10.6 C
Athens
Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Ανάσταση τη… Δευτέρα του Πάσχα με Arirang αλλά χωρίς άνηθο στo μέτωπo της Κορέας

***

Του Δημητρίου Θ. Παπαργυρίου
Απομάχου ε.ε. Υποστρατήγου Ιατρού

ΔΕΝ ΗΤΑΝ καθόλου ρόδινα τα πράγματα, ιδίως την άνοιξη εκείνη του 1951 στα μέτωπα της Κορέας. Και όχι μόνο για τους Έλληνες του εκεί Εκστρατευτικού Σώματος αλλά και για όλους τους μαχόμενους των αντιπάλων παρατάξεων στην εσχατιά αυτή του πλανήτη.

«Με τον αρχινοσοκόμο Στέλιο Καραγκουνάκη (αριστερά) από την Καρδίτσα, φοιτητή της Ιατρικής, γνωστό με το παρατσούκλι «ο τρελός ακροβολιστής» τσούγκρισα το αυγό μπροστά στο άγαλμα της Προσευχομένης Παρθένου». Δεξιά ο Δημήτρης Παπαργυρίου.

Οι μέρες αυτές συνέπιπταν με το Ελληνορθόδοξο Πάσχα της Αγάπης. Η σύμπτωση όμως αυτή δε φαινόταν να μετριάζει, έστω και για λίγο, την καθολική, αχαλίνωτη παράνοια, που εξελίσσετο προς το χειρότερο μέρα με τη μέρα, το ίδιο τραγικά και απάνθρωπα για χριστιανούς και αλλόθρησκους, αμιλλώμενους σε ανηλεή αλληλοεξόντωση.
Οι, ηττημένοι αρχικά, Βορειοκορεάτες μαζί με τα προστρέξαντα αργότερα προς σωτηρίαν τους αμέτρητα στίφη Κινέζων του Μάο, είχαν ως τώρα καταλάβει και εγκαταλείψει δύο φορές την πρωτεύουσα Σεούλ, απωθηθέντες από τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών.
Νέα όμως επιθετική επιστροφή, ισχυρότατη τη φορά αυτή, τους έφερε και πάλι στα προάστια της μαρτυρικής πόλεως. Και ήταν τότε η δική μας Μεγάλη Εβδομάδα, τελευταίες μέρες του Απριλίου, που η χούφτα των εκεί μαχομένων Ελλήνων βρέθηκε μισοκυκλωμένη από τις κίτρινες στρατιές, με τα νώτα της στο φοβερό ποταμό Χαν, ζευγμένο με μια πλωτή γέφυρα του Μηχανικού ως τη μόνη οδό εφοδιασμού ή διαφυγής σε δυσμενή εξέλιξη.

ΟΒΙΔΕΣ: Η Διοίκηση του Τάγματος στρατωνιζότανε σε κάτι παλιές ιαπωνικές στρατιωτικές φυλακές με τις μονάδες της ακροβολισμένες στις παρυφές της πόλεως, προς έλεγχο από Βορρά της κεντρικής οδού εισόδου.
Ο εχθρός είχε καθηλωθεί, ευτυχώς, από το πυροβολικό βορείως των θέσεών μας, με ένα μπαράζ πυρός από τα μεγαλύτερα της Ιστορίας. Οι οβίδες του πέφτανε μόλις μπροστά και σε βάθος από τα τμήματά μας χωρίς να ξεχωρίζει ομοβροντία από ομοβροντία. Ακούγαμε τα βλήματα να περνάν σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας και οι εκρήξεις τους να μας δονούν τα σπλάχνα μέρα και νύχτα.
Κάτι τέτοιο ίσως έκανε έναν Κινέζο αξιωματικό αιχμάλωτό μας να δηλώσει κατά την ανάκρισή του πως «ο Αμερικάνος στρατιώτης δεν είναι καλύτερος του Κινέζου αντιπάλου του. Αλλά αυτή η δύναμη πυρός δεν υποφέρεται με τίποτα!».
Το τραγικά αστείο στην κόλαση αυτή ήταν πως, κάπου κάπου, αναλογιζόμουνα ότι το ετήσιο επίδομά μου εκεί δεν έφτανε το κόστος μιας μόνο οβίδας.
Μέσα στη Σεούλ ήταν και τα επιτελεία του 1ου Αμερικανικού Σώματος Στρατού, της 1ης Μεραρχίας Ιππικού (καμιά σχέση με άλογα) με το 7ο Σύνταγμά της, το Garry Owen, στο οποίο υπαγόμεθα από της αφίξεώς μας στη χώρα αυτή της «Πρωινής Γαλήνης» και τώρα της 24ωρης παραφροσύνης.
Η πρωτοφανής αυτή συγκέντρωσις δυνάμεων υπό των δύο αντιπάλων εκεί γύρω έδειχνε την πείσμονα απόφασή τους για την κατοχή της πόλεως.

ΜΕΓΑΛΗ ΕΟΡΤΗ: Η Κυριακή του Πάσχα (29 Απριλίου 1951), αν εξαιρέσουμε το αφηνιασμένο Πυροβολικό, πέρασε χωρίς άλλη πολεμική δραστηριότητα. Ύστερα όμως από 4 μήνες συνεχούς πολεμικής υπερεντάσεως του Τάγματός μας, ήταν φυσικό να επιδιωχθεί κάποια ανάσα, κάποια ψυχική ανάνηψη αλλιώτικη απ’ αυτήν της ολιγοήμερης εκ περιτροπής, εφεδρείας.
Και τούτο εκλήθη να μας δωρίσει το Μεγαλείο της Αναστάσεως του Κυρίου, με υπαίθρια λειτουργία στο προαύλιο των φυλακών, χοροστατούντος του ιερέως του Τάγματος και ψάλλοντος του εξαιρετικού συναδέλφου και έμπειρου ψάλτου Ανθυπιάτρου Κωνσταντίνου Κευγά, με τη φωνή του να καλύπτει και αυτόν τον κρότο των κανονιών.
Αλλά αυτό μόνο του δεν κατόρθωσε να μας ικανοποιήσει, όπως φανταστήκαμε. Είχαμε ανάγκη από κάτι ακόμα που θα μας έφερνε πιο μέσα στην ατμόσφαιρα της λαϊκής παραδόσεώς μας των ημερών αυτών. Είχαμε βαρεθεί πια τις τυποποιημένες ημερήσιες μερίδες τροφής εκστρατείας σε χαρτονένια κουτιά, τις περίφημες C-Ration (μεταφρασθείσες προσφυώς σε Σιτηρέσιον) και αναπολήσαμε το ψητό αρνί, τα κόκκινα αυγά, το κοκορέτσι, τη μυρωδάτη μαγειρίτσα και τους ελληνικούς χορούς – τρελό όνειρο υπό τις συνθήκες αυτές, που, όπως φαίνεται, δεν τις αντέξαμε και τόσο καλά.
Αλλά δεν θα τ’ αφήναμε έτσι. Μήνες τώρα οι περιστάσεις μάς έκαναν να παίρνουμε ταχείες, θαρραλέες και ενίοτε, παράλογες αποφάσεις. Έτσι και τώρα οπλιστήκαμε με θράσος και ζητήσαμε τα παραπάνω απίθανα για τόπο, χρόνο και συνθήκες, αλλά και άγνωστα, επί πλέον, στους Αμερικανούς, εφόδια. Υπερβάντες, μάλιστα, και την Ιεραρχία, τα ζητήσαμε κατ’ ευθείαν από τον Στρατηγό – Διοικητή της 8ης Στρατιάς.
Είχαμε το λόγο μας… Ο Στρατηγός αυτός ήταν γνωστός στους Έλληνες. Ζητήσαμε λοιπόν με το θάρρος της γνωριμίας αυτής, από τον Στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλητ, προσωπικό φίλο του Διοικητού μας Διονύση Αρμπούζη, τα παραπάνω αδιανόητα, όσο μηδαμινές κι αν φαίνονταν οι πιθανότητες επιτυχίας.

ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ: Ποιος όμως θα το πίστευε όταν έκπληκτοι είδαμε να καταφθάνει μέσω της ταλαίπωρης γέφυρας, έστω και τη Δευτέρα του Πάσχα, ένα φορτηγό με σφαγμένα και γδαρμένα αρνιά, με τα εντόσθιά τους, διάφορα χορταρικά, πλημμύρα αυγών και κουτιά με τη βαφή τους (καλά τ’ άλλα… αλλά αυτή η τελευταία πού βρέθηκε;).
Ο Στρατηγός έδειξε ότι δεν αστειευότανε προκειμένου να ευχαριστήσει τους Έλληνες φίλους του στη μεγαλύτερη Γιορτή τους (κάτι μου λέει πως τ’ αποφάσισε πριν του το ζητήσουμε).
Κατέβηκε μάλιστα με ελικόπτερο και τσούγκρισε αυγά με το Διοικητή και με στρατιώτες μας, όπως συνήθιζε να κάνει και στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια. Το ίδιο έκανε και με τους απορούντες προσκεκλημένους μας Διοικητές των κοντινών Αμερικανικών Μονάδων.
Στήθηκαν λοιπόν οι ψησταριές, τυλίχτηκαν τα κοκορέτσια, ψιλοκόπηκε η μαγειρίτσα, βάφτηκαν τ’ αυγά. Ένας μουστακαλής λοχίας επέβλεπε το ψήσιμο με εμπειρία προπολεμικού υπενωμοτάρχη της Βασιλικής Χωροφυλακής, γκρινιάζοντας που ο Βαν Φλητ παρέλειψε να του στείλει και… άνηθο!
Κουβαλήθηκε και ένα πιάνο από κάποιο ερειπωμένο σπίτι για μουσική κάλυψη από μένα που κάτι μισοήξερα. Ένας Ελληνοαμερικάνος γειτονικής μονάδος (Tsitouris λεγότανε) έπαιζε καλύτερα αλλά τίποτε από τσάμικα και καλαματιανά. Ζήτησε αργότερα να αποσπασθεί στο Τάγμα μας, αλλά δεν του το ενέκριναν λόγω σπανίας ειδικότητος (συντηρητής radar). Αλλά ούτε και οι Έλληνες επέμεναν. Τι να τον κάνουν που δεν ήξερε να παίξει ούτε τσιφτετέλι!

ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΓΟ: Μετά τη γιορτή επιστρέψαμε το πιάνο στο έρημο σπίτι και αφήσαμε ένα κόκκινο αυγό επάνω στα πλήκτρα του. Τι θα υπέθεσε ο κάτοχός του όταν ξαναγύρισε σπίτι του, ιδίως αν ήταν βουδιστής;
Πριν τελειώσει το ψήσιμο, εγώ, ψάχνοντας γι’ ακόμη περισσότερα, ίσως λίγο τουρισμό στην πρωτεύουσα, πήρα μαζί μου τρεις νοσοκόμους οπλισμένους με αυτόματα και περιέργεια, μερικά βαμμένα αυγά και πάνω σε ένα Jeep, βγήκαμε βόλτα στην έρημη, πολιορκημένη αλλά όχι κατεστραμμένη πόλη κάπως απερίσκεπτα, δεδομένης της δράσεως ατάκτων ελευθέρων σκοπευτών του εχθρού στα μετόπισθέν μας. Λαμπρή ήταν και όλα τα βλέπαμε λαμπρά. Παίρναμε και πρόσθετο θάρρος από τις συχνές μηχανοκίνητες περιπολίες των Αμερικανών στην πόλη.
Ύστερα από κάποια ώρα περιηγήσεως – είδαμε και το σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας, Σίγκμαν Ρη, έρημο με δύο φρουρούς απ’ έξω – αντικρίσαμε το μυτερό καμπαναριό ενός καθολικού ναού και μπροστά του σε ψηλό βάθρο ένα θαυμάσιο, κάτασπρο άγαλμα Προσευχομένης Παρθένου.
Πλησιάσαμε και με τον αρχινοσοκόμο Στέλιο Καραγκουνάκη από την Καρδίτσα, φοιτητή της Ιατρικής, γνωστό με το παρατσούκλι «ο τρελός ακροβολιστής» επειδή μόνος του εξουδετέρωσε με χειροβομβίδα εχθρικό πολυβολείο και πήρε λάφυρο ένα ρώσικο αυτόματο με τύμπανο που δεν αποχωρίστηκε έκτοτε (και που δεν τον ξαναείδα στην Ελλάδα) τσουγκρίσαμε αυγά μπροστά στο άγαλμα.
Κατόπι, με μεγάλη λαχτάρα που είχαμε τέτοιες μέρες να βρεθούμε υπό τη σκέπη κάποιου ιερού χώρου, μπήκαμε προσεκτικά, με απασφαλισμένα τα όπλα ανά χείρας στον ευρύχωρο και μεγαλοπρεπή Ναό, έρημο όπως φαινόταν. Κάναμε το Σταυρό μας ορθόδοξα και υποκλιθήκαμε, βγάζοντας τα κράνη, μπροστά στο ιερό.
Με την ενδόμυχη ανάγκη που σε δύσκολες περιστάσεις όλοι μας έχουμε για κάποια άνωθεν ψυχική συμπαράσταση και προστασία, ίσως να κάναμε το ίδιο μπροστά σε οποιονδήποτε βωμό οποιασδήποτε θρησκείας, οπουδήποτε της γης.

Δημήτρης Θ. Παπαργυρίου: «Στο εορταστικό πρόγραμμα πρόσθεσα και ένα κορεάτικο ρομαντικό, μελωδικότατο λαϊκό τραγούδι αγάπης, το «Arirang», που το ‘μαθαν όλοι οι εκπρόσωποι του ΟΗΕ στη Σεούλ (και που παίζω ακόμη νοσταλγικά και ύστερα από 62 χρόνια)».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ: Ερευνώντας με το βλέμμα τη λιτή εμφάνιση του ναού, αντίκρισα ψηλά, πάνω από την κύρια είσοδο, σ’ ένα διακοσμημένο εξώστη, τους πανύψηλους ηχητικούς σωλήνες ενός εκκλησιαστικού οργάνου. Δεν άντεξα στον πειρασμό ν’ αγγίξω τα πλήκτρα του, κάτι που δεν είχα ξανακάνει σε τέτοιο μεγάλο μουσικό όργανο και που ακόμη απορώ γιατί δεν το δεχτήκαμε στις ορθόδοξες εκκλησίες μας.
Βρήκα μια στενή σκάλα, ανέβηκα και κάθισα με καμάρι στη θέση του οργανίστα με, εντελώς αταίριαστα, ένα πιστόλι κρεμασμένο στη ζώνη. Το όργανο φυσικά δεν λειτουργούσε ελλείψει ηλεκτρικού ρεύματος για τη συμπίεση του αέρος, υπήρχε όμως, για παρόμοια περίπτωση, ένας εφεδρικός χειροκίνητος μοχλός.
Πρόθυμα ένας νοσοκόμος ανεβοκατέβασε το μοχλό με δύναμη και το αρμόνιο, που θα ‘χε μήνες να λειτουργήσει, ζωντάνεψε για να εκπέμψει ένα βροντερό και επιβλητικό ήχο, πολλαπλασιασμένο από την αντήχηση στους πέτρινους τοίχους. Ενθουσιασμένος και ο άλλος νοσοκόμος (ο τρίτος έμεινε καλού κακού κάτω για να επιβλέπει την είσοδο και το τζιπ) άδραξε με τη σειρά του το μοχλό και με τις κάποιες γνώσεις πιάνου, άρχισα το «ρεσιτάλ».
Εκεί που νόμιζα πως οι νοσοκόμοι θα είχαν πλέον λαχανιάσει, κοίταξα προς το πορτάκι και είδα το φυσερό να ανεβοκατεβαίνει με τη δύναμη 2-3 Κορεατών σε εναλλαγή με τους δικούς μου. Υπέθεσα ότι επρόκειτο μάλλον περί νεωκόρων, έμπειρων στη δουλειά, διότι κάτι κάνανε και ο ήχος του οργάνου βελτιώθηκε σημαντικά.
Και δεν ήταν μόνο αυτοί… Στρέφοντας το βλέμμα μου χαμηλά, στο χώρο του εκκλησιάσματος διέκρινα 50 τουλάχιστον Κορεάτες μπροστά στα στασίδια, που έκαναν κάπου κάπου το σημείο του σταυρού.
Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί στην έρημη πόλη; Πόσοι καθολικοί να κατοικούσαν γύρω στο Ναό; Το όργανο δεν μπορούσε να ακουστεί πέρα από 50 μέτρα γύρω, έστω και στη σιγή της νεκρωμένης πόλεως. Να μπήκαν από την πύλη; Κάπως θα αντιδρούσε ο εκεί στρατιώτης.
Από κάποιο πλάγιο πορτάκι; Να ήταν κρυμμένοι – το πιθανότερο – από δικαιολογημένο φόβο στα άδυτα του Ναού στη θέα ένοπλων στρατιωτών, που αναθάρρησαν όμως όταν δεν διαπίστωσαν εχθρικές διαθέσεις και ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά από τους κρυψώνες τους κάπως καθησυχασμένοι;

Ψηλά, πάνω από την κύρια είσοδο του ναού, σ’ ένα διακοσμημένο εξώστη, οι πανύψηλοι ηχητικοί σωλήνες του εκκλησιαστικού οργάνου.

ARIRANG: Ύστερα από αυτό φιλοτιμήθηκα να παίξω κάτι εκκλησιαστικό δικό τους, τονώνοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους. Δεν είδα όμως εκεί γύρω τα συνήθη εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλά – αμαρτία εξομολογουμένη – κι αν υπήρχαν τέτοια θα τα «τσέπωνα» ιερόσυλα φεύγοντας, αφού βέβαια έπαιζα κάτι απ’ αυτά.
Ίσως να με πρόλαβε κάποιος άλλος του ΟΗΕ… Πρόσθεσα όμως στο πρόγραμμα ένα κορεάτικο ρομαντικό, μελωδικότατο λαϊκό τραγούδι αγάπης, το «Arirang», που το ‘μαθαν όλοι οι εδώ του ΟΗΕ (και που παίζω ακόμη νοσταλγικά και ύστερα από 62 χρόνια).
Προς μεγάλη μου συγκίνηση άρχισαν να το τραγουδούν και μάλιστα πολυφωνικά, σαν πειθαρχημένη χορωδία (σα να διέκρινα και γυναικείες φωνές) όρθιοι με κατάνυξη αλλά και εθνική έξαρση, με την παλλόμενη φωνή τους, όλο και πιο ξεθαρρεμένη και πιο δυνατή, να αντηχεί στους θόλους και στα γοτθικά τόξα, σε μια μυσταγωγία άξια της μεγάλης αυτής Ημέρας της Παγκόσμιας Αγάπης.
Η μελωδία, με τη συμμετοχή και του Κερκυραίου στρατιώτη που ήταν κάτω και παράτησε την πύλη, επανελήφθη με πρωτοβουλία του εκκλησιάσματος, άλλες δύο φορές, προσλαβούσα, η ερωτική αυτή μελωδία, βαθύ θρησκευτικό χαρακτήρα. Δεν την ξανάκουσα από τότε να τραγουδιέται με τόσο πάθος.
Ξεκινώντας να φύγουμε με τη λήξη της «λειτουργίας» και την ανάκρουση, φυσικά, του Εθνικού μας Ύμνου – ας ήξερα και τον δικό τους – αδημονούντες για την άλλη, την πεζή, μυσταγωγία της καταβροχθίσεως του έτοιμου πλέον ψητού, υποκλιθήκαμε και πάλι στο βωμό.
Δεν ξέχασα ν’ αφήσω πάνω στα πλήκτρα του οργάνου, το ανέπαφο από το τσούγκρισμα αυγό.
Βγαίνοντας περάσαμε, με τα αυτόματα κρεμασμένα στον ώμο και ασφαλισμένα, ανάμεσα στους παρατεταγμένους, χαμογελαστούς και υποκλινόμενους με τις παλάμες ενωμένες μπροστά σαν της Παναγίας του προαυλίου, συγκινημένοι και μεις.
Μου φάνηκε σαν οι λιγοστοί αυτοί, αποκαμωμένοι από την κόλαση του πολέμου να είχαν γεμίσει ασφυκτικά το ναό, που είχε αποκλεισθεί τόσο βίαια από την αποστολή του να ζωοδοτεί τους πιστούς, ιδιαίτερα τώρα στην απύθμενη δυστυχία τους. Σα να διέκρινα στα μάτια μερικών κάποιο δάκρυ.
Ίσως – και μακάρι – το Χριστεπώνυμο πλήρωμα, που συγκεντρώθηκε εκεί με το δικό μας, έστω, Πάσχα, να διέκρινε και στα δικά μας μάτια κάτι παρόμοιο, κάτι που εμείς εγωιστικά δε θα το παραδεχόμαστε εύκολα, κι ας το αισθανόμαστε βαθιά, όπως και κείνοι.
Είχαμε συνεννοηθεί απόλυτα χωρίς να ξέρει λέξη ο ένας από τη γλώσσα του άλλου…
Ο Μέγας Διερμηνεύς είχε τις ώρες εκείνες Αναστηθεί για όλους μας…

***

* «Αναμνήσεις από ένα αλλιώτικο Πάσχα» – Προδημοσίευση από το βιβλίο του κ. Δημητρίου Θ. Παπαργυρίου. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Ναυτεμπορική” το Πάσχα του 2007 και στο Catisart στις 26 Απριλίου 2013.

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -