Πάνω: Φωτογραφία του Andre Kertesz
Φωτογραφία: Andre Kertesz
Η σειρά των πρώτων μυθιστορημάτων της με τις περιπέτειες της Κλοντίν, έφερε την υπογραφή του «Γουίλι», ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα και συζύγου της, Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ. Την είχε «κλειδώσει» σε ένα δωμάτιο και απαιτούσε από αυτήν να γράφει.
Η Σιδονία Γαβριέλα Κολέτ (Sidonie-Gabriel Colette) γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1873 στη γαλλική επαρχία και έμελλε να γίνει η πιο σημαντική συγγραφέας της πατρίδας της το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Μεγάλωσε σε ένα χωριό της Βουργουνδίας, όπου την είδε και τη ζήτησε σε γάμο ο κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της συγγραφέας. Ήταν άπραγη χωριατοπούλα όταν βρέθηκε στο Παρίσι, στα είκοσί της χρόνια. Ο «Γουίλι» της γνώρισε τα σαλόνια, ανακάλυψε το συγγραφικό της ταλέντο και την πίεσε να γράψει.
Τα πρώτα τέσσερα μυθιστορήματά της («Η Κλοντίν στο σχολείο» 1900, «Η Κλοντίν στο Παρίσι» 1901, «Η ερωτευμένη Κλοντίν» 1902 και «Η αθώα σύζυγος» 1903), στην πραγματικότητα, περιέγραφαν τις δικές της εμπειρίες και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία αλλά έφεραν την υπογραφή του συζύγου της. Στα 1906, τον παράτησε. Κράτησε για τον εαυτό του τα πνευματικά της δικαιώματα. Η Κολέτ συνέχισε να γράφει με το ψευδώνυμο «Κολέτ Γουίλι».
Μια προσωρινή σχέση με κάποια πλούσια λεσβία απέδωσε το μυθιστόρημα «Ο μπαγαπόντης» (1910). Στα 1910, πήρε διαζύγιο από τον «Γουίλι» και στα 1912 παντρεύτηκε τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Le Matin» (Το Πρωί), Ανρί ντε Ζουβενέλ. Ξεκίνησε η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της, καρπός της οποίας ήταν η χαριτωμένη κόρη της, και η συγγραφικά πιο παραγωγική. Στα 1934, χώρισε για δεύτερη φορά. Την επόμενη χρονιά, στα 61 της χρόνια, παντρεύτηκε τον συγγραφέα Μορίς Γκουντεκέ.
Τα μυθιστορήματά της συνέχιζαν να συναρπάζουν αλλά σχεδόν κανένα από αυτά δεν μπόρεσε να σταθεί σε θεατρική διασκευή. Στο δημοφιλέστερο ίσως έργο της Κολέτ, δίνεται μια ιστορία αγάπης: δύο ηλικιωμένες αδελφές, κυρίες του ημικόσμου, προετοιμάζουν την εγγονή τους Ζιζή για τη μεγάλη ζωή μιας κοκότας πολυτελείας. Το 1944, κυκλοφόρησε το βιβλίο. Το 1958, η «Ζιζή» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τους Μορίς Σεβαλιέ, Λουί Ζουρντάν και Λέσλι Καρόν. Έσπασε τα ταμεία.
Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου από το 1935 και της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1945, η Κολέτ έγινε μια από τις ελάχιστες γυναίκες που εγγράφηκαν στη Λεγεώνα της Τιμής. Την αποκάλεσαν «χρονογράφο της θηλυκής ύπαρξης». Πέθανε ανάμεσα στις αγαπημένες της γάτες, στις 3 Αυγούστου 1954, σε ηλικία 81 χρόνων.
Ως συγγραφέας ανατέμνει τις ερωτικές σχέσεις, αναζητώντας τις ρωγμές και τους ανομολόγητους συμβιβασμούς. Στις ιστορίες της δεν είναι μόνο η γάτα πρωταγωνίστρια αλλά οι ταξικές διαφορές και η στενόμυαλη αντιμετώπιση των ηρώων που αδυνατούν να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα του συντρόφου τους.
Στους ήρωες της Κολέτ του μυθιστορήματος «Γάτα», υπάρχει τουλάχιστον το ελαφρυντικό της ηλικίας. Ο Αλέν, χαϊδεμένος γόνος καλής οικογενείας που έχει λίγο ξεπέσει, παντρεύεται με τις μητρικές ευλογίες και υπολογισμούς, την παρορμητική Καμίγ, με τη βαριά προίκα. Αυτή αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα της δυναμικής αμαζόνας που κάνει τα πρώτα της βήματα στη γαλλική κοινωνία. Η συμπεριφορά της επισύρει τη βουβή οργή του συντηρητικού Αλέν. Όσο για τη γάτα, στα μάτια της Καμίγ αποτελεί την πιο ξεκάθαρη μαρτυρία για την έλλειψη αισθημάτων του αγαπημένου της.
Η Κολέτ χρησιμοποιεί ένα χιουμοριστικό, σπιρτόζικο στυλ γραφής. Αν στο περιβάλλον σας βρίσκονται ζευγάρια που αιωνίως διαπληκτίζονται και αναρωτιέστε τι είναι αυτό που τους έφερε ή τους κρατάει μαζί, τότε ίσως την απάντηση την έχει μια γάτα.
«Η γάτα» της Κολέτ, σε μετάφραση Βάσως Νικολοπούλου, Νίκης Καρακίτσου-Ντούζε, κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Scripta».
Στον κοινωνικό τομέα η Κολέτ ένιωσε από πολύ νωρίς τη διάκριση του φύλου της. Το πρώτο βιβλίο της «Η Κλoντίν στο σχολείο» εμφανίζεται με την υπογραφή του συζύγου της, του περίφημου Βιλύ. Η Κολέτ σε ηλικία 20 χρόνων έχει παντρευτεί τον γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα. Ο Βιλύ δημοσιεύει μυθιστορήματα, τα οποία απλώς υπογράφει έπειτα από κάποιες διορθώσεις. Τη βασική δουλειά την κάνει μια ομάδα από «νέγρους», όπως λένε οι Γάλλοι τους συγγραφείς που γράφουν βιβλία τα οποία όμως υπογράφουν άλλοι.
Έμπειρος κριτικός ο Βιλύ καταλαβαίνει γρήγορα το ταλέντο του «νέγρου» που παντρεύτηκε. Η νεαρή Βουργουνδή που απέλπιζε τους Παριζιάνους γονείς του με την επαρχιακή προφορά της του προσφέρει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής.
Ακολουθούν κι άλλα βιβλία με ηρωίδα την Κλωντίν που γίνονται μπεστ σέλερ και υπογράφονται πάντα από τον σύζυγο της Κολέτ. Μόλις το 1904 υπογράφει το πρώτο βιβλίο της, ως Κολέτ Βιλύ, και αμέσως καθιερώνεται ως μία από τις σημαντικότερες Γαλλίδες συγγραφείς. Τα χρόνια που ακολουθούν η Κολέτ Βιλύ γίνεται η Κολέτ που όλοι ξέρουμε. Το διαζύγιο από τον Βιλύ ακολουθεί ένας μακρύς και θυελλώδης δεσμός με τη Μισύ, υποκοριστικό της μαρκησίας ντε Μπελμπέφ, ενώ η διάσημη πια συγγραφέας ακολουθεί παράλληλα καριέρα ηθοποιού και μίμου. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Κολέτ αποδεικνύεται γνήσιο παιδί του Παρισιού της «τρελής εποχής». Απόλυτα απελευθερωμένη από κάθε συμβατικότητα, ζει έντονους έρωτες, παράλληλα όμως δουλεύει συνεχώς. Σταδιοδρομεί στο μιούζικ χολ και στο θέατρο, δημοσιογραφεί σε μια εποχή που ελάχιστες γυναίκες ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα και γράφει ασταμάτητα βιβλία.
«Το σπίτι της Κλωντίν» δημοσιεύεται όταν η συγγραφέας είναι 49 χρόνων. Ούτε ο απόηχος από τα σκάνδαλα, τους έρωτες, τα διαζύγια, αλλά ούτε και η δόξα, οι τιμές και η καταξίωση δεν μπορούν να παραβιάσουν «Το σπίτι της Κλωντίν», αυτό το καθαγιασμένο καταφύγιο. Η επιστροφή στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και στην ηρωίδα των νεανικών βιβλίων γίνεται στην ωριμότητα, αλλά το αυτοβιογραφικό υλικό υπήρξε πάντα η βασική πηγή της πεζογραφίας της Κολέτ. Ο «χαμένος παράδεισος» των παιδικών χρόνων είναι όλος εδώ. Αλλά και όλη η θεματογραφία της Κολέτ. Ο τρόπος που έχει να μετατρέπει την πιο απλή καθημερινότητα σε μια θεσπέσια περιπέτεια οφείλεται στο γεγονός ότι το αθώο παιδικό κοίταγμα πάνω στον κόσμο δεν το έχασε ποτέ. Στο βιβλίο αυτό μεγάλη θέση έχει ένα πρόσωπο που θα κυριαρχήσει στην πεζογραφία της. Πρόκειται για τη Σιντό, όπως αποκαλεί η συγγραφέας χαϊδευτικά τη μητέρα της.
Στο «Σπίτι της Κλωντίν» οι αναμνήσεις συνθέτουν την προσωπογραφία μιας εκπληκτικής γυναίκας. Το πραγματικό πρόσωπο είναι ταυτόχρονα μυθιστορηματικό. Δεν ωφελεί όμως να χάσουμε την απόλαυση της ανάγνωσης θέτοντας ερωτήσεις πάνω στην ειλικρίνεια της συγγραφέως. Η Σιντονί Λαντουά είναι μια μυθική μητέρα, μια μυθική γυναίκα. Όμοια και διαφορετική με την Κολέτ μέσα από ένα παιχνίδι κατόπτρων. «Η γέννηση της μέρας» ξεκινάει με ένα γράμμα μητέρας.
Όταν ο άνδρας της Κολέτ θα καλέσει τη Σιντό στο σπίτι τους στην εξοχή, η γηραιά κυρία αρνείται εξηγώντας: «Ο λόγος είναι ότι ο ροζ μου κάκτος πιθανώς να ανθίσει. Είναι ένα πολύ σπάνιο φυτό που μου έδωσαν και μου είπαν ότι ανθίζει στο κλίμα μας μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Όμως είμαι ήδη μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και εάν έλειπα την ώρα που ο ροζ κάκτος μου θα βγάζει τα λουλούδια του, είμαι σίγουρη ότι δεν θα τον δω να ξανανθίζει άλλη φορά».
Η επιστολή έχει αλλοιωθεί. Η άρνηση είναι εφεύρημα της συγγραφέως. Στο αληθινό γράμμα η μητέρα δέχεται την πρόσκληση. Το σχόλιο όμως της Κολέτ είναι διαφωτιστικό. Κάθε φορά που αισθάνεται τη φθορά του χρόνου, στήνεται όρθια και λέει στον εαυτό της: «Είμαι κόρη εκείνης που έγραψε αυτό το γράμμα». Με αυτό τον ευφυή τρόπο η Σιντό γίνεται μια μυθική μητέρα που βοηθάει την κόρη στο πέρασμα του χρόνου. Το πρότυπο γερνάει υποδειγματικά. Η επαφή της με τη φύση είναι αισθησιακή, μυστική, πρωτόγονη. Προσφέρει και στις δύο γυναίκες εκστάσεις οι οποίες τις παρασύρουν έξω από τον χρόνο. Η καθημερινότητα γίνεται ένα συνεχές θάμβος, μια ανάστροφη πορεία προς τη νεότητα. Σε άλλο γράμμα, που περιλαμβάνεται στο «Η γέννηση της μέρας», η Σιντό γράφει:
«Μην έχεις τόση έννοια για τη δήθεν αρτηριοσκλήρωσή μου. Είμαι καλύτερα. Η απόδειξη: σαπούνισα κάτι ρούχα σήμερα το πρωί στις επτά στο ποταμάκι μου. Ήμουν καταμαγεμένη. Τσαλαβουτούσα στο καθαρό νερό τι απόλαυση! Πριόνισα και ξύλα και έκανα έξι μικρά δεμάτια. Ξανακάνω τις δουλειές του σπιτιού μόνη μου, καταλαβαίνεις πως τις κάνω καλά. Και ύστερα, επιτέλους, δεν είμαι παρά εβδομήντα έξι χρονών!».
Η Κολέτ στη «Γέννηση της μέρας» στήνει ένα γυναικείο μύθο θανάτου. Αντίθετο από την ηρωική πάλη στα μαρμαρένια αλώνια του Διγενή ή την άλλη όψη τους, την εξευτελιστική κατάπτωση του κορμιού και της ψυχής που συναντάμε στον Μπέκετ και σε άλλους συγγραφείς. Η Σιντό, η μητέρα της Κολέτ, με την ποιητική ιδιοσυγκρασία, είναι η καταλληλότερη για να την οδηγήσει στους γαλήνιους τόπους που επιθυμεί η ώριμη πια γυναίκα και συγγραφέας.
Η Σιντό μιλάει για την απόλαυση των αισθήσεων, για τη μαγεία του πρωινού, για την αυτάρκεια και την αξιοπρέπεια που της δίνει η δυνατότητα να κάνει τις «δουλειές του σπιτιού». Κι ακόμη η σοφή μητέρα αντιπαραθέτει στην αγωνία του θανάτου το χιούμορ.
«Το τέλος του αγαπημένου» δημοσιεύεται το 1926, δηλαδή ανάμεσα στα δύο βιβλία που αναφέραμε, και δεν έχει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους. Εδώ η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο και ο ήρωας είναι ένας άντρας. Ο Φρεντ, «ο αγαπημένος» ήρωας παλαιότερου ομώνυμου μυθιστορήματός της, εδώ μόλις έχει επιστρέψει από τα πεδία μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παντρεμένος με μια όμορφη και κοσμική γυναίκα, πάμπλουτος, μοιάζει να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Επιδιώκει μια συνάντηση με τον νεανικό του έρωτα, τη Λέα, μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερή του. Τα πέντε χρόνια που έκαναν για να συναντηθούν υπήρξαν αρκετά για να μεταβάλουν τη γοητευτική ώριμη ερωμένη σε μια χοντρή απωθητική γριά. Η συνάντηση είναι όλη ιδωμένη από την οπτική του «αγαπημένου» ο οποίος μετριέται με τον μόνο αντίζηλο που ποτέ κανένας άνδρας δεν νίκησε: τον χρόνο. Αυτός έκλεψε τη Λέα και στη θέση της έβαλε αυτό το θλιβερό πλάσμα, που του προκαλεί έναν οίκτο ο οποίος δύσκολα κρύβεται. Η Κολέτ δίνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες της. Κι εδώ η πιο γενναία είναι η γυναίκα. Η Λέα θα πει: «Αγαπώ το παρελθόν μου. Αγαπώ το παρόν. Δεν ντρέπομαι για όσα έκανα στη ζωή μου, για όσα είχα. Δεν ντρέπομαι για όσα δεν έχω πια». Ο νέος άντρας όμως δεν έχει τόση δύναμη. Ο νευρωτικός «αγαπημένος» αυτοκτονεί στο τέλος του βιβλίου. Στα τρία αυτά βιβλία της Κολέτ το τραγικό είναι μοίρα ανδρική. Οι γυναίκες αγαπούν τόσο πολύ τη ζωή, γνωρίζουν τόσο καλά την απόλαυση που τη συντηρούν ως το τέλος. Η σοφή και γενναία Λέα είχε δώσει στον «αγαπημένο» προτού φύγει τη διεύθυνση ενός καλού ρεστοράν.
«Ηθικό και ανήθικο»: «Ίσως ο κόσμος αντιληφθεί μια μέρα πως αυτό είναι το καλύτερό μου βιβλίο», έλεγε.
«Ο αγαπημένος»: Γραμμένο στα 1920, το έργο αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων μόλις κυκλοφόρησε. Παρά ταύτα, ο «Αγαπημένος» αποτελεί μια μελέτη ηθών που πραγματεύεται με λεπτότητα και εκπληκτική φρεσκάδα ένα θέμα – ταμπού.
«Η θεατρίνα»: Προδομένη, ταπεινωμένη, δυστυχισμένη, η Ρενέ Νερέ, έπειτα από οκτώ χρόνια γάμου, βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να πάρει διαζύγιο. Τρία χρόνια τώρα, βγάζει το ψωμί της δουλεύοντας ως μίμος, χορεύτρια, τραγουδίστρια…
Η Κολέτ υπήρξε διάσημη για τις ερωτικές της περιπέτειες. Πέραν των αποδεδειγμένων ερωτικών της σχέσεων με γυναίκες, σάλος είχε προκληθεί με την ερωτική σχέση που συνήψε με το γιο του δεύτερου συζύγου της, τον Μπερτράν, γεγονός που προκάλεσε το διαζύγιο και την αποκλήρωσή της από τον οργισμένο σύζυγο.
Για την ιστορία, η Κολέτ παραδέχτηκε ευθύς αμέσως την αλήθεια για την ύπαρξη του δεσμού και ύστερα από κάποια χρόνια έφυγε από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ανακεφαλαιώνοντας να αναφέρουμε ότι στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα η Κολέτ εργάστηκε στο μουσικό θέατρο. Δυναμική καθώς ήταν βγήκε και χόρεψε σχεδόν γυμνή στη σκηνή του Μουλέν Ρουζ. Τυλιγμένη σε ένα αραχνοΰφαντο πέπλο χόρεψε στα πλήθη μιμούμενη την κίνηση της ερωτικής πράξης. Έγινε πάταγος! Τα πλήθη την αποθέωσαν! Εκείνη «μέθυσε» από την επιτυχία αυτή. Όπως έλεγαν οι φίλες της:
Η Κολέτ ζούσε σαν άνδρας και ερωτευόταν σαν γυναίκα!
Μια καλή φιλενάδα της ήταν η Μαρκησία του Μπελμπέ, ανιψιά του Ναπολέοντα Γ.
Βοήθησε πολύ την Κολέτ στο δρόμο που είχε χαράξει. Ήταν ήδη συγγραφέας και πολύ καλή ηθοποιός. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν ομοφυλόφιλη. Τα πρώτα βιβλία της έγιναν ανάρπαστα.
Στα 17 της χρόνια ο δημοσιογράφος Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ κατάφερε να πυρπολήσει το κορμί και την καρδιά της. Μετά το γάμο πήγαν και έμειναν στο Παρίσι. Εκεί η Κολέτ αρρώστησε. Όταν ξεπέρασε την αρρώστια της, άρχισε τις γνωριμίες χάρη στον άνδρα της. Τότε γνώρισε και το μεγάλο συγγραφέα Ανατόλ Φρανς και τους Όσκαρ Ουάιλντ και Μαρσέλ Προυστ. Τον καιρό εκείνο η Κολέτ ήταν ακόμα συνεσταλμένη. Άκουγε τις συζητήσεις αλλά δεν έπαιρνε μέρος.
Την ευχαριστούσαν οι καλεσμένοι τους, οι συνθέτες Ντεμπισί και Ραβέλ, που έπαιζαν δικές τους συνθέσεις στο πιάνο. Ο άνδρας της, ο Βιλύ, όπως τον έλεγε, δεν έγραφε πολύ αλλά ήταν σπουδαίος κριτικός. Την παρότρυνε να γράψει κάποιες αναμνήσεις της.
Τα βιβλία με τίτλους «Η Κλοντίν στο Παρίσι», Η «Κλοντίν νοικοκυρά» και η «Κλοντίν φεύγει» γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ο άνδρας της συνεχώς έλειπε σε γυναικοδουλειές. Οι απιστίες αυτές του Βιλύ την πλήγωσαν βαθιά.
Από αντίδραση και θυμό για τη συμπεριφορά του αυτή, έκοψε τα μαλλιά της πολύ κοντά. Ύστερα από αυτό οι φεμινίστριες του Παρισιού την πλαισίωσαν και την αγάπησαν. Έχοντας ανθρώπους γύρω της, κατάλαβε ότι μόνο με τη λογοτεχνία θα μπορούσε να επιτύχει. Το 1906 εγκατέλειψε τη συζυγική εστία. Το 1910 την προσέλαβαν στην εφημερίδα «Ματέν». Εκεί γνωρίστηκε με τον αρχισυντάκτη Ανρί ντε Ζουβενέλ. Το Δεκέμβριο του 1912 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά.
Σε λίγο καιρό πέθανε η αγαπημένη της μητέρα Σιντό. Η Κολέτ δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία της. Θυμωμένος και έξαλλος ο αδελφός της κατέστρεψε τα περισσότερα από τα δύο χιλιάδες γράμματα που η Κολέτ είχε στείλει στη μητέρα της.
Τον Ιούλιο του 1913 γέννησε τη κόρη της, την Μπελ Γκαζού. Η Κολέτ ήταν πνεύμα ανήσυχο. Ήθελε δράση. Γι’ αυτό πήγε ως πολεμική ανταποκρίτρια στην Ιταλία κάτω από δύσκολες και περιπετειώδεις συνθήκες. Όταν τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1918 ο άνδρας της Ανρί είχε μεταπηδήσει στο διπλωματικό σώμα. Η Κολέτ ανέλαβε το λογοτεχνικό τμήμα της εφημερίδας «Ματέν». Το 1919 κυκλοφόρησε το νέο μυθιστόρημα της με τίτλο «Μιτσού». Τότε πήρε και τη μεγάλη αναγνώριση. Την ανακήρυξαν «Ιππότη της Λεγεώνας».
Ήταν γραφτό για την Κολέτ να πιει και δεύτερο ποτήρι με φαρμάκι όταν ανακάλυψε ότι την απατούσε και ο δεύτερος σύζυγός της. Αντέδρασε και έγραψε το βιβλίο «Άγουρο σιτάρι». Πολλοί λένε ότι αυτό το βιβλίο ήταν το καλύτερο από όσα είχε γράψει.
Η Κολέτ απτόητη συνέχισε με φρενήρεις ρυθμούς τα έργα της. Οι ώρες της ήταν κλεισμένες σε διαλέξεις, κριτικές θεάτρου και συγγραφή βιβλίων.
Ακολούθησαν τα βιβλία: «Η γέννηση της ημέρας», « Η δεύτερη», « Η Σιντό», «Οι ηδονές», «Το σπίτι της Κλοντίν», «Η γάτα».
Το 1935 εξελέγη Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Γαλλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Βελγίου. Ύστερα από δεκάχρονο δεσμό παντρεύτηκε το τρίτο της σύζυγο, τον Μορίς Γκοντουκέτ. Το 1936 προήχθη. Της έδωσαν τη τιμητική αναγνώριση: Ταξιάρχης της Λεγεώνας των Τιμών. Αμέσως μετά δημοσίευσε το έργο της με τίτλο «Το ηθικό και το ανήθικο» που ξεσήκωσε πραγματική θύελλα διαμαρτυριών. Στο πλευρό της στάθηκαν πολλοί σπουδαίοι διανοούμενοι, όπως ο Πολ Βαλερί και ο Ζαν Κοκτό. Ήρθε και ο σκληρός και ανθρωποκτόνος Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε τα πάντα ισοπεδώθηκαν. Άνθρωποι και αξίες.
Συνελήφθη ο άνδρας της, ο Εβραίος Μορίς Γκοντουκέτ. Η Κολέτ έπειτα από εξαιρετικά επίπονες προσπάθειες κατάφερε το 1942 και τον απελευθέρωσε. Το κλίμα του πολέμου, οι κακουχίες, ο τρόμος και η αβεβαιότητα ήταν σε ημερήσια διάταξη.
Τα αρθριτικά της Κολέτ άρχισαν να τη βασανίζουν. Άρχισε πάλι να γράφει βιβλία.
Νέοι τίτλοι ήρθαν να προστεθούν στα έργα της: «Δωμάτιο ξενοδοχείου», «Το φεγγάρι της βροχής», «Το πηλήκιο», «Ζιζή». Ο πόλεμος τελείωσε. Η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της. Το 1945 η Κολέτ τιμήθηκε και πάλι. Την εξέλεξαν ως Μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ.
Το 1949 εξέδωσε το βιβλίο της «Γαλάζιο φανάρι». Αυτό ήταν και το τελευταίο της βιβλίο. Οι κριτικοί των έργων της είπαν πως η Κολέτ πραγματεύτηκε με επιτυχία στα έργα της την αιώνια πάλη που γίνεται μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Χωρίς η ίδια να είναι φεμινίστρια, ενσάρκωσε τη θηλυκή πλευρά του άνδρα. Η δουλειά της ήταν ταυτόχρονα θηλυκά λυρική και αρρενωπά ρεαλιστική. Με άλλα λόγια η Κολέτ απελευθέρωσε τη γυναικεία ψυχολογία.
Όταν πέθανε το 1954 στο Παρίσι, η επίσημη εκκλησία αρνήθηκε να την κηδέψει.
Τελικά η τελετή έγινε με δημόσια δαπάνη.
Η Κολέτ αγάπησε πολύ τις γάτες και εμπνεύστηκε από αυτές. «Δεν υπάρχουν απλές γάτες», έλεγε με τεράστιο θαυμασμό για τα μικρά αιλουροειδή. Υπάρχουν πάμπολλες φωτογραφίες της με σκύλους (κυρίως γαλλικά μπουλντόκ) κι ακόμα περισσότερες με γάτες. «Οι τέλειοι σύντροφοι δεν έχουν ποτέ λιγότερα από τέσσερα πόδια», επισήμαινε σοφά και χιουμοριστικά. Και κάτι απόλυτα ακριβές: «Ο χρόνος που σπαταλάτε με μια γάτα δεν είναι ποτέ χαμένος χρόνος».