Οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ΄ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ.
∗Ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις, ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Έχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται, ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει.
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.
Από την άνοιξη του 1956 έως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γερμανία, Αυστρία, Αφρική, Αυστραλία), με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, εργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Τζιν Νεγκουλέσκο «Το παιδί και το δελφίνι», που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1956, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του κλασικού πιανίστα Τώνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.
Τον Αύγουστο του 1988, η συνοικία του Κολωνού, αρχικά, και η υπόλοιπη Αθήνα στη συνέχεια, συγκλονίστηκαν από την αποκάλυψη ενός στυγερού εγκλήματος: ο Κώστας Ταχτσής, ο συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», είχε βρεθεί στραγγαλισμένος στο σπίτι του.
Το άψυχο σώμα του Κώστα Ταχτσή βρήκε η αδελφή του Ελπίδα στο σπίτι του στον Κολωνό το απόγευμα του Σαββάτου 27 Αυγούστου. Το ιατροδικαστικό πόρισμα μιλούσε για στραγγαλισμό που είχε γίνει πριν από 48 ώρες, νωρίς το βράδυ της Πέμπτης 25 προς Παρασκευή 26 Αυγούστου 1988. Ο Ταχτσής ήταν 61 ετών.
Γείτονάς του κατέθεσε ότι είδε το γνωστό συγγραφέα και δηλωμένο ομοφυλόφιλο να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από κάποιους νεαρούς, ξημερώματα Παρασκευής.
Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη γειτονιά του Κολωνού, τους γύρω δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Ομόνοια, για την ανακάλυψη του δράστη. Οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν μιλούσαν για τρία άτομα που το ίδιο βράδυ είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Ταχτσή. Ο τελευταίος ήταν γύρω στα τριάντα, μελαχρινός με μουστάκι και καλοντυμένος.
Γύρω από αυτόν επικεντρώνονται οι έρευνες. Όμως ο δράστης δεν θα βρεθεί ποτέ. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται στο σπίτι αποδεικνύεται ότι ανήκουν σε συγγενικά ή φιλικά με το θύμα πρόσωπα, υπεράνω κάθε υποψίας. Έτσι, η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή αρχειοθετείται.
Ο Κώστας Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν’ αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ως το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας «θρύλος», κι ως ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της «καλής» κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων», γράφει ο Γιάννης Βασιλάκος στο βιβλίο του για τον Ταχτσή «Η αθέατη πλευρά της σελήνης», από τις Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ.
Μια διαλυμένη οικογένεια
«Όσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο συγγραφέας, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ’ το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά έναν τρόπο τη μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι’ αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του».
Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ’ αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών ύστερα από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δύο χρόνια.
Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του Αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Έλλης, στο βιβλίο:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας «χτυπούσε» στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: «Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω» (…). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του «Το τρίτο στεφάνι». Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανόητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας…».
Όταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστατικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του… Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό… Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ίσως γι’ αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ’ τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στυλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό…».
Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Επίσης εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν’ ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ήταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Ο δημοσιογράφος και συλλέκτης έργων τέχνης Νίκος Σταθούλης, φίλος του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, τον θυμάται και αποκαλύπτει πτυχές και γεγονότα που δεν ξέρουν οι περισσότεροι. Για τη δολοφονία του συγγραφέα αλλά και τη φιλία του με τον Αλέξανδρο Ιόλα ο οποίος ουσιαστικά τον ζούσε…
“Σαν σήμερα δολοφονήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Είχε “διαλέξει” ποιος θα τον δολοφονήσει. Το ξέρουμε δυο τρεις φίλοι του. Εγώ, ο Βασίλης Βασιλικός…
Τον είχα γνωρίσει στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα. Τον ζούσε. Του έδινε μηνιάτικο. Του πλήρωνε πολλές φορές ακόμα και το ενοίκιο στο υπόγειο μπορντέλο του Ψυρρή. Τον αγαπούσε. Και Ιόλας το ίδιο. Δεν ήταν να σε “πιάσει” στο στόμα του. Ούτε ο Νιαγάρας μπορούσε να σε ξεπλύνει.
Μεγάλες ιστορίες. Από τότε που ήταν μπάτλερ στο Λονδίνο στο σπίτι μιας Λονδρέζας αριστοκράτισσας. Και η οποία τον έδιωξε όταν ένα βράδυ που απουσίαζε έκανε το τραπέζι (με ελληνικά φαγητά τα οποία μαγείρεψε ο ίδιος) στον Takis και στον Ιόλα. Είχε ψωνίσει ο Ιόλας και τους έπιασε στο τραπέζι, όταν τους βρήκε η Κυρία η οποία του είχε τονίσει: “Δεν θα πατήσει το πόδι του κανένας φίλος σου εδώ μέσα…”.
Όταν πέθανε ο Ιόλας στεναχωρήθηκε. “Έφυγε ένα στήριγμά μου. Με φρόντιζε για πάνω από 20 χρόνια…”, θα μου πει. ” Μου έδωσε και 500.000 δραχμές για να αγοράσει τα δικαιώματα του “Τρίτου Στεφανιού”, προκειμένου να κάνει ταινία ο Κώστας Γαβράς. Δεν είναι της παρούσης. Θα έρθει η στιγμή να πω περισσότερα”…
Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.
Την ίδια χρονιά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967) πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή έκδοση των «18 Κειμένων» Ελλήνων συγγραφέων κατά της λογοκρισίας (1971). Τη δεκαετία του ’70 εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα Ρέστα» (1972) και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο.
Ο Ταχτσής είχε να παρουσιάσει και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε έργα συγγραφέων, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο, καθώς και πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τη μεταφραστική του εργασία στον Αριστοφάνη είχε επικριθεί από την κριτική για πολλές μεταφραστικές ελευθεριότητες και αυθαιρεσίες.
Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε κάτω από άγνωστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό. Ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» υποστηρίζει ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.