Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί
Ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε μάρτυρας της μεταφοράς Τούρκων αιχμαλώτων με τρένα κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
* Σε μερικές βδομάδες αρχίσανε να περνάνε από τα Μέγαρα τραίνα γεμάτα Τούρκους αιχμαλώτους, που πηγαίνανε να τους μαντρώσουνε στην Κόρινθο.
Στοιβαγμένοι οι κακομοίρηδες μέσα στα βαγόνια των «κτηνών» (8 ίπποι, 40 άνδρες!) μόλις σταματούσε το τραίνο κολλάγανε το αξούριστο μουσούδι τους στα σίδερα των μικρών παραθυριών και τα μάτια τους αστράφτανε από καλοσύνη και παρακαλετό. Βγάζανε τα μπράτσα τους μέσα από τα σίδερα, φωνάζανε στο συναγμένο από κάτω πλήθος των φανατισμένων πατριωτών:
-Τουτούν!… Τουτούν!… (=Καπνό! Καπνό!)
Οι φανατισμένοι πατριώτες δεν καταλαβαίνανε. Αυτοί βλέπανε μπροστά τους μονάχα τους προαιώνιους εχτρούς. Αυτούς που μας πήρανε την Πόλη, που κρεμάσανε τον πατριάρχη, που σουβλίσανε το Διάκο κλπ. κλπ. Αυτό βλέπανε.
Γι’ αυτό αντίς να τους δίνουνε καπνό, τους βλαστημούσανε, τους μουτζώνανε, τους φτύνανε.
Το τραίνο έφευγε και τα χέρια των αθώων θυμάτων του πολέμου εξακολουθούσανε να κρέμονται απελπισμένα από το παράθυρο και να ζητάνε στο κενό…
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
* Ο Βάρναλης, ο κομμουνιστής Βάρναλης, έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι «όλες οι τέχνες “πολιτεύονται”, είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη “πολιτεύεται” -έλεγε ο Βάρναλης- με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
* Ο τιμημένος με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (1969) σε εκδήλωση στη Μόσχα, απαντώντας στην κατηγορία ότι ανήκει στη “στρατευμένη Τέχνη”, θα απαντήσει με αυτά τα σταράτα λόγια:
“…το δόγμα “η Τέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των “κακώς κειμένων”. Πολιτική έξω απ’ τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Τέχνης θα ‘χει το κουράγιο να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν, μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να ‘ναι Τέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη. Ζήτημα, λοιπόν, υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Τέχνη και την απλώνει στο χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα…».
Βάρναλης Κώστας
Παραθέματα
1. Η τέχνη έχει για κύριο σκοπό της να τέρψει ―να τέρψει αισθητικά. Κοινωνικοποιεί το συναίσθημα, φρονηματίζει, ακόμα και διδάσκει, αλλ’ όταν κουτσαίνει από την άποψη της τεχνικής και της έμπνευσης, όλη της η «διδασκαλία» γίνεται «ασκός ήχων».
Αισθητικά – Κριτικά, Α´. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1958. 37.
2. Δίχως αρχή και δίχως άκρ’ η πλάση!
Απέραντα γη, θάλασσα, ουρανός!
Κλεισμένοι εμείς σε σιδερό καφάσι
κι όξω και μέσα κόσμος αδειανός!
[…]
Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή γιά Δύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
γιά πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;
Άτταλος ο Τρίτος, Πρόλογος. Κέδρος, 1972. 13-14.
3. Δε θα μας σώσει Ανατολή γιά Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.
Άτταλος ο Τρίτος, Δ´, ιγ´. Κέδρος, 1972. 139.
4. ― Ποιο είδος γυναίκας παρουσιάζει τα περισσότερα θέλγητρα;
― Τ’ αλλουνού…
Αφήγηση Αιμίλιου Καλιότσου. Έλλη Αλεξίου, Υπό εχεμύθειαν. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1976. 181.
5. Ο Σικελιανός με το έργο του θέλει να κοροϊδέψει τον εαυτό του. Ο Καζαντζάκης με το έργο του θέλει να κοροϊδέψει τους άλλους.
Αφήγηση Κώστα Θρακιώτη. Έλλη Αλεξίου, Υπό εχεμύθειαν. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1976. 84.
6. Αλλού να γεννηθείς κι αλλού να πας,
παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς!
«Ελευθερίης φάος ιερόν…», 19-20. Γ.Π. Σαββίδης, «Ο δραστικός λόγος του Κ.Π. Καβάφη», Πάνω νερά. Ερμής, 1973. 44.
7. Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ.
Κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού!
Όλα τα ’χεις, γιατί να πας αλλού;
(ψιθυριστά)
Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο,
δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο!
«Ελευθερίης φάος ιερόν…», 25-30. Γ.Π. Σαββίδης, «Ο δραστικός λόγος του Κ.Π. Καβάφη», Πάνω νερά. Ερμής, 1973. 45.
8. Η χαρά του ενού,
Χάρος τ’ αλλουνού.
«Ζούγκλα», 19-20. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 194.
9. Ποτές μου δεν πήγα να ψηφίσω· να διαλέγω μοναχός μου ποιος κλέφτης θα με κλέβει και ποιος τζελάτης θα με κόβει.
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 3.18. [1931]. Πεζός λόγος. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1957. 54.
10. Η ζωή μας μπλέκεται μιας αρχής μέσα στα δίχτυα, που μας είναι στημένα, πριν γεννηθούμε.
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 4.8. [1931]. Πεζός λόγος. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1957. 61.
11. Από πολλούς κι από καιρούς ολά ηταν ειπωμένα.
«Η Μαγδαληνή» 32. Το φως που καίει, 1933. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 69.
12. Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
[…]
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά ’μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιΟ τ’ όνομά σου!
[…]
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ’ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου κι οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;», τι ’πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
«Η μάνα του Χριστού», 9-12, 41-44, 47-52. Το φως που καίει, 1933. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 64-66.
13. ― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
― Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
«Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», 45-48. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 205-206.
14. Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
«Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», 97-100. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 207-208.
15. Το καλό για τους πολλούς δε συφέρει στους λίγους.
«Ιστορία του αγίου Παχωμίου», ΙΙ. Ο Λαός των Μουνούχων. «Γράμματα», 1923. 48.
16. Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.
[Με πάθος την αλήθεια φανερώνω], 5-6. Γ.Π. Σαββίδης, «Ένας δάσκαλος βαρβάτος», Εφήμερον σπέρμα. Ερμής, 1978. 124.
17. Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές,
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
«Οι μοιραίοι», 1-12. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 179.
18. ― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
«Οι μοιραίοι», 25-36. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 180.
19. Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
«Οι πόνοι της Παναγιάς», 53-56. Σκλάβοι πολιορκημένοι, 1927. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 104.
20. Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
«Ο Οδηγητής», 1-4. Το φως που καίει, 1933. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 86.
21. Δεν το ’ξερα τόσο πολλοί κι αργοί οι θανάτοι να ’ναι!
Οι πεθαμένοι αποβραδίς για νέα θανή ξυπνάνε!
«Ο πόλεμος: Η Γυναίκα», Ι, 13-14. Σκλάβοι πολιορκημένοι, 1927. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 126.
22. Είχα γυναίκα, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασώντας τη μαστίχα.
«Ο τρελός», 1-6. Σκλάβοι πολιορκημένοι, 1927. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 134.
23. Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Αντίκρα.
«Ο τρελός», 71-76. Σκλάβοι πολιορκημένοι, 1927. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 136.
24. Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
«Πρόλογος», 1-4. Το φως που καίει, 1933. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 9.
25. Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ’σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
«Πρόλογος», 9-12. Σκλάβοι πολιορκημένοι, 1927. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 97.
26. Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
«Το πέρασμά σου», 1-5. Ποιητικά. Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 1956. 181.
* Ο Κώστας Βάρναλης γράφει για ένα «αδίκημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να, όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω “! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε… Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του. Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πήγε επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΟΛΩΜΙΚΑ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
* Ο Κώστας Βάρναλης διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Λορέντζο Μαβίλη που στα 1912 σκοτώθηκε υπηρετώντας ως εθελοντής (διοικητής λόχου στους γαριβαλδινούς του Αλ. Ρώμα):
Μια φορά ο λόχος του είχε μπει σ’ ένα μικρό χωριουδάκι πριν απ’ αυτόν. Γιατί δεν πήγαινε ποτές καβάλλα (όπως οι άλλοι λοχαγοί) μα με τα πόδια, για να υποφέρει τις ίδιες ταλαιπωρίες με τους στρατιώτες του. Οι στρατιώτες πέσαν αμέσως στο πλιάτσικο. Αλλά από ένα τόσο φτωχό χωριουδάκι τι να πάρουνε; Καμιά κότα, λίγη μπομπότα, λίγο ξεροτύρι. Όταν το έμαθε ο Μαβίλης, στενοχωρέθηκε πολύ και ντράπηκε. Δεν ήθελε ο δικός του λόχος να κάνει τέτοιες απρέπειες. Ας ήταν ο λόχος κανενός άλλου! Ή τουλάχιστον, μια κι ήταν ο δικός του, να μην το μάθαινε! Μα οι στρατιώτες του είχαν την ευγένεια να προσφέρουν και στο λοχαγό τους λίγη κότα ψητή. Ο Μαβίλης αρνήθηκε θυμωμένος. Και τότε ο Ρώμας γύρισε και του είπε γελώντας: «Μα μήπως η χτεσινή κότα που έφαγες, ήταν αγορασμένη;».
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Εις απολογίαν!
Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τον καιρό (1911) που δούλευε καθηγητής στα Μέγαρα:
Γραμματική της αττικής διαλέκτου (ευκτική, τα εις -μι ρήματα, κατηγορηματική μετοχή, τα μνήμης και λήθης σημαντικά και όλη η ρέστη κόλαση του αρχαίου τυπικού και συνταχτικού). Και μαζί λατινικά -Sicilia est insula, Graecia habet poetas!!… Όλην αυτήν την πτωμαϊνη την προσφέρναμε πρωί πρωί στα πιο φυσικά, στα πιο ατόφια, στα πιο γνήσια τέκνα της μάνας γης. Ο οδοστρωτήρας της κλασικής παιδείας (που είναι… αριστοκρατική) ήθελε να περάσει πάνου απ’ αυτές τις λαϊκές ψυχές, που ήτανε από σιδερόπετρα. Ενώ τους χρειαζότανε γεωργική και πραχτική μόρφωση. Σήμερα τα Μέγαρα έχουνε και… γυμνάσιο!
Ο Σπυράκης κι εγώ προσπαθούσαμε ν’ ανοίγουμε κανένα παράθυρο σ’ αυτό το ντουβάρι της κλασικής μόρφωσης. Να μπαίνει ήλιος! Εκείνος σα φυσικομαθηματικός και καλός παιδαγωγός έδινε στα μεγαριτάκια μπόλικες και χρήσιμες πραχτικές γνώσεις. Εγώ προσπαθούσα να τους… ξαναθυμίσω τη «νεοελληνική τους πραγματικότητα», να τους γνωρίσω τα δημοτικά κείμενα και να τους κάνω να μην περιφρονούνε τη γλώσσα τους. Πάντα με προσοχή, γιατί ήξερα πως κείνη την εποχή το μεγαλύτερο εθνικό έγκλημα ήτανε ο… μαλλιαρισμός! Κι εγώ ήμουνα… σεσημασμένος μαλλιαρός!
Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.
“ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Κώστας Βάρναλης
(14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974)
Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας και από μικρός έδειξε την κλίση του στα γράμματα. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση. Μια υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι τον έφερε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα και τον επαναστατικό αέρα του Μεσοπολέμου. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και ενώ είναι σχεδόν βέβαιη η ακαδημαϊκή καριέρα απολύεται από το δημόσιο κατά τη διάρκεια κάποιας από τις ηλίθιες δικτατορίες που ταλάνισαν αυτό τον τόπο.
Από εκεί και πέρα αρχίζει να εργάζεται σαν δημοσιογράφος για να ζήσει. Βαθύς μελετητής όλων των φιλοσοφικών ρευμάτων αλλά και της αρχαίας ελληνικής σκέψης και γλώσσας. Δυνατός φιλόλογος εκτός από σημαντικός ποιητής και στοχαστής. Τα ποιήματά του, τα κείμενά του, όπου κι αν δημοσιεύονται δημιουργούν αίσθηση. Το “Φως που καίει” – που εκδίδεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή – φέρνει καινούργιο φως στην ελληνική ποίηση και είναι το αποκορύφωμα της ποιητικής του δημιουργίας μαζί με τους “Σκλάβους πολιορκημένους”. Ο λόγος του, η στάση ζωής του, επηρεάζουν τους νέους και είναι ο αγαπημένος “δάσκαλος” και ο “οδηγητής” για μια ολόκληρη γενιά προοδευτικών ανθρώπων και λογοτεχνών. Η τέχνη του είναι στρατευμένη, δεν θέλει να χαϊδέψει τα αυτιά, θέλει να ταράξει. Είναι στρατευμένη δίπλα στους ταπεινούς και τους κατατρεγμένους. Είναι στρατευμένη στην ελευθερία, στη δικαιοσύνη, στην ειρήνη.
Ο φιλοσοφικός του στοχασμός είναι λεπτός και ο λυρισμός του και η αισθητική του καλοδουλεμένα αλλά όταν χρειάζεται είναι σαρκαστικός. Ο καταγγελτικός του λόγος είναι σφυρί, λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Διονυσιακός, χειμαρρώδης αλλά και μεγάλος τεχνίτης του στίχου.
Στα ποιήματά του διακρίνεται ο τεχνίτης που προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια και δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Ενώ στα πεζά του συγκλονίζει ο λόγος του, ειδικά όταν “ξαναγράφει” την Ιστορία. Το “Ημερολόγιο της Πηνελόπης”, “Η αληθινή απολογία του Σωκράτη”, “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική”, “Οι δικτάτορες”. Επίσης πολύ σημαντικές είναι και τις μεταφράσεις που έχει κάνει στις κωμωδίες του Αριστοφάνη.
Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών και έχοντας δρέψει τις δάφνες του, που δεν ήταν άλλες από την αγάπη του λαού.