«Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουάιλντ, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, απαιτείται να θριαμβεύσει η ελπίδα επί της αυτογνωσίας. Ερωτευόμαστε ελπίζοντας ότι δεν θα βρούμε στον άλλο όσα γνωρίζουμε ότι ενυπάρχουν σε μας: τη δειλία, την αδυναμία, την οκνηρία, την ανειλικρίνεια, τους συμβιβασμούς, την ωμή βλακεία. Κυκλώνουμε σε ένα ερωτικό σιρίτι τον καλό μας ή την καλή μας, και αποφασίζουμε πως, κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, ό, τι περικλείεται από αυτό δεν θα βαρύνεται από τα δικά μας ελαττώματα και άρα θα είναι αξιέραστο. Βρίσκουμε στο προσφιλές μας πρόσωπο μια τελειότητα που αδυνατούμε να τη διακρίνουμε στον εαυτό μας και ελπίζουμε ότι, μέσω της ένωσής μας μαζί του, κάπως θα γίνει και θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε (παρά τις αντενδείξεις της αυτογνωσίας μας) μια έστω επισφαλή πίστη στο ανθρώπινο γένος».
«Ο Άμπερ Καμύ υποστήριξε ότι ερωτευόμαστε επειδή οι άλλοι, έξωθεν, δείχνουν πλήρεις, σωματικά και συναισθηματικά ακέραιοι, ενώ εμείς έσωθεν νιώθουμε σκόρπιοι, μπερδεμένοι. Επειδή δεν έχουμε συνεκτική αφηγηματική δομή και σταθερή ταυτότητα, σαφή κατεύθυνση και συνάφεια περιεχομένου, καλλιεργούμε την ψευδαίσθηση ότι όλα αυτά ενυπάρχουν στον άλλο».
«Συνήθως υπάρχει κάποια στιγμή μαρξισμού στις περισσότερες σχέσεις (το σημείο στο οποίο γίνεται σαφές ότι ο έρωτας ανταποδίδεται) και η έκβασή της εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος που τρέφει καθένας για τον εαυτό του».
«…Τι έκανα και μου αξίζει έρωτας; Ρωτά ο ταπεινός· δεν μπορεί να έκανα κάτι. Τι έκανα και μου στερήθηκε ο έρωτας; Διαμαρτύρεται ο προδομένος, διεκδικώντας αλαζονικά την κτήση του δώρου που δεν δίνεται ποτέ από οφειλή. Και στα δύο ερωτήματα, αυτός που (καλείται να) προσφέρει τον έρωτα μπορεί μόνο να απαντήσει: Επειδή είσαι εσύ – απάντηση που ωθεί τον άλλο να αμφιταλαντεύεται επικίνδυνα και απρόβλεπτα μεταξύ μεγαλείου και κατάθλιψης».
«Από τη στιγμή που το ένα μέλος της σχέσης παύει να ενδιαφέρεται, φαίνεται ότι το άλλο μέλος ελάχιστα μπορεί να κάνει για να ανατρέψει την κατάσταση. Όπως και η απόπειρά μας να εμπνεύσουμε έρωτα, η αποχώρηση ασφυκτιά κάτω από ένα πέπλο σιωπής, ανομολόγητη αν και εξίσου κεντρικό ζήτημα: Σε επιθυμώ / Δε σε επιθυμώ – και στις δύο περιπτώσεις το μήνυμα θέλει αιώνες για να αρθρωθεί με λόγια.
Η έλλειψη επικοινωνίας, μάλιστα, συζητιέται ακόμα πιο δύσκολα, εκτός αν και τα δύο μέρη επιθυμούν όντως να την αποκαταστήσουν. Αυτό θέτει τον ερωτευμένο σε απελπιστική κατάσταση: βλέπει ότι ο θεμιτός διάλογος έχει χάσει πια τις χαρές και τη γοητεία του, ότι προξενεί μόνο εκνευρισμό. Ακόμη κι αν επιχειρήσει κάποια θεμιτή (τρυφερή) πράξη, η απόπειρα του ασφαλώς ειρωνική, καταπνίγει τον έρωτα καθώς προσπαθεί να τον αναβιώσει.
Κι έτσι, στο σημείο αυτό ο ερωτευμένος, στην απελπισία του να ξανακερδίσει με κάθε κόστος το προσφιλές πρόσωπο, καταφεύγει στην ερωτική τρομοκρατία, όπως προκύπτει μέσα από ανεπανόρθωτες καταστάσεις, φάσμα ολόκληρο από κόλπα (μούτρα, σκηνές ζηλοτυπίας, ενοχές) που επιχειρούν με το ξέσπασμα (σε δάκρυα, σε θυμό ή ποιος ξέρει τι) να εκβιάσουν τον έρωτα του άλλου. Ο τρομοκράτης γνωρίζει ότι δε δύναται να ελπίζει ρεαλιστικά πως θα δει τον έρωτά του να ανταποδίδεται, αλλά η ματαιότητα δε συνιστά πάντα επαρκές αντεπιχείρημα (ούτε στον έρωτα ούτε στην πολιτική). Ορισμένα πράματα λέγονται όχι επειδή θα εισακουστούν, άλλα επειδή έχει σημασία να ειπωθούν».
Μαρξισμός
Όταν κοιτάζουμε κάποιον (έναν άγγελο) από τη θέση του ερωτευμένου που δεν ανταποδίδεται ο έρωτάς μας και φανταζόμαστε ποιες απολαύσεις θα νιώθαμε όντας στον έβδομο ουρανό μαζί του, τείνουμε να παραβλέπουμε ένα σημαντικό κίνδυνο: πόσο σύντομα ενδέχεται τα θέλγητρά του να ωχριάσουν, αν τυχόν ο έρωτάς μας ευοδωθεί.
Συχνά ερωτευόμαστε για να γλιτώσουμε από τον εαυτό μας, παίρνοντας θέση δίπλα σ’ ένα πλάσμα που είναι ωραίο, έξυπνο και πνευματώδες όσο άσχημοι, βλάκες και πληκτικοί είμαστε εμείς.
Τι γίνεται όμως αν μια μέρα το πλάσμα εκείνο αλλάξει γνώμη και αποφασίσει να μας ερωτευτεί; Δεν μπορεί, θα υποστούμε σοκ – πώς είναι δυνατόν να το θεωρούμε υπέροχο, όπως ελπίζαμε, και να έχει τόσο κακό γούστο, ώστε να εγκρίνει ανθρώπους σαν και εμάς; Εφόσον για να ερωτευτούμε πρέπει να πιστέψουμε ότι το προσφιλές μας πρόσωπο μας υπερβαίνει κατά κάποιον τρόπο, δεν εγείρεται άραγε ένα οξύ παράδοξο όταν μας ανταποδίδει τον έρωτά μας; Ωθούμαστε στο ερώτημα:
«Αν είναι πράγματι τόσο υπέροχος/ η,
πώς είναι δυνατόν να ερωτεύτηκε κάποιον σαν εμένα;» (…). Αν είσαι ερωτευμένος και δεν σου το ανταποδίδουν, μπορεί να πονάς, αλλά είναι ασφαλές, γιατί δε βλάπτεσαι παρά μόνο εσύ, από έναν πόνο προσωπικό, που είναι πικρόγλυκος και τον προκαλείς μόνος σου. Όμως, από τη στιγμή που ο έρωτάς σου γίνεται αμοιβαίος, πρέπει να είσαι έτοιμος να εγκαταλείψεις την παθητικότητα του πάσχοντος και να αναλάβεις την ευθύνη ότι μπορείς κι εσύ να πληγώσεις. (…)».
«…η βαρύτητα των μομφών που προσάπταμε ο ένας στον άλλο, το γεγονός και μόνο ότι ήταν κατάφωρα ανυπόστατες, έδειχνε ότι καβγαδίζαμε όχι από μίσος αλλά από υπερβολικό έρωτα – για την ακρίβεια, και το λέω με κίνδυνο να περιπλέξω την εξήγηση, από οργή που είμαστε τόσο ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο… To είχαμε ανάγκη να ουρλιάζουμε ο ένας στον άλλο, κι ένας λόγος ήταν για να δούμε αν αντέχαμε τα ουρλιαχτά, σαν να δοκιμάζαμε τις ικανότητες του άλλου να επιβιώνει: μόνο αν είχαμε προσπαθήσει μάταια να αλληλοεξοντωθούμε, θα ήμαστε βέβαιοι ότι δεν κινδυνεύαμε».
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Μικρή φιλοσοφία του Έρωτα» του Alain de Botton
Πίνακας: Paul Signac