Τουρκία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν και Αρμενία:
Πώς κάναμε το Eurovision Tour μέσω Κωνσταντινούπολης
Φασαρία… έντονο φρενάρισμα και κορναρίσματα συνοδευόμενα από απότομους ελιγμούς διακόπτουν βιαίως τον ύπνο μου. Ανησυχία από τους γύρω μου που ανασκουμπώνονται για να δουν τι συμβαίνει. Βρίσκομαι σε ένα βανάκι που τρέχει σαν τρελό. Εγώ και άλλα 12 άτομα. Στο κασετόφωνο παίζει σαρκαστικά το «Knockin On Heavens Door». Μέσα στη ζαλάδα μου δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τι συμβαίνει. Ίσα ίσα προλαβαίνει το μάτι μου να διαβάσει σε μια ταμπέλα: «Τεχεράνη, 1.300 χλμ.». Τίποτα το ανησυχητικό τελικά… απλά μια αγελάδα διέσχιζε το δρόμο ταχείας κυκλοφορίας όπου κινούμασταν. Το όχημα ξανά ανέκτησε ταχύτητα. Πού βρίσκομαι τελικά; Γιατί οι αγελάδες περνάνε έτσι ανεξέλεγκτα τους δρόμους; Τι γυρεύω σε αυτό το βανάκι με όλους αυτούς τους αγνώστους;
Ο συνταξιδιώτης
Λάθος, δεν είναι όλοι άγνωστοι. Δίπλα μου κάθεται, ή μάλλον κοιμάται, ο Κώστας. Δεν τον παρατήρησα εξαρχής, έτσι ήρεμος και ακίνητος που ήταν. Δεν κατάλαβε τίποτα. Τώρα θυμάμαι. Είμαστε στη Γεωργία και κατευθυνόμαστε προς την πρωτεύουσα, την Τιφλίδα. Αν υπολογίζω σωστά, θα φτάσουμε σε περίπου μία ώρα. Όσον αφορά τις αγελάδες… ήταν φυσικό να συναντήσουμε κάποια στην «εθνική οδό». Αυτοί οι άνθρωποι τις έχουν αμολητές σε όλη τη χώρα. Τις έχουμε δει να βοσκούν στα πιο απίθανα μέρη. Αρχοντικές, με έντονο καστανό χρώμα, σουλατσάρουν όπου θέλουν και κανείς δεν τις ενοχλεί. Ούτε στην Ινδία να βρισκόμασταν.
Ο Κώστας και τα βανάκια
Τώρα θα σας εξηγήσω για ποιον λόγο επιλέξαμε να κάνουμε μια διαδρομή 400 χιλιομέτρων από το Μπατούμι με βανάκι και όχι με άνετο πούλμαν ή, ακόμα καλύτερα, με τρένο… Τα μίνι-βαν, ή ότομπους, ή ντολμούς όπως τα πρωτογνώρισε στην Τουρκία ο Κώστας, είναι η νέα μεγάλη του αγάπη. Για τον εξής απλό λόγο: είναι αυθεντικώς οικονομικά. Είναι λαϊκά και δεν ασχολούνται με το αν είσαι τουρίστας ή όχι για να προσαρμόσουν ανάλογα το κόμιστρο, όπως κάνουν οι… αλήτες και ξεδιάντροποι ταξιτζήδες. Το αντίθετο μάλιστα, την ταρίφα την ορίζει ο επιβάτης ανάλογα με τα κέφια του -φυσικά μιλάμε για διαδρομές μέσα στις πόλεις. Για τις μεγάλες διαδρομές μεσολαβεί ένα μικρό παζάρι -και, όπως καταλαβαίνετε, όταν ο Κώστας επιβιβάζεται σε αυτά βρίσκεται σε μεγάλα κέφια.
Το Μπατούμι
Ό, τι και να πει κανείς για αυτή την πόλη, είναι λίγο. Χτισμένη στα παράλια του βασιλείου της Κολχίδας, πατρίδα της Μήδειας. Οι Γεωργιανοί προσπαθούν να φτιάξουν ένα τουριστικό σύμπλεγμα που να προσφέρει στους επισκέπτες ό, τι τραβάει η ψυχή τους. Από όσο φαίνεται το καταφέρνουν. Το Μπατούμι έχει γίνει συνώνυμο του Λας Βέγκας στην ευρύτερη περιοχή. Είναι πάρα πολλοί οι τουρίστες που καταφθάνουν από τις γειτονικές χώρες: Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία και κυρίως Τουρκία όπου για τους τελευταίους είναι κάτι σαν τον παράδεισο και την κόλαση μαζί. Να φανταστείτε ότι μπαίνοντας από την Τουρκία στη Γεωργία νιώθεις σαν να μπήκες σε κάβα με σύνορα. Είναι μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Για παράδειγμα, για τη βραδινή μας βόλτα, βγαίναμε κατά τη 1.00 π.μ., ξέρετε… μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο στην πεζοδρομημένη παραλιακή, να φάμε σε κάποιο εστιατόριο, να αγοράσουμε προμήθειες από τα σούπερ μάρκετ, άντε το πολύ πολύ κανένα καζίνο. Ο Κώστας πάντως παραπονιέται ότι τα έχουν κάνει όλα αχταρμά με αποτέλεσμα το μέρος να στερείται προσωπικότητας και ότι το μόνο που τους λείπει είναι ένας Παρθενώνας… Τελικά δεν τους λείπει τίποτα.
Ο Κώστας και οι ταξιτζήδες
Αυτός ο τίτλος είναι ελαφρώς παραπλανητικός. Για να είμαστε πιο ακριβείς θα έπρεπε να πούμε: «Ο Κώστας και ο ταξιτζής» ή «Η γνώμη του Κώστα για τους ταξιτζήδες». Μόλις έχουμε πατήσει το πόδι μας στη Σινώπη. Μια γνωστή από την αρχαιότητα παραλιακή πόλη της Μαύρης Θάλασσας. Γενέτειρα του… Τούρκου φιλοσόφου Διογένη. Πρόκειται για έναν ενδιάμεσο σταθμό μισής ημέρας στο δρόμο μας προς την Αμάσεια. Κάποιες Tουρκάλες που ήταν μαζί μας στο λεωφορείο προσπαθούν ματαίως να μας εξηγήσουν πώς θα πάμε εκεί που θέλουμε. Αφενός δεν ξέρουν καλά αγγλικά, αφετέρου διστάζουν να μας δείξουν με αποφασιστικότητα προς τα πού να κατευθυνθούμε. Αυτού του είδους τις συνεννοήσεις δεν είναι καλό να τις κάνεις μπροστά σε πιάτσα ταξί. Μπαίνει στη μέση, λοιπόν, ο κιμπάρης και προσφέρεται να μας πάει. Συνοψίζοντας… μπήκαμε σε ένα ταξί χωρίς να το επιδιώκουμε, κάναμε μια διαδρομή ενός χιλιομέτρου μέσα σε μποτιλιάρισμα και στο τέλος πληρώσαμε σχεδόν όσο το εισιτήριο του λεωφορείου που μας έφερε από την προηγούμενη πόλη. Ποια λέτε να είναι η γνώμη του Κώστα για τους ταξιτζήδες;
Διογένης: Ο Τούρκος φιλόσοφος
Όπως προείπα, συνταξιδεύω με τον Κώστα, ένα άτομο που φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της κοροϊδίας. Δεν θέλει να αισθάνεται ότι τον εξαπατούν έστω και στο ελάχιστο. Τότε είναι που του γυρίζει το μάτι. Είμαστε, που λέτε, μπροστά στο μνημείο του Τούρκου φιλοσόφου Διογένη, με το πιθάρι του, το φαναράκι του και τον σκύλο του. «Γιατί Τούρκος;», ρωτάω με απορία τον Κώστα. «Γιατί δεν γράφει πουθενά ότι είναι Έλληνας», μου απαντάει βγάζοντας καπνούς από τα αυτιά του. «Ούτε, Τούρκος γράφει», του ανταπαντάω. «Ναι, αλλά εφόσον βρισκόμαστε στην Τουρκία και αφού δεν ξεκαθαρίζει ότι είναι Έλληνας, τι θα καταλάβει όποιος διαβάσει την επιγραφή;», εδώ τελειώνει η κουβέντα με τον Κώστα να έχει γίνει αυτός Τούρκος από τα νεύρα του. Δηλαδή, τώρα του το καλοσκέφτομαι θα έπρεπε να χαίρεται που ο Διογένης είναι πατριώτης του.
Η Αμάσεια
Είναι μια ιστορική πόλη με ιδιαίτερο κύρος. Βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά, πάνω στον ποταμό Ίρι. Η θέση της είναι στρατηγικής σημασίας καθώς μπορεί να εύκολα να υπερασπιστεί από τον εχθρό… Διατέλεσε πρώτη πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου πριν ο τίτλος μεταφερθεί στη Σινώπη. Κέντρο γραμμάτων και τεχνών. Γενέτειρα του… Τούρκου γεωγράφου Στράβωνα. Φτάσαμε εκεί το βράδυ με το «σέρβις» και αντικρίσαμε έκπληκτοι μια όμορφη και καθαρή τουριστική πόλη. Όλα τα παραδοσιακά λευκά σπίτια με τις κεραμοσκεπές στην απέναντι όχθη φωτίζονταν με εναλλασσόμενα χρώματα και αντανακλούσαν στο ποτάμι δημιουργώντας ένα εορταστικό κλίμα. Τα μαγαζιά γεμάτα με κόσμο. Το δωμάτιό μας, ψηλοτάβανο με παλιό, σκούρο ξύλινο πάτωμα ασορτί με το σκαλιστό ταβάνι και τα κουφώματα. Πρέπει να ήταν 12 η ώρα όταν έκλεισαν όλα τα φώτα και ερήμωσαν οι δρόμοι. Κάναμε μια τελευταία βόλτα πίνοντας αριάνι και σόδα αντίστοιχα και αποσυρθήκαμε. Την επομένη επρόκειτο να επισκεφτούμε τους τάφους των Πόντιων βασιλιάδων που είναι σκαλισμένοι στους βράχους πάνω από την πόλη.
Τι είναι το «σέρβις»;
Η Τουρκία δεν έχει δημόσια ΚΤΕΛ αλλά έχει ένα τεράστιο δίκτυο από διάφορες ιδιωτικές εταιρείες με πολυτελή πούλμαν που καλύπτουν όλη την επικράτεια. Λίγες είναι οι μεγάλες που εξυπηρετούν το σύνολο των προορισμών, όπως η «Metro» και η «Ulusoy». Μιλάμε για πολλά λεωφορεία που δεν είναι πρακτικό να κυκλοφορούν μέσα στις μεγαλουπόλεις. Γι’ αυτόν το λόγο έχουν φτιαχτεί κεντρικοί σταθμοί έξω από αυτές που εξυπηρετούν και σε περίπτωση μετεπιβίβασης. Οι παραπάνω εταιρείες έχουν μεριμνήσει και προσφέρουν δωρεάν το «σέρβις». Ένα μικρό βανάκι που αναλαμβάνει να σε μεταφέρει όσο κοντινότερα γίνεται στον προορισμό σου εντός του… κλεινόν αστείου (γελάσαμε πάλι).
Ο Γιώργος και το αριάνι
Σας συστήθηκα; Με λένε Γιώργο. Είμαι αυτός που μέχρι τώρα αποκαλούμαι… εγώ. Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο να δοκιμάζω νέες γεύσεις στα ταξίδια μου. Ειδικά, όταν αυτές είναι πόσιμες, τότε είναι που παρεκτρέπομαι τελείως… μέχρι σκασμού. Στην προκειμένη περίπτωση έχω βαλθεί να δοκιμάσω κάθε μάρκα και γεύση αριανίου. Έτσι αποκαλούν στην Τουρκία το ξινόγαλο που αποτελεί μέρος της καθημερινής τους διατροφής. Πίνεται πολύ ευχάριστα μαζί με κάθε πικάντικο γεύμα. Η επιδημία ξεκίνησε με ελαφριάς μορφής συμπτώματα: ένα ή δύο 250ml μαζί με το φαγητό και κανένα για τον δρόμο, καθότι… καλοκαίρι. Έπειτα από λίγες μέρες δεν μου έφτανε αυτή η δόση και ξεκίνησα τα μισόλιτρα. Πάνω που η εξάρτηση άρχισε να επιδεινώνεται, μπήκαμε στη Γεωργία και… πουθενά αριάνι. Αρχίσαμε να ρωτάμε τις πωλήτριες στα σούπερ μάρκετ αλλά δεν καταλάβαιναν τι ζητούσαμε. Μέχρι που είπαμε να δοκιμάσουμε ένα ταν που βρισκόταν στο ψυγείο δίπλα στα γάλατα. Τι είναι το ταν; Το γεωργιανό αριάνι φυσικά. Χαρές και πανηγύρια. Τώρα πέρασα στα μπουκάλια του λίτρου και μέχρι το τέλος του ταξιδιού θα φτάσω να κυκλοφορώ με τα εναμισόλιτρα ανά χείρας.
Φανατικοί μουσουλμάνοι
Αν το μέγεθος της πίστης ενός ανθρώπου μετριέται από το χρόνο που περνάει στους χώρους λατρείας, τότε ο Κώστας και εγώ είμαστε φανατικοί μουσουλμάνοι… Στο συγκεκριμένο οδοιπορικό, τα τζαμιά έχουν γίνει το δεύτερο σπίτι μας. Όπως καταλαβαίνετε, ένα ταξίδι που έχει περάσει από την επιμέλειά μου δεν παύει να είναι ελαφρώς ζόρικο, όσο ελεύθερου προγραμματισμού και να είναι. Υπάρχουν φορές που έχουμε μια ολόκληρη μέρα στους δρόμους μιας πόλης χωρίς να έχουμε κλεισμένο κάποιο ξενοδοχείο. Τότε είναι που ύστερα από ένα πρωινό περπατήματος το σώμα ζητά μια ολιγόωρη χαλαρωτική σιέστα για να συνέλθει. Και σας ρωτώ… Είστε στην Τουρκία, παντού τζαμιά, για να μπεις βγάζεις τα παπούτσια σου, όλο το πάτωμα είναι μια αφράτη αναπαυτική μοκέτα… έναν ύπνο δεν θα τον ρίξεις;
Στο χαμάμ
Μιας και μιλήσαμε για χαλάρωση ας αναφέρουμε και την περίπτωση του χαμάμ. Στο κάτω κάτω, τι μουσουλμάνοι είμαστε; Δεν είναι κάτι το δύσκολο να το επισκεφτεί κάποιος αλλά έχω ακούσει πολλές δικαιολογίες από διαφόρους ώστε να μην το κάνουν. Ευτυχώς, ο Κώστας δεν είναι από δαύτους. Παρότι στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν αρκετά, επιλέξαμε να μην τα τιμήσουμε και να αναζητήσουμε κάτι πιο επαρχιακό. Ακούσαμε ότι στο Σαφράνμπολου υπάρχει κάποιο αξιόλογο. Ένα παλιό οθωμανικό κτίσμα γεμάτο τρούλους στο κέντρο της παλιάς πόλης δίνει την εντύπωση πλυσταριού. Γεμάτο ριγέ κοκκινόασπρες πετσέτες απλωμένες παντού στις καμάρες του. Οι οποίες, τούρκικες πετσέτες, μοιάζουν περισσότερο με σεντόνια. Το επισκεφτήκαμε κατά το βραδάκι. Ήμασταν οι τελευταίοι και μοναδικοί πλέον πελάτες. Ο επενδυμένος από ξύλο χώρος υποδοχής με τα ατομικά δωματιάκια για να αλλάξουμε συμπλήρωνε το ζεστό καλωσόρισμα. Φορέσαμε τις πετσέτες μας και κατευθυνθήκαμε προς τον κυρίως χώρο περνώντας από έναν κρύο ψηλοτάβανο μαρμάρινο προθάλαμο. Σειρά από λεπτές ξύλινες πόρτες, οι οποίες κλείνουν μόνες τους με ελατήρια, εμποδίζουν τη διάχυση της θερμοκρασίας από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Είναι το μόνο πράγμα που ξεφεύγει από την ηρεμία του χώρου. Τα απότομα χτυπήματά τους αντιλαλούν σε όλο το κτίσμα. Μας αφήνουν να μουλιάσουμε στην αποπνικτική ζέστη, την υγρασία και τον ιδρώτα για κανένα μισάωρο. Γύρω στους τοίχους υπάρχουν γούρνες με τσίγκινα τενεκεδάκια για να ρίχνεις νερό στο σώμα σου. Ακούγονται οι πόρτες… αρχίζει το πρόγραμμα. Δύο μασέρ αναλαμβάνουν να μας ξεκάνουν. Αφού πρώτα μας γεμίσουν σαπούνια, αφρούς, μπουρμπουλήθρες και μας απολεπίσουν με ένα ειδικό γάντι, αρχίζουν να μας περιλούζουν με παγωμένο νερό. Ακόμα θυμάμαι τη μουσική που έβγαζαν τα κόκαλά μου όταν αυτός ο μπαμπέσης έκανε βόλτες πάνω στην πλάτη μου με τον αγκώνα ρίχνοντας όλο το βάρος του. Τέλος, καλό… αράξαμε στο καθιστικό απολαμβάνοντας ένα ποτήρι αυθεντικό, πηχτό και απίστευτα αλμυρό σπιτικό αριάνι. Οι Τούρκοι μασέρ φαίνονταν να καμαρώνουν για τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες που μας προσέφεραν. Τελικά, η πραγματική χαλάρωση έρχεται όταν φύγεις από το χαμάμ. Ο Κώστας έλαμπε ολόκληρος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς το πλήρες πακέτο περιποίησης κόστισε μόλις 40 λίρες (14 ευρώ).
Από την Πόλη έρχομαι…
Η Κωνσταντινούπολη είναι η αρχή και το τέλος αυτής της περιπλάνησης. Είναι μια πόλη που έχει πολλά πράγματα να δεις. Οπότε, αποφασίσαμε να τα μοιράσουμε… αφήσαμε όλα τα δημοφιλή για τη δεύτερη επίσκεψη. Αυτό έγινε σκοπίμως καθώς υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να έχουμε τη Μαρία, το τρίτο μέλος του γκρουπ, μαζί μας την τελευταία ημέρα. Υπάρχει μια λέξη που ενδεχομένως να περιγράφει αυτό που συνέβη την πρώτη μέρα του ταξιδιού μας: ξεποδαριαστήκαμε. Ο Κώστας ακόμα περισσότερο γιατί φορούσε κάτι πάνινα χωρίς σόλα παπούτσια. Πρέπει να διανύσαμε συνολικά 15 χιλιόμετρα, όπου τα τελευταία μέτρα από αυτά ήταν άκρως βασανιστικά. Ο σταθμός του μετρό εμφανίστηκε σαν οπτασία στην άκρη μιας απέραντης (στα μάτια μας) πλακόστρωτης πλατείας. Ο Κώστας είχε ήδη πάρει την απόφαση να πετάξει αυτά τα βρωμοπάπουτσα με την πρώτη ευκαιρία. Άλλο λίγο για να τελειώσει το βάσανο. Και τότε είναι που ήρθε το κερασάκι στην τούρτα. Όχι ένα… πολλά, γιατί σαν κεράσια έμοιαζαν οι σταγόνες του ξαφνικού μπουρινιού που ξέσπασε. Όλος ο κόσμος γύρω μας είχε μαζευτεί κάτω από κάθε στέγαστρο που έβρισκε περιμένοντας να κοπάσει. Αλλά όχι εμείς, που αγκομαχώντας θέλαμε να φτάσουμε στην πολυπόθητη στάση. Μπορεί να γίναμε λούτσα αλλά τα καταφέραμε στο τέλος. «Από την Πόλη έρχομαι και Πόλη δεν είδα», συνεχίζει να λέει ο Κώστας.
Το μεγάλο παζάρι
Βρισκόμαστε στην Τραπεζούντα και τρώμε σε ένα παλαιικό εστιατόριο. Μόλις έχουμε επιστρέψει από την Παναγία Σουμελά και συζητάμε για το αν θα δούμε την πόλη ή αν θα φύγουμε επιτόπου με αμάξι. Καταλήγουμε στη δεύτερη επιλογή εφόσον βρούμε όχημα. Μια μικρή βόλτα στα γύρω γραφεία ενοικιάσεως δεν αποδίδει. Ανηφορίζουμε έναν μικρό εμπορικό πεζόδρομο κατευθυνόμενοι προς το κέντρο. Τελικά βρίσκουμε τον άνθρωπό μας στο βάθος μιας στοάς μαζί με άλλους δύο νεαρούς συνομήλικούς του να κάθονται και να παίζουν τάβλι. Παραμερίζουν το επιτραπέζιο, μας θρονιάζουν και ξεκινά ένα ανελέητο παζάρι διάρκειας μιάμισης ώρας. Το μόνο κοινό στοιχείο των δύο πλευρών ήταν η αποφασιστικότητα στο να επιτευχθεί συμφωνία. Τα ελάχιστα αγγλικά που γνώριζε δεν στάθηκαν εμπόδιο στη χαβαλεδιάρικη συνομιλία μας. Όλοι βοήθησαν… οι φίλοι του, ένας άσχετος, τον οποίο μας έδινε στο τηλέφωνο που υποτίθεται ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου και μια Ρωσίδα από το διπλανό γραφείο μεταφράσεων. Τελικά, καταφέραμε να νοικιάσουμε το αμάξι για 24 ώρες στην τιμή των 100 ευρώ με την προϋπόθεση ότι θα έρθει να το παραλάβει από τη Χόπα, μια πόλη έξω από τα σύνορα με τη Γεωργία που απείχε 170 χλμ. Μόνον ένας αισθανόταν αδικημένος από τη συμφωνία.
Η Παναγία Σουμελά
Όταν ο τουριστικός μηχανισμός δουλεύει ρολόι είναι αδύνατον να του ξεφύγεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που το αντιλαμβανόμαστε αυτό. Μετά ένα ολονύχτιο ταξίδι φτάσαμε ξημερώματα στο σταθμό λεωφορείων της Τραπεζούντας και ζητήσαμε από το «σέρβις» να μας αφήσει στη στάση για τη Ματσούκα (Macka). Από εκεί πήραμε ένα οικονομικό ντολμούς. Η Ματσούκα είναι το κοντινότερο χωριό στην Παναγία Σουμελά. Από εκεί υπολογίζαμε να βρούμε έναν επίσης οικονομικό τρόπο για το μοναστήρι αποφεύγοντας τα τουριστικά πρακτορεία στην Τραπεζούντα. Τελικά διαπιστώσαμε ότι ο μόνος τρόπος ήταν τα άκρως ασύμφορα ταξί. Οπότε καταλήξαμε να επιβιβαστούμε σε ένα από τα εν λόγω τουριστικά βανάκια που περνούσαν από εκεί. Σαν τουρίστες και με τη βούλα πλέον ακολουθήσαμε το πατροπαράδοτο πρόγραμμα. Η προσέγγιση στο μοναστήρι γίνεται αποκλειστικά με τα πόδια μέσω δύο μονοπατιών. Ο οδηγός μας άφησε στην αρχή του πιο εύκολου από τα δύο, που απείχε μόλις 10 λεπτά. Όταν φτάσαμε βρεθήκαμε στο τέλος μιας ατελείωτης ουράς από ανθρώπους που ευτυχώς κινιόταν αρκετά ικανοποιητικά. Το μοναστήρι, παρά το μεγάλο του μέγεθος, είναι καλά κρυμμένο ανάμεσα στους βράχους και την πυκνή βλάστηση της περιοχής. Έχει έντονα τα σημάδια της βεβήλωσης από τους ντόπιους που έχουν ξύσει από τις τοιχογραφίες τα πρόσωπα και τα άκρα όλων των αγίων που δεν αποδέχονται. Στην επιστροφή ακολουθήσαμε το μακρύ κατηφορικό μονοπάτι διάρκειας περίπου σαράντα λεπτών. Λυπηθήκαμε αυτούς που το ανέβαιναν λαχανιασμένοι. Στο τέλος του μας περίμεναν τα εστιατόρια με τις έντονες μυρωδιές.
Το μεγάλο παζάρι Νο 2 – Η επιστροφή
Αν νομίζετε ότι θα έδινα αυτόν τον τίτλο για ένα παζαράκι μιάμισης ώρας είστε γελασμένοι. Καθώς αυτό αφορούσε μόνο την ενοικίαση. Ο Τούρκος φίλος μας όμως ήταν αποφασισμένος να αρμέξει κι άλλο την αγελάδα που έβγαζε χρήματα. Δεν ήρθε μόνος του στο ραντεβού. Έφερε μαζί του έναν άλλο παρέα να τον βοηθήσει στις νέες διαπραγματεύσεις. Υπολόγιζαν, όμως, χωρίς τον Κώστα. Η αλήθεια είναι ότι επιστρέψαμε το αμάξι αγνώριστο από τους τόνους σκόνη γιατί πολύ μεγάλο μέρος της διαδρομής μας έγινε σε νέο σύγχρονο δρόμο γεμάτο τούνελ που βρισκόταν εν μέρει υπό κατασκευή. «Ρε συ Κώστα, δεν το καθαρίζουμε λίγο πριν το παραδώσουμε;», ρωτάω καθώς επιστρέφαμε. «Όχι, φυσικά. Αυτό μας έλειπε. Δεν φτάνει που πήρε τόσα λεφτά, θα του το πλύνουμε κι όλα; Στην Κρήτη το επιστρέφεις μες τις λάσπες και δεν σου λένε κουβέντα». Μόλις είδε το αυτοκίνητο ο φίλος μας γέμισε ντέρτια και καημούς. Δεν σταματούσε να λέει συνέχεια ντέρτι, ντέρτι, ντέρτι… επιζητώντας επιπλέον 30 λίρες. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μόλις είχε μάθει την αγγλική ορολογία του «βρώμικου» από το φίλο του και την επαναλάμβανε για να μην την ξεχάσει. Ο Κώστας από την άλλη… βράχος: «Δεν θα δει από εμένα λίρα τσακιστή». Στις συνομιλίες μεσολάβησαν κι άλλα τηλεφωνήματα με κάποιον που μίλαγε καλύτερα την αγγλική. Οι δύο πλευρές δεν φαίνονταν να καταλήγουν σε συμφωνία. Τελικά, έπειτα από μία ώρα, πήγαμε όλοι μαζί σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων όπου ο Κώστας συμφώνησε να δώσει 20 λίρες στον υπάλληλο.
Οι τέσσερις εκκλησίες
Μιλάμε τόση ώρα για την περιβόητη ενοικίαση αυτοκινήτου και δεν έχουμε πει για ποιο λόγο το κάναμε. Λίγες μέρες πριν από την έναρξη του ταξιδιού έλαβα ένα ηλεκτρονικό γράμμα από τον Κώστα με πρόταση για ένα ενδιαφέρον μονοπάτι πεζοπορίας στην καταπράσινη επαρχία του Αϊντερ. Έπειτα από προσωπική αναζήτηση πάνω στο θέμα διαπίστωσα ότι επρόκειτο για ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα καθώς, εκτός του ότι ήταν πολλά τα χιλιόμετρα, περνούσε κάθετα το απότομο όρος Κατσκάρ. Κοινή συναινέσει απορρίφθηκε η πρόταση αλλά όχι και η τοποθεσία. Συμφωνήσαμε να δούμε το μέρος μέσα από την άνεση ενός οχήματος επισκεπτόμενοι τέσσερις ερειπωμένες γεωργιανές εκκλησίες από την εποχή που στην περιοχή ζούσαν Καυκάσιοι χριστιανοί. Για βάση μας επιλέξαμε το μικρό τουριστοχώρι Γιουσουφέλι που βρισκόταν στο κέντρο των πάντων (συμπεριλαμβανομένου του δημοφιλούς για την περιοχή ράφτινγκ). Φτάσαμε εκεί αργά τη νύχτα. Η απόλυτη ερημιά, όπως το περιμέναμε άλλωστε. Πέσαμε για ύπνο με συνοπτικότερες διαδικασίες. Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις περιπλανήσεις στη γύρω περιοχή. Οι εκκλησίες αυτές προσέδιδαν ένα παράξενο δέος καθώς ήταν απρόσμενα μεγάλες σε σχέση με την τοποθεσία όπου βρίσκονταν. Πράγμα που σε έκανε να αναρωτιέσαι πώς κατάφεραν να τις χτίσουν σε αυτά τα απόμερα και δύσβατα μέρη, στη μέση του πουθενά. Οι τρεις από αυτές είναι παραμελημένες και ελαφρώς γκρεμισμένες ενώ η μία χρησιμοποιείται σαν τζαμί. Παρότι οι αποστάσεις δεν ήταν μεγάλες, κάναμε αρκετή ώρα να τις προσεγγίσουμε μέσα από στενούς χωματόδρομους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην προλάβουμε να επισκεφτούμε την τέταρτη καθώς έπρεπε να γυρίσουμε το αμάξι στη Χόπα και να συνεχίσουμε προς Γεωργία.
Στο δρόμο για το Γιουσουφέλι
Είχε νυχτώσει από ώρα. Οδηγούσαμε στον επαρχιακό δρόμο για το Γιουσουφέλι. Απείχε δύο ακόμη ώρες και αυτό μας έκανε απόλυτα σίγουρους ότι δεν θα βρούμε τίποτα ανοιχτό για να φάμε. Είδαμε φώτα από σπίτια και μια επιγραφή προς τα δεξιά που έλεγε Αρτβίν, 6 χλμ. Είναι η ομώνυμη πρωτεύουσα της επαρχίας και η τελευταία μας ευκαιρία. Συμφωνήσαμε ομόφωνα να κάνουμε αυτή τη μικρή παράκαμψη. Στα χαρτιά! Γιατί στην πραγματικότητα κάναμε μια νυχτερινή ανάβαση της Ριτσώνας. Μπορεί το κέντρο της πόλης να απείχε μόλις 6 χιλιόμετρα αλλά δεν διευκρίνιζε πουθενά ότι επρόκειτο για απότομο ανηφορικό δρόμο γεμάτο στροφές μέχρι την κορυφή του λόφου.
Η Αμάσρα
Πριν εγκαταλείψουμε την Τουρκία να σας πω και για την Αμάσρα. Πρόκειται για την πρώτη στάση του ταξιδιού μας αν εξαιρέσουμε την Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από ένα μακρύ ολονύχτιο ταξίδι φτάσαμε σε ένα συμπαθητικό χωριουδάκι στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στην άκρη του κόσμου. Ο Κώστας κι εγώ ήμασταν οι μόνοι εναπομείναντες στο λεωφορείο. Ελαφρώς απομονωμένο και ήσυχο εξαρχής. Καθίσαμε σε μια καφετέρια μέχρι να ανοίξουν τα υπόλοιπα μαγαζιά. Η απόλυτη γαλήνη. Βρισκόμασταν στη μέση ενός κόλπου με τη θάλασσα να είναι «λάδι». Ίσα ίσα που ακουγόταν το ελαφρύ κύμα που έσκαγε στην ακτή. Σα να βρισκόμασταν σε ελληνικό νησί τον χειμώνα. Και τι νησί! Άγονης γραμμής. Σχεδόν παρακαλετά βρήκαμε μέσον για να φύγουμε και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς το Σαφράνμπολου. Άξιζε γενικά το πέρασμα από εκεί, που εκτός των άλλων μας έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο στα θολά και ζεστά νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Τα ταξί στην Τιφλίδα
Έπειτα από 400 χιλιόμετρα, όπως προείπα, και μια ενδιάμεση στάση στο Κουταουίσι φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Γεωργίας. Το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε είναι οι ταξιτζήδες που θέλουν να μας πάνε στο κέντρο -πράγμα αδύνατον όπως καταλαβαίνετε εφόσον υπάρχουν τα ότομπους. Το δεύτερο πράγμα είναι πάλι οι ταξιτζήδες, αυτή τη φορά στο δρόμο. Γενικά, το πιο εύκολο επάγγελμα που μπορεί να ακολουθήσει κάποιος στην Τιφλίδα είναι αυτό του ταξιτζή. Η διαδικασία είναι απλή εφόσον διαθέτεις ένα αμάξι οποιασδήποτε κατηγορίας, μεγέθους και χρώματος. Παίρνεις μια ταμπέλα ταξί και την κοτσάρεις στην οροφή του αυτοκινήτου. Αυτό ήταν… Μόλις απέκτησες το δικό σου ταξί. Άντε, και καλές κούρσες.
Εμπόλεμες ζώνες
Σκοπός του ταξιδιού μας είναι να επισκεφτούμε τα παράλια του Πόντου της Τουρκίας και τις τρεις ανατολικότερες χώρες της Ευρώπης: Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν και Αρμενία (κατά πολλούς Eurovision Tour). Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν τα πηγαίνουν πολύ καλά μεταξύ τους. Οπότε τα μόνα σύνορα που είναι προσπελάσιμα είναι αυτά της Γεωργίας, η οποία από την άλλη τα έχει κλειστά με τη Ρωσία, που δεν μας ενδιαφέρει σε αυτή τη φάση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουμε την Τιφλίδα ως κέντρο και να επισκεπτόμαστε τις άλλες χώρες επιμέρους. Με λίγα λόγια μπαινο-βγαίνουμε όλη την ώρα στη Γεωργία. Έξι σφραγίδες μάζεψα στο διαβατήριό μου. Προσοχή στη λεπτομέρεια: αν έχεις επισκεφτεί έστω και μία φορά στη ζωή σου την Αρμενία, ξέχνα το Αζερμπαϊτζάν. Εισερχόμενος στη χώρα έχεις να αντιμετωπίσεις αυτήν την αθώα ερώτηση. Σε γενικές γραμμές περιφερόμαστε ανάμεσα στις εμπόλεμες ζώνες του Ναγκόρνο – Καραμπάχ, της Οσσετίας και της Αμπχαζίας. Κατά τα άλλα… ησυχία, τάξη και ασφάλεια.
Μέσα σταθερής τροχιάς
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει υπολογίσιμο σιδηροδρομικό δίκτυο, κάτι σαν την Ελλάδα και ότι το μετρό στην Κωνσταντινούπολη επεκτάθηκε τα τελευταία χρόνια, κάτι σαν την Αθήνα. Οι άλλες τρεις χώρες, αντίθετα, διέθεταν μέσα σταθερής τροχιάς ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 υπό καθεστώτος Σοβιετικής Ένωσης. Επισκεπτόμενοι αυτές τις χώρες αντικρίσαμε με ευχαρίστηση τα γνώριμου στυλ βαγόνια που μας φιλοξένησαν στο ταξίδι του Υπερσιβηρικού. Θυμηθήκαμε επίσης τη χαρακτηριστική δομή των σταθμών μετρό που είχαμε συναντήσει στη Μόσχα, το Νίζνι Νόβγκοροντ και το Εκατερίνεμπουργκ. Αυτό όμως που μας έκανε εντύπωση είναι ο ιδιαίτερος τρόπος αγοράς των εισιτηρίων στα τρένα. Αναφερόμενοι στις τέσσερις πόλεις: Μπατούμι/Τιφλίδα (Γεωργία), Μπακού (Αζερμπαϊτζάν) και Γερεβάν (Αρμενία). Με αρκετά ταμεία ώστε να εξυπηρετείται όσο το δυνατόν καλύτερα ο κόσμος αλλά χωρίς εισιτήρια. Είχαμε διαβάσει σχετικά με την πληρότητα που παρουσιάζουν αλλά ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να τα προαγοράσουμε ηλεκτρονικά από την Αθήνα δεδομένης της ανύπαρκτης δομής αλλά και του ρευστού του προγράμματός μας. Εδώ είναι που εφαρμόσαμε στην πράξη με απόλυτη επιτυχία το ρητό: Ο επιμένων νικά. Διότι ενώ φεύγαμε από το σταθμό με την απάντηση ότι δεν υπάρχουν εισιτήρια, όταν τον επισκεπτόμασταν λίγο αργότερα ή την επόμενη μέρα βρίσκαμε και τα αγοράζαμε κανονικότατα. Και επειδή δεν μπορούσαν να μας βγάλουν aller retour ταξιδεύαμε με την ελπίδα ότι θα βρούμε εισιτήρια επιστροφής.
Το γεωργιανό αλφάβητο
Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ένα ένα τα γράμματα της αλφαβήτου από τις δίγλωσσες ταμπέλες. Αλλά μόλις καταλήγουμε για την αντιστοιχία ελαχίστων από αυτών, έρχεται η επόμενη ταμπέλα και τα ανατρέπει όλα. Τι να πούμε; Ακόμα και στην Κίνα είχαμε μεγαλύτερη πρόοδο. Όπως λέει και ο φίλος μου ο Κώστας: Άστα βράστα.
Η σπηλιά του Προμηθέα
Το Κουταουίσι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γεωργίας και πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου της Κολχίδας, χτισμένη από το 2000 π.Χ. Κάναμε μια ολιγόωρη στάση στη διαδρομή μας από το Μπατούμι προς την Τιφλίδα για να επισκεφτούμε τη σπηλιά του Προμηθέα σε ένα κοντινό χωριό στους πρόποδες του Καυκάσου, του ψηλότερου βουνού της Ευρώπης, φυσικό σύνορο της Γεωργίας με τη Ρωσία. Όπως είναι γνωστό, ο Προμηθέας, αυτός ο συνεσταλμένος τιτάνας και ευεργέτης του ανθρώπινου είδους, ήταν αλυσοδεμένος στους βράχους του Καυκάσου επί τριάντα χρόνια έχοντας για παρέα έναν αετό που του έτρωγε το συκώτι κάθε πρωί έως ότου πέρασε από εκεί ο εντολοδόχος Ηρακλής και τον απελευθέρωσε. Παρεμπιπτόντως το όνομα Καύκασος ανήκε σε έναν ντόπιο βοσκό τον οποίο σκότωσε ο θεός Κρόνος επειδή κατά μία εκδοχή είχε βοηθήσει τον γιο του, τον θεό Δία, να τον εκθρονίσει. Για να τιμήσει το βοσκό, ο Δίας έδωσε το όνομά του στο μέχρι τότε αποκαλούμενο «Όρος του Βορέου». Αυτό που δεν είναι γνωστό από την αρχαιότητα αλλά από τους σύγχρονους τουριστικούς οδηγούς είναι η σπηλιά του Προμηθέα. Οπότε, αποφασίσαμε να ρίξουμε μια ματιά στο εν λόγω άρτια οργανωμένο σπήλαιο. Χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά με πολύ όμορφη είσοδο, χρωματιστούς φωτισμούς και επίσης όμορφη έξοδο καθώς τα τελευταία μέτρα γίνονται με βάρκα που οδηγεί σε μια εξωτερική λίμνη. Στο Κουταουίσι είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το ακριβότερο φαγητό της χώρας… τα McDonald’s!
Τιφλίδα
Ας ασχοληθούμε λίγο και με τις πρωτεύουσες. Η Τιφλίδα μπήκε αμέσως στη λίστα μου με τις μικρές συμπαθητικές πρωτεύουσες. Εφόσον αποτέλεσε βάση της εγγύς περιοχής είχαμε την ευκαιρία να την περπατήσουμε εντός, εκτός και επί τα αυτά. Από την κεντρική λεωφόρο με τα μεγάλα βαριά σοβιετικά κτίρια μέχρι την παλιά γειτονιά με τα κατοικημένα μισογκρεμισμένα σπίτια με τις στραβές σκάλες και τις ρωγμές που τα χώριζαν στη μέση. Από τον ποταμό Κούρα μέχρι το κάστρο στην κορυφή. Τους βασιλικούς κήπους που βρίσκονται μέσα σε μια χαράδρα και καταλήγουν σε έναν μικρό καταρράκτη. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι στους γύρω λόφους κάνοντας μια πανοραμική βόλτα περιμετρικά της πόλης. Το βράδυ, το εμπορικό και τουριστικό κέντρο σφύζει από ζωή μέχρι τις δεύτερες πρωινές ώρες. Εκτός του ότι επισκεφτήκαμε το σιδηροδρομικό σταθμό τουλάχιστον έξι φορές, από εδώ πήραμε και το αεροπλάνο της επιστροφής για Αθήνα με μια ημερήσια μετεπιβίβαση στην Κωνσταντινούπολη.
Μπακού
Η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν είναι μια πραγματικά ευρωπαϊκή πόλη. Μόνο που αντί να υπερισχύει το γκρίζο βλέπουμε ένα μπεζ χρώμα σε όλα τα κτίρια. Ιδιαίτερα στην παλιά καστρόπολη που δεν υπάρχει άλλο χρώμα από τα τείχη μέχρι τα πλακάκια στους πεζόδρομους, νομίζεις ότι έχεις πάθει αχρωματοψία. Επιβλητικά και ντιζαϊνάτα κτίσματα πάνω στις φαρδιές λεωφόρους. Το καμάρι όμως είναι το πολύ μεγάλο παραλιακό πάρκο που έχει μήκος 5 χιλιόμετρα και περιλαμβάνει ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς: παγκάκια, βοτανολογικώς θεματικά παρτέρια, σιντριβάνια, καντίνες, καφετέριες, εστιατόρια, λούνα παρκ, εμπορικά κέντρα και γήπεδα. Όλα καθαρά και στην εντέλεια, εκτός από μερικές τελευταίες κατασκευές, για τη φιλοξενία του μεγαλύτερου αθλητικού γεγονότος στην ιστορία της, των πρώτων Ευρωπαϊκών Ολυμπιακών Αγώνων στις 12 Ιουνίου του 2015. Φτάνοντας στο Μπακού, βρεθήκαμε στο ανατολικότερο σημείο του ταξιδιού μας, στις όχθες της Κασπίας Θάλασσας, της μεγαλύτερης λίμνης του κόσμου. Γι’ αυτόν τον λόγο φορέσαμε τα μπανιερά μας και τραβήξαμε για την παραλία. Στο δρόμο με το αστικό λεωφορείο είδαμε αρκετά σπίτια να έχουν στην αυλή τη μικρή προσωπική τους πετρελαιοπηγή. Επίσης είδαμε όσα σκουπίδια δεν είχαμε δει στο κέντρο μαζεμένα σε μια ανισόπεδη διάβαση. Η προσέγγιση της παραλίας ήταν λίγο κοπιαστική. Τελικά το μόνο που καταφέραμε ήταν να βουτήξουμε λίγο τα πόδια μας. Παρότι τα νερά ήταν καλύτερα από αυτά της Μαύρης Θάλασσας, είχαμε ορισμένους ενδοιασμούς που προέκυπταν από τον λιγοστό κόσμο που έκανε μπάνιο και από τη θέα μιας πλατφόρμας πετρελαίου σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων.
Γερεβάν
Στην πρωτεύουσα της Αρμενίας αντίστοιχα επικρατεί το σομόν χρώμα και ένα περίεργο στυλ αρχιτεκτονικής. Η ευχάριστη λεπτομέρεια της πόλης είναι οι αμέτρητες μικρές κρήνες πόσιμου νερού από άκρου εις άκρον που μας δροσίζουν κάτω από τον καυτό ήλιο. Έχουν ένα είδος παράδοσης να χτίζεται μια τέτοια εις μνήμην από τις οικογένειες που έχουν χάσει κάποιο μέλος τους σε νεαρή ηλικία, εξ ου και το γεγονός ότι πολλές από αυτές φέρουν ονόματα. Επίσης δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, αλλά περάσαμε από αρκετές υπαίθριες αγορές. Εντυπωσιακή είναι η σκάλα που οδηγεί από την κάτω πλατεία σε ένα μνημείο με θέα την πόλη και φόντο το όρος Αραράτ. Χωρίζεται σε πέντε επίπεδα και φιλοξενεί μαζί με την πλατεία μια υπαίθρια εικαστική έκθεση με δημιουργίες καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα αποτελεί το μουσείο τέχνης με εκθέματα στους υπόγειους χώρους που διαθέτει και ενώνονται εσωτερικά με κυλιόμενες σκάλες. Την ονομάζουν καταρράκτη – από το νερό που τρέχει σε όλο το μήκος της. Ένα άλλο εντυπωσιακό γεγονός είναι ότι όλος ο κόσμος βγαίνει το βράδυ γεμίζοντας τα μαγαζιά, τις πλατείες και τους πεζόδρομους. Ενδεχομένως να μας φάνηκε έντονη αυτή η διαφορά επειδή έκανε πολλή ζέστη κατά τη διάρκεια της ημέρας και περιόριζε την κίνηση.
Κωνσταντινούπολη
Η Μαρία δεν κατάφερε να έρθει τελικά. Αυτό μας έδωσε την επιλογή να ακολουθήσουμε μια ολοκληρωμένη μεν αλλά σε πιο χαλαρούς ρυθμούς ξενάγηση στα δημοφιλέστερα αξιοθέατα. Τα καραβάκια αποτελούν κομμάτι των μέσων μαζικής μεταφοράς και το κόστος τους για μια διαδρομή μίας ώρας μέχρι την Πρίγκιπο κοστίζει λιγότερο και από το μετρό. Πολύς κόσμος επισκέπτεται τα νησιά για βόλτα, μπάνιο ή φαγητό στις αμέτρητες ψαροταβέρνες. Στην επιστροφή περάσαμε από την Αγιά Σοφιά, το Μπλε Τζαμί, το υδραγωγείο του Ιουστινιανού και το Σκεπαστό Παζάρι, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το ταξίδι μας στον Πόντο και τις ανατολικότερες χώρες της Ευρώπης. Το αεροπλάνο θέλει μία ώρα για να φτάσει στην Αθήνα, αρκετά φλυάρησα. Ένας γρήγορος υπνάκος θα ήταν ό, τι πρέπει. Γι’ αυτό λοιπόν… ησυχία.