Σ’ εκείνο το δωματιάκι, λοιπόν, άρχισα να γράφω ιστορίες. Τώρα καταλαβαίνω ότι ανέκαθεν η τέχνη του καιρού μας, αυτή η δυνατή και αποδιαρθρωμένη τέχνη, γεννιέται πάντα από την προσωπική μας διάλυση, από την αγωνία μας και από τη δυσαρέσκειά μας. Ένα είδος απόπειρας συμφιλίωσης με τον κόσμο της ράτσας των εύθραυστων, ανήσυχων και γεμάτων επιθυμίες πλασμάτων, που είναι οι άνθρωποι. Τα ζώα δεν χρειάζονται αυτήν τη μεσολάβηση της τέχνης· τους αρκεί που ζουν, καθώς η ύπαρξή τους εξελίσσεται αρμονικά με την ικανοποίηση των αταβιστικών τους αναγκών. Το πουλί αρκείται σε μερικούς σπόρους ή σκουλήκια, ένα δέντρο για να φτιάξει τη φωλιά του και τους μεγάλους χώρους να πετά· και η ζωή του, από τη γέννησή του ως το θάνατό του, κυλά μ’ έναν ευτυχή ρυθμό, που δεν απογοητεύεται ποτέ ούτε από τη μεταφυσική απογοήτευση ούτε από την τρέλα.
Ο άνθρωπος όμως από τη στιγμή που σηκώθηκε στα δύο πίσω πόδια του κι έφτιαξε ένα τσεκούρι με μια κοφτερή πέτρα, δημιούργησε μεν τις βάσεις του μεγαλείου του, αλλά ταυτόχρονα και τις ρίζες του άγχους του, επειδή με τα χέρια του και τα εργαλεία που έφτιαχνε με τα χέρια του, έμελλε να ανεγείρει εκείνη την τόσο στέρεη και παράξενη κατασκευή που ονομάζεται κουλτούρα, για να αρχίσει έτσι η μεγάλη διάλυσή του, αφού είχε πάψει μεν να είναι ένα απλό ζώο, χωρίς ωστόσο να γίνει θεός που του υπέβαλλε το πνεύμα του. Θα είναι αυτό το δισυπόστατο και δυστυχισμένο πλάσμα που κινείται και ζει ανάμεσα στη γη των ζώων και τον ουρανό των θεών του, που θα έχει χάσει τον επίγειο παράδεισο της αθωότητάς του, χωρίς να έχει κερδίσει τον ουράνιο παράδεισο της απολύτρωσής του· θα είναι αυτό το πονεμένο και άρρωστο στο μυαλό πλάσμα, που θα αναρωτηθεί για πρώτη φορά για το γιατί της ύπαρξής του. Κι έτσι, τα χέρια κι ύστερα εκείνο το τσεκούρι, εκείνη τη φωτιά κι αργότερα η επιστήμη και η τεχνική θα έσκαβαν κάθε μέρα και περισσότερο την άβυσσο που θα τον χώριζε από τη ράτσα της προέλευσής του και από τη ζωτική του ευτυχία. Και η πόλη θα αποτελέσει στο τέλος την τελική φάση της ξέφρενης πορείας του, την ύψιστη έκφραση της αλαζονείας του και τη μέγιστη μορφή της αλλοτρίωσής του.
Και τότε, πλάσματα στενοχωρημένα, μισότυφλα και μισότρελα, αγωνίζονται ψηλαφητά να ξαναβρούν εκείνη τη χαμένη αρμονία με το μυστήριο και το αίμα, ζωγραφίζοντας ή γράφοντας μια διαφορετική πραγματικότητα που συχνά μοιάζει φανταστική και παρανοϊκή, αλλά που, πράγμα περίεργο, πρόκειται να είναι πιο βαθιά από την καθημερινή πραγματικότητα. Και, έτσι, ονειρευόμενοι και για τους άλλους οι καλλιτέχνες, αυτά τα εύθραυστα πλάσματα, κατορθώνουν να αρθούν πάνω από την προσωπική τους δυστυχία και γίνονται ερμηνευτές και σωτήρες (πονεμένοι) του συλλογικού πεπρωμένου. H δυστυχία μου όμως ήταν πάντα διπλή, επειδή η αδυναμία μου, το παθητικό πνεύμα μου, η αναποφασιστικότητά μου και η αβουλία μου με εμπόδιζαν να κατακτήσω εκείνη τη νέα τάξη πραγμάτων, εκείνο τον Νέο Κόσμο, που είναι το έργο τέχνης· και κατέληγα πάντα να πέφτω από τις σκαλωσιές εκείνου του ποθητού οικοδομήματος που θα με έσωζε. Πέφτοντας, κακοποιημένος, και διπλά θλιμμένος, έτρεχα και πάλι να βρω τα απλά ανθρώπινα όντα.
Ernesto Sabato, Περί ηρωών και τάφων, σελ. 564-566, μτφρ.: Μανώλης Παπαδολαμπάκης, Εκδόσεις Εξάντας, 1986
- Εικόνα: Beth Conklin: i must become a lion hearted girl