Αποσπάσματα από το βιβλίο του Aldo Carotenuto “Έρως και Πάθος: Τα Όρια της Αγάπης και του Πόνου”
“Aπό την κλινική μου πείρα, για να μην αναφερθώ στην προσωπική μου, έμαθα ότι η κατάσταση της μόνιμης ανάγκης, το αίσθημα της έλλειψης που μας ωθεί στην αναζήτηση του άλλου για την αποκατάσταση της ολότητας, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο μια συνεχή υπόσχεση για διαφοροποίηση και αλλαγή. Όλοι όσοι έχουν την τύχη να ερωτευτούν, συνειδητοποιούν τη μεταμόρφωση που έχει συντελεστεί όταν βγουν από τη συγκεκριμένη ερωτική εμπειρία, ενώ όσο διαρκεί απλώς τη διαισθάνονται. Πρέπει να πούμε όμως ότι χρειάζεται και λίγο θάρρος, γιατί η υπόσχεση για πλήρωση κρύβει και τον κίνδυνο της αποτυχίας. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή να προκύψει κάτι που θα παρεμποδίσει τη μεταμόρφωσή μου και τότε ο άλλος, από «ζωντανή υπόσχεση» γίνεται ζωντανή μαρτυρία της αδυναμίας μου να μεταμορφωθώ. Αυτό είναι και το πιο ανησυχητικό σημείο, γιατί η διάψευση της στιγμιαίας, έστω, ελπίδας για αλλαγή, είναι βαριά κληρονομιά. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να αντέχουμε τη στέρηση.
Πιστεύω πως η αποδοχή της έλλειψης είναι ένα άλλο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη μας η ζωή είναι ένας αγώνας για να συλλάβουμε εκείνο το κάτι που μας διαφεύγει και για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε στις πλάτες μας το βάρος της απουσίας του άλλου. Πιστεύω πως καμιά θεραπεία, καμιά εμπειρία δεν βοηθάει να απαλλαγούμε από το βάρος του κενού που ο έρωτας υπόσχεται να γεμίσει. Όταν πιστέψουμε ότι το κενό έχει απαλειφθεί, το πιο πιθανό είναι ότι ξεγελούμε τον εαυτό μας. Πραγματικά, όσο κι αν ο άλλος ανταποκρίνεται στην επιθυμία μας, η ανάγκη για ολότητα είναι τόσο μεγάλη που τίποτε δεν μπορεί να την ικανοποιήσει πραγματικά. Το πεπρωμένο πάνω στο οποίο δομείται η ζωή μας, είναι να μάθουμε να υπομένουμε τη στέρηση και την απογοήτευση για τον άνθρωπο που έχουμε κοντά μας. Όποιος κι αν είναι αυτός, ό, τι κι αν αντιπροσωπεύει ή έχει αντιπροσωπεύσει για μας, εκφράζει μια απουσία.
Μπορούμε να πούμε ότι κάθε ερωτική διάσταση φέρνει επί σκηνής ένα μύθο. Κάθε φορά που βιώνουμε μια τέτοια εμπειρία, «σκηνοθετούμε» κάτι: τη χαμένη ολότητα που παραπέμπει σε πρώιμες στιγμές της ύπαρξής μας ή τη λεγόμενη επιθυμία πλήρωσης και -γεγονός ακόμη πιο οδυνηρό- την ετοιμότητά μας να ανανεώσουμε αυτήν την αίσθηση του κενού.
[…]
Αν η επιθυμία είναι εξ ορισμού ανικανοποίητη, όταν αγαπούμε ξανανιώθουμε έντονα το αίσθημα της μοναξιάς. Μέσα μας υπάρχει μια τάση προς την ολότητα, προς την τελειότητα, σε σημείο που για κάποιους ανθρώπους, για τους μυστικιστές λόγου χάρη, η ιδανική αγάπη στρέφεται προς το Θεό και όχι προς τα επίγεια πλάσματα. Με λύπη φτάνουμε σε τέτοια συμπεράσματα, γιατί είναι σαφές ότι μοιραία προσπαθούμε να έχουμε αυταπάτες. Εκ των πραγμάτων όμως η ερωτική διάσταση είναι μια εμπειρία απουσίας και η απουσία συνδέεται με τη νοσταλγία.
Νομίζω ότι η νοσταλγία και το αίσθημα απουσίας του άλλου συμπίπτουν με το νόημα της ζωή μας. Είναι σαν να νιώθουμε διαρκώς ανικανοποίητοι, ανεξάρτητα από το τι έχουμε επιτύχει. Ενώ αυτό που μας κινητοποιεί είναι το αίσθημα του απεριόριστου, εκείνα που αποκτάμε είναι πεπερασμένα κι έτσι, ακόμη και τη στιγμή που κοιταζόμαστε στα μάτια με τον άνθρωπο που αγαπούμε, διαβάζουμε στα βλέμματά μας τη νοσταλγία.
[…]
Και στη ζωή και στην ερωτική διάσταση, η ανάγκη μάς σπρώχνει μπροστά, αλλά η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες μας. Ο άνθρωπος στην αδιάκοπη περιπλάνησή του, όμοια με του Οδυσσέα, παραμένει αιωνίως πικραμένος από την εμπειρία του, αλλά το ανικανοποίητο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ωριμάσει. Ξέρουμε πως η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο υπό την ώθηση αυτού που μας λείπει. Η ενηλικίωση συνδέεται και με την τεράστια επιθυμία να αποκτήσουμε αυτό που όταν ήμαστε παιδιά μάς ήταν απαγορευμένο.
Θα έλεγα ότι, από μια άποψη, είμαστε τυχεροί που η διάσταση της παιδικότητας δεν εξαλείφεται εντελώς. Αυτό το αιώνιο, το παιδικό ανικανοποίητο μας επιτρέπει, ή μάλλον μας «αναγκάζει» να είμαστε διαφορετικοί. Αυτό που, μ’ άλλα λόγια, εκφράζεται με την ετοιμότητα να δεχτούμε καινούργιες ιδέες κι απρόβλεπτες καταστάσεις, μας δίνει και τη δυνατότητα για νέες ανακαλύψεις. Όταν δεν μπορούμε να δεχτούμε την απουσία του άλλου, τότε ενεργοποιείται η φαντασία μας. Αρχίζουμε να νιώθουμε την ανθρώπινη διάστασή μας, βλέπουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε εντελώς καινούργια πράγματα που δεν θα είχαμε υποψιαστεί καν ότι υπήρχαν, αν είχαμε μείνει με την αυταπάτη ότι η ανάγκη είχε εκπληρωθεί. Να γιατί οι ερωτικές σχέσεις είναι τόσο επώδυνες. Να γιατί δεν υπάρχει σχέση που να μην μας εμποδίζει να νιώσουμε ότι μπορούμε να ωριμάζουμε και δεν υπάρχει ερωτική σχέση που να μην είναι φορτισμένη με πόνο. Ακόμη κι όταν νομίζουμε πως είμαστε ικανοποιημένοι, κατά βάθος ξέρουμε πως αυτό είναι αυταπάτη. Κάτι υπάρχει που διαψεύδει τις προσδοκίες μας, νιώθουμε αόριστα ότι η απατηλή εκείνη ικανοποίηση μας εμποδίζει να μεγαλώσουμε πραγματικά. Ο έρωτας που προσφέρουμε και ο έρωτας που αρνούμαστε είναι επώδυνη όσο και γόνιμη πηγή δυσαρέσκειας.
[…]
Ο Νοβάλις έλεγε ότι η πλάνη είναι κάτι θεμελιώδες για την ψυχή μας. Πρέπει να μπορούμε να έχουμε αυταπάτες, γιατί μόνο μέσα από τα λάθη βαδίζουμε προς εκείνο που ονομάζουμε «αλήθεια». Αν δεν ονειρευόμαστε καθώς βιώνουμε την ερωτική μας διάσταση, η πραγματικότητά μας ως όντα που παίρνουν υποκειμενική θέση απέναντι στον άλλο δε θα μπορέσει να βγει στην επιφάνεια, γιατί θα νομίζουμε για αληθινό και πραγματικό κάτι που δεν είναι. Η μόνη περιοχή στην οποία μπορούμε να αναγνωρίζουμε με αυθεντικό τρόπο τον εαυτό μας είναι η ψυχική μας ατομικότητα που δημιουργεί την πραγματικότητα του έρωτα.
[…]
Το χάρισμα και το προνόμιο του ποιητή είναι να δέχεται τις αντιφάσεις της ζωής και του εαυτού του, ενώ ο άνθρωπος της επιστήμης, ως γνωστόν, δεν επιτρέπει στον εαυτό του τέτοια πολυτέλεια. Όσο για μας που έχουμε επιλέξει τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, η αντίφαση είναι ένα σταθερό και βαθιά ριζωμένο στοιχείο στο ίδιο το αντικείμενο της μελέτης μας, την πραγματικότητα της ψυχικής ζωής. Ο ψυχολόγος έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την «αμφιθυμία», δηλαδή την αντιφατικότητα των αισθημάτων. Εκφράσεις όπως «θέλω και δεν θέλω», «σε μισώ και σ’ αγαπώ», «με έλκεις και με απωθείς», είναι οι μόνες που μπορούν να περιγράψουν σωστά μεγάλο μέρος της συναισθηματικής μας ζωής.
[…]
Η ιδανική κατάσταση για να καταλάβουμε καλύτερα έναν άνθρωπο, να γνωρίσουμε βαθύτερα την ψυχολογία του, δεν είναι τόσο το πώς αντιδρά σε ακραίες καταστάσεις έντασης και άγχους που συντελούν στο να «πέσουν οι μάσκες», όσο το πώς δέχεται το γεγονός ότι ο έρωτας τον καθιστά τρωτό.
[…]
Η περιοχή των αισθημάτων είναι η πιο δύσκολη και το πρόβλημα που περισσότερο μας ανησυχεί είναι η σοβαρή εμπλοκή μας. Εμπλοκή που σημαίνει συμμετοχή στην εσωτερική ζωή ενός άλλου ανθρώπου, τη στιγμή που ακριβώς μια παρόμοια εμπειρία από το μακρινό παρελθόν μας, ξεχασμένη ίσως, άφησε το στίγμα της, μας «εμβολίασε», μας κατέστησε κατά κάποιο τρόπο απρόσβλητους, μη διαθέσιμους. Μια αποτύπωση στο χώρο των συναισθημάτων μάς έσπρωξε να ζούμε κάτω από τον αστερισμό του πανικού όλες τις επόμενες αισθηματικές εμπειρίες και μας έμαθε μια για πάντα ότι η μόνη σωτηρία –ακριβώς όπως εκείνη της πρώτης φοράς- είναι να αποκτήσουμε «ψυχολογική αυτονομία». Κάθε φορά που παρασυρόμαστε σοβαρά σε μια βαθιά σχέση, γευόμαστε το δίχως άλλο τη μοναξιά και διαβλέπουμε πως η μόνη σωτηρία μας είναι μια περαιτέρω ψυχική εξέλιξη που οδηγεί ακριβώς στην ψυχική ανεξαρτησία. Που όσο κι αν η τελευταία είναι επιθυμητή, έχει πολύ υψηλό τίμημα, αφού προϋποθέτει την απώλεια κάθε αυταπάτης για την ίδια τη σχέση. Όταν φτάσει κανείς σ’ αυτήν τη μορφή ωριμότητας, ξέρει ότι δεν πρέπει να περιμένει τίποτε πλέον από τους άλλους.
[…]
Μπροστά το υπαρξιακό αδιέξοδο μόνο μία στάση υπάρχει: εκείνη που μας επιτρέπει να δημιουργούμε διαρκώς τη ζωή μας. […] Στην πραγματικότητα είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν δεχτούμε την πιθανότητα να παραμείνουμε για πάντα ανικανοποίητοι.
[…]
Όταν, ενήλικες πλέον, κάνουμε το «γύρο του κόσμου» για να ξαναβρούμε την καρδιά μας και να δώσουμε περιεχόμενο στην ψυχική μας ζωή, αυτό που μας περιμένει δεν είναι η Εδέμ, αλλά οι αντιφάσεις και οι δυσκολίες της επίγειας ζωής. Θα έλεγα ότι μ’ αυτήν την ψυχολογική άσκηση προσεγγίζουμε το «παράδοξο», την ικανότητα να καταλάβουμε πράγματα που πριν μας ήταν αδιανόητα. Πρόκειται για μια οριακή κατάσταση όπου ο κόσμος γίνεται πιο διάφανος. Γι’ αυτό οι σοφοί προς το τέλος της ζωής τους αποτραβιούνται στη μοναξιά. Δεν έχει όμως νόημα να αποτραβηχτούμε στα βουνά, αν δεν έχουμε περάσει πρώτα από τα παράδοξα και τις αντιφάσεις αυτού του κόσμου. Το σημαντικό στη διάρκεια του ταξιδιού είναι ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνουμε να δώσουμε νόημα σε όλα αυτά, μέσα από έναν ευανάγνωστο κώδικα και μια κατανοητή γλώσσα. Τότε το «παράδοξο» γίνεται κυρίαρχος παράγοντας και φορέας της ίδιας της ζωής”.
Ο καθένας έχει τη δική του «προσωπική αντίληψη για τη ζωή», αλλά υπάρχουν κοινοί παρανομαστές που διαμορφώνουν ομοιότητες στις ανάγκες και στις απαιτήσεις. Δεν χωρά αμφιβολία πως η ζωή είναι γεμάτη από σχέσεις, από μια σταθερή αναμέτρηση με τον Άλλο, αποτελεί μια διαλεκτική με τον ψυχικό κόσμο της γυναίκας και του άνδρα.
Ένας από τους πολλούς τρόπους για να αντιμετωπιστεί ο ανθρώπινος πόνος είναι ακριβώς η διαπροσωπική σχέση που εννοείται ως δυνατότητα επαφής με τον άλλο, με το διαφορετικό από μας, αλλά ταυτοχρόνως απολύτως απαραίτητο.
Αρσενικό και θηλυκό είναι δύο άκρα διαφοροποιημένα, αλλά συνδεδεμένα μεταξύ τους, που οριοθετούν τη δυνατότητα να υπάρξουμε, ενώ το γεγονός ότι ο ένας αποτελεί βασικό στοιχείο για τον άλλο προσδίδει νόημα στη ζωή.
Παρότι σήμερα παρατηρείται κατάχρηση και βιασμός του όρου «σχέση», στην πραγματικότητα δεν επιτεύχθηκε βαθιά και ολοκληρωμένη γνώση του νοήματός του.
Άνδρας και γυναίκα συναντιούνται, αναπτύσσουν δεσμούς και σχέσεις, παντρεύονται κι αποκτούν παιδιά, συγκροτούν αυτό που ονομάζεται ζεύγος, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά μια δυάδα.
Η διαφορά που κάνει αυτούς του όρους μη παράλληλους είναι αξιοσημείωτη, αφού για τη δυάδα δεν απαιτούνται αυθεντικά και πηγαία αισθήματα, έντονη συναισθηματική συμμετοχή και επιθυμία για δόσιμο χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος.
Το ζεύγος είναι όλα τα παραπάνω και πολύ περισσότερα, είναι μοίρασμα ζωής, ιδεών και αξιών, επιθυμία για κοινή πορεία στον δρόμο της ζωής.
Η διάσπαση της σχέσης είναι μια δυνατότητα που προσφέρεται σε όλους, αλλά εμφανίζεται ως εξαιρετικά δύσκολη κατάκτηση, ως το φιλοδοξότερο εγχείρημα για έναν άντρα και μία γυναίκα.
Ωστόσο είναι έργο πολύ πιο κοπιαστικό και δύσκολο απ’ όσο φαντάζεται κανείς, στο οποίο καλούνται όλοι, αλλά λίγοι το ολοκληρώνουν.
Οι αποτυχίες στη σφαίρα της σχέσης είναι οι πιο συχνές και επώδυνες που μπορεί να βιωθούν.
Όταν μια σχέση αποτυγχάνει και οδηγείται στην καταστροφή, ο άνθρωπος δύσκολα αποδέχεται τα σφάλματά του, αναγνωρίζει τα λάθη του, αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης του.
Λέγοντας ψέματα, πρώτα στον εαυτό του και έπειτα στους άλλους, επιμένει χωρίς δεύτερη σκέψη να αποκαλεί «ζεύγος» ή «σχέση» αυτό που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τυπική συμβίωση με ένα άλλο άτομο.
Γιατί όμως η σχέση, αν και θεωρείται πολύ σημαντική και επιθυμητή, εμφανίζει μια τόσο τυραννική διάσταση;
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να κατανοήσουμε τη σημασία της λέξης «σχέση», και αυτή η ύπουλη μορφή αναλφαβητισμού σε θέματα σχέσεων είναι το στοιχείο που τροφοδοτεί το μεγαλύτερο ποσοστό αποτυχίας στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Θα μπορούσε να προβληθεί ως αντεπιχείρημα το γεγονός ότι, εάν το ανθρώπινο είδος υπάρχει ακόμη και δεν έχει αφανιστεί, αλλά αντίθετα απειλείται με υπερπληθυσμό, οφείλεται ακριβώς στη συνάντηση και στη σχέση αρσενικού-θηλυκού.
Όμως, η άποψη αυτή θα χαρακτηριζόταν εντελώς αφελής, αφού η διαιώνιση του είδους δεν απαιτεί σχέση αρσενικού-θηλυκού, αλλά απλή συνάντησή τους.
Η σχέση του άνδρα και της γυναίκας παρουσιάζει σοβαρά κενά και ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί ώστε να καλυφτούν είναι μακρύς και δύσβατος.
Η συνάντηση και η αλληλεπίδραση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα όχι τόσο από την προοπτική και την επιθυμία για τη δημιουργία μιας σχέσης, όσο από την κατάσταση υποταγής στην οποία προ πολλού έχει περιέλθει η γυναίκα.
Υποταγή που προκλήθηκε από την κατάχρηση εξουσίας του αρσενικού απέναντι στο θηλυκό, κατάχρηση αιώνων, την οποία δεν κατάφερε ως τώρα να αποτινάξει η γυναίκα.
Από τη στιγμή που επικράτησε ο πατριαρχικός πολιτισμός το αρσενικό έγινε, παρά τη θέλησή του, υπηρέτης της εξουσίας και κυριεύτηκε από την ανάγκη να την κατακτήσει.
Από τη μία η επιθετική και αθέμιτη συμπεριφορά του αρσενικού και από την άλλη η παραίτηση και η υποταγή του θηλυκού δημιούργησαν διαφορετικούς και τυποποιημένους ρόλους για τον άνδρα και τη γυναίκα.
Στη συλλογική φαντασία το αρσενικό και το θηλυκό έχουν διαφορετικά πεπρωμένα, επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τη φύση και η μοίρα της γυναίκας ταυτίζεται με την υποχώρηση και την εξάρτηση από τον άντρα.
Όπως παρατηρεί η Esher Harding:
“Η γυναίκα που με τα φυσικά της προσόντα, αποτελεί την κατάλληλη σύντροφο του άντρα, όπως περιγράφεται στο Βιβλίο της Γεννέσεως, είναι η γυναίκα στη φυσική της κατάσταση. Πρόκειται για το θηλυκό γένος του ανθρώπινου είδους και η προσοχή της είναι, από ένστικτο, προσηλωμένη ολοκληρωτικά στον σύντροφο. Υποτάσσεται στις επιθυμίες του, γίνεται όμορφη και θελκτική για εκείνον.
Προφανώς αυτό συνιστά τις φυσικές εκδηλώσεις της βιολογικής σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Αλλά, όταν οι ενστικτώδεις αντιδράσεις εκδηλώνονται στη σύγχρονη γυναίκα, ο σκοπός της Μητέρας Φύσης, συγκαλύπτεται από έναν κώδικα συμβάσεων και συνήθως ούτε η ίδια η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται το τελικό νόημα των ενεργειών της.
[…] ακόμη και σήμερα πολλές γυναίκες βρίσκονται στο ίδιο στάδιο ασυνειδησίας με τις μακρινές προγόνους τους και ικανοποιούνται με το να είναι συντρόφισσες και να συμπληρώνουν τον άντρα.” (Harding, 1932, 20-21) […]
Γιατί η γυναικεία προδοσία κρίνεται βαρύτερη; Διότι το αρσενικό εθίστηκε στη θέση της απόλυτης υπεροχής. […]
Παρότι το αρσενικό επιβάλει αδυσώπητους κανόνες εκφοβισμού στο θηλυκό, εξαναγκάζοντάς το σε θυσίες και εγκαρτέρηση, οι γυναίκες έχουν αρχίσει να μην υποκύπτουν και να ακολουθούν τη διαδρομή των συναισθημάτων τους.
Φτάνει κάποτε η στιγμή που το θηλυκό αποφασίζει να εμπιστευτεί τον εαυτό του.
Μια παρόμοια απόφαση προκαλεί την έντονη αντίδραση του αρσενικού, που τρομοκρατείται με τη ριζική μετάπλαση της γυναίκας του.
Η γυναίκα που προδίδει μετασχηματίζεται κυρίως ψυχολογικά και το αρσενικό δεν είναι ποτέ έτοιμο να δεχτεί τη μεταμόρφωση.
Ο άντρας που διαπράττει προδοσία δεν αλλάζει, διότι την αντιμετωπίζει επιπόλαια, ενώ η γυναίκα τα παίζει όλα για όλα δίχως να ψεύδεται και να κρύβει τα συναισθήματά της (κυρίως από τον εαυτό της).
Εντοπίζεται ένας κοινός παρανομαστής για τις περισσότερες προδοσίες: η σοβαρότητα του δεσμού.
Όταν μια σχέση στερεύει, είναι σωστό να αναθεωρηθούν τα πάντα. Η γυναίκα που αντιλαμβάνεται ότι ο δεσμός δεν παρέχει ικανοποίηση και ενέργεια, έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά από ερωτήματα και αμφιβολίες. Ενώ ο άντρας συνεχίζει ατάραχος τη ζωή του, η γυναίκα πανικοβάλλεται και σπεύδει να λύσει με απόλυτη προτεραιότητα τα προβλήματα της σχέσης.
Η δουλειά του ψυχολόγου τον φέρνει συχνά αντιμέτωπο με άχρωμα θηλυκά, χωρίς ζωντάνια και ενθουσιασμό για τη ζωή. Με γυναίκες, δηλαδή, που ένιωσαν να βιάζονται ψυχικά, να έχουν στερέψει τα αποθέματά τους, να έχουν απογυμνωθεί και να έχουν χάσει τα όπλα τους.
Η γυναίκα που βρίσκει το κουράγιο και τη δύναμη να ξεπεράσει τις στενωπούς μεταμορφώνεται, γίνεται άλλος άνθρωπος.
Η αποφασισμένη γυναίκα ταξιδεύει σε άλλη κατάσταση, διαφορετική από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν υποτασσόταν σε μια καταδικασμένη σχέση, μόνο και μόνο για να μείνει πιστή σε εξωτερικούς κανόνες.
Κι όλα αυτά υποχρεώνουν το αρσενικό να βιώσει τη δική τους μεταμόρφωση.
Ο άντρας αλλάζει μέσω της προδοσίας της γυναίκας, διότι, όταν βρεθεί μπροστά στο τετελεσμένο, αναγκάζεται να δει την πραγματικότητα. Η μεταμόρφωση του αρσενικού συντελείται πάντοτε κάτω από την πίεση ενός ακραίου γεγονότος που αγγίζει την ψυχή του.
Καταστάσεις όπως η προδοσία κάνουν τους ανθρώπους να γεύονται το δράμα της «απόρριψης», της ανυποληψίας και της περιφρόνησης. Είναι μια οδυνηρή εμπειρία που αποδιοργανώνει τη ζωή και συχνά εξωθεί σε επικίνδυνες αντιδράσεις.
Το βασικότερο σύμπτωμα είναι η «μηδενιστική νεύρωση», ικανή να ωθήσει σε απονενοημένες ενέργειες.
Ελλοχεύει τότε ο κίνδυνος της αυτοκτονίας, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η λήψη ναρκωτικών ουσιών ή ο αλκοολισμός. Πρόκειται για καταστροφικές στιγμές που ανοίγουν πολύ βαθιές πληγές στην ψυχή.
Μετά την προδοσία έρχεται η ώρα του «απολογισμού», των αποσαφηνίσεων και των διευκρινίσεων. Στη φάση αυτή το ανασκάλεμα της ψυχής, η ψηλάφηση του πιο πρωτόγονου κομματιού της, αναδύει πλήθος έντονων συναισθημάτων.
Την ώρα της σύγκρουσης οι συνομιλητές βρίσκονται στο έλεος μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης που δεν τους επιτρέπει να επικοινωνήσουν πολιτισμένα και λογικά. […] Η ταραχή και η αναστάτωση κατά την προδοσία οφείλεται στο γεγονός ότι εκ γενετής μαθαίνουμε να ζούμε σε συνάρτηση με το ενδιαφέρον του άλλου. Η ζωή έχει νόημα γιατί κάποιος άλλος μας σκέφτεται, κάτι που άμεσα συσχετίζεται με την επιβίωσή μας. […]
Η προδοσία του αρσενικού εμπεριέχει το στοιχείο της υποτίμησης του θηλυκού. Ο άντρας προδίδει δίχως να υπολογίζει τις αντιδράσεις τις συνέπειες της πράξης του και τις αντιδράσεις της γυναίκας. […]
Ο κεντρικός σχεδιασμός του βίου βασίζεται στο ότι είμαστε αρεστοί σε κάποιον. Στις πρώτες φάσεις της ζωής και κατά τη νεότητα, για τον άνθρωπο έχει πρωταρχική σημασία να τον σκέφτονται. Αμέσως μετά κυριαρχεί το να είναι ελκυστικός.
Όταν κερδίζει την προτίμηση κάποιου γίνεται μοναδικός, «άτομο» όπως το εννοεί ο Jung. Τότε δημιουργείται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατάσταση, αφού δύο άτομα επιλέγονται αμοιβαία και αναπτύσσουν εκπληκτικές ιδιότητες που τους ωθούν στη μαγική αίσθηση ότι βρίσκονται «έξω από τον κόσμο».
Με την απώλεια της αγάπης, όμως, ανοίγεται ένα σοβαρό αγιάτρευτο τραύμα.
Ο θάνατος προσφιλούς προσώπου παράγει συναισθήματα παρόμοια μ’ εκείνα της εγκατάλειψης.
Τέτοιες οριακές στιγμές αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή και αποκλείουν τα περιθώρια για νέες σχέσεις και καινούργιους έρωτες.
Ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται, επειδή φοβάται μήπως ξαναπληγωθεί και όχι επειδή δεν έχει ευκαιρίες. Αρνούμενος όμως τον έρωτα για να ξεφύγει από τις κακοτοπιές, απαρνιέται την ίδια τη ζωή, εφ’ όσον αποφεύγει εμπειρίες που ίσως τον βλάψουν αλλά ίσως και να του χαρίσουν την ευτυχία. […]
…η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα χωρίς σχέσεις. Το παράδοξο είναι ότι υποχρεωτικά γινόμαστε μάρτυρες όχι μόνο της απαρχής αλλά και του τέλους τους. Όταν δύο άνθρωποι επικοινωνούν, δεν χρειάζονται νόμοι και κανόνες για να οριοθετήσουν και να διαχωρίσουν τις θεμιτές από τις αθέμιτες επιθυμίες.
Μια ζωντανή σχέση τροφοδοτείται από υγιή αλληλεπίδραση δίχως τέλος. Ο τερματισμός της βαθιάς επικοινωνίας δεν θίγει μόνον τη σχέση αλλά και τα μεμονωμένα άτομα.
Η στατιστική δείχνει ότι τα προβλήματα των σχέσεων είναι περισσότερο ζημιογόνα από τις ασθένειες για την ψυχοσωματική ευεξία. Οι δυσχέρειες του ζευγαριού προκαλούν παθογόνες διεργασίες που κατευθύνουν σε ποικιλόμορφη οργανική συμπτωματολογία, ενώ και η ψυχή δεν παραμένει αμέτοχη. Η κατάθλιψη και ο μαρασμός αποτελούν τη θλιβερή, αλλά δυστυχώς αληθινή μαρτυρία.
Η δουλειά του ψυχολόγου συχνά τον φέρνει αντιμέτωπο με ανθρώπους που πάσχουν από τη διάλυση της σχέσης, αλλά αποφεύγουν να παραδεχτούν την αποτυχία τους, να κάνουν δηλαδή το πρώτο βήμα για το σοβαρό ταξίδι της ψυχανάλυσης. […]
Η συνεισφορά γυναικών σαν τη Μήδεια στο ιδιαίτερο κοινωνικό φαινόμενο που ονομάστηκε «θηλυκοποίηση του κόσμου είναι η απόδειξη ότι και το θηλυκό είναι θαρραλέο, δυνατό και μαχητικό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στερείται συναισθήματος και ευαισθησίας.
Η συνεισφορά της γυναίκας είναι ουσιαστική στα ανδρικά επιτεύγματα. Εντούτοις, ο άνδρας δεν αντιλαμβάνεται πάντα την τεράστια οφειλή του προς τη γυναικεία δύναμη.
Το σημαντικότερο ζήτημα για αμφότερα τα φύλα είναι η οργή και αμείλικτη διαδικασία που ονομάζεται ψυχολογική ανάπτυξη που αρχίζει από τη στιγμή που ο άνθρωπος γεννιέται για να μπει στη μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Μια μακρά και δαιδαλώδης πορεία επιβίωσης που οδεύει προς την ατομική ανάπτυξη. […]
Το στοιχείο που χρήζει προσοχής στο θρύλο του Θησέα είναι ότι ούτε ο Λαβύρινθος ούτε αυτό που αντιπροσωπεύει μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς βοήθεια. Όλοι ξέρουμε ότι, για να επιβιώσουμε στον κόσμο που μας περιβάλει, η βοήθεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Αυτό που ίσως δεν υπολογίζουμε είναι ότι τη βοήθεια πρέπει να την κερδίσουμε με βασική προϋπόθεση το θάρρος.
Οφείλουμε να επιδεικνύουμε το θάρρος μας πριν ξεκινήσουμε για το άγνωστο που αντιπροσωπεύει ο λαβύρινθος, πριν αρχίσουμε την προσπάθεια για τα μεγάλα επιτεύγματα. Καθώς δεν είναι δεδομένη η βοήθεια, το αληθινό θάρρος εκδηλώνεται όταν, τη μοιραία στιγμή που αποφασίζουμε να μπούμε «στο λαβύρινθο της ζωής» και να προχωρήσουμε άοπλοι μέσα στο δάσος, ενεργοποιούμε συγκεκριμένους ψυχολογικούς μηχανισμούς που μας δίνουν τη δύναμη να υπερβούμε τα εμπόδια.
Κι όπως συμβαίνει συνήθως στη ζωή του ανθρώπου που έχει να αντιμετωπίσει κινδύνους και αντίξοες συνθήκες, η ουσιαστική βοήθεια μπορεί να προέλθει μόνον από ένα άτομο.
Aldo Carotenuto
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Aldo Carotenuto “Η ψυχή της γυναίκας”, Εκδ. “Ίταμος”)
* Ο Άλντο Καροτενούτο, ψυχαναλυτής, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές, σε παγκόσμιο επίπεδο, της σκέψης του Γιουνγκ, δίδασκε Ψυχολογία της Προσωπικότητας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Έχει γράψει πολλά βιβλία, μερικά από τα οποία έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα ιαπωνικά. Πέθανε το Φεβρουάριο του 2005.