6.8 C
Athens
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου και ο Ελαιών των Αθηνών

«Από την σιωπήν του Ελαιώνος ας υψωθή η φωνή μου.
Από την μικράν συστάδα των δένδρων που αριθμούν με αιώνας
ό,τι τα άλλα δένδρα αριθμούν με χρόνια·
είναι τ’ απομεινάρια των ιερών κορμών που εγνώρισαν την Αθηνά και τον Σωκράτη·
είναι τα «αγήρατα φυτεύματα» που ύμνησεν ο Σοφοκλής…»
Δημήτριος Καμπούρογλου, 1920

Ferdinand Stademann, Άποψη της δυτικής Αθήνας από το λόφο των Νυμφών, 1853

Ο Λόγγος της Αττικής

Ο Ελαιώνας της Αθήνας ως τις αρχές του 20ού αιώνα λεγόταν και Λόγγος. Ελαιώνας και Λόγγος, λοιπόν, ήταν ταυτόσημες έννοιες, που δήλωναν την πυκνοφυτεμένη με ελιές πεδιάδα που συντρόφευε την πόλη. Αυτή άρχιζε από τον Πειραιά και το Φάληρο και τρεπόταν προς τον Υμηττό (Καισαριανή, Θεολόγο, Μονή Κυνηγού), καταλάμβανε το άνοιγμα μεταξύ Υμηττού και Πεντέλης (από τα Μεσόγεια και τον Γέρακα μέχρι τη Μονή Πεντέλης και τον Κοκκιναρά), ξεχυνόταν στους πρόποδες της Πάρνηθας, έφτανε στο Δαφνί και κατέληγε στη θάλασσα, απέναντι από τη Σαλαμίνα. Χωριζόταν σε πολλά τμήματα, παίρνοντας το όνομα της κάθε περιοχής: Ελαιώνας Καισαριανής, Γέρακα, Πεντέλης, Δαφνιού και “κυρίως Ελαιώνας ή κυρίως Λόγγος”, όπως λεγόταν η έκταση από την Ιερά Οδό μέχρι το Φάληρο αριστερά και οδού Πειραιώς δεξιά.

Εμείς, σήμερα, ονομάζουμε Ελαιώνα, ένα κομμάτι, έκτασης 9.000 στρεμμάτων που εντάσσεται στα διοικητικά όρια των Δήμων Αθηναίων, Αιγάλεω, Περιστερίου, Ταύρου και Αγίου Ιωάννη Ρέντη και καταλαμβάνει κεντρική περιοχή του οικιστικού ιστού της πρωτεύουσας. Συνδέει τις αναβαθμισμένες ανατολικές με τις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες της Αθήνας, επηρεάζει σημαντικά την οικονομική της ζωή και επιπλέον διαθέτει ελεύθερη γη που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί προκειμένου να ανακουφιστεί η περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη πόλη.

Το κομμάτι αυτό, οριοθετούμενο μεταξύ των οδών Ιεράς Οδού, Πειραιώς, Πέτρου Ράλλη και της Λεωφόρου Αθηνών, διαρρέεται από τον ποταμό Κηφισό που η εκμετάλλευση των υδάτων του έδωσε τη δυνατότητα ανάπτυξης και άλλων καλλιεργειών εκτός της ελιάς και αυτό συνέβαινε από την αρχαιότητα μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Ο Ελαιώνας, λοιπόν, το πάλαι ποτέ “κάλλιστον προάστιον”, διά της Ιεράς Οδού, του σεβαστότερου και ιερότερου δρόμου της οικουμένης, που ακολουθεί με ελάχιστες αποκλίσεις την πορεία της αρχαίας, συνδέεται με το Δίπυλο και το Δημόσιο Σήμα. Η έκταση των ελαιόδεντρων στα ΤΕΙ Αιγάλεω, στο σημείο που διασταυρώνεται η Πέτρου Ράλλη με τη Θηβών, αποτελεί το μοναδικό εναπομείναν δείγμα του κάποτε φυσικού ελαιώνα.

Θρύψαλα παλαιά και νέα

Όχι μόνον μία πόλις της Ελλάδος διάκειται εχθρικώς προς την άλλην, αλλά και δύο συνοικίαι της αυτής πόλεως, και οι γείτονες της αυτής οδού, και οι σύνοικοι της αυτής οικίας, και οι συνεταίροι της αυτής επιχειρήσεως. Πόσες φορές δεν αισθάνθηκα, ότι αν ημπορούσα να διαιρεθώ σε δύο, ο μισός θα μάλωνα με τον άλλον μισόν. Δημήτριος Καμπούρογλου -Θρύψαλα παλαιά και νέα. Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911. 27.

Επικούρειον

Χαρείτε, φίλοι, τη ζωή, πριν η ζωή σας σβήσει,
χορεύοντας πατήσετε τη γη, πριν σας πατήσει…
Μη λέγετε τι θα γινώ, αχ, αύριο, αχ, τότε,
αχ, ύστερα, αχ, διατί, αχ, πώς, αχ, έως πότε!
Γερό κορμί, καλή καρδιά, φέρνουν χαρά και νιάτα,
όχι πιρούνια ολόχρυσα, και ασημένια πιάτα!…
Ρουφάτε όσο έχετε χείλια που να ρουφούνε,
τρώγετε όσο έχετε δόντια που να μασούνε…
Δεν έγινε ο άνθρωπος, θαρρώ, μόνο για να ‘χει
κόψιμο, πονοκέφαλο, πονόδοντο, συνάχι!
(Παλαιαί αμαρτίαι)

Ο Αναδρομάρης

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, συμπληρώνει τα ιστορικά ανέκδοτα για την αρχαία και την οθωμανοκρατούμενη Αθήνα, που ξεκίνησε με τα “Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων” (1890-92) και τας “Παλαιάς Αθήνας” (1922). Ο επιφανής “ατθιδογράφος” αναφέρεται στις Μυστικές Πύλες των Ελευσίνιων Μυστηρίων, για το ιερό της Αφροδίτης στην Ιερά Οδό, τα Ορφικά αλλά και στα νεότερα θρησκευτικά πανηγύρια της περιοχής: της Χελιδονούς, τα Εννιάμερα και της μονής του Δαφνίου. Φέρνει επίσης στο φως τις επισκέψεις των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και αξιωματούχων στην Αθήνα, την τελευταία Δούκισσα των Αθηνών (τη θρυλική Μουχλιώτισσα), την επιδρομή του βενετικού στόλου το 1464, το παιδομάζωμα, τον μαρμαρωμένο “Δράκο” (τον Λέοντα του Πειραιώς), την εξέγερση χριστιανών και μουσουλμάνων κατά του τοπικού βοεβόδα το 1754, τις επιδημίες χολέρας, την αφαίρεση των Ελγινείων μαρμάρων του Παρθενώνα (1800), το Ρολόγι της Αγοράς, που δώρισε ο Έλγιν και το οποίο κάηκε από πυρκαγιά το 1884, τα οθωμανικά τείχη και μνημεία, τους καθεδρικούς ναούς των Ορθοδόξων κατ’ εκείνη την περίοδο, την ετυμολογία του ονόματος Καπνικαρέα, τις συντεχνίες, την κοινοτική αυτοδιοίκηση και τα εκπαιδευτικά των χριστιανών, τις αρχοντικές οικογένειες της ελίτ (όπως τους Μπενιζέλους), τις ιεραποστολές των Ιησουϊτών και των Καπουκίνων στην πόλη, οι οποίοι εισήγαγαν και την καλλιέργεια της ντομάτας (1815). Ο διαπρεπής αθηναιογράφος προσφέρει στοιχεία για τις μονές του Πεντελικού όρους και του Υμηττού και των ιδρυτών και ανακαινιστών τους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Δημήτριος Αναδρομάρης (ή Αναδρομεύς), ο ανακαινιστής της μονής της Αγίας Παρασκευής (1558). Τέλος, δίνει πληροφορίες για τον αρματωλισμό της Αττικής, τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και πτυχές του Αγώνα του 1821, όπως τη σκέψη του Κιουταχή να ανατινάξει την Ακρόπολη (το Κάστρο) των Αθηνών μαζί με τους Ελληνες υπερασπιστές του το 1826.

Ο συγγραφέας αναζητά τον “υπολανθάνοντα ελληνισμό” της Αττικής στα λίγα ελληνικά τοπωνύμια που διασώθηκαν κατά τη νεότερη περίοδο, όπως Μεσόγεια, Γέρακας (Ιέραξ), Ωρωπός, Διόνυσος, Μαραθώνας, Νοινόη (Οινόη), Καλήσια (Εκάλη), Βραώνα (Βραυρώνα) και Λαύριο, αλλά και στα πολυπληθή μοναστήρια και τις εκκλησίες της (του Καρέα, της Πεντέλης, της Καισαριανής, της Ώμορφης Εκκλησιάς, των Αγίων Ακινδύνων, της μονής των Κλειστών στην Πάρνηθα κ.λπ.), όπου διατηρήθηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας μέσα στον ωκεανό των ετερόγλωσσων (ή δίγλωσσων) αλβανόφωνων πληθυσμών “Ηπειρωτών” (sic) που πλημμύρισε την περιοχή μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη στην Αλβανία. Η αφήγησή του, σπαρταριστή και διανθισμένη με θρύλους και ποικίλες λαϊκές παραδόσεις, αναδεικνύει την ομορφιά του αττικού τοπίου και την αποσιωπημένη ζωντάνια των παλαιών κατοίκων της.

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 – 21 Φεβρουαρίου 1942) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και ήταν γιος του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτή της Εθνικής σκηνής, και της λογίας Μαριάννας Σωτηριανού – Γέροντα, κόρης του Άγγελου Γέροντα. Βαφτίστηκε από τον αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1877 αναγορεύτηκε διδάκτορας.

Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση και την Ιστοριογραφία με την οποία και ασχολήθηκε τελικά. Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχωρεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας και ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.

Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς». Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 με τον νόμο περί άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παύθηκε από τη θέση του. Το 1923 τιμήθηκε από την πολιτεία με το αριστείο γραμμάτων. Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας. Στις αρχές του 1942 ασθένησε με πνευμονία, στις 10 Φεβρουαρίου υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 21 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε. Ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Μαράτου από το 1884 και είχε τρία παιδιά: Τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη. Στις 19 Απριλίου του 1939 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας στην Πλάκα.

 

Συγγραφικό έργο

Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα σαν ιστορικός επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι’ αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων στο οποίο και εργάστηκε περισσότερο σαν Λαογράφος παρά σαν Ιστορικός..

Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920), Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, “Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού” (1916) κ.α.

Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Ήταν γραμμένο στη δημοτική και είχε έντονα αντιρομαντικά στοιχεία σε σχέση με το κλίμα της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή βραβεύτηκε το 1873 στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ στον ίδιο διαγωνισμό το 1874 επαινέθηκε, χωρίς να διακριθεί, ποιητική συλλογή του στην οποία σατίριζε και παρωδούσε το ρομαντικό ύφος των συγχρόνων ποιητών. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του Παλαιαί αμαρτίαι. Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα “Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί”, όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. Συνήθως υπέγραφε τα λογοτεχνικά του έργα με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».

Η Ακρόπολις, Αθήνα, 1872.
Φαέθων, 1873.
Πατρίς – Νεότης, Αθήνα, 1874.
Ύμνοι εις τον Καλδερόν. 1884.
Μούσα δραπέτις.
Έρωτος Ημέραι, 1887.
Ή ιστορία των Αθηναίων [Τρίτομο Ιστορικό διήγημα] (1889-1996)

Ή φωνή της καρδιάς μου [Ποίηση] (1872).

Ιστορίες από την παλιά Αθήνα [Ιστορικό διήγημα] (1892).

Διά τα παιδία, 1899.
Λυρική Συλλογή, 1900.
Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων [Τρίτομο ιστορικό διήγημα] (1893).

Απομνημονεύματα μιας μακριάς ζωής [Δίτομο Ιστορικό διήγημα] (1913).

Οί χαλκοκονδύλαι [Διήγημα] (1913).

Ό αναδρομάρης [Διήγημα] (1914).

Ό ελαιών των Αθηνών [Διήγημα] (1914).

Μελέτη του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού [Ιστορικό διήγημα και χρονογράφημα] (1916).

Αθηναϊκά διηγήματα [ιστορικό διήγημα] (1915).

Αι Αθήναι που φεύγουν [διήγημα] (1916).

Μύθοι και διάλογοι [Ιστορικό διήγημα] (1917).

Αττικοί έρωτες [διήγημα] (1918).

Θρύψαλλα [διήγημα] (1919).

Ό τρελός της Αθήνας [Ιστορικό διήγημα] (1919).

Ό αναδρομάρης της Αττικής [Ιστορικό διήγημα] (1920).

Τοπωνυμικά παράδοξα [Ιστορικό διήγημα και χρονογράφημα] (1920).

Ή Δούκισσα της Πλακεντίας [Διήγημα] (1921).

Αθηναΐκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι [Ιστορικό διήγημα και χρονογράφημα] (1921).

Αι παλαιαί Αθήναι [Ιστορικό διήγημα] (1922).

Μελέται και έρευναι 1923-1926 [Διήγημα μαι μελέτη έργου] (1927).

Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία [διήγημα] (1924).

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου μετέφρασε τη Νανά του Ζολά και τα Μυστικά και φωναχτά του Καλντερόν.

  • Ο Δημήτριος Καμπουρογλου ως πεζογράφος άντλησε τα θέματά του κυρίως από την ιστορική και λαογραφική ύλη της πρωτοεπαναστατικής περιόδου της Αθήνας. Η πεζογραφία του υπηρετεί την ιστορία όπως αυτός την αντιλαμβανόταν: Πολλά αφηγήματά του είναι λαϊκές, ελαφρά διασκευασμένες παραδόσεις, και είναι γραμμένα στη Δημοτική γλώσσα. Αντίθετα στα επιστημονικά έργα του χρησιμοποιεί την Καθαρεύουσα. Επίσης ο Καμπούρογλου ασχολήθηκε και με την Ποίηση. Η ποιητική του συλλογή “Ή φωνή της καρδιάς μου”, μια από τις πρώτες λογοτεχνικές του εμφανίσεις -αντίθετα προς το πνεύμα της εποχής- είναι γραμμένη στη Δημοτική γλώσσα και έχει αντιρομαντικό περιεχόμενο. Εξάλλου ο Καμπούρογλου σατίρισε τους ρομαντικούς ποιητές και ιδιαίτερα τον Αχιλλέα Παράσχο της περίφημης Αθηναΐκής Σχολής στη σατιρική (ο ίδιος την ονόμασε Λυρική) συλλογή του “Παλαιαί αμαρτίαι” του 1874.

Δημήτριος Καμπούρογλου(ς) (1852-1942) – Αποφθέγματα και φράσεις

Λέγουν “αγάπησε και τρελάθηκε”, ενώ έπρεπε να πουν “τρελάθηκε και αγάπησε”.

«ΘΡΥΨΑΛΑ»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ “ΘΡΥΨΑΛΑ”
από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

Δια να αισθανθή κανείς την ιδική του ευτυχίαν, πρέπει να παύση ενοχλούμενος από την ευτυχίαν των άλλων.

«ΘΡΥΨΑΛΑ»

Ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που εξαρτάται μόνον από τις τιράντες του.

“ΘΡΥΨΑΛΑ”
από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

Το μόνον που εφρόντισε για τον άνθρωπο ο Θεός είναι, κατά τη γνώμη μου, να τον κάμει ατελή, για να ‘χει διαρκώς την ανάγκη του Θεού του αυτού.

«ΑΤΤΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ»

Πολλοί άνθρωποι είναι μηδενικά και ο τρόπος που ζουν τους έδωσε τη μονάδα που χρειάζονται διά να γίνουν κάτι.

«ΘΡΥΨΑΛΑ»

Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι εις κάποιαν σύγκρουσιν διαιρούνται εις δύο: με τους πρώτους μαλώνεις χωρίς να θυμώσης και με τους δευτέρους θυμώνεις χωρίς να μαλώσης. Με τους πρώτους σε συνδέει φιλία και εκτίμησις, με τους δευτέρους ούτε το ένα ούτε το άλλο.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΝΕΑ ΘΡΥΨΑΛΑ»
από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΝΕΑ ΘΡΥΨΑΛΑ»
από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

  • Κάποιες φράσεις από τα κείμενά του επιβιώνουν ως αποφθέγματα και στις μέρες μας, με τη γνωστή, π.χ., παροιμιώδη φράση «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» να έχει προέλθει από το ποίημά του «Ονομαχία»:

«Δυό γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα

δίνουν κλωτσαίς συχναίς πυκναίς,

χαλούν τον κόσμο απ’ τις φωνές

δαγκάνει ένας τ’ αλλουνού τ’ αυτιά και τη σαγόνα.

“Ποιός σούδωσε την άδεια ‘δω μέσα να πατήσης;”

φωνάζει ο μαυριδερός.

Και απαντά ο σταχτερός:

“Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσης;”

Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι

άχυρο, βύκο και σανό,

στήσαν καυγά αληθινό

και δεν τολμά κανείς τους ούτε μεζέ να πάρη.

Κι απ’ τον πολύ τον θόρυβο κι ο νοικοκύρης φτάνει,

κρατάει ρόπαλο γερό,

χωρίς να χάσει δε καιρό

τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.

Τους φίλιωσε η δυστυχία, η πίκρα, το φαρμάκι,

ένας τον άλλον χαιρετά

λένε πως ήσαν χωρατά

κ’ επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι».

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τον Δημήτριο Καμπούρογλου σε προχωρημένη πια ηλικία. Εύχεται, όμως, να ήταν και αυτός σε θέση να πολεμήσει. Σε γράμμα του στο μέτωπο της Αλβανίας, με ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1940, γράφει: «Με χαράν και υπερηφάνειαν παρακολουθώ την δοξασμένην δράσιν σας λυπούμαι δε ότι το γήρας μου δεν μου επιτρέπει να αυξήσω κατά ένα τους προμάχους της Μεγάλης μας Πατρίδος». Σε άλλο γράμμα προτρέπει συμβολικά: «Κτυπάτε τους Πέρσας! Είναι το ωραιότερον και εθνικότερον κυνήγι».

Οι μέρες της Γερμανο-Ιταλικής κατοχής τον γεμίζουν πικρία. Αυτός που είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να αναδείξει το ψυχικό σθένος του υπόδουλου Ελληνισμού μέσα στους πέτρινους αιώνες της τουρκοκρατίας, τώρα, στα γεράματα, ζούσε την κατοχή της Πατρίδας του από ένα νέο δυνάστη.

Το περιστατικό, που ακολουθεί, αναφέρεται από τον ιστορικό συγγραφέα Τάκη Λάππα σε τεύχος του περιοδικού «Φυσιολάτρης» του 1952, αφιερωμένο στα «εκατό χρόνια του Καμπούρογλου»: «Τον πρώτο καιρό της κατοχής, λοιπόν, οι Ιταλοί, επιδιώκοντας να κατευνάσουν την αντίδραση των Ελλήνων μέσα από άρθρα του προπαγανδιστικού τους περιοδικού “Κουατρίβιο”, αποζητούσαν τη συνεργασία διαλεχτών Ελλήνων συγγραφέων για τη συγγραφή σχετικών άρθρων. Μερικοί συνεργάστηκαν. Κάποια στιγμή έφτασαν και στον Καμπούρογλου, που δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με το οποίο του ανακοινωνόταν ότι την επόμενη ημέρα θα δεχόταν επίσκεψη από έναν Ιταλό αξιωματικό με το διερμηνέα του. Πράγματι, την επομένη το κουδούνι του σπιτιού του χτύπησε την προκαθορισμένη ώρα και ο Καμπούρογλου υποδέχτηκε τους δύο επισκέπτες φορώντας μαύρα ρούχα. Ο Ιταλός αξιωματικός τού ζήτησε τη συγγραφή ενός άρθρου που θα φανέρωνε την επίδραση του ιταλικού πολιτισμού στην Ελλάδα, ή θα γινόταν εκτεταμένη αναφορά στη «βαθιά και μακραίωνη Ελληνο-Ιταλική φιλία», μην παραλείποντας να τονίσει ότι σαν ανταμοιβή τον περίμενε μια σεβαστή ποσότητα τροφίμων. Ο Καμπούρογλου ζήτησε από το διερμηνέα να μεταφέρει στον αξιωματικό ότι είχε από καιρό σταματήσει να γράφει, όμως ο αξιωματικός επέμενε. Τότε ο ιστορικός της Αθήνας, παίρνοντας ένα βαθυστόχαστο ύφος, έκανε τάχα πως σκεφτόταν και ξαφνικά είπε:

«Α, να κάτι θυμήθηκα. Εχω γράψει κάτι και εγώ για τους Ιταλούς. Αν σας κάνει, ευχαρίστως να το δημοσιεύσετε».

Χαρούμενος ο διερμηνέας, μετέφραζε στον αξιωματικό. Και ο Καμπούρογλου συνέχισε:

«Θα σας δώσω ένα πολύ ωραίο κομμάτι. Ο τίτλος του είναι: “Πώς ο Μοροζίνης ανετίναξε τον Παρθενώνα» (πολιορκία της Αθήνας από τους Ενετούς – κανονιοβολισμός και καταστροφή από τους Ενετούς στις 26/9/1687 του μεσαίου τμήματος του Παρθενώνα, τον οποίο οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκη).

Αποσβολωμένος ο διερμηνέας δίσταζε να συνεχίσει τη μετάφραση. Αλλά ο Καμπούρογλου, με έντεχνα χαρωπό ύφος, του έδινε θάρρος:

«Μεταφράσατε σας παρακαλώ εις τον κύριο αξιωματικό τον τίτλον του άρθρου μου. Είναι αρκετά ενδιαφέρον».

Δαγκωμένος ο Ιταλός αξιωματικός μετά την απάντηση αυτή, έφυγε χωρίς να πει κουβέντα και δεν ξαναπάτησε ποτέ στο σπίτι του Καμπούρογλου.

Δεν πρόλαβε να δει τον τόπο που τόσο είχε αγαπήσει ελεύθερο ξανά. Εφυγε ήσυχα ένα χειμωνιάτικο πρωινό 21 Φεβρουαρίου 1942.

(Στοιχεία προέρχονται από τη βιογραφία του με τίτλο «Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, ο αναδρομάρης της Αττικής και της Αθήνας», του Δημητρίου Αλ. Γέροντα).

  • Αρχική εικόνα: Άποψη της Αθήνας από τον Ελαιώνα (1817-1818), Υδατογραφία του William Page. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -