Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, το εμβληματικότερο ποίημα της ημέρας ανήκει σε έναν από τους πιο μεγάλους ποιητές της γενιάς του, τον Γιάννη Ρίτσο, που η ποίησή του καθορίστηκε από τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τους σκληρούς αγώνες του.
Ο ίδιος ήταν ενταγμένος στην Αριστερά όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1934, όταν και δημοσιεύτηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν απαρνήθηκε τα πιστεύω του, ενώ έζησε αρκετές φορές εξόριστος.
Ως το τέλος του 1970 ζούσε εξόριστος στη Σάμο, επειδή αρνούνταν να υποχωρήσει στις πεποιθήσεις του και να συμβιβαστεί με τις πεποιθήσεις του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Η εξορία του τελείωσε στο τέλος του 1970, καθώς έπρεπε να μεταβεί στην Αθήνα για να χειρουργηθεί. Τρία χρόνια αργότερα, το 1973, συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου.
Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, καθώς ήταν βαριά άρρωστος.
Ωστόσο, δε σταμάτησε εντελώς να δραστηριοποιείται, αφού συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ, ενώ αρνήθηκε τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από έρανο προκειμένου να σωθεί από τις κακουχίες, όταν κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του.
Όσον αφορά το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε το Νοέμβριο του 1940 και λίγες ημέρες μετά την ιταλική φασιστική εισβολή, αποτυπώνοντας γλαφυρά την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την περίοδο μετά το το ηρωικό «ΟΧΙ» της Ελλάδας στον Μουσολίνι την 28η Οκτωβρίου του 1940.
Ακολουθεί το ποίημά του με τίτλο “Οκτώβρης 1940”.
“Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.”
Αθήνα, Νοέμβριος 1940, Γιάννης Ρίτσος