Γράφουν: Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου και Γιώργης Μαγγίνης (Ίδρυμα Κατακουζηνού)
Ο Άγγελος Κατακουζηνός γεννήθηκε το 1904, στο χωριό Ρέμα της Λέσβου, όπου μέχρι σήμερα σώζεται το πατρικό του σπίτι. Τον περισσότερο χρόνο ζούσε με την οικογένειά του στη Σμύρνη στα παράλια της Μικράς Ασίας (ο πατέρας του ασχολούνταν με το εμπόριο) και επέστρεφε στο χωριό του σαν παιδί για τις καλοκαιρινές του διακοπές.
Αποφοίτησε με έπαινο από την Ευαγγελική Σχολή στην ηλικία των 16 ετών και επισκέφτηκε για ένα ακόμα καλοκαίρι το αγαπημένο του νησί. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Περιβολής κοντά στο χωριό Άντισσα, με ενδιαφέρουσες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, πήγε να θαυμάσει από κοντά κάποια όπου εικονίζεται «Η Θάλασσα αποδίδουσα τους νεκρούς». Στην τοιχογραφία παριστάνεται η Θάλασσα – Παναγία ως ωραία γυναίκα – πριγκίπισσα με στέμμα στο κεφάλι καθιστή σε κήτος, κρατώντας με τα χέρια της μπροστά στο στήθος της ομοίωμα τρικάταρτου πλοίου. Γύρω της διάφορα ψάρια ενώ το κήτος, εξεμεί (ξερνάει) ανθρώπους που είχαν πνιγεί και είχαν φαγωθεί από αυτό. Η Γοργόνα ή η Παναγία η Γοργόνα ή η Θάλασσα είναι η προσωποποίηση της θάλασσας, που ανασύρει από το υγρό στοιχείο τα καράβια και ανασταίνει τους πνιγμένους, “όπως και η προσωποποίηση της Γης, για την κρίση της Δευτέρας Παρουσίας”.
Ακριβώς εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σκηνή που του άλλαξε τη ζωή: είδε ένα αλυσοδεμένο κορίτσι να εκλιπαρεί για βοήθεια υποφέροντας από κάποια ψυχική διαταραχή χωρίς κανείς να μπορεί να το βοηθήσει. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να σπουδάσει την ψυχιατρική επιστήμη και να αφιερωθεί σε όλη του τη ζωή στην ανακούφιση της ανθρώπινης ψυχής.
Για σπουδές στη Γαλλία
Έτσι βρέθηκε στη Γαλλία όπου σπούδασε Ιατρική στο Μονπελιέ. Δημοφιλής και επικοινωνιακός, σύντομα εκλέχθηκε αντιπρόσωπος των Ελλήνων φοιτητών. Δύο χρόνια αργότερα μετακινήθηκε στο Παρίσι, θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές του με τους περίφημους καθηγητές J. Sicard και Th. Alajouanine στα νοσοκομεία Νεκέρ και Πιτιέ-Σαλπετριέρ. Κατόπιν διαγωνισμού εξελέγη καθηγητής αλλά κράτησε περήφανα την ελληνική υπηκοότητα, η απώλεια της οποίας θα του εξασφάλιζε μεγαλύτερες δυνατότητες για την εξέλιξή του. Κατ’ εξαίρεσιν για μη Γάλλο, δίδαξε στη Μέκκα της Νευρολογίας που ήταν η Σαλπετριέρη και στο Λαριμπουαζιέρ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γαλλία θεμελίωσε ισχυρές φιλίες με άλλους φοιτητές, οι οποίοι στη συνέχεια θα γίνονταν ηγετικές μορφές της ελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, η λεγόμενη «Γενιά του ’30». Οι εμπειρίες του από αυτά τα χρόνια παρουσιάστηκαν αργότερα σε μία σειρά από ψυχογραφήματα των παλαιών αυτών φίλων. Εκτός από όλους αυτούς, γνώρισε στη Γαλλία και όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, όπως τον Πικάσο, τον Μιρό, τον Ματίς, τον Σαγκάλ.
Είπε όχι σε Γάλλους και Αμερικανούς
Έπειτα από δέκα χρόνια στο εξωτερικό, αρνήθηκε προτάσεις να εργαστεί στη Γαλλία και τις ΗΠΑ και επέστρεψε στην πατρίδα του. Λίγο αργότερα γνώρισε τη Λητώ Πρωτόπαππα και την παντρεύτηκε το 1934. Αποδέχθηκε την πρόσκληση να ιδρύσει μία από τις πρώτες ψυχιατρικές κλινικές στην Ελλάδα, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Υπηρέτησε το Νοσοκομείο «Η Παμμακάριστος» πάνω από 30 χρόνια (έως τις 31 Μαρτίου του 1978) από τη θέση του Διευθυντή της Νευρολογικής Κλινικής καθώς η διοίκηση του αναγνώρισε την ποιότητα των υπηρεσιών του και το ενδιαφέρον του για τους ασθενείς. Καθώς ήταν και καθηγητής σε Πανεπιστήμιο των Παρισίων ταξίδευε συχνά, παρακολουθούσε τις νέες μεθόδους θεραπείας και ήταν πάντα πρωτοπόρος στις επιστημονικές εξελίξεις. Γι’ αυτό είχε και πολύ καλά αποτελέσματα στις διαγνώσεις και τις εφαρμοζόμενες θεραπείες του. Ήταν ένας από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τη ναρκο-αναλυτική μέθοδο και σύντομα απέκτησε διεθνή φήμη και προσέλκυσε πολλούς πελάτες από το Παρίσι και το Λονδίνο στο ιατρείο του στην Αθήνα, όπως τον Γουίλιαμ Φώκνερ, τον Αλμπέρ Καμύ αλλά και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Ο Κατακουζηνός αγαπούσε πολύ τον άνθρωπο. Τον διέκρινε η αγάπη στην άσκηση της Ιατρικής, το μεράκι, το πάθος, που συνδεδεμένα με τα φυσικά του χαρίσματα τον έκαναν να ξεχωρίζει. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Ο γιατρός, όταν πασχίζει να θεραπεύσει τον άρρωστο, δεν αρκούν μόνο οι γνώσεις του για την αρρώστια, χρειάζεται και η αγάπη του για τον άνθρωπο. Και τότε το έργο του ολοκληρώνεται και τον κάνει άνθρωπο επιτυχημένο».
Παρά το γεγονός ότι είχε εκλεγεί καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και μέλος της Λεγεώνας της Τιμής (ένα επιστολικό δελτάριο του Οδυσσέα Ελύτη αναφέρει τη χαρά και την περηφάνια που ένιωσε για την εκλογή του αγαπητού φίλου), δεν απόλαυσε αντίστοιχη αναγνώριση της αξίας του στην Ελλάδα. Όταν έκανε αίτηση για έδρα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ήταν “υπερβολικά καλός ομιλητής, πειστικός και διαυγής, συνεπώς ικανός να αποπροσανατολίσει τους φοιτητές!”. Το 1979 δεν έγινε δεκτός ούτε στην Ακαδημία Αθηνών. Όμως ο Κατακουζηνός, παρά τη μεγάλη πικρία που ένιωσε, δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα, έμεινε πιστός στο όραμα που είχε διαμορφώσει σαν έφηβος στη Λέσβο. Ταιριάζει, στη σχέση με την αγαπημένη του πατρίδα, η ρήση του Γιώργου Σεφέρη από το “Τετράδιο Γυμνασμάτων”: “Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει”.
Ενδεικτική παραμένει η ιστορία της γνωριμίας των Κατακουζηνών με τον Αμερικανό νομπελίστα συγγραφέα William Faukner. Όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα για να παραστεί στην πρεμιέρα του έργου του “Ρέκβιεμ για μια μοναχή” στο θέατρο “Μυράτ”, δέχτηκε με επιφύλαξη την πρόταση του Αμερικανού πρέσβη να παραστεί σε ένα δείπνο στο σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς χαρακτήρισε την εμπειρία αυτή ως «τη μοναδική ευφρόσυνη βραδιά της ζωής μου που τη χάρηκα από τα βάθη αυτού του χάους που λέγεται ψυχή… μια βραδιά που την έζησα με όλες τις ίνες της ψυχής μου, ξέροντας πως δε θα την ξαναζήσω ποτέ πια». Αργότερα έστειλε ένα γράμμα με αυτά τα λόγια: «Στον πάνσοφο επιστήμονα δόκτορα Κατακουζηνό που με βοήθησε όσο κανείς άλλος στον κόσμο ολόκληρο να λυτρωθώ από τα βασανιστικά ερωτηματικά μου, που χρόνια τώρα με ταλαιπωρούσαν εξαντλητικά, ένα μεγάλο ευχαριστώ».
Ο Κατακουζηνός διατηρούσε στενές σχέσεις με την Αμερική. Οι Αμερικανοί πρέσβεις, ο William Faulkner και ο δόκτωρ Emrich στάθηκαν, σύμφωνα με τα λόγια του, ένα στέρεο γεφύρι για να τολμήσει το πέρασμα του Ατλαντικού Ωκεανού. Υπήρξε φιλοξενούμενος της αμερικανικής κυβέρνησης για δύο μήνες και επισκέφτηκε πολλά πανεπιστήμια θαυμάζοντας το δημοκρατικό τους πνεύμα. Απήλαυσε την αέρινη αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης, τα καταπληκτικά γεφύρια και τα τέλεια νοσοκομεία θεωρώντας πως αποδεικνύουν την εφευρετικότητα του Αμερικανού, την εξαιρετική ικανότητά του να δαμάζει την άψυχη ύλη, τη θέλησή του να την προσαρμόζει στις τρέχουσες ανάγκες της ζωής, το σεβασμό του προς την εργασία και την πίστη του στο «fair play». Έγινε φίλος με το δόκτορα H. Houston Merritt, περίφημο διευθυντή του Neurological Institute of New York, ο οποίος του ζήτησε να μείνει κοντά του για μόνιμη συνεργασία, ενώ ο δόκτορας Brown από τη Mayo Clinic του πρότεινε επιτελική θέση με προοπτική να αναλάβει επικεφαλής –και στις δύο προτάσεις απάντησε αρνητικά μη θέλοντας να αφήσει τον αγαπημένο τρόπο ζωής του στην Ελλάδα.
Η γνωριμία με τον Tériade
Καθοριστική για τους προσανατολισμούς των Κατακουζηνών στο ευρωπαϊκό στερέωμα της τέχνης και της διανόησης υπήρξε η φιλία τους με τον Στρατή Ελευθεριάδη, γνωστότερο ως Tériade, κριτικό τέχνης και εκδότη των μεγάλων καλλιτεχνών της Γαλλίας του μεσοπολέμου και μεταπολέμου: Pablo Picasso, Henri Matisse, Marc Chagall κ.άλ. Τα βιβλία με τις λιθογραφίες που παρουσιάζονται στην έκθεση ήταν χριστουγεννιάτικα δώρα του, όπως και το χαρακτικό του Pablo Picasso. Στον κύκλο του, που σύχναζε στο μικρό εξοχικό του στο Cap Ferrat, πρέπει να γνώρισαν και άλλους καλλιτέχνες και διανοητές όπως οι ζωγράφοι και χαράκτες Jean Carzou και Roger Viellard, οι οποίοι σφράγισαν τη φιλία τους δωρίζοντας τα χαρακτικά που επίσης παρουσιάζονται στην έκθεση αυτή.
Η ίδρυση των δύο Ινστιτούτων
Πέρα όμως από την ιατρική του καριέρα και τις εκτενείς δημοσιεύσεις του στα ελληνικά, γαλλικά και γερμανικά, ο Άγγελος Κατακουζηνός ήταν άνθρωπος υψηλής πνευματικότητας και αγαπούσε την τέχνη. Ίδρυσε το Γαλλο-Ελληνικό Ινστιτούτο και την Ελληνο-Αμερικανική Ένωση, αμφότερα με στόχο την προώθηση των πολιτιστικών ανταλλαγών. Οι στοχαστικές ομιλίες του και οι προσωπικότητες που προσείλκυε στις διαλέξεις που οργάνωνε συγκέντρωναν την προσοχή και προκαλούσαν θαυμασμό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 (στις 28 Απριλίου του 1955) προσκάλεσε τον μετέπειτα (1957) κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Αλμπέρ Καμύ να μιλήσει σε συνέδριο για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Ευάγγελος Παπανούτσος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Φαίδων Βεγλερής, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας στο οποίο προέδρευσε ο ίδιος. Αυτή η συζήτηση, καταγραμμένη από το μαγνητόφωνο του Ανδρέα Εμπειρίκου, μεταφράστηκε και κυκλοφορεί με τίτλο «Αλμπέρ Καμύ. Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955».
Πνευματικοί άνθρωποι της γενιάς του ’30 ήταν φίλοι του ζεύγους Κατακουζηνού. Μεταξύ αυτών ήταν οι: Οδυσσέας Ελύτης (στο διαμέρισμά τους δόθηκε η δεξίωση για το Νόμπελ το 1979), Γιώργος Σεφέρης, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Αντρέας Εμπειρίκος, Μυρτιώτισσα, Γιώργος Γουναρόπουλος, Κώστας Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Στέλιος Ξεφλούδας, Αντρέας Καραντώνης κ.ά., ενώ το κατώφλι του σπιτιού τους πέρασαν και ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο Λε Κορμπυζιέ, η Μαργκότ Φοντέιν, ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, αλλά και ο Μαρκ Σαγκάλ ο οποίος γνώρισε τη γενιά του ’30, καθώς το ζεύγος Κατακουζηνού ζήτησε έργα από τους Νικολάου, Τσαρούχη, Γκίκα, Μόραλη κ.ά., κρυφά από τον καθένα, και έστησε μια έκθεση – έκπληξη για το δημοφιλή φίλο. Ο Μαρίνος Καλλιγάς είπε τότε πως αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη Πανελλήνια Έκθεση. Οι Κατακουζηνοί συνδέθηκαν με τον Σαγκάλ χάρη στις πολύ καλές φιλικές σχέσεις τους με τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τeriade), κριτικό τέχνης και εκδότη των μεγάλων καλλιτεχνών της Γαλλίας του Μεσοπολέμου.
Η ανάδειξη του Θεόφιλου
Ο Άγγελος Κατακουζηνός ενδιαφέρθηκε πολύ για την ίδρυση του Μουσείου Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου, ήταν ο πρόεδρος της Επιτροπής Εορτών Θεόφιλου και συνέβαλε για την ίδρυση της Βιβλιοθήκης Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ. Το 1946 (12 χρόνια μετά το θάνατο του καλλιτέχνη) διοργάνωσε στο σπίτι του την πρώτη έκθεση έργων του άγνωστου ακόμα, Θεόφιλου στην Αθήνα και η εφημερίδα «Αθηναϊκή» υποδεχόταν την πρωτοβουλία του με το εξής δημοσίευμα: «Πού οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος – Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;». Ήταν η εποχή που η Ελλάδα έμπαινε στον Εμφύλιο, χωρισμένη στα δύο. Ο αυτοδίδακτος – «περιθωριακός» – λίγο «παλαβός», εκπρόσωπος μιας λαϊκής αυθόρμητης τέχνης, ήταν εύκολος στόχος για να χτυπηθεί κάθε μη νόμιμο-αποδεκτό και εγκεκριμένο από την ελίτ της εποχής. Τι κι αν τόσοι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου με πρώτο τον Γιώργο Γουναρόπουλο που τον «ανακάλυψε» το 1925, τον Τeriade από το 1929 που τον στήριξε και τον ανέδειξε κι έναν άλλο Λέσβιο, τον Οδυσσέα Ελύτη, από το 1945 που ζητούσε με άρθρο του να οργανωθεί μια μεγάλη έκθεση «για την περισυλλογή και τη διάσωση των έργων του Θεόφιλου». Ο δεξιός Τύπος απαξίωνε τον παλαβό μπογιατζή που υπονόμευε τη γνησιότητα του Ελληνισμού, ενώ ο αριστερός απορούσε πώς ένα παιδί του λαού μπορεί να βρει στέγη στο σαλόνι ενός μεγαλοαστού! Κατάσταση άκρων δηλαδή, όπως συμβαίνει τόσες και τόσες φορές στη λεγόμενη εξασφάλιση της όποιας επιβαλλόμενης «καθαρότητας» εκπροσωπεί ο καθείς!
Ο Άγγελος Κατακουζηνός, όμως δεν είχε σκοπό να παραιτηθεί από την προσπάθεια ανάδειξης του έργου του ζωγράφου και δημιουργίας ενός Μουσείου Θεόφιλου αν και όπως βλέπουμε από αυτό που του έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης σε επιστολή του «Το βρισίδι που φάγαμε τα χρόνια της έκθεσης Θεόφιλου το ξεχνάς – καλά κάνεις», τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Δύο εκθέσεις στην Αθήνα και στο Παρίσι (Λούβρο) όμως με πρωτοβουλία του ίδιου του Τeriade πιστοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο ότι αυτοί που θαύμαζαν του έργο του Θεόφιλου πλήθαιναν και δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την ίδρυση Μουσείου στη Λέσβο.
Ύστερα και από την προτροπή – παράκληση του Τeriade που εξουσιοδοτούσε τον Άγγελο Κατακουζηνό να σχηματίσει μια τιμητική επιτροπή για τα εγκαίνια του Μουσείου, προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, ενώ τη διαμόρφωση του Μουσείου Θεόφιλου ανέλαβε ο Γιάννης Τσαρούχης. Τα εγκαίνια έγιναν στις 29 Αυγούστου 1965, παρουσία σημαντικών εκπροσώπων της «γενιάς του ’30» (Βενέζης, Σεφέρης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας) και εκατοντάδων κατοίκων του νησιού, οι οποίοι ήθελαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για τη δημιουργία του.
Φωτογραφίες:
* Ο Άγγελος και η Λητώ Κατακουζηνού, μετά το γάμο τους, σε επίσκεψη στη Βενετία. Εδώ στην πλατεία Αγίου Μάρκου.
* Ο William Faulkner στον Πειραιά. Αριστερά επάνω στη φωτογραφία έγραψε την εξής αφιέρωση στη Λητώ Κατακουζηνού: «Στο πρόσωπο για το οποίο έγραψε ο Marlowe».
* Η Λητώ Κατακουζηνού, σε δείπνο με τον Αριστοτέλη Ωνάση (αριστερά) και τον Ανδρέα Παπανδρέου (δεξιά). Με την πλάτη στο φωτογραφικό φακό η Λήδα Βαρδινογιάννη.
* Στα εγκαίνια του Μουσείου Θεόφιλου, στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Διακρίνονται ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ηλίας Βενέζης, στην πρώτη σειρά. Αριστερά η Λητώ Κατακουζηνού και δεξιά η Μάρω Σεφέρη.