Λευκό το ξημέρωμα, παραμονή Χριστουγέννων και οι άσπρες νεράιδες του χιονιού έπεφταν απαλά στις σκεπές των σπιτιών μας κι έντυναν με το λευκό τους πέπλο τους δρόμους στην όμορφή μας πόλη.
Λευκοστόλιστη η αυλή μας από του χιονιού τις περίτεχνες νιφάδες φάνταζε τόσο μαγευτική σαν από του ονείρου την πλάνη πλασμένη. Ευτυχισμένα παιδιά στους δρόμους με μελόντικες και τριγωνάκια στα χέρια τους τραγουδούσαν τα κάλαντα, ντυμένα με γάντια και κασκόλ έφτιαχναν μεγάλες χιονόμπαλες, και τις πετούσαν ψηλά σημαδεύοντας την πλάτη των γονιών τους. Γέλια και μουσικές πλημμύριζαν την πόλη.
Μια όμορφη μικρή άτακτη ηλιαχτίδα σαν μικρός καλικάντζαρος ξεπρόβαλε μέσα στου χιονιού τη λάμψη. Ανέβαινε στη χιονισμένη πλάτη των περαστικών, τους έλιωνε το χιόνι και ζέστανε την καρδιά τους.
Έτρεχε στα παγωμένα σοκάκια μπροστά απ’ τους μοναχικούς διαβάτες κι έλιωνε τον γλιστερό πάγο να μη γλιστράνε οι σόλες των παπουτσιών τους. Ανέβαινε στις καμινάδες των σπιτιών, κατέβαινε κρυφά ως το τζάκι, αναθέρμανε τη φωτιά, ζέστανε τα δωμάτια των παιδιών κι έφευγε από τη μικρή χαραμάδα της πόρτας τους.
Έτρεχε πάλι ελεύθερη η ηλιαχτίδα μας και χόρευε στους δρόμους, τα πάντα χρυσίζανε στην πόλη. Ράντιζε με χρυσόσκονη τα παιχνίδια, έδινε φως στα λαμπιόνια και ανέβαινε στη ράχη ενός αλόγου σε ένα μικρό καρουζέλ…
Η ηλιαχτίδα ένιωσε να πετά κι ανέβηκε στα φτερά ενός αγγέλου που την ανέβασε σε ένα ψηλό καμπαναριό που έλαμπε πάνω από την πόλη. Ζέστανε μια μικρή αχυρένια φωλιά ενός μικρού πελαργού που μόλις γέννησε τα αβγά του κι έπειτα έτρεξε στο ιπτάμενο έλκηθρο του Αϊ-Βασίλη που το οδηγούσαν στους χιονισμένους ουρανούς, οι δυο μεγάλοι καφέ του τάρανδοι.
Η χρυσή μας ηλιαχτίδα βούτηξε μέσα στο κόκκινο σάκο του Αϊ-Βασίλη με τα δώρα και τα στόλισε με το χρυσό της φως. Κρυμμένη στο σάκο με τα δώρα του Αϊ-Βασίλη, εκεί στο έλκηθρό του άρχισε να ταξιδεύει μαζί του από καμινάδα σε καμινάδα και να μοιράζει το φως της αγάπης από σπίτι σε σπίτι.
Σαν πέρασε από όλα τα σπίτια, και χάρισε τα ακριβοθώρητα δώρα της κοντοστάθηκε απέξω κι από το δικό μας στολισμένο παραθύρι. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας την καλούσε να του χαρίσει λίγο από τη λάμψη της κι ένας ασημένιος δίσκος με μελωμένα γλυκά της χαμογελούσε.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα το χέρι ενός μικρού χιονάνθρωπου άνοιξε διάπλατα την κουρτίνα κι έγνεψε στην ηλιαχτίδα να περάσει. Εκείνη έτρεξε μέσα από το στολισμένο παραθύρι μας στον ασημένιο δίσκο με τα γλυκά, να γίνει ένα με του μελιού τη γλύκα, και έτσι σκανδαλιάρα όπως ήταν σαν βασιλιάς Μίδας χρύσωσε τα πάντα στο πέρασμά της.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας φάνταζε μαγευτικό και στη χρυσαφένια λάμψη της, τα χαμόγελα όλων μας λάμπανε και χρύσιζαν σαν ηλιοφώτιστος ουρανός.
Το χριστουγεννιάτικό δέντρο μας άρχισε να λαμπυρίζει ολάκερο με φως αγάπης. Η ηλιαχτίδα ανέβηκε ως την κορφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου μας όπου έκανε το αστέρι του να λάμπει με άπλετο φως… Το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα. 12 Ακριβώς!
Ξάφνου μια λάμψη απλώθηκε παντού και έγινε το θαύμα! Το αστέρι μας άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, και άλλα χιλιάδες αστέρια άρχισαν να υψώνονται από όλα τα σπίτια στον ουρανό.
Όλα τα αστέρια ενώθηκαν ψηλά πάνω από μια φτωχική αχυρένια φάτνη και σχημάτισαν ένα μοναδικό άστρο. Αυτή τη μαγική ώρα που γεννιόταν το πιο λαμπρό αστέρι του κόσμου το Άστρο της Βηθλεέμ, γεννιόταν κι ο μικρός Χριστός στη μικρή του αχυρένια φάτνη, και πλημμύριζε με φως αγάπης ολάκερη την πλάση και όλες τις καρδιές του κόσμου.
•Αρχική εικόνα: Anton Pieck, The Carol Singers