αταίριαστα στο σύγχρονο οικιστικό περιβάλλον τους, σαν να έπεσαν από μία άλλη διάσταση στο χώρο. Η φωνή του μουεζίνη αγωνίζεται να ακουστεί, στην τακτική ρουτίνα της, έχοντας να ανταγωνιστεί τις δυνατές μουσικές των μπαρ, που παίζουν κάθε είδος μουσικής (ναι, και πολλά ελληνικά, του συρμού…).
Και σημαίες παντού, όχι μόνο στα δημόσια κτήρια, αλλά και σε κάθε μαγαζί ή επιχείρηση. Αυτή η ανάγκη να διατρανωθεί σε κάθε τρύπα η εθνική ταυτότητα, μάλλον σημαίνει μία άρρητη αμφιβολία για την ίδια την ταυτότητα.
Η πληθυσμιακή έκρηξη των παραλίων (μόνη της η Σμύρνη πλησιάζει τα 3 εκατομμύρια κατοίκους) δεν είναι συνάρτηση μόνο του τουρισμού. Γενικότερα τα τελευταία χρόνια η Τουρκία ζει το δικό της οικονομικό θαύμα, στηριγμένο σε πολλούς πυλώνες. Η κυβερνητική σταθερότητα της περιόδου Ερντογάν, η προσπάθεια να γίνει πιο πλουραλιστικό το οικονομικό παιχνίδι με την ανάδυση των νέων «τζακιών» της Ανατολίας, ένα οικονομικό περιβάλλον χαμηλής ρύθμισης, αλλά και ακόμη χαμηλότερης εφαρμογής των ρυθμίσεων (αυτό που εμείς ονομάζουμε διαφθορά και μαύρο χρήμα), σε αντίθεση με ένα περιβάλλον υψηλής ρύθμισης και αυστηρής εφαρμογής του σε κάθε άλλο τομέα της κοινωνικής δραστηριότητας, ευνοϊκές συγκυρίες στη γεωπολιτική σκακιέρα, μεγάλη και διευρυνόμενη εσωτερική αγορά, αφθονία ανθρώπινου κεφαλαίου, ελίτ με μέγεθος και βάθος καθώς και αίσθηση του ιστορικού της ρόλου, είναι λίγοι από τους παράγοντες που εδράζεται η μέχρι τώρα επιτυχία της γείτονος.
Οι κίνδυνοι είναι πολλοί, αλλά προς το παρόν η μηχανή δουλεύει και δημιουργεί μία τεράστια ασυμμετρία στην περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε «δική μας». Ασυμμετρία τόσο οικονομική όσο και ανθρώπινου δυναμικού.
Και το παρελθόν; Σε κάθε βήμα στην περιοχή της Καρίας πέφτει κανείς πάνω σε ερείπια, άλλα ξακουστά άλλα άγνωστα, αρχαίων πόλεων. Πέρα από την Έφεσο, την Πριήνη, τη Μίλητο, τη Διδύμα, την Αλικαρνασσό, πέφτει κανείς πάνω στην Ηράκλεια, τη Ναύλωχο, την Κέραμο, την Εύρωμο και τόσες άλλες μικρότερες. Η αντιμετώπιση των ερειπίων κυμαίνεται από την πλήρη αξιοποίηση, όπως στην Έφεσο, μέχρι την πλήρη εγκατάλειψη, που είναι μάλλον και ο κανόνας. Μπορεί να μην είναι πια αντικείμενο συμπλεγματικής παρουσίασης, όπως τη δεκαετία του 1980 που οι ξεναγοί στην Έφεσο παρουσίαζαν στους τουρίστες τα έργα των «αρχαίων Τούρκων», αλλά η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζονται τα αρχαία ερείπια είναι προφανής. Και εξηγήσιμη, καθώς αυτά αποτελούν στοιχείο του ιδρυτικού μύθου των μέχρι προχθές εχθρών τους, ημών των ιδίων.
Όμως το παρελθόν αρχίζει και εμφιλοχωρεί, σταγόνα σταγόνα, στο παρόν. Παντού ονόματα αρχαία, ελληνικά, σε μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, που δηλώνουν την παλιά ταυτότητα της περιοχής. Το μεγαλύτερο κλαμπ του Μπόντρουμ ονομάζεται «Αλικαρνασσός», το ξενοδοχείο που έμενα «Μοναστήρι», παντού «Αρτεμισίες», στο Όρεν τα μισά εστιατόρια λέγονται «Κέραμος» κ.λπ., κ.λπ.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Μπόντρουμ αφού έφυγε η ελληνική κοινότητα το 1915 σχεδόν κατεδαφίστηκε, καταπατήθηκε και μέχρι πρόσφατα στέγαζε μαγαζιά και το πολιτιστικό κέντρο του δήμου. Με απόφασή του πρόσφατα ο δήμος καθάρισε το χώρο και έχει αρχίσει την ανακατασκευή της εκκλησίας με σκοπό να εκκλησιάζονται εκεί οι ορθόδοξοι επισκέπτες. Όλα για τους τουρίστες, ίσως, αλλά είναι ένα δείγμα πως οι παλιές ταυτότητες της περιοχής διεκδικούν ξανά τη θέση τους στο σύγχρονο μωσαϊκό, μεταλλάσσοντας τη μέχρι πρόσφατα μονολιθική κατασκευασμένη, σε μεγάλο βαθμό πλαστή, σύγχρονη τουρκική ταυτότητα.
Και για τέλος, η αίσθηση. Για το δικό μας μάτι η πολυκοσμία των τουρκικών παραλίων μοιάζει αφόρητη, όσο και αν γλυκαίνουν την παραμονή η θετική αύρα που αποπνέουν αυτά τα μελίσσια των νέων ανθρώπων που γελαστοί με μάτια γεμάτα προσμονή και έκπληξη προσπαθούν να ρουφήξουν κάθε νέα παράσταση, μόδα, πρότυπο, όνειρο ζωής. Όσο και αν σε καλμάρει η περιρρέουσα ευγένειά τους, η κλίμακα του ανθρώπινου περιβάλλοντος είναι φορτίο και βάσανο.
Όχι ότι είναι όλα δυσάρεστα. Στο εσωτερικό, λίγο πιο μακριά από τα κύρια σημεία ανάπτυξης, η περιοχή είναι σε μεγάλο βαθμό παρθένα και ακατοίκητη. Περιδιαβαίνοντας είχα συνεχώς τον νου μου να βρω σημεία όπου η λάσπη των παλιών προγόνων μέσα μου, εκείνων που ήλθαν από τα μέρη αυτά, να μου ψιθυρίσει ένα μυστικό σήμα αναγνώρισης. Να μου πει «κοίτα», να μου υποδείξει ένα γνώριμο μέρος.
Βρήκα τέτοια μέρη. Βρήκα την Κέραμο, στον μεγάλο Κεραμεικό κόλπο, το σημερινό Όρεν, που η παραλία του μου θύμισε το Κυπαρίσσι. Βρήκα τον Λάτμο, πάνω στη λίμνη Μπάφα, ένα τοπίο αυθεντικά όμοιο με το Καρκινάγρι της αγαπημένης μου Ικαρίας, με τους γρανιτένιους ογκόλιθους ριγμένους ολόγυρα σαν από σπορά θεών. Και κυρίως βρήκα το χωριό του Ντέρεκοϊ, 15 χιλιόμετρα από το Μπόντρουμ, σε μία κοιλάδα κλεισμένη από χαμηλά βουνά, γεμάτη συκιές, χαρουπιές, σχίνα και κυπαρίσσια, χωράφια, ξερολιθιές και πεζούλια, με σπίτια σχεδόν ελληνικά, εκείνα τα σπίτια της άνεσης που δεν έχει τίποτε το περιττό, της ανθρώπινης κλίμακας, απλωμένα μακριά το ένα από το άλλο μέσα στα δικά τους χωράφια, με τα λίγα καταστήματα πάνω στο στενό δρόμο. Αυτό νομίζω θα ήταν το «δικό» μου μέρος…
Η ασυμμετρία που βλέπουμε και που φοβόμαστε μπορεί να μην είναι τόσο απειλητική τελικά.
«Ο ρατσισμός νικιέται με το ταξίδι»… (Μ. Ουναμούνο, Ισπανία)
(8 Αυγούστου 2014)
* Στις τέσσερις φωτογραφίες, το Κουσάντασι (απέναντι από τη Σάμο), το Μπόντρουμ (Αλικαρνασσός) απέναντι από την Κω, ο ναός του Αγίου Νικολάου, στο Μπόντρουμ το 1950 και το 2010 και, τέλος, η φετινή κατάσταση του ναού. Πλίνθοι και κέραμοι…
* Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λιμπερόπουλος, σχολιάζοντας στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, το κείμενο του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη, έγραψε τα εξής: “Αριστοτέλη δεν είσαι δημοσιογράφος, αλλά κάποιοι τολμούν να κάνουν τον δημοσιογράφο και δεν ντρέπονται. Ο μέγιστος εφημεριδάς της εποχής μου Αλέκος Φιλιππόπουλος θα σε προσλάμβανε πρωτοσέλιδο. Και κάποιοι εδώ -που καταλαβαίνουν τι διαβάζουν- θα σε χειροκροτήσουν. Όχι φυσικά οι ξερόλες… Έχεις την αγάπη μου και την ευχή μου”.