18.8 C
Athens
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Ολόγυρα στη λίμνη

Η ζωοδότρα και επικίνδυνη θάλασσα, ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα, η παρηγοριά που χαρίζει η θρησκευτική λατρεία, η αγανάκτηση του απλοϊκού νησιώτη για την αδιαφορία και τη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού. . . Η Σκιάθος του 19ου αιώνα, το νησί που γέννησε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – κι αυτός με τη σειρά του, το λάτρεψε – ζωντανεύει στις σελίδες των διηγημάτων του: τα νοσταλγικά “Ολόγυρα στη λίμνη” και “Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου”, το χιουμοριστικό “Ναυαγίων ναυάγια” και οι ανησυχητικά επίκαιροι “Χαλασοχώρηδες” είναι μόνο μερικά από τα μικρά λογοτεχνικά διαμάντια που συγκεντρώνονται σ’ αυτό τον τόμο.

Σε αυτό το διήγημα o Παπαδιαμάντης περιγράφει τον κρυφό πόθο του νεαρού Χριστοδουλή, φίλου του αφηγητή, για την Πολύμνια. Ο αφηγητής, γοητευμένος κι εκείνος από τη νεάνιδα, παραμένει ένας μελαγχολικός παρατηρητής της θελκτικής ηρωίδας μέσα στη βάρκα και του ερωτοχτυπημένου φίλου του, που θα πέσει στη λίμνη για να τη σώσει.

∗∗∗

ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΝ

 

    Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην και δεν υπήρχον πλέον ίτσια να μυρώνωσι την ατμόσφαιραν με τας μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολύμνια εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον θρουν. Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαλινιώσαν λίμνην, την αντανακλώσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβα του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάσει, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάσει ποτέ. Αν ηδύνατό τις να πιστεύσει τα λεγόμενα, η καραβίνα αύτη ήτο το αληθές ξυπνητήρι του ενοικιαστού της λίμνης, ειδοποιούσα αυτόν μυστηριωδώς διά κτύπου εις τον δεξιόν του ώμον περί της λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινός εκ του λιμένος διά νυκτός. Διότι οι όροι του συμβολαίου έλεγαν ότι όλα τα κεφαλόπουλα και τα καβούρια, όσα επλησίαζαν εις την λίμνην, ήσαν της λίμνης, ενώ όσα ετόλμων να εξέλθωσιν αυτής, δεν ήσαν του λιμένος. Εφηρμόζετο δ’ενταύθα κατά πλάτος το αξίωμα τα εμά εμά, και τα σα εμά. 

   Άλλοτε κατήρχετο εκεί βόσκων τας ολίγας αμνάδας και τα αρνία του, ο μπαρμπα-Γιωργός, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Κοψιδάκης, όστις δεν εφείδετο να διηγείται εις πάντας όσας οπτασίας έβλεπε (αγίους, αγγέλους, δαίμονας, την κατάστασιν των ψυχών, και αυτήν την τελευταίαν κρίσιν, όλα τα έβλεπεν ο μακαρίτης) και άπαξ μάλιστα ηλήθευσε περιφανώς, όταν έπεισε τους πολίτας και «τον δήμαρχο με όλη τη δωδεκάδα», ότι ήτο επάναγκες ν’ ανακαινίσωσιν εκ βάθρων τον ναΐσκον του Αγίου Γεωργίου. Και προείπεν αυτοίς ότι, άμα ανέσκαπτον τα θεμέλια, ο Άγιος θα ήρχετο βοηθός. Και πράγματι, ως ήρχισεν η σκαπάνη να ξεκοιλιάζει μετά δούπου την γην και να στομούται πλήττουσα λίθους και χάλικας, προέκυψαν εις το φως δίδυμοι τάφοι μετά κιτρίνων σκελετών, τις οίδεν από ποίου λοιμού, κατά τους παρελθόντας αιώνας εκεί θαμμένων, και μεταξύ αδελφωμένων κοκκάλων και χώματος, ευρέθησαν περί τα εκατόν ενετικά φλωρία. Άλλοι επίστευσαν τότε το θαύμα και άλλοι εξεπλάγησαν διά την σύμπτωσιν, αλλά το ορατόν αποτέλεσμα είναι ότι ο ναΐσκος ευπρεπής οπωσούν εκτίσθη. Εις τον ναΐσκον εκείνον, όταν ήτο ακόμη παλαιός και στενός και μικρούτσικος, εκλείεσο το πάλαι, όταν ήθελες να επικαλεσθείς την βοήθειαν του Αγίου διά τους πρωίμους πόνους της καρδίας σου. Και δεν ηδύνατό τις να σε ονομάσει βέβηλον, καθόσον δεν εζήτεις από τον Άγιον εγκόσμιον ευτυχίαν, αλλά παρηγορίαν διά τας θλίψεις σου. Και συ έπλεες τότε εις ψευδή ασφάλειαν, πεποιθώς ότι κανείς άλλος δεν σε έβλεπεν από τον Θεόν και από τον Αγιον· αλλ’ ο νέος εκείνος όστις εφύλαγε τότε τα πρόβατα του μπαρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ’ τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήτο προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών ως ο αφέντης του, όταν σ’ έβλεπεν αντικρύ από τον λόφον, κι έκλειες την θύραν άμα έμβαινες εις το εξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργά-γοργά από τον λόφον με τα τσαρουχάκια του, πατών εις την γην τόσον μαλακά ως να ήτο ελαφρός ατμός διολισθαίνων επί της χλόης, και συνέχων την αναπνοήν του, επλησίαζε σιγά-σιγά εις την μικράν, μισοασβεστωμένην και λαδωμένην από την υπερβολικήν ευλάβειαν των προσκυνητριών, υαλόφρακτον θυρίδα του ναΐσκου, κι έβλεπε, χωρίς να τον βλέπεις, τας μετανοίας και τας προσευχάς σου, και ήκουε, χωρίς να τον ακούεις, τους ψιθυρισμούς σου και τους στενεγμούς σου. Ω! πόσα έτη παρήλθον έκτοτε!

   Εχωρίζετο η λίμνη από της θαλάσσης διά πλατείας λωρίδος γης αμμώδους και κισηρώδους, της οποίας μέρος ήτο το ναυπηγείον της πόλεως και μέρος ήτο ο σικυών του Παρρήση. Κατά την δυτικήν όμως γωνίαν της λωρίδος αυτής, όπου ήρχιζε ν’ απλούται το μήκος του λιμένος, η λωρίς αύτη έβαινε στενουμένη έως του Αργύρη του Μπαρμπαπαναγιώτη τον ανεμόμυλον, όστις με την αενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερή πτέρυγά του με τα τριγωνικά ιστία, εφαίνετο ως να προεκάλει τα εν τω λιμένι ηγκυροβολημένα πλοία, λέγων προς αυτά: «Να, εγώ αρμενίζω και στη στεριά!» Πόσας και πόσας φοράς ηναγκάσθης να θαλασσώσεις, αφαιρών κάλτσες και πέδιλα, ανασηκώνων έως το γόνυ την περισκελίδα, επιμένων πεισμόνως να διαβείς το ποτάμιον, όταν πολύ συχνά επήρχετο πλημμύρα και η θάλασσα εγίνετο έν με τον βάλτον! Και διατί δεν απεφάσιζες ν’ ανακόψεις τον δρόμον σου και να επιστρέψεις εις την πόλιν; Διότι σου εφαίνετο ότι κάτι έβλεπες, κάτι απήλαυες εις το τοπίον αυτό, ενώ εκείνη ήτις το εζωντάνευεν, είχε γίνει άφαντος προ πολλού. Και πότε πάλιν επροτίμας να λάβεις την βορειοτέραν οδόν, την περιφερή, εκείθεν της λίμνης, διατρέχων όλον το Κ’βούλι με τους αγρούς και με τους αμπελώνας του. Εκεί επάτεις επί παχείας χλόης, υπό την οποίαν δεν ήξευρες πάντοτε αν υπήρχε στερεά γη. Και εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον, αλλ’ ενόμιζες τούτο ευτυχίαν σου, διότι εφαντάζεσο πάντοτε ότι έτρεχες να κόψεις ίτσια δι’ εκείνην. Και όταν έφθανες τέλος, με τα υποδήματα βαλτωμένα και τα περιπόδια υγρά, εις τον λευκόν οικίσκον του μπαρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, και τον εχαιρέτας, εκεί που εσκάλιζε τα κουκιά, φωνάζων μακρόθεν, «Καλησπέρα, μπαρμπα-Κωνσταντή!» κι εκείνος σου απήντα μειλιχίως, «Καλώς το παιδί μου!», τότε ηγάπας να φαντάζεσαι σεαυτόν ως μπαρμπα-Κωνσταντήν, και την Πολύμνιαν ως θεια-Σινιώραν, και τους δύο κατά σαράντα έτη νεωτέρους, και ανεμέτρεις οποία θα ήτον ευτυχία διά σε, αν ήτο δυνατόν να συζήσεις με την αγαπητήν σου εις τον πάλλευκον εκείνον οικίσκον (του οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότης ωφείλετο εις τα ακατάπαυστα ασβεστώματα της θεια-Σινιώρας), και οποία θα ήτο εντρύφησις αισθήματος και ρωμαντισμού, εάν διήγετε τας ημέρας μετά της αγαπητής εν μέσω του ευώδους και χλοερού εκείνου κήπου με τας ροιάς, με τας ροδωνιάς, με τας αμυγδαλέας και πασχαλέας, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη (τα οποία όμως ωφείλοντο εις τους ενδελεχείς κόπους του μπαρμπα-Κωνσταντή), παρά την όχθην της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχεν είς ουρανός επάνω, και άλλος ουρανός εφαίνετο κάτω, λεύκαι και κυπάρισσοι ανέτεινον τας υψηλάς κορυφάς των άνω, και άλλαι λεύκαι και κυπάρισσοι εκρέμαντο ανάποδα κάτω. Και όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπαν τρεμοσβήνοντα κάτω εις τον πυθμένα. Και καλαμώνες σειόμενοι υπό του ανέμου ύψωναν τους ασθενείς καυλούς των δύο οργυιάς υπέρ το κύμα, και βρύα και λύγοι και ασφόδελοι απέζων εκ του ελέους της λίμνης και εκ του λίπους του βάλτου, κλίνοντα τας χθαμαλάς κορυφάς των προς το ύδωρ, ως ν’ απέδιδον εις την λίμνην την οφειλομένην ευγνώμονα υπόκλισιν. Και αντικρύ υψούτο ο λιμήν με τας χλοεράς όχθας του ολόγυρα, τας εξαπλούσας εις τον ήλιον τας πρασινιζούσας κλιτύς των, ως εύκολπα στήθη παρθένου αναδίδοντα ζωήν και σφρίγος εις την πλάσιν. Δένδρα εκόσμουν ευπαρύφως τας όχθας τας ορεινάς και τας αμμώδεις, και άλλα δένδρα φυτευμένα εν τη θαλάσση εστόλιζον το κύμα και τους αιγιαλούς, τα ιστία με τα εξάρτιά των. Και εις το βάθος εφαίνοντο προς βορράν τεμνόμεναι αι δύο των λόφων σειραί, αι περιβάλλουσαι ένθεν και ένθεν τον μακρόν αλλ’ ευσύνοπτον εις το βλέμμα κάμπον, η μία η ανατολική, υψηλή, εγγυτέρα εις τον θεατήν, επιστεφομένη από το καλύβι του μπαρμπα-Γιωργιού, Θεός σχωρέσ’ τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι άπαξ εώρτασες την Πρωτομαγιάν, παιδίον, με γάλα και με οβελίαν αμνόν και με στεφάνους και με λούλουδα, όταν έζη ο προς μητρός πάππος σου, ο μπαρμπα-Αλέξανδρος, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζει μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι’ όλους τους υιούς, τας θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και διά τα αναδεξίμια του και τους κουμπάρους του και διά τας κόρας των κολληγισσών του ακόμη, τας οποίας επταετής ήδη δεν ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών εις τους ορμίσκους, εκεί όπου ελεύκαιναν τας οθόνας, και ότι κρύπτεσαι μαζί των εις τα άντρα, τα πατούμενα υπό της θαλάσσης, αφριζούσης υπό την πνοήν του Βορρά, ονειροπολών την ευτυχίαν εις τους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τας ολοβροχίνους και βυσσινόχρους τραχηλιάς, και εις τας κυανόφλεβας και τορνευτάς ωλένας με τας μακράς και κεντητάς χειρίδας των. Πρώιμα όνειρα νεότητος ανυπομόνου, ως η αμυγδαλή η ανθούσα τον Ιανουάριον!

  Η άλλη, η δυτική λοφιά, ήτο η Πλατάνα, απωτέρα εις τον θεατήν, υπτία, ανακεκλιμένη, βαθμηδόν ανέρπουσα προς τας υψηλοτέρας κορυφάς, ης την υπώρειαν περικαλλώς κοσμεί ο Πύργος του Μετοχίου, με τον ωραίον ναΐσκον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Όλα αυτά τα έβλεπες αντικρύ σου ως τελείαν εικόνα αριστοτέχνου αληθώς, εκείθεν της λίμνης από τον λευκόν οικίσκον του μπαρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από το ναυπηγείον, το οποίον εφαίνετο απέναντι, εντεύθεν της λίμνης.

   Όλη η μακρά και πλατεία αμμουδιά η απλουμένη μεταξύ της λίμνης και του λιμένος, δεν είχεν ουδέ ένα κόκκον άμμου αμιγή από πριονίδια, ουδέ ένα χάλικα ελεύθερον από την γειτονίαν πελεκουδίου. Πόσα δάση αγριοξύλων μετεμορφώθησαν ενταύθα, από αμνημονεύτων χρόνων, εις σκάφας με κατάρτια υψηλά, με μυριάδας οργυιών σχοινίων και πανίων, και πόσαι τοιαύται σκάφαι θα εκοιμώντο τώρα τον αιώνιον ύπνον εις τα βάθη της Μεσογείου ή του Ευξείνου! Δύο τοιούτοι σκελετοί εφαίνοντο σήμερον κείμενοι επί την μίαν πλευράν, εις τα ρηχά, αντικρύ του ναυπηγείου, με τας σκωληκοβρώτους και μαυρισμένας σανίδας των, με τα σκουριασμένα καρφία των, και τα διέχοντα στραβόξυλα γυμνά μαδερίων, δι’ ων διέρρεεν ελευθέρως η θάλασσα, εφαίνοντο θλιβερώς μειδιώντα, με οδόντας άνευ χειλέων, ως να ώκτειρον βλέποντα εκ του σύνεγγυς την τόσην μανιώδη μέριμναν και μεταλλευτικότητα των ανθρώπων. Πόσαι χείρες ανθρώπων πυρετωδώς εργασθείσαι άλλοτε εδώ δεν έκειντο ξηραί εις τα βάθη της γης, πόσαι κεφαλαί, τόσον έχουσαι εγκέφαλον, όσος θα ήρκει, καθ’ α έλεγε γηραιός ναυτικός, «διά να παλαμίσει τις ένα καράβι ολόκληρο», δεν έθρεψαν αδηφάγα κήτη εις τον βυθόν του πόντου! Και όμως ο γέρων εκείνος θαλασσινός, με την πικράν ειρωνίαν, είχε χάσει αρτίως το πλοίον και τους δύο υιούς του από τρικυμίαν παρά τον Μαλέαν, και τώρα, με τα γεράματά του, και με τον τρίτον του υιόν, επαιδεύετο να ναυπηγήσει άλλο πλοίον μεγαλύτερον, έρημος των κυριωτέρων βοηθών του! Ούτως η ανάγκη του βίου και η συνήθεια δεσπόζουσι των ανθρωπίνων πραγμάτων! Δι’ εκείνον το νέον τούτο πλοίον ίσως να ήτο, αν όχι ικανοποίησις, τουλάχιστον παρηγορία διά το γήρας! Και ούτω θα εξηκολούθει να διάγει τας τελευταίας ημέρας του, ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ήρχετο ίσως ημέρα καθ’ ην η θάλασσα, το μέγιστον τούτο θηρίον το οποίον επιμόνως προεκάλει, θα τον ανέρριπτεν εξεγειρομένη από των κόλπων της έως το στερέωμα, ως λέγει ο Βάυρων, και θα τον έπεμπεν ολολύζοντα «εις τους θεούς του», απορρίπτουσα αυτόν οπίσω εις την γην. «Εκεί ας κείται!» There let him lay!

   Κι εξηκολούθουν διαρκώς να ναυπηγώσι πλοία, και η τέχνη ετελειοποιείτο και το εμπόριον ηύξανε. Πας όστις ήθελε να ναυπηγήσει είχε πρόθυμον σύμβουλον τον καπετάν Δημήτρη τον Κασσανδριανό, με την μακράν του τσιμπούκαν, με το ηλέκτρινον στόμιον, όστις είχε ιδεί και ακούσει πολλά εις την ζωήν του, ο μακαρίτης. Τας ημέρας του γήρατός του τας εδαπάνα παριστάμενος θεατής των ναυπηγουμένων πλοίων, ερχόμενος κατά πάσαν εσπέραν με την τσιμπούκαν του, με την μακράν καπνοσακκούλαν του κρεμαμένην επί του τσοχίνου επανωβράκου, διά να καμαρώσει τους κόπους και τας ελπίδας των άλλων, και παρηγορηθεί διότι, πεισθείς εις τας απαιτήσεις των υιών του, ισχυριζομένων ότι ήτο παρά πολύ γέρων, είχε παραχωρήσει αυτοίς την πλοιαρχίαν. «Σα θα κάμετε το σταυρό σας να κόψετε τον κερεστέ, παιδιά, να κοιτάξετε καλά πόσω ημερώ θα είναι το φεγγάρι… Κι όντας θα σκαρώσετε, με το καλό, να ξετάζετε πού είναι ο αστέρας… Βάρδα μπένε, να μη σκαρώνετε μουδέ να το ρίξετε στο γιαλό την ημέρα που είναι λιοτρόπι…» Και έδιδε βραδύγλωσσος πολυτίμους οδηγίας εις τον πλοίαρχον, ως και εις τον πρωτομάστορην, περί πάντων των συντελούντων εις την επιτυχή ναυπήγησιν ως και την ευόδωσιν και προκοπήν του πλοίου. Όστις δεν τον ήκουε, τόσον χειρότερα δι’ αυτόν! Νεωτερισταί τινες πλοίαρχοι εδοκίμασαν να τον παρακούσουν, και υπέφεραν σκληρώς.

   Ενθυμείσαι, υπήρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον αλλήλων ναυπηγούμενα, υπό τον αυτόν αρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος άνθρωπος! Πώς ηδύνατο να επαρκεί εις τα τρία, τρέχων από σκάφης εις σκάφην, μ’ ένα πήχυν εις την χείρα, με μίαν στάθμην και μ’ έν σκέπαρνον από του αυχένος κρεμάμενον με την λαβήν επί του στέρνου. Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς του! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι πελεκηταί, οι μαραγκοί και οι καλαφάται! Δεν έλειπαν και οι Γύφτοι, οίτινες είχον ιδρύσει προχείρως ανά μίαν καλύβην όπισθεν ενός εκάστου των σκαφών.

Και με την κάμινον πλήρη ανθράκων, με τους φυσητήρας, με τους άκμονας, με τους ραιστήρας και τας βαρείας σφύρας των, έκοπταν, έκοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες. Οποίος φοβερός θόρυβος! Οι κτύποι του ραιστήρος έπνιγον τον έρρυθμον τριγμόν του πρίονος, ο κρότος του σκεπάρνου εκάλυπτε τον δούπον της ξυλίνης ματσόλας, δι’ ης εκτύπα το στυππείον ο καλαφάτης, και υπέρ πάντας τους άλλους κρότους εδέσποζεν ο βαρύς ροίβδος του πελωρίου ραιστήρος, δι’ ου ενέπηγον τα χονδρά καρφιά και τους ξυλίνους ήλους, τες καβίλιες, εις τας στρογγύλας πλευράς του κολοσσαίου σκάφους. Και υψηλός, μεγαλόκορμος ανήρ, με ορθάς τας πλάτας, με το κόκκινον πλατύ ζωνάρι συνέχον την μακράν σέλλαν του βρακίου υπό τους βουβώνας του, είχεν αναβεί, ο δαιμόνιος, υψηλά επί της κωπαστής, και ο ίσκιος του μακρός, υπό τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, εμεγεθύνετο τεραστίως, των μεν σκελών πιπτόντων εντεύθεν της λίμνης επί των φυτών του σικυώνος, του δε κορμού αορίστως κυμαινομένου επί του ύδατος, και της κεφαλής ζωγραφουμένης μεγαλοπρεπώς πέραν της λίμνης, προς ανατολάς, εις την υπώρειαν του βουνού. Ούτος ήτο ο πουργοτζής, έργον έχων το ν’ ανοίγει τρύπες. Υπερμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ανάμεσα εις δύο βουβά, μεγάλα ξύλα, υπό την πρύμνην, ήτο γεμάτον από τα τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδας, ων το μεν μικρότερον θα ήτο έως δύο σπιθαμών, το δε μέγιστον, βαρύ, ογκώδες, ήτο σχεδόν ίσον με το ανάστημα του κατόχου του. Την στιγμήν ταύτην εχειρίζετο ακριβώς έν των μεγίστων τρυπανίων, και έκυπτεν, ο θαυμάσιος, επί της κωπαστής, αιωρούμενος ως σχοινοβάτης, και ήνοιγε βαθείαν κάθετον οπήν εις μίαν των πλευρών του σκάφους. Ω της ακαταληψίας!

   Αλλ’ ο ήλιος εκρύβη ήδη εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους βουνού, και ο ίσκιος του πουργοτζή διεγράφη και αυτός από την επιφάνειαν του ύδατος και από την άμμον της παραλίας. Οι μαστόροι, καθώς και οι πολλοί επισκέπται, οι περιπατηταί της εσπέρας, οίτινες ήρχοντο να συγκοπιάζωσι και αυτοί με το βλέμμα εις τους ιδρώτας των άλλων, κι ενίοτε να τους χασομερώσι με τας ακαίρους ερωτήσεις των, διασκελίσαντες τα παντού εσκορπισμένα ανά το ναυπηγείον βουβά, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχθησαν όλοι εν συγκεχυμένω βόμβω, περί την μικράν καλύβην του πλοιάρχου, ήτις ήτο πλήρης τάκων και τεμαχίων ξύλου και σπυρίδων με εργαλεία καί τινων ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων, διά να πίωσιν όλοι το τσίπουρο, από μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, με το αυτό ποτήριον όλοι. Μόνος ο πελώριος καραβόσκυλος, ο προσδεδεμένος με στερεάν άλυσιν έξω της καλύβης, όπισθεν της πρύμνης του μεγάλου σκάφους, εξέπεμπεν απειλητικόν υπόκωφον γρυλισμόν, ως να διέκρινεν αυτός μόνος τον βόμβον των κηφήνων από του βόμβου των μελισσών, κι εφαίνετο, αν του το επέτρεπαν, έτοιμος να εφορμήσει. Αλλ’ ο πλοίαρχος, ο καπετάν Γιωργάκης, όστις εφαίνετο κάπως μορφωμένος, με τους μακρούς αγκιστροειδείς ξανθούς μύστακάς του, το ηλιοκαές πρόσωπον και το μικρόν ανάστημα, διά μονοσυλλάβων ανέκοπτε την ορμήν του. «Πίσω, Τσούρμο! κάτω, Τσούρμο!» Ο Τσούρμος υπήκουεν, αλλά μετά δυσκολίας, κι εξέφραζε την λύπην του διά παρατεταμένων γαυγισμών. Ήρχισε να κυκλοφορεί το ποτήριον της ρακής, και οι ναυπηγοί όλοι και οι περιπατηταί έλεγαν τας συνήθεις ευχάς: «Καλορρίζικο! μάλαμα το καρφί τ’, καπετάνιο! Καλό πλέψιμο!» Την τελευταίαν λέξιν οι πλείστοι επρόφεραν, κατά παραφθοράν, πλέξιμο. Και είς περίεργος άνθρωπος με χονδρόν άσχημον πρόσωπον, με παχύτατον μύστακα επικαθήμενον ως στοιβιά επί των μήλων των παρειών του, έως τους οφθαλμούς, ημιναύτης και ημιεργάτης και ημιεκφορτωτής (ούτος ήτο ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ο ίδιος όστις πηδαλιουχών ποτέ εν μακρώ ταξιδίω, κατά την Μαύρην Θάλασσαν, επί μεγάλου πλοίου, την νύκτα, ηρωτήθη υπό του πλοιάρχου, περιπατούντος κατά μήκος του καταστρώματος από την πρύμνην έως την πρώραν: «Τι έχεις, βρε Αλέξανδρε, κι αναστενάζεις;» κι εκείνος απήντησε: «Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πώς θα τα πληρώσουμε, τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το Έθνος!»· ούτος λοιπόν ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ολίγον πέραν του δέοντος αφελής, προσληφθείς από της προτεραίας διά να υπηρετεί εις την ναυπήγησιν του σκάφους, όταν ήλθεν η σειρά του διά να πίει και να χαιρετήσει, επρόφερεν εξ υπερβαλλούσης αδεξιότητος ως εξής την ανωτέρω σημειωθείσαν λέξιν:

–         Καλό μπλέξιμο, καπετάνιο!

   Οι άλλοι εκάγχασαν· ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ο Τσούρμος ηγέρθη επί των οπισθίων ποδών και αφήκε φοβεράν υλακήν! Ο αδελφός του πλοιάρχου, ο Δημήτρης ο Τσιμπίδας, ήγειρε την χείρα ν’ αρπάσει από τον σβέρκον τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον και να του καταφέρει ολίγους κονδύλους. Ο καπετάν Γιωργάκης τον εμπόδισεν, αν και του εκόστισε πολύ. Διότι όλοι οι ναυτικοί, και οι πλέον μορφωμένοι σχετικώς, δεν είναι απηλλαγμένοι δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πώς να μην είναί τις δεισιδαίμων όταν «πολεμεί με το μεγαλύτερον θηρίον», όταν παλαίει με το άγνωστον, και δεν ηξεύρει αν αύριον θα επιπλέει ή θα ποντισθεί, αν θα είναι εις την επιφάνειαν ή εις τον πυθμένα; Ο πλοίαρχος ηρκέσθη μόνον να είπει οργίλως:

–         Δάκω τη γλώσσα σ’, βρε στραβο-Χάραυλε… να μην αρπάξω τη σαλαμάστρα, τώρα…

   Και μετά δυσκολίας πολλής εμπόδισε τον αδελφόν του να μη τον αικίσει.

      Εκεί, όπισθεν των θάμνων του φράκτου, εν μέσω των χωραφίων, <των> αμπέλων και του αιγιαλού, όπου όχι σπανίως η μεν θάλασσα επάτει και αφωμοίου το ήμισυ κήπου ή αγρού με συκάς, μηλέας και απιδέας, οι δε διαβάται έκαμναν δρόμον το άλλο ήμισυ του αυτού κήπου ή αγρού (και οι ευτυχείς ιδιοκτήται εις ποίον να προσκλαυθώσιν;) ήκουες πολλάκις την εσπέραν περί το λυκόφως, ενώ οι ναυπηγοί φορτωμένοι τα ζεμπίλια με τα σιδερικά των επέστρεφαν εις την πολίχνην, ήκουες, μεταξύ δύο ή τριών μαραγκών, μετρούντων τας ημέρας εωσού έλθει η πρώτη Κυριακή, κατόπιν της οποίας είποντο κατά σειράν τρεις ή τέσσαρες εορταί (των Κορυφαίων Αποστόλων, των Δώδεκα, των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Εσθήτος), και αναλογιζομένων μετά προαπολαύσεως μελλούσης μακαριότητος ότι θα έπλεον όσον ούπω αντικρύ, εις την ανατολικήν νήσον, την κρατούσαν δέσμια πανταχόσε της γης όλα τα τέκνα της με αόρατον συμπαθές νήμα πόθου και νοσταλγίας, θα έπλεον όλοι στοιβαγμένοι εις δύο μεγάλας ολκάδας, έργα των χειρών των, όπως επί τετραήμερον εορτάσωσιν· ήκουες, λέγω, διάλογον οίος ο εξής:

–         Να, κοντεύουμε τώρα, Νταντή…

–         Αργούμε ακόμα, Μπεφάνη…

–         Τι λες, βρε Νταντή;… Δευτέρα πέρασε, Τρίτ’ Τετράδ’ μια, Πέφτ’ Παρασκευή δυο, Σαββάτο, πρώτα ο Θεός, είμαστε πέρα.

   Και ούτως οδός μακρά βραχεία γίγνεται, όχι κατά τον Σοφοκλέα.

   Αλλά δεν ήτο πάντοτε εσπέρα όταν έβαινες προς την αμμώδη εκείνην παραλίαν με τ’ αβαθή ύδατα, και δεν έβλεπες πάντοτε ομάδας ανθρώπων επιστρεφόντων εκ του ναυπηγείου, ουδέ πτωχών γυναικών φορτωμένων σάκκους πλήρεις πελεκουδίων επί των ισχνών ώμων των. Ήτο πρωία, και δεν είχε παρέλθει ο χειμών, και δεν είχαν σκαρώσει ακόμη τα μεγάλα σκάφη. Εις το ναυπηγείον μία μόνον βρατσέρα και δύο βάρκαι μικραί υπήρχαν σκαρωμέναι. Δεν ειργάζοντο εκεί ειμή ο μαστρο-Γιωργός, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Βαγγελάκης, με την κοκκίνην σκούφιαν του, ήτις δεν ήτο ούτε φέσι ούτε κούκος ούτε καπέλο, αλλά μετείχεν από όλα αυτά, με τους πισσωμένους αμπάδες του και με την πολύχρουν από τα εμβαλώματα καμιζόλαν του, και ο Γιάννης της Παναγιούς, με το υψηλόν και ορθόν φέσι του, με την μακράν και πολύπτυχον βράκαν του, με την άσπρην φανέλαν και με την μεγάλην ζεμπίλαν του. Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν. Και η ψυχρά ριπή δεν ήτο δυσάρεστος εις τον μικρόν κτηματίαν τον επιβαίνοντα του όνου και απερχόμενον εις τον αγρόν του, ουδέ εις τον ζευγηλάτην, τον διά της φωνής αποτείνοντα τα κελεύσματα εις τους βους του:

–   Ο! Μελίσσ’, όξου Μαυρομμάτ’! και διά του βλέμματος θωπεύοντα την μεγάλην χύτραν με τα καλομαγειρευμένα με ικανόν ευώδες έλαιον φασόλια, και με άφθονον κοκκίνην πιπεριάν, την οποίαν, με το εξησκημένον βλέμμα του, είχεν ανακαλύψει ήδη ερχομένην όπισθεν των θάμνων, ολονέν και πλησιάζουσαν σκεπασμένην καλά διά να μην κρυώσει το φαγητόν, επιστέφουσαν τον μέγαν κόφινον, επί των ώμων της φιλοτίμου οικοκυράς, σχεδόν αρμενίζουσαν ως βάρκαν, χωρίς να φαίνονται ούτε αι χείρες αι υποβαστάζουσαι ούτε οι πόδες οι βηματίζοντες. Ολίγαι στιγμαί θα παρήρχοντο ακόμη, και ο μεν Μελίσσης και ο Μαυρομμάτης, απολυόμενοι προς ώραν του ζυγού, θα έβοσκον μακαρίως παρά τας χονδράς και οζώδεις ρίζας των ελαιών, ο δε ζευγηλάτης και ο βοηθός του, θα παρεκάθιζον επιφθόνως υπό το ευλογημένον φύλλωμα, και θα επειρώντο εγγύτερον της χύτρας.

   Αλλά συ, φίλε, δεν προσείχες τότε εις τα τετριμμένα αυτά, αλλ’ εφθόνεις μάλλον τους μικρούς δεκαετείς παίδας, τους ανασηκώνοντας την περισκελίδα ως τον μηρόν, φέροντας τα πέδιλα εις το θυλάκιον και θαλασσώνοντας υπέρ το γόνυ εις το κύμα. Έβλεπες έξαφνα ένα τούτων να κύπτει να συλλαμβάνει με την παλάμην μικρόν οκταπόδιον, να το δαγκάνει εις τον λαιμόν, ν’αγωνίζεται ν’ αποσπάσει από τον καρπόν της χειρός του τους μυζητήρας, να τρέχει εις την άμμον και να το κοπανίζει γενναίως εις τον πρώτον λίθον τον οποίον θα εύρισκε, λείψανον παρασυρθέντος από τα κύματα ξηρολιθίνου περιβόλου κήπου ή ερείπιον πάλαι ποτέ υπαρξάσης προκυμαίας. Και η μήτηρ σου η φιλότεκνος όχι μόνον δεν σου επέτρεπε να τρέχεις, όπως άλλοι, ανυπόδητος και συ, αλλ’ απήτει να φορείς και κάλτσες. Οποία δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς είχες πλησίον σου τον φίλον σου, τον Χριστοδουλήν, όστις, ομήλιξ με σε, ήτο ευτυχέστερος κατά τούτο, ότι ήτο πάντοτε ξυπόλυτος, και ουδ’ εφόρει ποτέ κάλτσες. Φιλότιμον παιδίον! Έτρεχε δι’ όλης της ημέρας από γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσες, πορφύρες και πεταλίδες διά δύο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά τέσσαρες. Και μέρος μεν αυτών έκαμνε δολώματα, διά να ψαρεύει με την καλαμιάν από το δειλινόν έως το βράδυ, μέρος δε εμοιράζετο φιλαδέλφως με σε. Την πρωίαν εκείνην ολίγον πριν φθάσητε εις τον μύλον του Μπαρμπαπαναγιώτη, όστις ίσταται ως φρουρός παρά το δυτικόν στόμιον της λίμνης, εκεί όπου ήτο ουδέτερον έδαφος μεταξύ θαλάσσης και ξηράς, ο φίλος σου ο Χριστοδουλής, επειδή εις το μέρος τούτο τα ύδατα εβαθύνοντο ολίγον τι αποτόμως, δεν ευρίσκετο πολύ μακράν εις το κύμα, και άμα είδεν ότι η Πολύμνια πλησιάσασα ήρχισε να σου ομιλεί, έσπευσε να αποβεί εις την ξηράν διά ν’ ακούσει τι σου έλεγε.

   Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία φωνή της! Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθεί διά να εξέλθει και απολαύσει την θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της, με τα μακρά ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός, σ’ εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν. Ενθυμείσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν! Η Πολύμνια σ’ εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη, ευκόλως παραχθείσα διά μικράς δόσεως ρευστού! Εφαίνετο ότι δεν εσήκωνες περισσότερον. Και όμως, το πράγμα ήτο απλούστατον. Ο αδελφός της, δωδεκαέτης, εκείνος ήξευρε τ’ όνομά σου και είπε τις είσαι εις την Πολύμνιαν. Και αύτη δεν ενόμισεν ότι θα εσαγίτευε την καρδίαν σου, αν σου απέτεινε τον λόγον, αφού μάλιστα ήθελε να σου ζητήσει εκδούλευσιν. Εν τούτοις ο Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, καταβιβάσας εν σπουδή την περισκελίδα του, ως διά να μοιρασθεί το βάρος της ευτυχίας.

   Η μελωδική φωνή της Πολυμνίας είπε:

–         Ξέρεις πού είναι ίτσια; Μπορείς να μου κόψεις τίποτε ίτσια;

   Συ έμενες κεχηνώς.

   Αλλ’ ευτυχώς ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη.

–         Μπράβο! μπράβο!… κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω πού είναι τα ίτσια… τώρα να πάμε να κόψουμε…

–         Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο η Πολύμνια.

   Και ο Χριστοδουλής έτρεξεν ελαφρόπους, με το έν μπουδονάρι του ανασηκωμένον ακόμη έως το γόνυ, με το άλλο καταβιβασμένον εις τον αστράγαλον, ξυπόλυτος, με τα πόδια παπουδιασμένα, μαύρα, ψημένα από την άλμην του κύματος. Έτρεξες και συ κατόπιν του οκνός, ασθμαίνων, αλλ’ έως να φθάσεις εις την όχθην της λίμνης, πατών επί του ολισθηρού βάλτου, γλιστρών, ανάμεσα εις τες αρμυρήθρες και εις τες βουρλιές, ο Χριστοδουλής είχε κόψει ήδη ολόκληρον δεσμίδα εκ των πρωίμων ευωδών και μεθυστικών ανθέων, τα οποία εζήτει η Πολύμνια, τρέχων από συστάδα χόρτου εις συστάδα, αίτινες εσκίαζον φιλαδέλφως τα πτωχά ωραία άνθη, τα τόσον τρυφερά και ασθενή, με τα λευκά πέταλα και τον ωχρόν ύπερον, τα οποία εφαίνοντο ως να παραπονούνται διατί να φύωνται εις το χώμα και να είναι τόσον χαμαιπετή· ο Χριστοδουλής τα έκοπτεν ασπλάχνως, ανά δύο και τρία, μεμειγμένα με χόρτα, και τα εστοίβαζεν επί της ωλένης της χειρός του, μεταβαίνων από βουρλιάν εις βουρλιάν, βλέπων τα βούρλα και αναστενάζων, διατί να μην έχει αλιεύσει με τας χείρας του τόσες πέρκες, και τριγλία, όσα βούρλα έβλεπε, και διατί να μη δύναται να χρησιμοποιήσει ταύτα όπως ορμαθιάσει εκείνα.

   Μέχρις ου κατορθώσεις και συ να εύρεις ολίγα ίτσια να κόψεις, ο Χριστοδουλής είχε καταρτίσει ήδη ολόκληρον αγκαλίδα, κι επέστρεφε τρέχων προς τον ανεμόμυλον, εκεί όπου ίστατο περιμένουσα μετά του αδελφού της η Πολύμνια. Εν τούτοις επρόφθασες και συ και της έφερες μικράν, όση ηδύνατο να συνθλιβεί μεταξύ αντίχειρος και λιχανού, δεσμίδα, αλλά το ευχαριστώ το προς σε ήτο, ως εικός, χλιαρώτερον από το ευχαριστώ το προς τον φίλον σου. Και ουχ ήττον έμεινες ευχαριστημένος, ολιγαρκής και κυριευόμενος υπό αυταρέσκου νάρκης, ομωνύμου με το τρυφερόν εκείνο άνθος, το οποίον εζήτει μεν από σε, έλαβε δε από τον φίλον σου η Πολύμνια.

  Έκτοτε ο Χριστοδουλής ηραίωσε κατ’ αρχάς, είτα οριστικώς έπαυσε, το μερίδιον, το οποίον σου έδιδε τέως από τα κογχύλια, από τα καβούρια και από τους γωβιούς, συ δε ήργησες πολύ να μάθεις ότι τα έδιδεν εις τον Νίκον, τον αδελφόν της Πολύμνιας. Εις μάτην τον συνώδευες, ως πάντοτε, βαδίζων επί της άμμου, θαλασσώνοντα έως τον μηρόν, και από καιρού εις καιρόν του εφώναζες:

–         Κ’στοδουλή, βρε! δεν έβγαλες ακόμη κανένα χταπόδι;

   Εκείνος τα χταπόδια και τα καβουράκια τα έβαζεν εις τον φουσκωμένον και βρεγμένον κόλπον του υποκαμίσου του, έχων τρόπον να τα ψοφά με δαγκωματιές και με ακρωτηριασμούς, και σου έδειχνε μόνον τες γρινιάτσες, λέγων ότι θα υπάγει ύστερ’ από το μεσημέρι, να ψαρέψει με την καλαμιά. Και όταν, περί την δείλην, τον παραμόνευες, παρά την αγοράν, επί της αποβάθρας, κι έβλεπες ιδίοις όμμασι να σπαρταρίζει γωβιός εις το άκρον του αγκίστρου του, και τότε σ’ εγέλα λέγων ότι θα κάμει τον γωβιόν δόλωμα διά να βγάλει μεγάλα ψάρια. Ούτω χάνεται η φιλία!

   Πολλαί πρωίαι διέρρευσαν κατόπιν της πρωίας εκείνης του φθίνοντος Φεβρουαρίου. Επέρασεν ολόκληρος ο Μάρτιος, ήλθε και το Πάσχα, παρήλθε και ο Απρίλιος, και η Πολύμνια δεν εξήλθε πλέον εις περίπατον προς την παραθαλασσίαν του ναυπηγείου. Εις μάτην έτρεχες τακτικά κάθε πρωίαν κι εσπέραν εις την αμμουδιάν εκείνην. Η Πολύμνια καθώς αργά έμαθες είχεν αρρωστήσει αρχομένου του έαρος, κατά την συμβουλήν δε των ιατρών είχε κάμει, περί τον Μάιον, ταξίδιον μετά της θείας της, της συνταξιούχου, χήρας αντιπλοιάρχου του Β. στόλου, διά ν’ αλλάξει τον αέρα. Τρία μεγάλα σκάφη είχαν σκαρωθεί από των πρώτων ημερών του Μαρτίου, και συ δεν έπαυες να τρέχεις καθ’ εκάστην έως το ναυπηγείον, σταματών επί ώρας πολλάκις παρά τον ανεμόμυλον, καθεζόμενος επί των κάτω κειμένων καταρτίων πάλαι ποτέ υπαρξάσης γολέτας, αναπολών ότι εις το μέρος εκείνο εστάθη προ μηνών η Πολύμνια, όταν σου εζήτησε να δρέψεις προς χάριν της ίτσια· αλλ’ η Πολύμνια ήτο μακράν απούσα. Μόνον περί τα μέσα του Αυγούστου, ότε το τρίτον και ογκωδέστατον των ναυπηγηθέντων πλοίων είχε τελειώσει ήδη, επήγες και συ μετά πολλού πλήθους εις το ναυπηγείον, όπως ίδεις την καθέλκυσιν του μεγάλου σκάφους. Το θέαμα ήτο επιβλητικόν, όπως λέγουσι σήμερον. Όλη η πολίχνη είχεν ερημωθεί σχεδόν, και κόσμος πολυάριθμος επλήρου την μεγάλην μεταξύ της λίμνης και του λιμένος λωρίδα. Εκείθεν του σκάφους, ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά, και ίσταντο οι τραχείς, οι σκληραγωγημένοι ναύται και χειρώνακτες, συμπληρούντες το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντες τα βάζια ή υποσκάπτοντες εις την βάσιν, όπως είναι έτοιμα προς πτώσιν τα κοντοστύλια. Εντεύθεν του σκάφους, όπου βαθμηδόν ηλαττούτο η σκιά, ίσταντο, πλην των συνεργατών της καθελκύσεως, και οι θεαταί, και ουκ ολίγαι γυναίκες, ελθούσαι προς τέρψιν. Οποίος τότε παλμός διέσεισε τα στήθη σου, όταν, μεταξύ αυτών, ανεγνώρισες, υπό κοκκίνην ομβρέλαν, την περικαλλή μορφήν της Πολύμνιας! Είχεν επιστρέψει από το ταξίδιον χωρίς να το μάθεις. Ο Χριστοδουλής, όστις επήγε με την βάρκα εις το ατμόπλοιον, την είχεν ιδεί, αλλά δεν σου το είπε. Και όμως, ησθάνθης εις τα ενδόμυχά σου κρυφόν και ανεξομολόγητον ευτυχίας αίσθημα, όταν την επανείδες!

   Εν τούτοις το παλάμισμα είχε συμπληρωθεί, τα βάζια ήσαν όλα καρφωμένα, η σκάρα με τα βουβά λίπος αλειμμένα, ήτο στρωμένη προ πολλού. Ο πρωτομάστορης με τον βαριόν έκαμε τους νενομισμένους τρεις σταυρούς εις το πηδάλιον, και έδωκε τον πρώτον κτύπον της ωθήσεως εις το πελώριον σκάφος. Συγχρόνως έπεσαν εν ακαρεί τα κοντοστύλια όλα. Η καπετάνισσα, ωραία, μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν, πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και με κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ’ αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι τρεις σπιθαμές πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, τον τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους, Οι ναύται, οι ναυπηγοί και πολλοί των θεατών, ως σταφυλαί εις κλήμα, ως μολυβήθραι επί σαγήνης αλιευτικής, επιάσθησαν από το παλάγκο, και ήρχισαν να σύρωσι τον χονδρόν κάλων νεύοντες όλοι προς την θάλασσαν, επαναλαμβάνοντες εν ρυθμώ το κέλευσμα: «Ε! γιαλέσα! Ε! γιούργια!» Εν τούτοις, είτε διότι το έδαφος, εφ’ ου είχε σκαρωθεί το πλοίον, δεν ήτο αρκετά κατωφερές, είτε διά την ατέλειαν των κινητηρίων μέσων, το σκάφος, εστέναζεν, εστέναζε, και δεν εκινείτο. Παρήλθον ολίγα λεπτά, η δύναμις εδιπλασιάσθη· ο μέγας όγκος εκινήθη ολίγον τι, έως δύο σπιθαμές, το παλάγκον εκόπη από την βίαν του ελκηθμού, η γούμενα με τους δύο μακαράδες έμεινεν άπρακτος περί την πρύμνην, οι ημίσεις των ανθρώπων δυσμόθεν του σκάφους έπεσαν εις την άμμον προς το μέρος της θαλάσσης και οι άλλοι ημίσεις έμειναν με το παλάγκον εις τας χείρας προς το μέρος της λίμνης, καγχασμοί και γογγυσμοί των πεσόντων, ών τινες εμωλωπίσθησαν ελαφρώς εις τον δεξιόν βραχίονα ή την πλευράν, ο πλοίαρχος κάθιδρος, ηλιοκαής, αξιολύπητος, εστενοχωρείτο φοβερά, και ο καπετάν Δημήτρης ο Κασσανδριανός, όστις με το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμέν, με το τσόχινον πανωβράκι του, με τα υψηλά μέχρι του γόνατος υποδήματά του, τα οποία ηγάπα να φορεί χειμώνα και θέρος, είχεν έλθει να πρωτοστατήσει εις την καθέλκυσιν του σκάφους, και δεν είχε παύσει από πρωίας να δίδει οδηγίας και συμβουλάς, ιδών το ατύχημα εστέναζε και βραδύγλωσσος επεφώνησε:

–         Πφου! σκ’ληκομυρμηγκότρυπα!

   Εν τω μεταξύ είχαν αμματίσει το παλάγκο, και πάλιν νέα προσπάθεια κατεβλήθη. Αλλά δεν παρήλθον ολίγα λεπτά και το παλάγκο εκόπη εις άλλο μέρος, όχι εκεί όπου το είχαν αρτίως αμματίσει. Έφεραν νέον παλάγκο, ενώ ο πλοίαρχος, μη ευκαιρών να σπογγίσει τον ιδρώτα του προσώπου του, δεν ηδυνήθη να μη ενθυμηθεί την στιγμήν εκείνην την ακούσιον εκείνην αράν «Καλό μπλέξιμο!» και βεβαίως αν είχεν εμπρός του, αυτήν την φοράν, τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον, κακό μπλέξιμο θα είχε μαζί του. Ο δε καπετάν Δημήτρης με το τσιμπούκι του, ιστάμενος παρά την καλύβην του γύφτου, κάτωθεν της πρύμνης επανελάμβανε:

–         Πφου! σκ’ληκομυρμηγκότρυπα…

   Οι δύο ιερείς, πρώην ναυτικοί, οίτινες είχαν αναρρίψει τα επιτραχήλια επί τον δεξιόν ώμον, και είχαν αναβεί ελαφροί εις το κατάστρωμα, τελειώσαντες τον αγιασμόν, επλησίασαν εις την κωπαστήν κι έβλεπαν τα συμβαίνοντα, διότι, καταρριφθείσης ήδη της προχείρου κλίμακος, έμελλον να μείνωσι επί του πλοίου, και δεν θα κατέβαιναν πριν πέσει το πλοίον εις την θάλασσαν, και δυνηθώσι να κατέλθωσι, με τας ιεράς εικόνας, εις την βάρκαν. Πλήθος δε από αθερίνες –παιδία οκταετή και δεκαετή –έτρεχαν εμπρός οπίσω επί του καταστρώματος, βοηθούντα διά του μέσου τούτου εις την καθέλκυσιν του πλοίου.

   Τέλος, μετά πολλούς αγώνας, και τη εφαρμογή πολλών θεραπευτικών μέσων, το μέγα πλοίον, αργά αργά, ως καμαρωμένη νύμφη, έπεσεν εις την θάλασσαν. Μέγας τότε ο αλαλαγμός, γυναικών σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, ανδρών τρεχόντων οπίσω της πρύμνης ως να ήθελον διά του δρόμου τούτου να εκπτοήσωσι και να πειθαναγκάσωσι το πλοίον να πέσει εις την θάλασσαν. Και ο μέγας καραβόσκυλος ο Τσούρμος, τρέχων και αυτός όσον του επέτρεπεν η άκρα έντασις της αλύσεώς του, εγαύγιζε μανιωδώς προπέμπων το πλοίον εφ’ ου εντός της ημέρας έμελλε να μεταφερθεί. Και ενώ όλοι έτρεχαν προς την θάλασσαν κατόπιν του ολισθαίνοντος και καταφερομένου διά της εσχάρας σκάφους, είς μόνος εστράφη αίφνης, κρατών τον βαριόν του, και έτρεξε προς την αντίθετον διεύθυνσιν, προς την ξηράν, ως διά να κρυβεί εις την καλύβην του πλοιάρχου, την χρησιμεύουσαν ως αποθήκην και διά τον ύπνον του νυκτερινού φύλακος. Ο τρέχων ούτως ήτο αυτός ο πρωτομάστορης, και έτρεχεν ουχί δι’ άλλον λόγον, ή διά να μη συμμερισθεί το λουτρόν του πλοιάρχου, το οποίον τινές εζήτουν κατ’ έθος να επεκτείνωσι και εις αυτόν. Ηκούσθη δε τότε αίφνης μεγάλη φωνή, δεσπόζουσα όλου του παμμιγούς θορύβου:

–         Τον καπετάνιο στο γιαλό!

   Η φωνή αύτη εξήλθεν εκ πολλών στομάτων συγχρόνως. Ο καπετάν Γιωργάκης, ενδίδων εις την απαίτησιν του πλήθους, απορρίψας τα ελαφρά υποδήματά του, έτρεξεν επί της σκάρας, πατών επί των ονύχων, όπισθεν της πρύμνης, και την στιγμήν καθ’ ην η πρύμνη απηλλάσσετο τέλος της εσχάρας και το σκάφος, φέρον υπερήφανον την κυανόλευκον επί κονταρίου μετ’ ερυθρού σταυρού, εβαπτίζετο το πρώτον εις το κύμα, ερρίφθη με όλα τα ενδύματά του κατά κεφαλής εις την θάλασσαν, βυθισθείς πρώτον, είτα ευθύς ανελθών εις την επιφάνειαν, και αφού εκολύμβησε δύο ή τρεις γύρες, επέστρεψεν εις τα ρηχά, επάτησεν εις την άμμον, απέβη εις την ξηράν, και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους έτρεξεν εις την καλύβην όπου εις την στιγμήν ήλλαξε τα βρεγμένα αμπαδίτικα κι εφόρεσε τα κυριακάτικα.

   Εις όλα ταύτα ήσο παρών, φίλε, και όλα σχεδόν δεν τα έβλεπες. Η καρδία σου, η φαντασία σου, οι οφθαλμοί σου ήσαν προσκεκολλημένα εις εκείνην ήτις εφόρει τότε λινομέταξον θερινήν εσθήτα κι εσκιάζετο από το κόκκινον παρασόλι. Μόνον οι αλαλαγμοί του πλήθους σε απέσπασαν από της βυθίας θεωρίας σου, όταν το πλοίον είχε πέσει εις την θάλασαν, και ο πλοίαρχος έγινεν υποβρύχιος κατόπιν αυτού. Αλλ’ άπαξ εξυπνήσας, είδες, φευ! και τι άλλο, το οποίον πολλοί των παρεστώτων δεν παρετήρησαν. Κατόπιν του πλοιάρχου, τρέξας, μετ’ αλλοκότου ενθουσιασμού, ρήξας κραυγήν ηδονής και θριάμβου, ερρίφθη εις την θάλασσαν νέος τις, μόλις δεκαπενταέτης. Ήτο ο Κ’στοδουλής, ο παιδικός φίλος σου. Πόθεν άρα ωρμήθη να το κάμει; Ίσως διότι ήλπιζε διά της εθελουσίας ταύτης, της προσφερομένης εις την φειδωλήν Μοίραν, ν’ αξιωθεί να γίνει και αυτός πλοίαρχος μίαν ημέραν; Ίσως και απλώς διά να τον ιδεί η Πολύμνια; Ούτε το έν ούτε το άλλο. Ο Χριστοδουλής είχεν έλθει ολίγον αργά εις το ναυπηγείον, όταν είχεν αφαιρεθεί η σανίς η χρησιμεύουσα ως κλίμαξ και αι αντηρίδες είχαν ήδη υποσκαφεί. Ησθάνετο δε ακατανίκητον επιθυμίαν ν’ αναβεί εις το καράβι. Τι να κάμει; Δις και τρις εδοκίμασε να προσκολληθεί πότε εις έν πότε εις άλλο κοντοστύλι, ας ήτο και η βάσις των επισφαλής, και ν’αναρριχηθεί τολμηρώς έως την κωπαστήν του καραβιού. Δις και τρις τον είδον, πότε ο πρωτομάστορης, πότε είς των μαραγκών, και μετ’ αυστηρότητος τον εμπόδισαν. Τότε τι να κάμει και αυτός; Αφού δεν ηξιώθη ν’ αναβεί εγκαίρως εις το πλοίον, επαρηγορήθη ριφθείς εις την θάλασσαν και ακολουθήσας το σκάφος εις τον δρόμον του. Εν τούτοις συ ησθάνθεις πικρόν νυγμόν ζηλοτυπίας. Η καρδία σου επληγώθη από το παιδαριώδες τούτο κατόρθωμα. Πτωχός Χριστοδουλής! Τι του είχεν έλθει; Και ούτε εξήλθεν εις την ξηράν διά ν’ αλλάξει, όπου άλλως δεν θα εύρισκεν ενδύματα, αλλ’ ηκολούθησε κολυμβών το απομακρυνθέν πλοίον, με το υποκάμισον και την περισκελίδα φουσκωμένα ως πανία βάρκας, υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης, είτα δε ανελθών εις λέμβον, εζήτησε διά νευμάτων από τους επί του πλοίου θριαμβευτικώς αλαλάζοντας παίδας να του ρίψωσιν ενδύματα· μικρός μούτσος, ευσπλαχνισθείς, του έρριψεν υποκάμισον και περισκελίδα ιδικά του, και ο Χριστοδουλής, αφού ήλλαξε, προσεκολλήθη εις μίαν των πλευρών, και πιασθείς από σχοινίου, ανήλθε θριαμβεύων εις το υψηλόν και ανερμάτιστον σκάφος.

   Το πλήθος εις το ναυπηγείον συνωθείτο τώρα περί την καλύβην του πλοιάρχου, όπου η μεγαλοπρεπώς στολισμένη καπετάνισσα μετά προθυμίας και αβρότητος προσέφερεν εις όλους γλυκύσματα και ποτά. Αλλά συ ησθάνεσο τόσην πικρίαν εις τον ουρανίσκον ως να είχεν αναβεί η χολή σου όλη κι εχύθη προώρως εις το στόμα σου. Και επιστρέφουσαν εις την πόλιν ηκολούθησες μακρόθεν την Πολύμνιαν, την οποίαν είχες ιδεί μειδιώσαν προς την τρέλαν του παιδικού σου φίλου, και την είχες ακούσει ψιθυρίζουσαν: «Τι παράξενο παιδί, αυτός ο Χριστοδουλής!»

   Δεν ήτο αύτη η μόνη φορά καθ’ ην ο Χριστοδουλής ερρίφθη εις το ύδωρ με όλα τα ενδύματά του, προ των οφθαλμών της Πολυμνίας ή και χάριν αυτής. Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούντα του φεσιού κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον μακρόν πέραν των ώτων μύστακα, με αστακού βρασμένου τον χρώτα του προσώπου, είχαν καθίσει καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν «να το κλάψουν» ολίγον, παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθεί αρτίως εκ της πολίχνης πλήρης μοσχάτου. Ο πιστός φίλος των, ο Αργύρης, ο συνιδιοκτήτης του ανεμομύλου, τους είχεν επισκεφθεί προ μικρού με τα αστεία του, και εις τον μεν Λούκαν είχε προσφέρει τσιγάρον μετά πυρίτιδος, όπερ ανάψας εκείνος έκαυσεν ολίγον διά της εκρήξεως τον πυρρόν μύστακά του, και ατάραχος είπε: «Ζαράρ γιοκ!», εις τον Παρρήσην δε είχεν επιδώσει σπασμένην γκάιδαν, προτρέπων αυτόν «να παίξει κανένα χαβά», αλλ’ όσον και αν ηγωνίζετο πνευστιών ο Παρρήσης, η γκάιδα ουδένα εξέβαλλε φθόγγον. Τέλος, ο Αργύρης, είπε: «δε φελάτε τίποτε, κι οι δυο σας, κρίμα σ’ εσάς, κρίμας!» Και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα, και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω. Είχαν ενθυμηθεί παλαιάς ιστορίας, διηγούντο προς αλλήλους τα παθήματά των, τα οποία δεν είχον τελειωμόν. Ο Παρρήσης μάλιστα, εξαρθείς από της πεζότητος, ετραγούδει κατά προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον:

 

Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.

 

   Έλεγαν δε προς αλλήλους: «Θυμάσαι, καρδάσ’, τούτο; Θυμάσαι, γιολδάσ’, αυτό;» Όταν είναί τις με τον άριστον φίλον του εις ωραίαν εξοχήν, συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτον, λησμονεί τα πάντα, και οι δύο άνδρες ουδ’ υπώπτευαν ότι τους έβλεπέ τις, όπερ άλλως τους ήτο αδιάφορον. Αλλ’ όπισθεν των καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο χωμένος από δύο ωρών, αφανής, ο παιδικός φίλος σου, ο Χριστοδουλής. Τι εζήτει εκεί; Κατά πάσαν πιθανότητα παρεμόνευε πότε θ’απεμακρύνοντο προς στιγμήν από της όχθης ο Παρρήσης και ο Λούκας, διά να χωθεί γοργά εις την λίμνην, και κλέψει, ο πονηρός, κανένα έγχελυν ή κεφαλόπουλά τινα και ολίγα καβούρια. Αλλά μάτην επερίμενε, και ήδη είχεν αποφασίσει, αναγνωρίσας μακρόθεν την τσότραν και ελπίζων ότι οι δύο φίλοι, εν τη ευθυμία των, δεν θα τον έβλεπον, να επιχειρήσει το τόλμημα και απέναντι αυτών. Αλλά την στιγμήν εκείνην απροσδόκητον συμβάν είλκυσε την προσοχήν του.

   Ήγγιζεν ο ήλιος εις την δύσιν, όταν εις την καλύβην, έξωθεν της οποίας εκάθηντο οι δύο συμπόται, επλησίασε γυνή τις συνοδευομένη υπό μειρακίου. Εφόρει λευκήν εσθήτα κι εκράτει κόκκινον παρασόλι, και ο Χριστοδουλής με όλην την απόστασιν, την ανεγνώρισεν ευθύς. Ήτο η Πολύμνια μετά του αδελφού της, του Νίκου. Οι δύο άνδρες εσηκώθησαν ευθύς, κι εκ των νευμάτων και υποκλίσεών των, ενόησεν ο Χριστοδουλής, χωμένος μέσα εις τες καλαμιές, ότι την επεριποιούντο και ήσαν πρόθυμοι εις τους ορισμούς της. Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και βλέπει την Πολύμνιαν να πηδήσει και να επιβεί εις την μικράν φελούκαν, είδος σκάφης μ’ επίπεδον το κύτος, χωρίς καρίναν, ήτις ήτο δεμένη εις το χείλος της λίμνης, ου μακράν της καλύβης, και ης επιβαίνων ο Λούκας εθήρευεν ανά την λίμνην τους εγχέλεις <και> τα κεφαλόπουλα. Κατόπιν της νεάνιδος, ο μικρός αδελφός της, λύσας την μπαρούμα, επέβη, και λαβών το κοντάριον, ήρχισε ν’ αβαράρει εις τον βυθόν της αβαθούς λίμνης. Ο Χριστοδουλής εσυμπέρανεν ορθώς ότι της Πολυμνίας θα είχεν έλθει η φαντασία να κάμει μίαν φοράν με την φελούκαν περίπατον επί της λίμνης, και ο Λούκας, ευδιάθετος ευρεθείς, της έδωκε την άδειαν.

   Η μικρά σκάφη απεμακρύνθη προς το κέντρον της λίμνης, οι δύο άνδρες καθίσαντες εκ νέου, ησχολούντο ν’ αποτελειώσουν την φλάσκαν, και ο Χριστοδουλής κρυμμένος εις τους καλαμώνας, έβλεπε θαυμάζων, όπως θα εθαύμαζες συ, το χαριέστατον σύμπλεγμα της νεάνιδος και του μικρού αδελφού της, εξακολουθούντος, με όλην του την δύναμιν, διά του κονταρίου ν’ αντωθεί τον πυθμένα. Η Πολύμνια εφαίνετο ακτινοβολούσα εκ χαράς. Ο περίπατος ούτος την ηύφραινε, την κατεγοήτευεν, ως τα αθύρματα τας τριετείς κορασίδας, ενώ ο αδελφός της εφαίνετο αισθανόμενος ίσην χαράν με τα επταετή παιδία, τα οποία φεύγοντα το σχολείον, με τον φύλακα ανηρτημένον υπό την μασχάλην, ευρίσκουσιν άφατον ηδονήν να τρέχουν εις τες ακρογιαλιές και εις τους βάλτους, και να καραβίζουν με σμικρότατα κομψά καραβάκια, τα οποία οι επιδεξιώτεροι μεταξύ των κατασκευάζουσιν. Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα χέλια, τα καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψει, και δεν εχόρταινε να βλέπει την παιδικήν εκείνην επί της λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν του διέφυγε και η ατζαμωσύνη του Νίκου, όστις δεν ήξευρε ν’ αβαράρει κανονικά καθώς έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο παιδικός φίλος σου εστέναζε κι έλεγεν: «Α! να ήμουν εγώ!…»

   Εκεί, εις μίαν στιγμήν, καθώς αβαράριζεν αδεξίως ο Νίκος, η φελούκα περιεπλάκη εις συστάδα λιμναίων χόρτων, υψηλών, σχεδόν έως την επιφάνειαν, και ο Νίκος έκαμνεν, έκαμνε ν’ αβαράρει, και όσον αβαράριζε, τόσον χειρότερα περιεπλέκετο η φελούκα, και το κοντάριον δεν εύρισκε πλέον πυθμένα, και τέλος το κοντάριον περιεπλάκη και αυτό εις τα πολύκλαδα, αδρά, μέλανα εκείνα χόρτα, και ο Νίκος εις μάτην επάσχιζε ν’ απαλλάξει εκείθεν το κοντάριον, και όσον ετράβα ο Νίκος, τόσον το κοντάρι έφευγεν από τας χείρας του, εωσού έπεσεν από τους ασθενείς δακτύλους, και το μισόν ήτο εμπλεγμένον κάτω, το μισόν έπλεεν εις την επιφάνειαν. Η Πολύμνια εγερθείσα με προφύλαξιν έκυψε διά να ίδει πού επήγε το κοντάριον, από την αυτήν πλευράν της φελούκας, προς ην ίστατο και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα, και παρ’ ολίγον ανετρέπετο. Εννοήσασα τον κίνδυνον η Πολύμνια, και μη επιθυμούσα να κάμει ακούσιον λουτρόν μέσα εις τα λιμναία χόρτα, ανεκάθισε ταχεία παρά την πρύμνην, και πάλιν υπεγερθείσα ύψωσε το λευκόν μανδήλιόν της προς τους δύο συμπότας της μικράς καλύβης και συγχρόνως ήρχισε να φωνάζει:

–         Ε! μπαρμπα-Λούκα!

   Αλλ’ έως να πάρει είδησιν ο Λούκας και αποφασίσει να έλθει εις βοήθειαν (όπερ άλλως θα ήτο δύσκολον, διότι το έδαφος του πυθμένος ήτο πανταχού σχεδόν βαλτώδες και πας ο επιβαίνων εις το ύδωρ θα εχώνετο μέχρι του γόνατος εις ιλύν· το αβαθές δε του ύδατος δεν επέτρεπε να κολυμβήσει μέγα σώμα, οίον το ιδικόν του), θα ενύκτωνε χωρίς να κατορθωθεί τίποτε. Αλλ’ ο Χριστοδουλής ευτυχώς, ο παιδικός φίλος σου, ήτο πολύ σιμότερα εις την φελούκαν, από εκεί οπού ήτο χωμένος, μέσα εις τους καλαμώνας. Χωρίς να διστάσει, με το υποκάμισον και την περισκελίδα, τα οποία απετέλουν πάντοτε όλην την ενδυμασίαν του, εκπηδήσας από τον καλαμώνα, απροσδοκήτως, θαυμασίως, ως τελευταίον απομεινάριον αρχαίας θεότητος, λιμναίας και υδροβίου, άγνωστον και νοθογενές, λησμονημένον από δεκαεννέα αιώνων, διαιτώμενον εκεί εις τους καλαμώνας, διαφυγόν την προσοχήν του χριστιανικού κόσμου, ερρίφθη κολυμβών εις την λίμνην. Και με δέκα ειρεσίας των χειρών, με άλλα τόσα λακτίσματα των ποδών, με την κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εις τους βάλτους, έφθασεν εις το μέρος, όπου είχεν εμπλακεί η βάρκα, ανεπήδησε στιβαρώς επί την δεξιάν πλευράν, έδραξε την πρώραν της σκάφης, και με απίστευτον διά την ηλικίαν του ρώμην, την ανεσήκωσε και την απήλλαξεν από του εμποδίου των υψηλών χόρτων. Είτα εξέμπλεξε και το κοντάρι από το μέρος όπου είχεν εμπλακεί, και είπεν εις τον Νίκον:

–         Να, πώς ν’ αβαράρεις!

   Και του έδειξεν εμπράκτως τον τρόπον, ρίψας αυτώ το κοντάριον.

   Είτα ώθησε την φελούκαν από της πρύμνης, απομακρύνας αυτήν των λιμναίων χόρτων, ως και των ρηχών, ενώ η Πολύμνια τον εκοίταζε μειδιώσα και άκουσα τον εθαύμαζεν, υποψιθυρίζουσα:

–         Τι παράξενο παιδί!

   Και τους κατευώδωσε προς το μέρος της καλύβης, όπου οι δύο συμπόται είχαν σηκωθεί έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε, και ο Λούκας φανταζόμενος την λίμνην ως θάλασσαν, έλεγε:

–         Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα.

–         Φθάνει να μην είναι κανένα σκυλόψαρο, και σου αφανίσει τα κεφαλόπ’λα, καρδάσ’, είπεν ο Παρρήσης.

   Ο Χριστοδουλής επέστρεψεν εις τον καλαμώνα του, όπου, ο μπαρμπα-Κωσταντής, αιωνία η μνήμη του, ο Μιτζέλος, από του λευκού του οικίσκου, του γειτονεύοντος με τον καλαμώνα, είχεν ιδεί το συμβεβηκός, και καλέσας τον νέον, όστις γυμνωθείς προσεπάθει να στεγνώσει τα ενδύματά του επί βράχου καίοντος ακόμη από το καύμα του άρτι δύσαντος ηλίου, του έδωκεν αυτός ενδύματα να φορέσει. Και ο μπαρμπα-Γιωργός, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Κοψιδάκης, όστις ευρίσκετο εκεί πλησίον με τας ολίγας αμνάδας του, του έδωκε «μίαν ευχή» και του είπεν ότι θα έχει «μεγάλον μισθόν», χωρίς να υποπτεύσει ότι αυτός ήτο νοθογενές αποτόκιον λησμονημένης θεότητος. Και ο Λούκας, μαθών εκ του στόματος της Πολυμνίας το μικρόν συμβεβηκός, κρατών εις χείρας την φλάσκαν, με τας απομεινάσας ολίγας σταγόνας μοσχάτου, έκραζεν από της αντιπέραν όχθης:

–         Στην υγειά σ’, Κ’στοδουλή!

   Προς τι να χάνει τις την φιλίαν των φίλων του; Μη τυχόν η Πολύμνια ήτο διά σε ή δι’ εκείνον; Παιδίον! Αυτή ήτο μεγαλυτέρα την ηλικίαν και των δύο σας. Αλλά πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθεί;

   Τώρα η Πολύμνια απέθανεν ή υπανδρεύθη; Αγνοώ, ίσως και συ επίσης. Και ο Χριστοδουλής; Έγινεν ναυτικός περίφημος, αλλ’ από ετών δεν ήκουσές τι περί αυτού. Ίσως να επήγεν εις την Αμερικήν καθώς τόσοι άλλοι. Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και ουδέν πράττεις.

(1892)

Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -