Ήρθε στην πόρτα μου ένα βράδυ, βρεγμένος, αδύνατος, χτυπημένος και τρομοκρατημένος,
ένας λευκός γάτος χωρίς ουρά και αλλήθωρος.
Τον πήρα μέσα, τον τάισα και έμεινε.
Άρχισε να με εμπιστεύεται μέχρι που ένας φίλος που ερχόταν στο σπίτι τον χτύπησε με το αυτοκίνητο.
Πήρα ό,τι είχε απομείνει από αυτόν και το πήγα σε έναν κτηνίατρο που είπε:
“Δεν έχει πολλές πιθανότητες. Δώστε του αυτά τα χάπια, έχει σπάσει η ραχοκοκαλιά του, που έχει σπάσει ξανά παλιά και με κάποιο τρόπο επέζησε. Αν ζήσει και τώρα δεν θα περπατήσει ποτέ. Κοίτα αυτές τις ακτινογραφίες. Τον έχουν πυροβολήσει, κοίτα, τα σκάγια είναι ακόμα εκεί. Επίσης, κάποτε είχε ουρά, που κάποιος του την έκοψε”.
Πήρα τον γάτο πίσω. Ήταν ένα ζεστό καλοκαίρι, ένα από τα πιο ζεστά των τελευταίων δεκαετιών. Τον έβαλα στο μπάνιο, στο πάτωμα, του έδωσα νερό και τα χάπια. Δεν έτρωγε, δεν άγγιζε ούτε το νερό. Βούτηξα το δάχτυλό μου σε αυτό και έβρεξα το στόμα του και του μίλησα.
Δεν πήγαινα πουθενά, καθόμουν μαζί του, πολλή ώρα, μέσα στο μπάνιο και του μιλούσα, τον άγγιζα απαλά και με κοιτούσε με εκείνα τα γαλάζια, αλλήθωρα μάτια του και οι μέρες περνούσαν και αυτός έκανε την πρώτη του κίνηση, σέρνοντας τον εαυτό του με τα μπροστινά του πόδια, τα πίσω δεν λειτουργούσαν, και έφτασε στο κουτί με την άμμο του και
σύρθηκε μέσα, και ήταν σαν να ακούστηκε η τρομπέτα που σήμανε τη νίκη
μέσα σε εκείνο το μπάνιο και πάνω απ’ όλη την πόλη.
Κι ένιωσα ότι ένιωθε ο γάτος, γιατί κι εγώ είχα περάσει δύσκολα, όχι τόσο δύσκολα, αλλά δύσκολα.
Κι ένα πρωί σηκώθηκε, έπεσε, ξανασηκώθηκε, έπεσε πάλι κάτω και με κοίταξε.
“Μπορείς να τα καταφέρεις”, του είπα.
Και συνέχισε να προσπαθεί, σηκώθηκε, έπεσε, και τελικά περπάτησε μερικά βήματα, ήταν σαν μεθυσμένος, τα πίσω πόδια απλά δεν ήθελαν να περπατήσουν και έπεσε ξανά.
Και ξεκουράστηκε. Και μετά σηκώθηκε.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: τώρα είναι καλύτερα από ποτέ, μα ακόμα αλλήθωρος, σχεδόν χωρίς κανένα δόντι, αλλά η γοητεία του επέστρεψε, και αυτό το βλέμμα στα μάτια του δεν άλλαξε ποτέ.
Και τώρα μερικές φορές που δίνω συνεντεύξεις και θέλουν να με ακούσουν να μιλώ για τη ζωή μου και τη λογοτεχνία, αλλά εγώ έχω πιει και κρατάω στην αγκαλιά μου τον αλλήθωρο, πυροβολημένο, χτυπημένο και χωρίς ουρά γάτο μου και τους λέω “Κοίτα, κοίτα, κοίτα αυτόν!”, αλλά δεν καταλαβαίνουν, και λένε κάτι σαν “Εννοείτε ότι έχετε επηρεαστεί από τον Celine;».
“Όχι”, και σηκώνω τον γάτο ψηλά, “από αυτό που συμβαίνει, με ιστορίες όπως αυτή, από αυτό, από αυτό!».
Κουνώ τον γάτο, τον κρατάω ψηλά μπροστά στους καπνούς και το μεθυσμένο φως.
Είναι ήρεμος γιατί ξέρει.
Και τότε τελειώνουν οι συνεντεύξεις και είμαι περήφανος μερικές φορές όταν βλέπω τις φωτογραφίες αργότερα και είμαι εκεί, εκεί μαζί με τον γάτο στη φωτογραφία.
Κι αυτός ξέρει ότι όλα αυτά είναι μαλακίες.
Αλλά κατά κάποιο τρόπο μας βοηθούν.
The History Of One Tough Motherfucker by Charles Bukowski.
(Συγγνώμη εάν η μετάφραση μου δεν είναι πολύ καλή, αλλά έκλαιγα σαν χαζή γιατί και εγώ και ένας διαλυμένος γάτος που αγαπώ, ταυτιστήκαμε).
Μετάφραση: Anna Bitsani