Σε μια θεατρική παράσταση τους είδα. «Mala Junta» λεγόταν, δηλαδή “κακές συναναστροφές”. Ήταν η πρώτη φορά. Λυπάμαι που το λέω. Όταν άναψαν τα φώτα και συνήλθα από την ωραία εκείνη έκσταση, που ένα συναρπαστικό θέαμα μπορεί να σου προσφέρει, γύρισα και είδα γύρω μου μόνο χαμογελαστά πρόσωπα και μάτια υγρά. Ήμασταν όλοι άνθρωποι που είχαμε περάσει όμορφα. Υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό; Ένα θεσπέσιο θέαμα φτιαγμένο από παλιά, δοξασμένα υλικά, πολλή έμπνευση, πάθος και αισιοδοξία. Θέαμα που ξεχείλιζε από φαντασία. Η Έλλη Καραδήμου και ο Gabriel Marino είναι μια σφιχτοδεμένοι αγκαλιά που μας οδηγεί στη σωτηρία. Αριστοτεχνικά κορυφαίο ζευγάρι τάνγκο με θαυμαστές σ’ όλο τον κόσμο και τιμημένοι με βραβεία. Καλλιτέχνες υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων. Στο χειμαρρώδη ρυθμό του μπαντονεόν το παιχνίδι των μαγικών ποδιών τους ανανεώνεται διαρκώς. Καλό γούστο, κομψό περπάτημα, περίσσευμα θάρρους και πάθους, μια ιεροτελεστία που συνεπαίρνει είναι το τάνγκο τους. Ζευγάρι δεμένο, καταιγίδα, άνεμος μεσημβρίας, επιφώνημα θαυμασμού, ψηλά τακούνια που ξιφουλκούν στο ρυθμό, ευέλικτο πέταγμα ερωδιών. Μια γυναίκα, ένας άνδρας κι ένας θεός χορός. Θέλει τρέλα η ζωή μας κι επανάσταση. Επανάσταση σε ρυθμό χορευτικό. Νομίζω πως η καλύτερη εποχή για να μάθουμε τάνγκο είναι αυτή που ζούμε. Ραντεβού με την Έλλη και τον Gabriel στην επόμενη μιλόνγκα. Ας αρχίσουμε τις “καλές συναναστροφές”. Buenos compañeros.
Διαβάστε τη συνέντευξή τους.
* Πού γεννηθήκατε και τι αναμνήσεις έχετε από τον τόπο που μεγαλώσατε;
Έλλη Καραδήμου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στην Αγία Παρασκευή όταν είχε πολύ περισσότερο πράσινο, χαμηλά όμορφα σπίτια με κήπους, λιγότερο θόρυβο και καταναλωτισμό. Τις πιο ωραίες αναμνήσεις τις έχω από την Ιτέα απ’ όπου κατάγομαι και ταξίδευα πάντα. Θυμάμαι πάντα το πόσο υπέροχο είναι να κολυμπάς και να κοιτάς το βουνό. Οι πιο ωραίες αναμνήσεις είναι αυτές που έχω από τον Ναυτικό Όμιλο Ιτέας, τους φίλους, τις προπονήσεις, τα πρωταθλήματα, το ομαδικό πνεύμα, μα πάνω απ’ όλα τη θάλασσα που είχα τη χαρά να την απολαμβάνω πάνω από 6 ώρες τη μέρα τα καλοκαίρια μου. Και φυσικά αναμνήσεις μεγάλης αγάπης από τη γιαγιά και τον παππού
Gabriel Marino: Γεννήθηκα στο Ροσάριο της Αργεντινής. Οι αναμνήσεις είναι πολλές αφού έζησα εκεί 24 χρόνια από τη ζωή μου, δηλαδή παιδική ηλικία, εφηβεία και ενηλικίωση. Μετά πήγα να ζήσω στο Μπουένος Άιρες. Η πόλη μου είναι το Ροσάριο, μια πόλη όμορφη, με ένα ποτάμι που μοιάζει με θάλασσα, ήλιο και μια σχετική ηρεμία μιας πόλης που δεν είναι ακόμα τόσο μεγάλη (1 εκατομμύριο κάτοικοι). Μεγάλωσα σε μια γειτονιά στο κέντρο της πόλης του Ροσάριο σ’ ένα σπίτι αρκετά μεγάλο, με μια ευρύχωρη ταράτσα όπου ψήναμε κάθε Κυριακή το παραδοσιακό ασάδο (αργεντίνικο ψήσιμο κρέατων στα κάρβουνα), που αναλάμβανε ο πατέρας μου!
Ποια ήταν η πρώτη επαφή σας με το τάνγκο;
Έλλη: Η γιαγιά και ο παππούς μου τραγουδούσαν ελληνικό τάνγκο. Έχω ακόμα φωτογραφίες τους που χορεύουν. Η πρώτη που προσπάθησε να μου διδάξει τάνγκο ήταν η νονά μου στο σπίτι… Σηκώναμε τα χαλιά και χορεύαμε…
Αργότερα σε μεγαλύτερη ηλικία το αναζητούσα καιρό κι έτσι βρέθηκα με φίλους σε μια μιλόνγκα στην Αθήνα. Μου ζητήθηκε κάποια στιγμή να χορέψω τάνγκο ως ηθοποιός σε μια ταινία κι έτσι ξεκίνησα πολύ εντατικά μαθήματα. Η ταινία δεν έγινε ποτέ αλλά εγώ μαγεύτηκα για πάντα από το τάνγκο κι από τότε άλλαξε όλη μου η ζωή
Gabriel: Η πρώτη μου επαφή με το τάνγκο ίσως να μη θυμάμαι ποια είναι. Οι γονείς, οι παππούδες, οι θείοι μου άκουγαν τάνγκο (ο παππούς μου το χόρευε όταν ήταν νέος) κι έτσι σίγουρα δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο τάνγκο που άκουσα, ούτε ποια ήταν η πρώτη φορά που είδα να χορεύεται, ούτε θυμάμαι αν ήταν στην τηλεόραση ή ζωντανά, αλλά ναι αυτό που ξέρω είναι ότι μεγάλωσα μ’ αυτό παντού τριγύρω μου.
Μια έντονη ανάμνηση που έχω ως έφηβος είναι όταν είδα την παράσταση του θιάσου του Μ.Α. Ζότο στο Ροσάριο, όπου πρωταγωνιστούσαν μεγάλα αστέρια του τάνγκο. Και με σημάδεψε βαθιά αυτή η παράσταση, νομίζω ότι ήταν από τις πρώτες εικόνες που με έσπρωξαν να ακολουθήσω τελικά το χορό.
Επίσης με επηρέασαν οι μουσικές μου σπουδές. Από τα 10 μου χρόνια σπούδασα σε κλασικό ωδείο (escuela nacional de musica). Ωστόσο, εγώ ζητούσα επίμονα από το δάσκαλο να μάθω να παίζω τραγούδια τάνγκο και φολκλόρ. Έτσι άρχισα να παίζω.
* Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί σας στο τάνγκο;
Έλλη: Ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου στο τάνγκο ήταν οι εμπειρίες ζωής που είχα, τα βιώματά μου. Θεωρώ ότι το τάνγκο είναι μια κουλτούρα και για να το μάθει κανείς χρειάζεται ένα συνδυασμό πραγμάτων.
Στην Ελλάδα ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο Ηλίας Αναστασίου. Μου μετέδωσε με πολλή αγάπη κι ενθουσιασμό τις γνώσεις του. Αργότερα άρχισε η μεγάλη μου αναζήτηση. Έκανα μαθήματα με όσους μπορούσα εδώ στην Ελλάδα, ταξίδεψα σε όσα φεστιβάλ υπήρχαν εκείνη την εποχή κι αργότερα έφυγα για το εξωτερικό, Νέα Υόρκη και μετά Μπουένος Άιρες, όπου έκανα πάρα πολλά μαθήματα με πολλούς αξιόλογους εκπροσώπους του είδους. Παράλληλα έκανα πάντα μαθήματα κλασικού και σύγχρονου χορού για να εμπλουτίσω την κίνησή μου. Στην Αργεντινή προσπάθησα να περάσω απ’ όλες τις σχολές μέχρι να βρω αυτό που με εκφράζει. Θα χρειαζόμουν μια μεγάλη κόλλα χαρτί για να τους αναφέρω όλους μου τους δασκάλους. Ωστόσο τρία βασικά ζευγάρια με έχουν επηρεάσει πολύ στην πορεία μου και τη διδασκαλία μου, Fabian Peralta & Virginia Pandolfi, Sebastian Achaval & Roxana Suarez, Carolina Bonaventura & Fransisco Forquera.
Είχα από τα πρώτα μου βήματα στο τάνγκο τη χαρά και την τύχη να έχω έναν παρτενέρ για να κάνω πρακτική εξάσκηση. Όλοι τους υπήρξαν μαζί μου απαιτητικοί στη δουλειά, πράγμα που μου προσέφερε πολλά και με δυνάμωσε τόσο ως χορεύτρια όσο και ως χαρακτήρα. Οι προπονήσεις μου με τον Gabriel αλλά και όλες οι εμπειρίες μας με τα πρωταθλήματα και τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλαμε μου έδωσαν ένα μεγάλο μάθημα. Θεωρώ και τον ίδιο τον παρτενέρ μου τον Gabriel ως μεγάλο δάσκαλό μου, καθότι έχει μεγάλη χορευτική εμπειρία και ικανότητα και ως Αργεντινός μου ανατροφοδοτεί τις μνήμες από την Αργεντινή.
Το μεγαλύτερό μου σχολείο όμως ήταν και είναι η μιλόνγκα, τα βιώματά μου στην Αργεντινή, οι φιλίες μου, η συμβίωσή μου με Αργεντινούς συναδέλφους που με έφερε πιο κοντά σ’ αυτήν την κουλτούρα και η σχέση μου πια με τη γλώσσα της και την ποίησή της.
Με έχουν σημαδέψει επίσης βαθιά οι χορευτικές μου εμπειρίες και η φιλία με μεγάλους μιλονγκέρος στο Μπουένος Άιρες που μου μετέφεραν βιωματικά αλλά και με εξιστορήσεις τους την αγάπη τους για το τάνγκο. Ενδεικτικά αναφέρω τους αγαπημένους μου El nene Maschi, Tete, Carlos Perez αλλά και όλους τους ανώνυμους ηλικιωμένους χορευτές που συχνάζουν σε αγαπημένες μιλόνγκες στο «El Beso».
Gabriel: Δεν έχω μόνο ένα δάσκαλο. Πέρασα από πολλά στυλ μέχρι να αποκτήσω το δικό μου. Ήδη στα 18 μου χρόνια χόρευα σκηνικό τάνγκο (tango escenario). Ο πρώτος μου δάσκαλος όσον αφορά το αυθεντικό τάνγκο υπήρξε η πρώτη μου παρτενέρ, όταν ήμουν 21. Η Βερόνικα. Αργότερα μαζί ταξιδέψαμε στο Μπουένος Άιρες για να κάνουμε μαθήματα με τους Firpo που ήταν πολύ διάσημοι στο είδος. Πρόλαβα να κάνω μαθήματα με τους μυθικούς μιλονγκέρος που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, τους Pibe Palermo και Pupi Castello. Αργότερα έκανα μαθήματα με τους Martin Ojeda, Naveira, Raul Bravo, Nito & Elba και αργότερα απέκτησα καινούργια παρτενέρ, τη Ruth Manonellas κι έτσι η πρόοδός μου ενισχύθηκε χάρη στις πρόβες και την προσωπική δουλειά.
Επίσης παρακολούθησα πολλά μαθήματα σε φεστιβάλ που με βοήθησαν πολύ και μου έδωσαν μεγάλη εμπειρία.
Αργότερα επηρέασαν πολύ το χορό μου οι Jorge Dispari και Fabian Peralta. Δυστυχώς δεν μπορώ να αναφέρω όλους μου τους δασκάλους γιατί η λίστα θα ήταν πολύ μεγάλη. Ωστόσο πρέπει να πω ότι πάντα θα συνεχίσω να διδάσκομαι γιατί πάντα κάποιος έχει κάτι ακόμα να σου προσφέρει.
Αλλά πολύ περισσότερο απ’ όλα αυτά τα μαθήματα το μυστικό κρύβεται μέσα μας και στην όρεξη που έχει κάποιος για να βελτιωθεί και να εργαστεί στο πλαίσιο ενός ζευγαριού. Κάνοντας πρόβα με την Έλλη προοδεύω, μαθαίνω και διατηρώ αυτά που έχω μάθει.
* Είχατε κάποια προϊστορία σε άλλο χορό, άθλημα ή τέχνη;
Έλλη: Ασχολήθηκα από πολύ μικρή ηλικία με την κολύμβηση. Αργότερα στην εφηβεία ξεκίνησα χορό και κινησιολογία στο πλαίσιο του θεάτρου. Λάτρευα το θέατρο και τον κινηματογράφο από μικρή και ξεκίνησα μαθήματα στο πολιτιστικό κέντρο του Δήμου της Αγίας Παρασκευής, στη γειτονιά μου. Θέλοντας να εμπλουτίσω τη σκηνική μου κίνηση ξεκίνησα κλασικό, σύγχρονο χορό, χορευτική διατατική γυμναστική και γιόγκα που τα συνεχίζω μέχρι σήμερα γιατί μου αρέσουν πολύ. Γενικότερα μού είναι απαραίτητη η σωματική έκφραση και πάντα αναζητώ τρόπους για να τη διευρύνω. Απολαμβάνω πολύ τα μαθήματα χορού οποιουδήποτε είδους, είναι η καλύτερή μου διασκέδαση γι’ αυτό πειραματίζομαι πάντα και θα συνεχίσω να το κάνω όσο ζω!
Gabriel: Άρχισα να χορεύω αργεντίνικο φολκλόρ και τάνγκο σε μια δημοτική ομάδα στο Ροσάριο. Το φολκλόρ αποδίδει (προσδίδει) πολλές σημαντικές δυνατότητες στο χορό όπως ρυθμό, σωματική ευελιξία, τοποθέτηση του σώματος. Αργότερα άρχισα μαθήματα κλασικού χορού. Εξακολουθούσα πάντα να χορεύω τάνγκο και φολκλόρ, ωστόσο ήταν τόσα τα μαθήματα μπαλέτου που έκανα που τελικά η πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία προήλθε από αυτό το χώρο. Βρήκα την πρώτη μου δουλειά ως επαγγελματίας χορευτής στην πόλη La Plata, σε ένα θίασο που διεύθυνε ένας πολύ φημισμένος χορευτής στη Αργεντινή, πρωτοχορευτής του Royal Ballet, ο Iñaqui Urlezaga.
Επίσης χόρεψα με τον Maximiliano Guerra και ταυτόχρονα συνέχισα τα μαθήματα τάνγκο και τις βόλτες μου στις μιλόνγκες, μιας και βρισκόμουν πια στο Μπουένος Άιρες.
Όταν αποφάσισα να εργαστώ ως ανεξάρτητος χορευτής, είχα πολλές εμπειρίες όπως του σύγχρονου χορού και χοροθεάτρου! Αργότερα ήρθε η εποχή όπου εργάστηκα στα γνωστά casas de tango και άρχισε η καριέρα μου ως χορευτής αποκλειστικά τάνγκο.
Όσον αφορά τα σπορ, έκανα ράγκμπι από πολύ μικρός μέχρι τα 15, έπαιζα σε μια θέση που δεν χρειαζόταν να είναι κανείς πολύ εύσωμος αλλά να τρέχει γρήγορα! Χα χα… Επίσης έκανα λίγο τάεκβοντο και μποξ. Και όπως ανέφερα σπούδασα μουσική από πολύ μικρός. Πιστεύω ότι στο χορό συγκεντρώνονται όλα όσα πάντα μου άρεσαν στη ζωή, η κίνηση, η μουσική, η σκηνή. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξα να γίνω χορευτής.
* Εκτός από χορευτές, είστε και οι δύο ηθοποιοί;
Έλλη: Ασχολήθηκα με το θέατρο όπως προανέφερα από την εφηβεία. Αργότερα φοίτησα στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Κώστα Καζάκου και στο Summer Intensive Course της SITI Company με επικεφαλής την Ann Bogart στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκα ως ηθοποιός για μια πενταετία μέχρι που ο χορός, η διδασκαλία, το τάνγκο άρχισαν να καταλαμβάνουν περισσότερο χρόνο από τη ζωή μου.
Gabriel: Ηθοποιός σίγουρα δεν είμαι, χα χα! Ο μεγάλος μου αδερφός είναι σκηνοθέτης κινηματογράφου κι έτσι έπαιξα σε δικές του ταινίες μικρού μήκους όταν ήμουν μικρός. Συμμετέχοντας στη θεατρική παράσταση «Mala Junta», η συνύπαρξη με τόσους καλούς ηθοποιούς μου ξύπνησε αυτή την αγάπη που είχα πάντα για την υποκριτική. Οι θεατρικές μου απόπειρες στην Αργεντινή ήταν πάντα σποραδικές και δεν κατάφερα ποτέ να το σπουδάσω όπως ήθελα. Ίσως το καταφέρω τώρα!
* Πώς γνωριστήκατε και πώς δημιουργήθηκε η ιδέα του χορευτικού ζευγαριού;
Έλλη: Γνωριστήκαμε όταν ο Gabriel ήρθε στην Ελλάδα με τον αργεντίνικο χορευτικό θίασο Tango Malambo. Εγώ διοργάνωνα μιλόνγκα (βραδιά τάνγκο) κάθε Τρίτη στο Μοναστηράκι και τα παιδιά από το θίασο έρχονταν συχνά για να χορέψουν και να διασκεδάσουν κι εκεί γνωριστήκαμε. Έπειτα από χρόνια, συνειδητοποιώντας τις κοινές μας ανάγκες και όνειρα σε σχέση με το χορό και τη διδασκαλία, είπαμε να δοκιμάσουμε να πειραματιστούμε μαζί… και το πείραμα πέτυχε!
Gabriel: Η Ελλη ήταν πια γνωστή σε όλη την Ελλάδα χάρη στη δουλειά της με το τάνγκο όλα αυτά τα χρόνια και χάρη στη μιλόνγκα της κι εγώ μέσα στα δύο χρόνια της παραμονής μου στην Ελλάδα είχα πια μια αναγνωρισιμότητα… Αποφασίσαμε να χορέψουμε μαζί όταν διέκοψα τη συνεργασία μου με την προηγούμενή μου συνεργάτιδα και αφού με την Έλλη είδαμε μπροστά μας μια καλή ευκαιρία για να δημιουργήσουμε ένα χορευτικό ζευγάρι αξιώσεων. Βρεθήκαμε δυο τρεις φορές και είδαμε ότι μπορούσαμε να χορέψουμε μαζί, αλλά πάνω απ’ όλα και οι δύο είχαμε όρεξη να εργαστούμε και να γίνουμε καλύτεροι σ’ αυτό που κάναμε. Όταν ο στόχος είναι κοινός τα πράγματα είναι απλά.
* Το Μπουένος Άιρες τι σηματοδοτεί για σένα, Έλλη;
Μια πόλη όπου βρήκα μεγάλα κομμάτια του εαυτού μου που τα είχα ξεχασμένα. Τη νιώθω σαν δεύτερη πατρίδα μου πια. Είναι μια πόλη που μ’ έκανε να αποδιώξω πολλά στερεότυπά μου. Σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή της ζωής μου.
* Γιατί αγαπάς την Αθήνα και τους Έλληνες, Γκάμπριελ;
Την Ελλάδα πολλοί μπορούν να την αγαπούν χωρίς καν να έχουν πατήσει στο κατώφλι της! Μπορείς να την αγαπήσεις για την ιστορία της, γι’ αυτο που σημαίνει για την ιστορία των πολιτισμών του κόσμου, την τέχνη κ.τ.λ.
Αφότου έμεινα στην Αθήνα άρχισα επίσης ν’ αγαπάω και τη μοντέρνα εκδοχή της. Αυτό έγινε σταδιακά και μαζί με την αγάπη που καλλιέργησα για τους Έλληνες.
Και όταν λέω καλλιέργησα, εννοώ ότι συγχώρεσα κάθε τι που εγώ μπορεί να θεωρούσα σαν μειονέκτημα μιας κοινωνίας, για να μπορέσω να εκτιμήσω τις αρετές που είναι πολλές. Δεν είμαι ο τύπος του μετανάστη που απομονώνεται στην κοινότητά του και δεν συμμετέχει στην κοινωνία. Έρχομαι σε επικοινωνία με τους Έλληνες, τους βλέπω στις μιλόνγκες, στα μαθήματα, στους δρόμους, είναι οι φίλοι μου, οι μαθητές μου, η συνεργάτις μου, οι άνθρωποι που με βοήθησαν να εγκατασταθώ στο πρώτο μου σπίτι όταν πήγα να μείνω μόνος… όλοι αυτοί είναι Έλληνες. Στα τρία χρόνια που ζω εδώ δημιούργησα μια ζωή και δεσμούς που είναι δύσκολο να κοπούν. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω την κοπέλα μου, που είναι κι εκείνη Ελληνίδα.
Η ζωή εδώ είναι όμορφη, έχει ήλιο όπως στην Αργεντινή, υπάρχουν πανέμορφα μέρη, παραλίες, καλό φαγητό!
* Γκάμπριελ, τι σου έκανε εντύπωση στην Ελλάδα, όταν πρωτοήρθες;
Για να είμαι ειλικρινής, εκτός από τη ζώνη της Ακρόπολης που με εντυπωσίασε, η Αθήνα με απογοήτευσε λίγο όταν πρωτοέφτασα. Νόμιζα ότι η Αθήνα θα είχε διατηρήσει την αρχιτεκτονική της, όπως άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Αλλά παρατήρησα ότι είχε ή τα αρχαία ή κτίρια έξι ορόφων. Και σχεδόν τίποτα από κλασική ή πιο παλιά αρχιτεκτονική. Όσον αφορά τον κόσμο, μας έκανε πολλή εντύπωση, σε μένα και τους άλλους Αργεντινούς που ήταν μαζί μου, οι χειρονομίες! Τα ανοιχτά χέρια όταν είναι θυμωμένοι (μούντζα) που για εμάς είναι ένας χαιρετισμός (!) ή η κίνηση του κεφαλιού προς τα πίσω για να υποδηλώσουν το “όχι”. Μας φαίνονταν πολύ αστεία.
Θυμάμαι την έκπληξη των οδηγών όταν τους ζητούσα συγγνώμη που περνούσα το δρόμο απρόσεχτα, ανοίγοντας την παλάμη μου. Τι να σκέφτονταν άραγε;
Ύστερα, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισα να εκτιμώ την πόλη και τις συνήθειές της ολοένα και περισσότερο. Έμαθα γρήγορα να φτιάχνω φραπέ ή ελληνικό καφέ, έμαθα να παίζω τάβλι, ήδη στους τρεις μήνες έπαιζα άνετα με τους Έλληνες που δούλευαν στο θέατρο!
Άρχισαν να μου αρέσουν οι λεωφόροι που οδηγούν στη θάλασσα, εκεί στην Αργυρούπολη όπου μένω. Ακόμα και τα εξαώροφα κτίρια που αρχικά με ενοχλούσαν, με τα μεγάλα μπαλκόνια και τη συνηθισμένη θέα στην Ακρόπολη ή τη θάλασσα ή σε κάποιο βουνό.
Έπειτα ανακάλυψα ότι φεύγοντας από την Αθήνα μπορείς να βρεθείς σ’ ένα παράδεισο χωρίς να έχεις ταξιδέψει πολλά χιλιόμετρα. Είναι μια χώρα πανέμορφη κι ακόμα την ανακαλύπτω και τη γνωρίζω σιγά σιγά.
* Έλλη, έχεις κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση από την Αργεντινή, τα χρόνια που πέρασες εκεί;
Έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από το Μπουένος Αϊρες. Αίσθηση παρακμής μιας λαμπρής μητρόπολης, αίσθηση ξεπεσμού ενός πλούσιου απογόνου, κι όμως εκεί αισθανόμουν σαν να είχα γυρίσει στο σπίτι μου!
Επειδή κάθε φορά που πήγαινα νόμιζα πως ήταν η τελευταία μου φορά, ρουφούσα την κάθε στιγμή που ζούσα.
Θυμάμαι τη συγκίνησή μου όταν πήγα για δεύτερη φορά, με το που έφτασα έξω από το σπίτι που νοίκιαζα έβαλα τα κλάματα από χαρά που κατάφερα να ξαναβρεθώ εκεί στο σπίτι μου!
Θυμάμαι το χαμόγελο, την ευγένεια και το αδιάκοπο φλερτ των Αργεντινών.
Ίσως επειδή όταν πρωτοσυστάθηκε το αργεντίνικο κράτος ο αριθμός των γυναικών ήταν πολύ μικρός σε σχέση με αυτό των ανδρών, ίσως αυτό να έδωσε στη γυναικεία ύπαρξη άλλη αξία στα μάτια των ανδρών. Έτσι θυμάμαι ότι συχνά στο λεωφορείο σηκώνονταν για να καθίσω, μόνο και μόνο επειδή ήμουν γυναίκα. Με έκαναν να νιώθω σαν ένα σπάνιο λουλούδι!
Θυμάμαι επίσης τον απέραντο σεβασμό τους και στους ηλικιωμένους, οι οποίοι καταλαμβάνουν ένα χώρο στην κοινωνία πολύ διαφορετικό απ’ ό, τι εδώ. Βγαίνουν για καφέ, συναντιούνται με τους φίλους τους, χορεύουν και χαίρουν το σεβασμό της νεολαίας ως πιο σοφοί. Αυτό στο χώρο του τάνγκο είναι πολύ έντονο.
Θυμάμαι τη χαριτωμένη φλυαρία των Αργεντινών. Κυρίως των ταξιτζήδων. Ένας χαρακτηριστικά μου είπε μια μέρα που ήμουν κουρασμένη και δεν μιλούσα: Καλά βρε κοπελιά πες καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα… δεν θα σε χρεώσω παραπάνω… Χα, χα!
Ύστερα ήρθε ένα περιστατικό που αμαύρωσε όλα τα υπόλοιπα και μου άφησε ανεξίτηλα σημάδια. Παραβρέθηκα σε μια βίαιη ληστεία…
Άρχισα να παρατηρώ το πλήθος των φτωχών που ζούσαν στις λεγόμενες «villas» αλλά και τους πλούσιους που ζούσαν απομονωμένοι, αλλού σε «country club» ή στο κέντρο της πόλης. Περίεργο κράμα, αλλόκοτο, δύσκολο να το εξηγήσεις σε κάποιον αν δεν το ζήσει. Αγάπη και βία μαζί, φτώχεια και πλούτος μαζί, χαρά και λύπη μαζί.
Χιλιάδες αναμνήσεις από χορό, φεστιβάλ, βόλτες, έρωτες, φαγοπότια…
* Τι κοινό έχουν Έλληνες και Αργεντίνοι;
Έλλη: Μοιάζουν αρκετά σε πολλά πράγματα. Υποκινούνται κυρίως από το συναίσθημά τους όπως κι εμείς. Είναι θερμόαιμοι, ενθουσιώδεις. Τους χαρακτηρίζει η έλλειψη οργάνωσης, συνέπειας. Ενώ δείχνουν αγάπη και πάθος για το σύνολο και την πατρίδα, δυστυχώς πολλές φορές θα προδώσουν το σύνολο για το ατομικό συμφέρον.
Gabriel: Τα μεσογειακά χαρακτηριστικά, ένας τρόπος ομιλίας που έχουν και οι δύο. Όταν μιλούν σαν να φωνάζουν. Είναι χαλαροί σε σχέση με το χρόνο… που στους Ελληνες εκφράζεται με το να πίνουν φραπέ ή να παίζουν τάβλι, ενώ εμείς αντιστοίχως περνάμε το χρόνο μας πίνοντας μάτε (αργεντίνο τσάι) με φίλους. Η τάση για το ξενύχτι, το να αργούμε να τελειώσουμε κάτι ή να καθυστερούμε, δε σεβόμαστε και οι δύο τις διαβάσεις…
Οι Αργεντινοί έχουμε πολλές επιρροές από τους Ιταλούς και τους Ισπανούς, δηλαδή μεσογειακές κουλτούρες που σχετίζονται με κάποιον τρόπο με την Ελλάδα. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά ήταν η απογραφή που επιβεβαίωσε ότι από τα 4, 5 εκατομμύρια κατοίκων τα 2, 3 ήταν μετανάστες, στην πλειονότητά τους Ιταλοί ή Ισπανοί. Φανταστείτε το πώς διαμορφώνουν αυτά τα στοιχεία την κουλτούρα μας. Σήμερα είμαστε 40 εκατομμύρια και η πλειονότητα απόγονοι τουλάχιστον ενός παππού ή προπάππου Ευρωπαίου.
Γιατί το τάνγκο γίνεται πάθος;
Έλλη: Γιατί προσφέρει άπλετα αγκαλιές, τρυφερότητα, μέσα σ’ ένα πλαίσιο υψηλής γνήσιας λαϊκής αισθητικής και τέχνης. Όπως σοφά είπε μια φίλη μου για όσους το κάνουν τρόπο ζωής, “το τάνγκο είναι ένα παυσίπονο”. Όσο διαρκεί ο χορός, εξαφανίζονται σωματικά, ψυχικά προβλήματα και αδειάζει το μυαλό και κάνει πέρα τη μοναξιά. Κι αυτό δίνει μεγάλη ανακούφιση και χαρά σε όποιον το κάνει. Επειδή όμως τα παυσίπονα έπειτα από κάποια ώρα σταματούν να λειτουργούν γι’ αυτό κανείς χρειάζεται συνέχεια να τα παίρνει!
Gabriel: Για πολλούς λόγους και ο καθένας μπορεί να το δει από διαφορετική σκοπιά. Μπορεί να είναι η αγάπη για τη μουσική αυτή, άλλον μπορεί να τον μαγέψει η αγκαλιά, ή το πλήθος των βημάτων που υπάρχουν στο τάνγκο ή για το προσωπικό στοίχημά του να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του και να χορεύει κάθε φορά καλύτερα. Για την ποίηση, για τους τραγουδιστές, για το ιδιαίτερο κλίμα που έχει μια μιλόνγκα, για την ωραία συνήθεια του να ντύνεται κανείς κομψά για να πάει στη μιλόνγκα, για τη χαρά που δίνει το γεγονός ότι οδηγούμε το χορό και μια γυναίκα μας ακολουθεί ή το αντίθετο, δηλαδή πάθος για το να αφήνεσαι να σε οδηγούν, για το να έχεις μια γυναίκα καρφωμένη στο στήθος ενώ ηχούν βιολιά ή μπαντονεόν… ή για όλα αυτά μαζί…
Είναι χορός που χρειάζεται πειθαρχία;
Έλλη: Εξαρτάται πάντα σε τι επίπεδο θέλει να χορεύει κανείς. Όσο πιο δεξιοτέχνης θέλει να γίνει, τόση περισσότερη πειθαρχία χρειάζεται. Το ιδιαίτερο εδώ είναι ότι εκτός από την πειθαρχία που χρειάζεται για οποιοδήποτε άλλο είδος χορού, χρειάζεται και να μάθεις να επικοινωνείς βαθιά με τους άλλους. Να χαλιναγωγήσεις συχνά τον εγωισμό σου. Και ειδικά η γυναίκα καλλιεργεί πολύ τη συγκέντρωση και τα αντανακλαστικά της γιατί ό, τι γίνεται το υπαγορεύει ο εκάστοτε άντρας και γεννιέται εκείνη τη στιγμή!
Gabriel: Παλιά δε μιλούσε κανείς για πειθαρχία γιατί οι άντρες μάθαιναν να χορεύουν στην πράκτικες. Για πολλά χρόνια! Μάθαιναν πρώτα το ρόλο της γυναίκας και όταν τον ήξεραν πια καλά, άρχιζαν να μαθαίνουν αυτόν του άντρα. Το αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν καταπληκτικοί αλλά εμπειρικοί χορευτές που ήξεραν να χορεύουν αλλά όχι να εξηγήσουν αυτό που έκαναν. Γι’ αυτό το τάνγκο όντας ένας χορός του λαού έφτασε να γίνει τόσο περίπλοκος και τεχνικός. Χρόνια εξέλιξης χορευτών οδήγησαν σ’ αυτό. Όλα αυτά χάθηκαν στις μέρες μας, εξαφανίστηκαν οι πράκτικες και σήμερα μαθαίνουμε τάνγκο σε μαθήματα ή κάνοντας πρόβα μόνοι. Δεν υπάρχει χαλαρός χρόνος αν ο στόχος κάποιου είναι να χορέψει καλά μέσα σ’ ένα ή δύο χρόνια… Όχι μόνο χρειάζονται δύο εβδομαδιαία μαθήματα, αλλά και ασκήσεις, πολλή υπομονή και πειθαρχία εκ μέρους των μαθητών για να εκτελέσουν τις ασκήσεις που βάζει ο δάσκαλος, έστω κι αν αυτό σημαίνει να μη διασκεδάσουν για λίγα λεπτά, αλλά να κάνουν την άσκηση που σίγουρα θα τους οδηγήσει στο να μάθουν πιο γρήγορα.
Αν δεν γίνει αυτό, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί σε έξι μήνες τελικά γίνεται σε 4-5 χρόνια, αν γίνει ποτέ…
Μου έτυχαν μαθητές που έρχονταν στο μάθημα έχοντας τέσσερα χρόνια εμπειρία και δεν ήξεραν βασικά στοιχεία του χορού αυτού, και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές φορές διδάσκονται τα βήματα και όχι η τεχνική που είναι πιο δύσκολη και βαρετή, αλλά είναι αυτή που θα σε κάνει να χορέψεις καλά και σε λιγότερο χρόνο. Υπάρχει μια εντύπωση ότι το τάνγκο πρέπει να είναι εύκολο γιατί είναι λαϊκός χορός, αλλά δεν είναι έτσι! Υπήρξε πάντα ένας λεπτομερής χορός και είναι σημαντικό να υπάρχει κάποιος που να μας καθοδηγεί όσον αφορά τα βήματα, τη μουσικότητα, τις παύσεις. Φυσικά στο μάθημα χαλαρώνουμε κιόλας χορεύοντας.
* Ποιο τάνγκο θα ήταν ιδανικό να χορέψουμε τις μέρες της ανασφάλειας; Κάποιο πολύ γρήγορο και ρυθμικό, ίσως;
Έλλη: …Εγώ θα έλεγα ότι οποιοδήποτε τάνγκο θα μας ανακούφιζε γιατί η αγκαλιά είναι αυτή που διώχνει την ανασφάλεια! Αλλά μου θυμίσατε ένα αστείο που είπε ένας φίλος όταν βγήκε ο φόρος για τα ακίνητα… Ότι θα πρέπει πια να χορεύουμε γρήγορα, ρυθμικά και χωρίς παύσεις γιατί όποιος κάνει παύση θα θεωρείται ακίνητο… και θα φορολογηθεί!
Gabriel: Το τάνγκο γεννήθηκε από μια ανάγκη για αγκαλιά. Τα εκατομμύρια των μεταναστών που βρέθηκαν μόνοι τους στη χώρα μου, οι υπεράριθμοι άντρες, όλα αυτά δημιούργησαν την ανάγκη όχι μόνο για σεξουαλική επαφή αλλά και βαθύτερη ένωση και επικοινωνία. Το πρώτο επαναστατικό στοιχείο που προσέφερε ως χορός στον κόσμο το τάνγκο είναι ακριβώς η αγκαλιά. Η αγκαλιά και μέσα της η δημιουργικότητα και ο αυτοσχεδιασμός. Γι’ αυτό δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος τάνγκο για να διαλέξει κανείς, αλλά το τάνγκο από μόνο του μπορεί δώσει φροντίδα σε κάποιον που αισθάνεται άσχημα.
* Το τάνγκο που χορεύετε εσείς είναι κλασικό ή μοντέρνο; Υπάρχουν είδη και κατηγορίες;
Έλλη: Αυτή είναι μεγάλη συζήτηση. Ξεκινώντας από την Ελλάδα να πάω στο Μπουένος Άιρες πίστευα, όπως έχει καλλιεργηθεί στην Ευρώπη ως ιδέα, ότι υπήρχε μοντέρνο τάνγκο. Αυτό πήγα εκεί να συναντήσω, θεωρώντας ότι θα έκανα κάτι νεωτεριστικό, ότι θα μάθω κι άλλες καινούργιες πολύπλοκες φιγούρες, θα βρω καινούργιες σύγχρονες μουσικές. Στο Μπουένος Άιρες απλώς συνειδητοποίησα ότι το τάνγκο είναι ένα. Και απλώς ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τα συναισθήματα του, τις σωματικές του ικανότητες και την εμφάνισή του, του δίνει το προσωπικό του χρώμα. Για λόγους μάρκετινγκ Αργεντινοί χορευτές που ταξίδευαν στην Ευρώπη, στα σόου τους προσέθεταν πολλά στοιχεία σύγχρονου χορού προσπαθώντας να δημιουργήσουν κάποιον νεωτερισμό που θα τους έκανε να διακριθούν περισσότερο από άλλους. Αυτό θεωρώ ότι έκανε κακό στη μετάδοση του τάνγκο ως χορού και ως κουλτούρας. Δημιούργησε ψευδείς εντυπώσεις. Επίσης τείνει να αποκαλείται τάνγκο κάθε μουσικό θέμα όπου ηχεί μπαντονεόν, όπως ας πούμε χιπ χοπ μουσική με άκουσμα μπαντονεόν αποκαλείται τάνγκο. Κι αυτό είναι μια παραποίηση. Ωστόσο στις μέρες μας αυτό αλλάζει καθότι όσοι ταξιδεύουν στην Αργεντινή συναντούν πια το αυθεντικό, το οποίο μόλις το ζήσει κανείς είναι πάντα πιο μαγευτικό από οποιοδήποτε πείραμα. Αυτό συνίσταται κυρίως στην αγκαλιά και την αυθεντική μουσική και ποίηση του τάνγκο. Οπότε η απάντησή μου στην ερώτησή σας είναι ότι χορεύουμε απλώς tango. Ωστόσο, όταν χορεύουμε σε παραστάσεις σε ιταλική σκηνή που πιθανόν χρειάζεται κάποιο στοιχείο παραπάνω για να εξυπηρετήσει την πλοκή ή για να δημιουργηθεί μια ιδέα ή για να φανεί καθαρά και μεγαλύτερη η κίνηση, προσθέτουμε θεατρικά στοιχεία ή στοιχεία από άλλους χορούς και πειραματιζόμαστε. Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι άλλο είναι αυτό και άλλο αυτό που χορεύουμε σε μια μιλόνγκα.
Gabriel: Είναι κλασικό και μοντέρνο. Χορεύουμε το τάνγκο που χορεύει η πλειονότητα των Αργεντίνων. Αν και κάποια στιγμή έγινε μόδα αυτό που αποκαλείται τάνγκο νουέβο, αλλά πέρασε γρήγορα και ο κόσμος ξανααναζήτησε το αυθεντικό. Το τάνγκο της αγκαλιάς, του κομψού περπατήματος, και πάνω απ’ όλα αυτό που προσαρμόζεται σε μια πίστα χορού. Κάθε ζευγάρι πρέπει να μοιραστεί το χώρο του με άλλα ζευγάρια χωρίς να τα ενοχλήσει. Αυτό που κάνουμε είναι και μοντέρνο γιατί δεν χορεύουμε όπως θα χόρευε ένας ηλικιωμένος, είμαστε νέοι και όσο το σώμα μας έχει δυνατότητες, του δίνουμε προκλήσεις χωρίς να σταματάμε ποτέ να χορεύουμε τάνγκο. Απλώς το ανανεώνουμε μέσω της δημιουργικότητας, αλλά όχι μέσα από μια επαναστατική στάση που γίνεται αυτοσκοπός. Μπορεί κανείς να κάνει ό, τι θέλει, να κάνει νεωτερισμούς να χορεύει με το κεφάλι ανάποδα αλλά το σημαντικό είναι να φαίνεται τάνγκο και κυρίως να φαίνεται ότι του αρέσει το τάνγκο!
Συνήθως ποιοι άνθρωποι αγαπούν το τάνγκο και επιδιώκουν να το διδαχτούν;
Έλλη: Αυτό είναι το ωραίο, ότι δεν θα μπορούσα να τους κατηγοριοποιήσω. Είναι άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους με μεγάλη γκάμα στην ηλικία, την οικονομική άνεση, την κοινωνική τάξη και απ’ όλες τις γωνιές της Γης. Το μαγευτικό είναι ότι άνθρωποι με τεράστιες αντιθέσεις έρχονται και συναντιούνται και αγκαλιάζονται!
Στατιστικά η πλειονότητά τους είναι από 25 ετών και άνω, αν και υπάρχουν και πιο νέοι, ενώ στο Μπουένος Άιρες είναι αρκετοί ηλικιωμένοι, βετεράνοι. Θεωρώ ότι όσο μεγαλώνει κανείς τόσο πιο κοντά έρχεται στο τάνγκο, συνδέονται πιο βαθιά μ’ αυτό άνθρωποι που έχουν ζήσει αρκετές εμπειρίες.
Gabriel: Μπορεί να ακουστεί αλαζονικό αλλά απαιτεί κόσμο που να έχει καλό γούστο και κάποια σχετική ευαισθησία για να τον αγγίξει το τάνγκο. Στο τάνγκο δεν ηχούν μπόνγκος ή μαράκες για να σου υποδείξουν το ρυθμό, είναι μια μουσική που παρά τη δημοτικότητά της και τις ρίζες της, έχει μια σχετική φινέτσα. Σήμερα το τάνγκο το ακούν συνήθως άτομα που είναι από 25 χρονών και πάνω. Στην Αργεντινή λέμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί για να καταλάβει κανείς τα λόγια των τάνγκο, πρέπει να έχει ζήσει κάτι από αυτά, να έχει ζήσει έναν έρωτα, να έχει εξαπατηθεί, να έχει εγκαταλείψει τη γειτονιά του ή την πόλη του για να επιστρέψει μετά με μεγαλύτερη αγάπη, όπως εξιστορείται σε πολλούς στίχους. Αλλά αυτό που είναι αξιοπερίεργο είναι ότι ακόμα και στο εξωτερικό όπου δεν καταλαβαίνουν τα λόγια, αυτές οι ηλικίες πλησιάζουν το τάνγκο. Οπότε είναι σαν το τάνγκο να απαιτεί κάποια ωριμότητα. Επίσης απαιτεί κάποια μουσική ευαισθησία, γιατί μιλάμε για μεγάλες ορχήστρες με βιολιά μπαντονεόν, πιάνο…
* Ποιους μουσικούς του τάνγκο θαυμάζετε;
Έλλη: Πολλούς αλλά ενδεικτικά να αναφέρω με σειρά προτεραιότητας τις ορχήστρες των Juan D’ Arienzo, Carlos Di Sarli, Edgardo Donato. Από αυτές που ακόμα είναι ενεργές πιο πολύ μου αρέσει η ορχήστρα Sans Souci του M. Calo και από σύγχρονη μπάντα οι Astillero.
Gabriel: Πολλούς. Είναι πολλοί οι μουσικοί που συνεισέφεραν με τον τρόπο τους στο τάνγκο στο πέρασμα του αιώνα. Παρόλο που οι τελευταίες αλλαγές έγιναν το ’50 και σχεδόν σε άλλη πια κατηγορία το ’60 από τον Piazzolla. Προσωπικά με εκφράζει ο τρόπος που νιώθει το τάνγκο ο Anibal Troilo. Το τάνγκο δεν είναι μόνο ένας χορός ή μόνο μουσική για να ακούσει κανείς ή ποίηση, είναι ένα σύνολο πραγμάτων. Και έτσι φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ο Troilo. Σε αντίθεση με άλλους μουσικούς, ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει για τον κόσμο που χόρευε και πάντα το υπερηφανευόταν. Οι ορχήστρες του ήταν ρυθμικές το ’40 και πιο μελωδικές αργότερα αλλά πάντα είχαν αυτό το χορευτικό φόντο. Έδωσε μεγάλη σημασία στους τραγουδιστές, ήταν ο δημιουργός των ντουέτων (Fiorentino – Marino) και έδωσε μεγάλη σημασία στους στίχους. Συνέθεσε με τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής. Οι στίχοι των τάνγκο του δεν είναι ποτέ φτωχοί. Έτσι η ποιότητά του είναι αδιαπραγμάτευτη σε όλο το φάσμα της καριέρας του. Μπορεί να χορευτεί ή απλώς να ακουστεί. Οι μουσικοί του ήταν πάντα εξαιρετικής ποιότητας και από αυτόν γεννήθηκαν έξοχες φιγούρες. Υπάρχουν κι άλλοι μεγάλοι μουσικοί, όπως De Caro, Pugliese, Di Sarli, D’ Arienzo, Piazzolla.
* Μπορούμε να ανιχνεύσουμε συγγένεια με κάποιο είδος ελληνικής μουσικής; Αν ναι, με ποιο και γιατί;
Έλλη: Το ρεμπέτικο είναι το αντίστοιχο ρεύμα του τάνγκο. Αναπτύχθηκαν την ίδια εποχή και έχουν πολύ κοινή θεματολογία.
Gabriel: Μερικές φορές ακούγοντας ρεμπέτικο νιώθω τα ίδια συναισθήματα. Τη θλίψη, μια μελωδία που πολλές φορές μπορεί να θεωρηθεί νοσταλγική, μια μουσική που φαίνεται ότι γεννήθηκε από μια εργατική τάξη, ίσως έχει κάποια κοινά στοιχεία, γι’ αυτό επίσης λένε ότι μοιάζουμε πολύ.
* Ως χορευτικό ζευγάρι έχετε ανακαλύψει δικές σας αυτοσχεδιαστικές φιγούρες;
Έλλη: Ναι, βέβαια και αυτό είναι η μεγαλύτερη χαρά! Να νιώθεις ότι γεννήθηκε κάτι καινούριο.
Gabriel: Ναι, πολλές φορές στα μισά μιας πρόβας αφήνουμε αυτό που κάναμε για να δούμε αν θα προκύψει κάποιο καινούριο βήμα ή κίνηση που να μας αρέσει. Μερικές φορές το σημειώνουμε και το επαναλαμβάνουμε κι άλλες φορές το ξεχνάμε αμέσως. Αλλά δεν είμαστε οι μόνοι. Το τάνγκο προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, αφού είναι τόσες οι ενώσεις και οι επιλογές που είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή να κάνει κάποιος κάτι που δεν έκανε ποτέ κανείς άλλος, ή τουλάχιστον με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
* Σε μια μιλόνγκα πρέπει να ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες συμπεριφοράς;
Έλλη: Στις μιλόνγκες του Μπουένος Άιρες ακολουθούνται κάποιοι κώδικες, οι οποίοι διευκολύνουν τις συναναστροφές αλλά και το χορό και βοηθούν στην αποφυγή των παρεξηγήσεων. Υπάρχουν οι πιο αυστηρά παραδοσιακές μιλόνγκες όπου τηρούνται αυτοί οι κώδικες και οι πιο χαλαρές. Εδώ στην Ελλάδα από άγνοια κυρίως σπάνια χρησιμοποιούνται οι κώδικες. Προσωπικά μου αρέσουν πολύ οι κώδικες αυτοί και τους θεωρώ πολύ σοφούς.
Ο πιο γνωστός κώδικας είναι το καμπεσέο (νεύμα του κεφαλιού). Η γυναίκα κοιτάζει τον άντρα που θέλει να χορέψει κι εκείνος μόλις το αντιληφθεί της κάνει νεύμα για να μεταβούν στην πίστα. Αν η γυναίκα δεν κοιτάξει τον άντρα, εκείνος δεν μπορεί να τη ζητήσει. Όλα γίνονται σαν μια κρυφή συνεννόηση μεταξύ των δύο. Γι’ αυτό βέβαια αν μια κοπέλα συνομιλεί με κάποιον είναι αγένεια κάποιος να τη ζητήσει για χορό.
Υπάρχει επίσης η έννοια της τάντας, που είναι τέσσερα τάνγκο και ακολουθεί μια μουσική κουρτίνα όπου αλλάζει το κλίμα και η ορχήστρα που θα ηχήσει. Τα ζευγάρια χορεύουν όσα από τα τέσσερα τάνγκο θελήσουν και στη μουσική κουρτίνα κατεβαίνουν από την πίστα για να γίνει αλλαγή ζευγαριών. Σπάνια θα χορέψει κανείς πάνω από δύο τάντες με τον ίδιο άνθρωπο. Και πολλά άλλα που είναι όμορφο να τα μαθαίνει κανείς στην πράξη!
Gabriel: Επίσης υπάρχουν κώδικες για την ίδια την πίστα. Πολλοί τους αγνοούν πιστεύοντας ότι επειδή έχουν εμπειρία και ξέρουν να χορεύουν καλά κάνουν πολλές φιγούρες και πετούν τα πόδια προς πάσα κατεύθυνση. Αλλά βλέπουμε πια πόσο δίκιο είχαν οι παλιοί μιλονγκέρος που απαγόρευαν κάποιες κινήσεις. Φανταστείτε μια κεντρική λεωφόρο στις 5 το απόγευμα χωρίς φανάρια… Θα ήταν ένα χάος. Έτσι δεν είναι;
* Σε ποιους χώρους εμφανίζεστε και πού διδάσκετε;
Έλλη: Παραδίδουμε μαθήματα στη σχολή χορού Athens Ballet Center, που βρίσκεται στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 144, μια σχολή με μεγάλη ιστορία πίσω της και τις πιο όμορφες και μεγάλες αίθουσες χορού στο κέντρο της Αθήνας. Επίσης διδάσκουμε στη σχολή του Μάκη Μπέτση στην Αγία Παρασκευή (Πεντέλης 1). Ταξιδεύουμε αρκετά στην Ελλάδα για σεμινάρια αλλά και στο εξωτερικό. Τα επόμενά μας μεγάλα ταξίδια είναι σε Αγγλία και Τουρκία σε φεστιβάλ χορού.
Gabriel: Τις Κυριακές βραδάκι βρισκόμαστε στη μιλόνγκα «Lo de Elli», club «33 στροφές», πρώην «Taboo», δίπλα στο ξενοδοχείο «Caravel». Επίσης βγαίνουμε συχνά και επισκεπτόμαστε τις μιλόνγκες της Αθήνας, είτε για να χορέψουμε είτε αν είμαστε κουρασμένοι απ’ τα μαθήματα, για να απολαύσουμε τη μουσική!
* Αγαπάτε τα ζώα; Έχετε κατοικίδιο;
Έλλη: Αγαπώ πολύ τα ζώα, αλλά τα προτιμώ ελεύθερα στη φύση. Ο παππούς μου είχε πολλά ζώα και από μικρή τα περιεργαζόμουν, πρόβατα, σκυλάκια, γατάκια, κατσίκια, γουρουνάκια. Η μαμά μου με κορόιδευε ότι χόρευα μπαλέτο για να διώχνω τις κότες όταν με πλησίαζαν. Το αγαπημένο μας οικογενειακό ζώο είναι νομίζω η Ομορφούλα, ένα άλογο ιπποδρόμου. Την έδωσαν στον μπαμπά μου ενώ ήταν κατεστραμμένη από τα αναβολικά. Την αποτοξίνωσε στους αγρούς με πολύ κόπο και σήμερα έπειτα από χρόνια φροντίδας θα γίνει για δεύτερη φορά μαμά και θα μας χαρίσει το δεύτερό της αλογάκι!
Gabriel: Ο πρώτος μου σκύλος ήταν ένας Dogo αργεντίνικος, πανέμορφος, κάτασπρος. Πέθανε όταν ήμουν 7 χρονών, ήμασταν συνομήλικοι. Με εμπόδιζε όταν ήμουν μωρό μόλις ήθελα να ανέβω σε μια σκάλα στο αίθριο του σπιτιού… Είχε καταλάβει από τους γονείς μου ότι με απέτρεπαν λέγοντάς μου «όχι» και με προστάτευε! Την τελευταία μου σκυλίτσα τη βρήκα όταν ήταν κουταβάκι στο δρόμο. Ήμουν 12 χρονών και τη φέραμε μαζί μ’ ένα φίλο ως το σπίτι. Έπεισα τους γονείς μου που δεν ήθελαν καθόλου να την κρατήσουμε. Τη λυπήθηκαν και τελικά τη δέχτηκαν, με τον όρο ότι εγώ θα αναλάμβανα να τη βγάζω βόλτα κάθε μέρα και να την ταΐζω. Και έτσι έγινε στην αρχή έως ότου από δική μου έγινε όλης της οικογένειας. Πέθανε όταν πια έμενα στο Μπουένος Άιρες στα 24 μου χρόνια. Ήδη ήταν δύσκολα από πριν αλλά όταν επέστρεφα από το Μπουένος Άιρες γινόταν καλά και κουνούσε την ουρά! Μέχρι που μια μέρα απεβίωσε. Δεν ξαναείχα σκυλάκια από τότε αλλά δεν θα έβαζα ποτέ ένα σκύλο σε ένα διαμέρισμα. Νομίζω ότι τα ζώα πρέπει να τα έχουμε σε ανοιχτούς χώρους με κήπο ή αίθριο και να τους αφιερώνουμε χρόνο. Αν δεν έχουμε χρόνο, καλύτερα είναι να μην έχουμε και ζώα.