ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ»
1.-
Με άσπρο δένει το άυλο του λευκού⋅ με ρούχα υγρά το ρο σαλπίζοντας ηχεί αγνότητα ουρανού. Το τεχνητό κυμάτισμα μιας σκέψης συλλαβίζοντας προτού τ’ αγκάθια του ήλιου την ξεσκίσουν.
2.-
Στην άσπιλη λευκότητα υποκλίνεται το ρο⋅ κι ας τη στηρίζει αφού στα σπλάχνα του λευκού κρύβεται το άσπρο: η πέτρα αυτή που ξάφνου σπάει με σύριγμα βουβό βεγγαλικού αναστάσιμου προτού σκορπίσει με ιαχές φευγαλέες φωτός.
3.-
Με λάσπη του άσπρου χτίζουν το λευκό. Ακάματοι του ονείρου εργάτες κατεβαίνοντας στο έρεβος του κενού, νερό ανεβάζουν να στερεώσουνε τα ρο.
4.-
Βατράχια το άσπρο εκόαζαν θεμέλιο του λευκού. Το ρο υμνώντας του ύψους κατά πρόσωπο.
Πηγή: