Ιστορία μιας γάτας
Του Εμμανουήλ Ροΐδη
Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλον παρά τον εαυτόν του ν’ αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι πάντοιαι του σκύλλου αρεταί. Εις προγενέστερον έργον μου επροσπάθησα ν’ αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της τοιαύτης περί των Αλεξανδρινών γνώμης και, προ πάντων, πόσον είναι άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανομοίων, οία η εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της νεοπλατωνικής διανοίας (1).
Τούτο είναι περίπου το αυτό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα, ως μη φαγώσιμος, η αηδών. Καθ’ όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου όταν ούτος τον δέρη, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκέδαση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακριβέστατα. Ουδείς ποτέ ούτε δι’ αμοιβής ούτε διά ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ’ οι τοιαύτα παρ’ αυτού απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαίνεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών (filins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστορίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο το κάλλος του σώματος και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος θείων τιμών.
Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευσαν ως Απόλλωνα υπό το σχήμα γαιοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του κάλλους. Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ’ αυτών κατ’ ακριβή αναλογίαν της ομοιότητος προς τα αιλουροειδή, του σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ροδίνου χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητος του πατήματος, της χάριτος και της ευκινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο, κατά τον Διόδωρον, νηπιόθεν αι κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, διά της αναρτήσεως εις τον τράχηλον μεταλλίου φέροντος την εικόνα της Αιγυπτίας Αφροδίτης, κατά δε τον Διόδωρον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυπτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους αυτούς τόπους το είδωλον του Χρυσού Γάτου, ουδ’ έπαυσαν μετά την αποκάλυψιν του ενός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριότητος και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλλον. Αλλά την αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου λαού οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηδοί και Βανδήλοι, οι αναγράψαντες εις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα του γάτου, ως του μόνου πλάσματος το οποίον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως και να υποδουλωθή.
Τοιούτος ων, μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει ο γάτος να φιλοξενηθή παρ’ ημίν. Αλλ’ αν δεν δέχεται ως τ’ άλλα ζώα να δουλεύση, έπεται άρα εκ τούτου ότι δεν δύναται ουδ’ ως φίλος ν’ αγαπήση; Ο τοιούτος ισχυρισμός αδύνατον είνε να στηριχθή εις τα διδάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών, το υπό τοσούτων αναμασηθέν ψιττακών, ουδέν άλλο απ’ αρχής έως τέλους είνε παρά συρραφή συκοφαντιών. Δεν ενθυμούμαι τις κριτικός, θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί αυτού ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθηναίοι τον Φίλιππον εν Χαιρωνεία, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον Βυφών, όστις περί ουδενός άλλου φροντίζων παρά πώς να διαπρέψη ως ρήτωρ, δεν εδίστασε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου διά τον μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αναθέσεως προς ανάδειξιν του εγκωμίου του σκύλλου.
Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον ακριβέστερος, απεδείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν (Bunnyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω, ως απήτει η δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς, υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλλον, ως τέλειον πάσης χριστιανικής αρετής και ακριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητος, λήθης των ύβρεων και αγάπης και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν’ αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του δεν είναι βεβαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν’ αγαπηθή παρ’ αυτού δεν αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλλά πρέπει και να μη λησμονή ότι ρέει εις τας φλέβας του αίμα βασιλικόν, προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλαβείας. Φύσει ων αριστοκρατικός, αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα, την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου αυτού ανεξαρτησίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατά μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχήλου, διά να τοποθετηθή επ’ αυτών ως δέμα. Προσκαλούμενος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ’ ευθείαν, αλλά μετά τινά αναβολήν και δι’ ελιγμού, ωσεί θέλων ν’ αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλλου και παντός άλλου ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας, αναπαυόμενος παρά την εστίαν, ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του παραθύρου, αλλά θεωρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν η θύρα, άμα επιθυμήση να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις, σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν, επροτίμησε να κόψη διά ψαλλίδος την άκραν του ενδύματος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ’ αυτού αποκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.
Εις τους ούτως αγαπώντας αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην, ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιοθέτησαν γάτους γεροντοκόραι και μετ’ αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είνε ότι οι πλείστοι τούτων, και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί και καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλλου τον γάτον. Παραλείποντες τους αρχαίους, αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον Καρδινάλιον Ριχελιέ, τον Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλον, τον Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Εδγάρδον Πόου, τον Θεόφιλον Γκωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οίτινες πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς και αντηγαπήθησαν παρ’ αυτών ολοψύχως. Ουδ’ είναι ανάγκη ν’ ανατρέχωμεν, προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης, εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ’ επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν’ αποθάνη και εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι του κύριον Τρικούπην.
Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών επεχείρησαν τινές να υποτιμήσωσιν, ονομάζοντες αυτήν διαστροφήν, ως την όρεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταιρών. Το βέβαιον είναι ότι, αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντροφιά μετ’ αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύλλοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είνε ως να μη υπήρχον. Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν’ ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την κατεβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα ως αν ήθελε να την συλλάβη. Όταν δ’ επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων.
Γνωστόν είνε ότι ο σκύλλος του Νεύτωνος Αδάμας, ανατρέψας τον λύχνον επί χειρογράφων, έγινε παραίτιος ν’ απολεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ’ εκ της περιφοράς του γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε μελάνης ούτε πετρελαίου. Το βάδισμα του ενθυμίζει τον επί αυγών χορόν των Ισπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι’ αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις ούτε τα κρίνα. Άλλοτε πάλιν, αφού διά μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα κατόπτρου εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ’ αριστοκρατικήν τινά επιφύλαξιν και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είνε πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους γράφοντας υπόμνησιν ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην διά την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να προσθέσω εις τ’ ανωτέρω και το εξής ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ ανικανότητος να συρράψη άλλην περίοδον μετά προηγουμένης, έρχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς, ως αν ήθελε να με ειδοποιηθή ότι προτιμότερον είνε να υπάγω να κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.
Απορίας άξιον είνε πως ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να παρατηρήση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων παρατηρουμένην προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είνε ανωτέρα του γάτου, όσον τουλάχιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη πρέπει ίσως να αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευπαθή, ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον είνε ν’ αναδεικνύωνται εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Διά τον αυτόν λόγον, διά τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να είνε και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα διηγούνται ο Καραμζίνος και ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευθέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών της Πολωνίας, βέβαιον όμως είνε ότι η γάτα καταχράται κάπως την υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα άλλον υποτάσσεται πλην της ορέξεως αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ’ αρέσκεται να σύρη όπισθεν της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Και όμως, ούσα το ηδυπαθέστατον των ζώων, είνε συγχρόνως και το μόνον το προικισθέν υπό του δημιουργού διά του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς. Ουδείς είδε ποτέ γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διαβατού, ως πράττουσιν αι σκύλλοι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ’ άλλα αδιάντροπο κτήνη, αλλά ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απατήτων κορυφών. Διά τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην, αλλά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην επί των ακρωρειών του Λάκμονος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι εις τινάς εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η υπερτάτη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι σφαζομένης (2). Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ’ αυτή αναπτύξεως του νευρικού συστήματος είνε η κλίσις προς την μουσικήν. Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημονικώς ο Γκρέυ, ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η συγκίνησις την οποίαν προξενούσιν εις τινάς γαλάς αι λιγυραί μελωδίαι, φθάνει ενίοτε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν φαίνεται υπό πάσαν έποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αύτη αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ρόδινους πόδας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων.
Τοιαύτη ακριβώς ήτο η ηρωίς του παρόντος διηγήματος Συριανή γάτα, συνυπότροφός μου εις το ήδη μνημονευθέν Λύκειον του Ευαγγελίδου και φέρουσα το όνομα Σεμίρα. Το γλαυκόν χρώμα των οφθαλμών και το τρίχρουν του τριχώματος αυτής καθίστανον πιθανήν την υπόθεσιν ότι ήτο γένους μικτού. Ο εις εκ των γονέων της κατήγετο πιθανώς από την Άγκυραν, ο δε άλλος από τα κεραμίδια. Πολλοί μεταξύ των συμμαθητών μου ήσαν οι επιδιώκοντες την εύνοιαν και την συντροφίαν της εύμορφης Σεμίρας, προ πάντων τον χειμώνα, εις τους παγερούς κοιτώνας του Λυκείου. Τους αντιζήλους τούτους είχον κατορθώση να παραγκωνίσω, δι’ ανωτέρας προσφοράς λιχνευμάτων, τεχνικωτέρου ξυσίματος της κεφαλής και προ πάντων διά της χρήσεως του γατικού αγαποχόρτου, της βαλεριάνας δηλαδή, ως την λέγουσιν οι Φράγκοι, ή του φου, ως την ωνόμαζον οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί, οι ουδόλως εντρεπόμενοι, ως οι σημερινοί, να μεταχειρίζωνται ξένας ακλίτους λέξεις. Η οσμή του χόρτου τούτου υπεραρέσκει όχι μόνον εις τας γαλάς, αλλά και εις πολλάς κυρίας και ιδίως τας πρεσβυτέρας Αθηναίας, ως κάλλιστα εγνώριζεν ο αοίδιμος γυναικολόγος Βενιζέλος, ο αναμιγνύων βαλεριάναν εις όλας του ανεξαιρέτως τας συνταγάς, όπως ο Ρηγόπουλος εις όλας του τας αγορεύσεις τον Νιαγάραν.
Χάρις εις το χόρτον τούτο και την μοναδικήν σύμπτωσιν παντοίων άλλων ευνοϊκών περιστάσεων, υπήρξα επί τινάς εβδομάδας το ευτυχέστερον υπό τον ήλιον ανθρωπάριον. Ο διευθυντής του Λυκείου διέσχιζε κατ’ εντολήν του μακαρίτου βασιλέως Όθωνος τον Ατλαντικόν, μεταβαίνων να κηρύξη εις τους Αμερικανούς το ευαγγέλιον της Μεγάλης Ιδέας· παρά του Γερμανού μετοίκου Μπεκ, πατρός, νομίζω, του ημετέρου βιβλιοπώλου, είχε συστηθή προ μικρού το πρώτον της Ελλάδος δανειστήριον γαλλικών βιβλίων αντί συνδρομής τριών κατά μήνα δραχμών και άλλας τόσας είχον δαπανήσει εις λαθραίαν προμήθειαν κηρίων. Οι δύο σύνοικοί μου, παθόντες ιλαράν, ευρίσκοντο εις το θεραπευτήριον, ώστε ήμην απόλυτος κύριος του θαλάμου μου. Η τοιαύτη μόνωσις και ανεξαρτησία είνε η γλυκυτάτη των απολαύσεων διά δυστυχή υπότροφον σχολείου καταδικασμένον εις άπαυστον καταναγκαστικήν συγχρώτισιν με παντός είδους συντρόφους. Εις τον θάλαμον εκείνον, παράπλευρον έχων την Σεμίραν, διήλθον τας ευτυχεστάτας του βίου μου αΰπνους νύκτας, αναγινώσκων πρώτην φοράν τους Τρεις Σωματοφύλακας, τον Μοντεχρίστον, τον Ουσκόκ και τα άλλα αλησμόνητα της εποχής εκείνης έργα, τα υπερέχοντα ψυχολογήματα του Βουρζέ και τα φυσιολογήματα του Ζολά όσον η Νόρμα, η Σονάμπουλα και η Λουκία, τα σοφά γυμνάσματα του Αμβρουάζ Θωμά και του Σαμάρα. Εις την υπέροχον των αναγνωσμάτων εκείνων αξίαν πρέπει να προστεθή της δωδεκαετούς μου φαντασίας η παρθενία. Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος, και η αγρυπνία παρετείνετο πολλάκις μέχρις ου αντήχει το άσμα των σαλεπιτζήδων, των πετεινών, των λαχανοφόρων γαϊδάρων και των άλλων προδρόμων της ροδοδακτύλου Ηούς.
Η χαριτόβρυτος εν τούτοις Σεμίρα είχε θανάσιμον εντός του Λυκείου εχθράν. Αύτη ήτο η από τινών μηνών εκτελούσα έργα οικονόμου. Προτιμών να σιωπήσω το όνομα της γυναικός ταύτης, αρκούμαι να είπω ότι την είχον μεταβαπτίσει Λάμιαν οι μαθηταί. Πατρίδα είχε την Ύδραν και ηλικίαν φθινοπωρινήν. Αλβανή προφανώς το γένος, με ανάστημα δίπηχυ και ώμους αχθοφορικούς, ωμοίαζε Λιάπην γυναικοφορεμένον. Προς συμπλήρωσιν της περιγραφής της αρκεί να προσθέσω ότι από τας περιζητήτους υπό των αρχαίων ομοιότητας της γυναικός προς γαλήν δεν είχεν η Λάμια παρά μίαν, όχι βεβαίως την ευκαμψίαν, την λειότητα, την χάριν ή το ρόδινον χρώμα του χείλους, αλλά μόνον ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ’ ήτο χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήρ. Προς εκτίμησιν αυτού δύναται να χρησιμεύση ότι, μη θεωρούσα τον μύστακα και τα σαρανταπέντε τουλάχιστον έτη της ικανά να εμπνεύσωσιν επαρκή σεβασμόν, εθεώρει πρέπον να προσφέρεται μετά περισσής σοβαρότητος και αιδημοσύνης με τους ουδόλως βλέποντας προς το επιθυμήσαι αυτής. Ο φόβος της των ασέμνων θεαμάτων ήτο τοσούτος ώστε, λησμονούσα ότι και αυταί αι καλογραίαι θεωρούσι τους πάσχοντας ως ουδετέρους, ουδ’ εις εξαετές παιδάριον έστεργε να επιθέση κατάπλασμα, περί δε κλύσματος ουδέ λόγος ηδύνατο να γείνη. Αντί όμως αυξήσεως σεβασμού ουδέν άλλο εκ της τοσαύτης επιδείξεως σεμνότητος παρά των μαθητών απελάμβανε παρά καθημερινάς πεζάς τε και εμμέτρους διακαούς έρωτος δηλώσεις. Τας επιστολάς ταύτας, διά των οποίων ανυμνούντο υπέρ παν άλλο των θελγήτρων της του μύστακος αυτής αι τρίχες, έσπευδε μετ’ αιδήμονος αγανακτήσεως να καταγγείλη εις τον προσωρινόν διευθυντήν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον και αγαθώτατον Γερμανόν, μ’ εύθυμον διάθεσιν και μύτην κόκκινην μετά το γεύμα. Τοιούτος ων, δυσκόλως κατώρθωνε να κράτηση τον γέλωτα όταν επέπληττε τον ένοχον, εις τον οποίον επέβαλλε να ζητήση συγγνώμην από την αξιότιμον δεσποινίδα ενώπιον όλων του των συμμαθητών. Αι σκηναί εκείναι δημοσίας αιτήσεως συγγνώμης ήσαν όντως διασκεδαστικαί. Ακριβά όμως επλήρωναν οι δυστυχείς υπότροφοι την διασκέδασιν εκείνην. Η Λάμια ήτο τότε απόλυτος και ανεξέλεγκτος του Λυκείου τροφοδότις, η δε τροφή ήτο μεν κατά την καθιερωμένην φράσιν υγιεινή και αρκούσα, αλλά, και όπως εις όλα τα σχολεία, τα αρεστότερα του γεύματος συστατικά ήσαν ο πρόσφατος άρτος και τα οπωρικά. Τα τελευταία ταύτα είχε προγράψη ο φόβος της μαστιζούσης ήδη τας Αθήνας ασιατικής ή μάλλον αγγλογαλλικής χολέρας, τα δε ψωμία εφεύρε προς επίδειξιν οικονομικής δεινότητος η Λάμια να κλείη, επιστρέφοντα εκ του φούρνου, επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας εις υψηλόν ερμάριον διά να δαμάσουν, ως αι πέρδικες και οι φασιανοί, ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγώτερος άρτος όταν είνε ξηρός. Η εφεύρεσις αύτη και ο περιορισμός των αλλαγών υποκαμίσου εις δύο την εβδομάδα μετέβαλον εις αγανάκτησιν την ευθυμίαν των μαθητών, οίτινες συνελθόντες εις μυστικόν συνέδριον απεφάσισαν παμψηφεί ν’ αναθέσωσι την εκδίκησιν αυτών εις την Σεμίραν.
Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν ότι η τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις την αυλήν, με την χείρα στους οφθαλμούς διά να μη τους σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της. Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη. Πλην της ήδη υμνηθείσης σεμνότητος πολλά άλλα επεδείκνυε προς επιτυχίαν του ποθούμενου προσόντα, εργατικότητα, ολιγάρκειαν, μαγειρικήν τέχνην, χειροτεχνήματα και νοικοκυρωσύνην, δραστηριώτερον όμως πάντων τούτων δελέασμα ενόμιζε την επίδειξιν της κλίνης της. Αληθές είνε ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος, σιδηρά, ευρύχωρος, μ’ επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος ασπαζομένων τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσίδια. Τας άκρας της άνω σινδόνας εστόλιζε κόκκινος μαίανδρος και άλλος πλατύτερος τα παραπετάσματα· τα εφαπλώματα ήσαν μεταξωτά και το εκ πτερού σκέπασμα των ποδών άνωθεν κεντητόν με υπόραμμα εκ χρυσίζοντος ατλαζίου. Εις δε τον τοίχον εθάμβωνε την όρασιν χρυσάργυρος Παναγία μ’ ερυθράν κάτωθεν κανδήλαν· ουδ’ έλειπαν τα βάγια, τα φυλακτά, οι σταυροί και η κογχύλη του Παναγίου Τάφου. Αλλά το προ πάντων διακρίνον την κοίτην εκείνην από πάσαν άλλην είνε ότι ουδείς ουδέποτε ούτε νύκτα ούτε ημέραν επ’ αυτής ανεπαύθη. Η Λάμια εκοιμάτο εις παρακείμενον σοφάν, η δε ωραία εκείνη κλίνη τής εχρησίμευε διά να γυμνάζεται εις κεντήματα, να την καλλωπίζη, να την καμαρώνη και να την επιδεικνύη εις τους επισκέπτας της, μέχρις ου ευρεθή ο προσφερόμενος να συναναβώσιν ομού επ’ αυτής, με την άδειαν του Δεσπότη και την ευλογίαν του Παπά. Ως καταλληλότατος προς τούτο εθεωρείτο από τινός χρόνου υπ’ αυτής ο παντοπώλης του Λυκείου, χήρος μισοκαιρίτης, τον οποίον εδέχετο την Κυριακήν μετά την λειτουργίαν εις τον νυμφώνα της προς τακτοποίησιν του λογαριασμού της εβδομάδος, αφίνουσα διά το ασκανδάλιστον ορθάνοικτον και τον χειμώνα την θύραν.
Τω καιρώ εκείνω ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζαν, με συμπάθειο, ξεβράκωμα. Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού. Παρασυρθείς υπό του ρεύματος επαρουσιάσθη Κυριακήν τινά και ο Βακάλης εις την πρωινήν του επίσκεψιν μετημφιεσμένος εις Ευρωπαίον από κορυφής μέχρι ποδών. Όπως πας άλλος νεόφραγκος, επόμενον ήτο να φαίνεται και ούτος γελοιωδέστατος κατά τας πρώτας του ξεβρακώματος ημέρας· οι καγχασμοί των μαθητών ηκούσθησαν έως το Νησάκι. Πολύ όμως διάφορος ήτο η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν η μετένδυσις εις την Λάμιαν, ήτις από της ημέρας εκείνης ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά ν’ απαρνηθή κι εκείνη το πάτριον τσεμπέρι και κοντογούνι. Ουδ’ εβράδυνε να μεταβή από τους λόγους εις τα έργα ή μάλλον εις τα εμπορικά προς προμήθειαν του πρώτου υλικού της μεταμορφώσεως. Το μαλλινομέταξον του φορέματος, η τότε απαραίτητος πελερίνα, η πόλκα, το μαλακώφ ή πυγόκοσμος, ως τον είχεν εξελληνίση ο καθηγητής του Συριανού γυμνασίου κύριος Φαρδούλης, τα θηλυκωτά υποδήματα και τ’ άλλα ευρέθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Το μόνον απαιτούν μεγάλην συλλογήν ήτο το καπέλον. Το τότε κάλυμμα της κεφαλής των κυριών δεν ήτο, όπως σήμερον, εν τίποτε κοστίζον εκατόν φράγκα, αλλ’ υψηλόν, πλατύγυρον και πολύπλοκον οικοδόμημα, εκ χαρτονιού, σιδηρού σύρματος, βελούδου, ανθέων και πτερών, μετέχον πύργου, κήπου και πτηνοτροφείου. Εις την Σύρον μάλιστα εβασίλευον ακόμη αι γιγάντειαι παμίλαι του Λουδοβίκου Φιλίππου, καίτοι από τρία ήδη έτη εβασίλευεν εις Παρισίους ο Λουδοβίκος Ναπολέων. Αλλ’ επί τέλους συνετελέσθη και του πίλου η κατασκευή καθ’ όλους τους κανόνας της γαλλοσυριανής τέχνης. Ήτο από βελούδον βαθυπράσινον, και ούτε άνθη του έλειπαν ούτε ουραί στρουθοκαμήλων. Ούτω Σαββατιανήν τινά εσπέραν, μετά πολλούς κόπους και δρόμους, ο περίφημος πίλος ευρίσκετο εντός χάρτινου κουτίου επί της ιματιοθήκης, τα ενδύματα ηπλωμένα εν τάξει και συμμετρία επί της παρθενικής κλίνης, και πλησίον αυτών τα στιλπνά υποδήματα και τα μεταξωτά χειρόκτια, όλα έτοιμα διά την αυριανήν μεταμόρφωσιν της Λάμιας εις Ευρωπαίαν. Αλλ’ έτοιμη ήτο και η Σεμίρα.
Ο λόγος της τοσαύτης κατά του χαριτοβρύτου τούτου πλάσματος έχθρας της οικονόμου ήτο ότι, ως όλαι αι γάται και μάλλον πάσης άλλης, υπερηγάπα η ιδική μας την ζέστην και το άπλωμα εις τα μαλακά. Τούτων το άκρον άωτον δεν ηδύνατο να εύρη παρά μόνον εις την μεγαλοπρεπή εκείνην κλίνην. Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ’ απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πούπουλον επάνω εις την ράχιν. Η Λάμια μία μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς. Αλλ’ ουδέν άλλο κατώρθωσε διά της ράβδου της να την διδάξη, παρά μόνον να φυλάττεται, ουχί όμως και ν’ απέχη του μεταξοστρώτου εκείνου παραδείσου. Έκτοτε εξηκολούθουν καθημερινώς της γάτας αι υπό το σκέπασμα κατακλίσεις και της γυναικός αι μάταιαι καταδιώξεις. Η τοιαύτη καθ’ εκάστην και κατά την αυτήν σχεδόν ώραν μονομαχία συγκατελέγετο μεταξύ των τακτικών διασκεδάσεων των υποτρόφων. Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πούπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην· αλλά καθ’ ην ακριβώς στιγμήν υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι’ ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι. Αν δε και εκεί απειλείτο διά βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ’ αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον εις τα κεραμίδια, δι’ αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.
Την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν ο υποδειχθείς διά λαχνού συνωμότης, ωφελούμενος της στιγμής καθ’ ην υπέβαλεν η οικονόμος την συνήθη έκθεσίν της εις τον διευθυντήν, εισήρχετο λαθραίως εις τον κοιτώνα της, έπραττεν εκεί υπό το φως της κανδήλας τα προαποφασισθέντα και κατώρθωνε να εξέλθη απαρατήρητος. Οι άλλοι παρέμενον εις τον διάδρομον και το εστιατόριον, διότι επλησίαζεν η ώρα του δείπνου. Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πανιά, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ’ εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκύτταξεν ημάς αγρίως. Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά της κουντούρια και σφίγγουσα διά της μιας χειρός το σκουπόξυλον και διά της άλλης την καρδίαν της, διά να κατασιγάση τους παλμούς αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος και φοβερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής, και ο λόφος έμενεν ασάλευτος. Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη εν ήσυχον μιάου-μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους. Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς το μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι, χασμωμένη ως αν είχε διακοπή ο ύπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα.
Τι λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσαν; Ότε υπό απαισίου κατεχόμενη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ’ αυτό, αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλει εις άμορφον πήτταν βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών. Ουδέ του Θυέστου, όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ’ η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ’ ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ’ αυτού του κυρίου Φαβρικίου. Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ’ ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα. Θέλων να την καθησύχαση, ανήγγειλεν ο αγαθός διευθυντής ότι θα προβή την επιούσαν εις ανακρίσεις προς ανακάλυψιν και τιμωρίαν του ενόχου. Αι ανακρίσεις ενηργήθησαν, αλλ’ αδύνατον υπήρξε να ευρεθή ο τοποθετήσας υπό το σκέπασμα τον κοπανηθέντα πίλον. Τούτο δικαιούμεθα να θεωρήσωμεν ως μέγα δι’ αυτόν ευτύχημα, διότι τρεις ημέρας έπειτα ανεσύρετο νεκρά εκ του φρέατος η δυστυχής Σεμίρα.
***
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, γεννήθηκε στην Ερμούπολη στις 28 Ιουνίου 1836 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου του 1904.
***
1. Βλέπε: Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Μπαρτ άρθρον «Αλεξανδρινή Σχολή».
2. Των κραυγών τούτων υπάρχει και άλλη τις πεζοτέρα ανατομική εξήγησις, την οποίαν δύναται ο βουλόμενος να εύρη εις τα ειδικά συγγράμματα.