Joyce Carol Oates: “Πολλές φορές η μισαλλοδοξία δεν είναι παρά η μορφή, που δίνουμε στο μίσος, που νιώθουμε για τον εαυτό μας”.
Η Τζόις Κάρολ Όουτς είναι μία από τις πιο καταξιωμένες και πολύπλευρες Αμερικανίδες συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1938, στο Λόκπορτ της Νέας Υόρκης, από φτωχή οικογένεια, και ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, όταν της χάρισαν την πρώτη της γραφομηχανή. Έχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη -μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, λογοτεχνική κριτική, δοκίμιο, ακόμα και παιδικό- και είναι πολυγραφότατη. Από το 1968 έως το 1978, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Γουίνδσορ του Καναδά και τη δημιουργική αυτή δεκαετία εξέδιδε δύο με τρία βιβλία το χρόνο. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον του Νιου Τζέρσι. Εκδίδει με το σύζυγό της, Ρέιμοντ Τζ. Σμιθ, ένα μικρό λογοτεχνικό περιοδικό (The Ontario Review). Είναι πολυβραβευμένη και έχει προταθεί δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, καθώς και με το κορυφαίο βραβείο στην Αμερική, το National Book Award.
H Joyce Carol Oates με τα έργα της ασκεί σκληρή κριτική στον “αμερικάνικο τρόπο ζωής”, καθώς και στις “αξίες” μιας κοινωνίας που επεκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια των ΗΠΑ. Σκιαγραφεί την τραγική πλευρά των απλών ανθρώπων που ζουν στο έλεος της εγκληματικότητας, των αμείλικτων Μέσων Ενημέρωσης και, πίσω από τη φαινομενική ηρεμία τους, φοβούνται ακόμα και το διπλανό τους. Με το σταδιακό ξεδίπλωμα των πάντα άψογα σκιαγραφημένων χαρακτήρων της, αναφέρει ξεκάθαρα, ότι, ακόμα και στις πιο φιλελεύθερες γωνίες της συγκεκριμένης χώρας, ο ρατσισμός καραδοκεί. Ωστόσο, υπάρχουν φορές που και τα υποψήφια θύματα του ρατσισμού καθίστανται και αυτά ένοχα, όταν καλλιεργούν ένα κλίμα ρατσισμού εις βάρος τους, με την επινόηση, δήθεν, φυλετικών παρενοχλήσεων. Και τότε οι υποστηρικτές τους γίνονται επίσης ένοχοι, επειδή εν αγνοία τους υποστηρίζουν ανύπαρκτα ρατσιστικά περιστατικά.
* Στη φωτογραφία η Τζόις Κάρολ Όουτς με τη γάτα της
Βιβλία
(2013) Ο βιασμός, Μεταίχμιο
(2008) Sexy, Άγκυρα
(2008) Αμερικάνικα γούστα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2008) Η κόρη του νεκροθάφτη, Μεταίχμιο
(2008) Μαύρο κορίτσι, λευκό κορίτσι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Τα κτήνη, Το Ποντίκι
(2007) Χωρίς τη μητέρα μου, Μεταίχμιο
(2006) Tο τέρας με τα πράσινα μάτια, Άγκυρα
(2006) Είπες πολλά…, Άγκυρα
(2006) Πίσω από τους καταρράκτες, Μεταίχμιο
(2006) Το κορίτσι με το τατουάζ, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Η παρείσακτη, Σοκόλη – Κουλεδάκη
(2005) Ο βιασμός, Μεταίχμιο
(2003) Ο άγγελος της οργής, Μεταίχμιο
(2003) Οικογένεια Μαλβέινι, Ελληνικά Γράμματα
(2003) Το μπλουζ των ραγισμένων καρδιών, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Ζόμπι, Οξύ
(2001) Η ξανθιά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Ο πρώτος έρωτας, Εκδόσεις Πατάκη
(1999) Τρελή για άντρες, Scripta
(1996) Παζλ. Κοντά στο ποτάμι, Νεφέλη
(1996) Παράνομο πάθος, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1995) Η αυτοφυλακισμένη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1995) Μαύρα νερά, Εκδόσεις Πατάκη
(1992) Μάρια. Μια ζωή, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1991) Άγριο Σάββατο, Επιλογή / Θύραθεν
(1991) Ο κήπος των επίγειων ηδονών, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1990) Παράξενες σχέσεις, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(1994) Οι κυρίες του τρόμου, Επιλογή / Θύραθεν
Τζόις Κάρολ Ὄουτς (Joyce Carol Oates) – Εὐτυχισμένη (Happy) – Διήγημα
ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΜΕ ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ τὰ Χριστούγεννα, ἡ μητέρα της καὶ ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της τὴν περίμεναν στὸ ἀεροδρόμιο. Ἡ μητέρα της τὴν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τῆς εἶπε πὼς ἦταν στὶς ὀμορφιές της, καὶ ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της τῆς ἕσφιξε τὸ χέρι καὶ τῆς εἶπε, Ναὶ καὶ βέβαια ἦταν στὶς ὀμορφιές της καὶ τὴν καλωσόρισε. Οἱ φαβορίτες στὰ στρουμπουλά του μάγουλα εἶχαν περίγραμμα κοφτερὸ σὰν ξυράφι κι ἄλλαζαν χρῶμα, γκρίζαραν, χαμηλὰ στὸ πρόσωπό του. Στὴ χειραψία του, ἔνιωσε τὸ χέρι της μικρὸ καὶ νοτισμένο, τὰ κόκαλά της σχεδὸν ἕτοιμα νὰ σπάσουν. Ἡ μητέρα της τὴν ἀγκάλιασε πάλι, Θεέ μου χαίρομαι τόσο πολὺ ποὺ σὲ βλέπω, καὶ οἱ φλέβες στὰ μπράτσα της ἔμοιαζαν μὲ σκοινιὰ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅσο θυμόταν ἡ μικρή, τὰ μπράτσα της πιὸ ἀδύνατα, ἀλλὰ ἡ μητέρα της ἦταν εὐτυχισμένη, τὸ ἔνιωθες στὰ πάντα πάνω της. Τὸ παχὺ στρῶμα τοῦ μακιγιὰζ στὸ πρόσωπό της εἶχε μιὰ ἀρωματισμένη ροδακινὶ ἀπόχρωση ποὺ ἔσβηνε ἐπιδέξια στὸν λαιμό της. Στὸ ἀριστερό της χέρι φοροῦσε ἕνα καινούργιο δαχτυλίδι: ἕνα μικρὸ ἀστραφτερὸ διαμάντι δεμένο ψηλὰ μὲ μυτερὲς διχάλες ἀπὸ λευκόχρυσο.
Σταμάτησαν γιὰ ἕνα ποτὸ στοῦ Ἴζι Σὰλ δίπλα στὸν αὐτοκινητόδρομο, ἡ μικρὴ πῆρε μιὰ σόδα μὲ μιὰ φέτα λάιμ (πολὺ μοδάτο, εἶπε ἡ μητέρα της), ἡ μητέρα της καὶ ὁ καινούργιος σύζυγός της πῆραν μαρτίνι μὲ πάγο, ποὺ ἦταν τὰ «ἑορταστικά» ποτά τους. Γιὰ λίγο, μίλησαν γι’ αὐτὸ ποὺ σπούδαζε ἡ μικρὴ καὶ τί σχέδια εἶχε καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ θέμα ἐξαντλήθηκε μίλησαν γιὰ τὰ δικά τους σχέδια, νὰ ξεφορτωθοῦν τὸ παλιὸ σπίτι, αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀγγαρεῖες, ν’ ἀγοράσουν ἕνα μικρότερο, πιὸ καινούργιο, ἢ ἴσως νὰ νοικιάσουν κάτι προσωρινά. Ὑπάρχει ἕνα καινούργιο συγκρότημα κατοικιῶν δίπλα στὸ ποτάμι, εἶπε ἡ μητέρα τῆς κοπέλας, θὰ σοῦ τὸ δείξουμε ὅταν θὰ περνᾶμε ἀπὸ κεῖ· μετὰ ρουθούνισε γιὰ κάποιο λόγο, ἤπιε μιὰ γουλιὰ ἀπὸ τὸ μαρτίνι της, ἔσφιξε τὸ μπράτσο τῆς κοπέλας, κι ἔγειρε τὸ κεφάλι της κοντὰ στὸ δικό της, χαχανίζοντας. Χριστέ μου, εἶπε, εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη ποὺ ἔχω τοὺς δύο ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸν κόσμο ἐδῶ μαζί μου. Ἐδῶ καὶ τώρα. Μιὰ σερβιτόρα μὲ ἐφαρμοστὴ μαύρη σατὲν στολὴ ἔφερε ἄλλα δυὸ μαρτίνι κι ἕνα μικροσκοπικὸ γυάλινο μπολάκι μὲ ἁλατισμένους ξηροὺς καρπούς. Εὐχαριστῶ γλυκιά μου! εἶπε ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της.
Ἡ κοπέλα δὲν εἶχε μιλήσει μὲ τὴ μητέρα της πάνω ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς φορὲς γιὰ τὰ σχέδιά της νὰ ξαναπαντρευτεῖ, πάντα σὲ ὑπεραστικὰ τηλεφωνήματα, ἡ μητέρα της ὅλο ἔλεγε Ναὶ ἐσὺ τὸ θεωρεῖς ξαφνικὸ ἀλλὰ αὐτὰ τὰ πράγματα πάντα ξαφνικὰ εἶναι, τὸ καταλαβαίνεις ἀμέσως ἢ δὲν τὸ καταλαβαίνεις ποτέ. Περίμενε καὶ θὰ δεῖς. Ἡ κοπέλα μιλοῦσε ἐλάχιστα, μουρμουρίζοντας Ναὶ ἢ Δὲν ξέρω ἢ Μᾶλλον ἔτσι εἶναι. Ἡ μητέρα της ἔλεγε Μὲ κάνει νὰ νιώθω πάλι ὄρεξη γιὰ ζωή. Νιώθω, ξέρεις, σὰν γυναίκα ξανά, καὶ ἡ κοπέλα δὲν ἀπαντοῦσε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀμηχανία. Ἀρκεῖ νὰ εἶσαι εὐτυχισμένη, ἔλεγε.
Τώρα εἶχε πάει σχεδὸν ὀκτώμισι, καὶ ἡ κοπέλα ἔνιωθε μιὰ ἐλαφριὰ ζαλάδα ἀπὸ τὴν πείνα, ἀλλὰ ἡ μητέρα της καὶ ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της ἦταν στὸν τρίτο γύρο τῶν ποτῶν τους. Στοῦ Ἴζι Σὰλ εἶχε καὶ ψυχαγωγία, πρῶτα ἕναν πιανίστα γιὰ μουσικὴ ὑπόκρουση, παλιὲς ἐπιτυχίες τοῦ Χόγκι Καρμάικλ, μετὰ μιὰ τραγουδίστρια, μαύρη, μ’ ἕνα κόκκινο φόρεμα μὲ πούλιες καὶ βαθὺ ντεκολτέ, μετὰ μιὰ κωμικό, μιὰ νεαρὴ γύρω στὰ εἰκοσιέξι, μὲ μικρὸ ὀστεῶδες γωνιῶδες πρόσωπο, χωρὶς μακιγιάζ, μὲ κούρεμα πάνκ, σκουροκάστανα μαλλιὰ μὲ μπριγιαντίνη, μαύρη ὁλόσωμη φόρμα ἀπὸ δερματίνη, λεκάνη προτεταμένη σὲ μιὰ πόζα ποὺ χλεύαζε τὰ μοντέλα τοῦ Βόγκ, ἡ ἐκφορά της γρήγορη ἀναιδὴς ἀνέκφραστη μὲ τὴ μορφὴ μουρμουριστῶν σύντομων μονολόγων, σὰν νὰ σκεφτόταν φωναχτά, λὲς καὶ οἱ θαμῶνες ἁπλῶς τύχαινε νὰ κρυφακοῦνε, Τὸ ὡραῖο ὅταν κάνεις ἔκτρωση νωρὶς τὸ πρωὶ εἶναι, ἒ ξέρεις ὅτι ἡ ὑπόλοιπη μέρα ἒ θὰ πάει καλύτερα γαμῶτο, ἔτσι; Εἶναι μισὴ ντουζίνα ἄνθρωποι σ’ ἕνα ἒ τζακούζι, ἒ λεσβίες σὲ μιὰ μεγάλη μπανιέρα, ἕνα καυτὸ καινούργιο παιχνίδι ποὺ λέγεται «μουσικὲς τρύπες», ἒ ἴσως δὲν ἔχει πιάσει ἀκόμα στὸ Νιοὺ Τζέρσι γι’ αὐτὸ δὲν γελάει κανείς, ἔ; ἡ κοπέλα δὲν ἔπιανε τὰ λόγια καθὼς ἦταν πολὺ γρήγορα καὶ μασημένα ἀλλὰ ἡ μητέρα της καὶ ὁ καινούριος σύζυγος τῆς μητέρας της ἔδειχναν νὰ τ’ ἀκοῦνε, ὅπως καὶ νά ‘χε γελοῦσαν, παρότι μετὰ ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της τοὺς ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι δὲν ἐνέκρινε τὰ προστυχόλογα ἀπὸ τὰ χείλη γυναικῶν, εἴτε ἦταν λεσβίες εἴτε ὄχι.
Σταμάτησαν γιὰ βραδινὸ σ’ ἕνα πολυνησιακὸ ἑστιατόριο δέκα μίλια μετὰ τὰ διόδια τοῦ αὐτοκινητόδρομου, ἡ μητέρα της ἐξήγησε ὅτι δὲν εἶχε τίποτα καλὸ γιὰ φαγητὸ στὸ σπίτι, καὶ εἶχε πάει ἀργὰ ἔτσι δὲν εἶναι, αὔριο θὰ ἔφτιαχνε ἕνα ὡραῖο μεγάλο δεῖπνο, Δὲν σὲ πειράζει καλή μου ἔτσι; Ἡ μητέρα της τσακώθηκε μὲ τὸν καινούργιο σύζυγό της, ἐπειδὴ μπῆκαν στὸν αὐτοκινητόδρομο καὶ ξαναβγῆκαν ἀμέσως, ἀλλὰ στὸ δεῖπνο ἦταν πάλι σὲ μεγάλα κέφια, γελώντας συχνὰ-πυκνά, πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι νὰ ἔρθει τὸ ἑπόμενο πιάτο, πίνοντας ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ ψηλὸ παγωμένο ζωηρόχρωμο τροπικὸ ποτὸ τοῦ ἄλλου. Χριστέ μου εἶμαι τρελὸς γι’ αὐτὴ τὴ γυναίκα, εἶπε στὴν κοπέλα ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της, ὅταν ἡ μητέρα της ἦταν στὴν τουαλέτα, Ἡ μητέρα σου εἶναι μιὰ πρώτης τάξεως κυρία, εἶπε. Ἔσυρε πιὸ κοντὰ τὴν ψάθινη καρέκλα του, ἔγειρε νοτισμένος καὶ ζεστός, σαρκώδης, πάνω της, μὲ τὸ χέρι του στοὺς ὤμους της. Κανεὶς ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶναι μονάκριβος γιὰ μένα σὰν αὐτὴ τὴν κυρία, θέλω νὰ τὸ ξέρεις, τῆς εἶπε, καὶ ἡ κοπέλα εἶπε: Ναὶ τὸ ξέρω, καὶ ὁ καινούργιος σύζυγος τῆς μητέρας της εἶπε μὲ ἔντονη ἄγρια φωνὴ σχεδὸν ἕτοιμος νὰ κλάψει, Ναί, νὰ πάρει ὁ διάολος, γλυκιά μου: τὸ ξέρεις.
* Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
* Νίκος Μανουσάκης (Ἡράκλειο Κρήτης, 1963). Γεννήθηκε καὶ γαλουχήθηκε στὴν Κρήτη, μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα καὶ ζεῖ στὰ Τρίκαλα. Μεταφράζει κυρίως λογοτεχνία.