22.7 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Βαρόνη φον Βεστφάλεν: Η Τζένη της καρδιάς του Καρλ Μαρξ

***

«Τζένη, άσε τις σφαίρες του ουρανού να κυλάνε,
Για μένα είσαι ήλιος και λάμψη αστεριών
Οι εχθρικοί κόσμοι μουγκρίζουν μπροστά μου
Θα τους νικήσω Τζένη, αν μείνεις δικιά μου…»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Καρλ Μαρξ «Η σκέψη»)

Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, η γυναίκα που ενέπνευσε αυτούς τους στίχους δεν ήταν μια προλετάρια ή ένα ταπεινό κορίτσι της εργατικής τάξης. Η βαρόνη Γιοχάνα Βέρθα Ιουλία Τζένη φον Βεστφάλεν ήταν ένα άνθος με ρίζες στην πρωσική και τη σκοτσέζικη αριστοκρατία. Και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Εκείνη και ο Καρλ γνωρίζονταν από παιδιά -η Σόφι, η αδελφή του Καρλ, σχεδόν συνομήλικη της Τζένης, ήταν η καλύτερή της φίλη. Και ο Καρλ, ως έφηβος, είχε πολύ καλές σχέσεις με τον πατέρα της, Λουδοβίκο φον Βεστφάλεν, ο οποίος υπήρξε για κείνον ένα είδος μέντορα -συνήθιζαν να κάνουν μαζί μεγάλους περιπάτους και να μιλούν για πολιτική ή να παραθέτουν και να αναλύουν με τις ώρες αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ. Η ίδια η Τζένη ήταν ευφυής, εγγράμματη, με υψηλή μόρφωση κι αγάπη για τη λογοτεχνία -ιδίως για τους Γερμανούς ρομαντικούς.

Η Johanna Bertha Julie Jenny Edle von Westphalen ήταν Γερμανίδα κριτικός θεάτρου και πολιτική ακτιβίστρια.

Στον Καρλ, παρατηρούν οι βιογράφοι της, ίσως να ερωτεύτηκε τα ίδια, οικεία χαρακτηριστικά, που είχαν οι αγαπημένοι της ήρωες του Γκαίτε και του Σίλερ: το ανήσυχο, ζωηρό πνεύμα που κονιορτοποιεί τις συμβάσεις. Την τραγικότητα και το πάθος του επαναστάτη ιδεαλιστή που εναντιώνεται σε μια σκληρή εξουσία. Όσο για κείνον, ήταν ξετρελαμένος με «το πιο όμορφο κορίτσι του Τρίερ»…

Η Τζένη φον Βεστφάλεν υπήρξε για τριάντα δύο χρόνια η σύζυγος του Διαβόλου, δηλαδή του Καρλ Μαρξ. Παράξενος όντως συνδυασμός μιας αριστοκράτισσας απ’ την Πρωσία και ενός άπορου επαναστάτη, ο οποίος αισθάνθηκε περηφάνια που τον διάλεξε για σύζυγό της.

Αρραβωνιάστηκαν μυστικά το φθινόπωρο του 1836. Ο πατέρας του Καρλ ήταν επιφυλακτικός, διότι η αρραβωνιαστικιά του γιου του ήταν από καλή γερμανική οικογένεια και περιζήτητη νύφη, ενώ ο γιος του εβραϊκής καταγωγής. Τελικά στις 12 Ιουνίου 1843 υπογράφεται το συμβόλαιο γάμου με την Τζένη.

Το γεγονός ότι ήταν εβραίικης καταγωγής, άνεργος, απένταρος και ταραξίας ήταν φυσικό ότι καθιστούσε τον Μαρξ ανεπιθύμητο και στην οικογένεια της Τζένης. Στο γάμο παραβρέθηκε μόνο η μητέρα της Τζένης, που την υποστήριζε, και ελάχιστοι φίλοι. Το γαμήλιο δώρο της μητέρας της Τζένης ήταν μια συλλογή κοσμημάτων και ασημικών, η οποία θα βρίσκεται περισσότερο στα χέρια των ενεχυροδανειστών παρά στο σπίτι των Μαρξ. Στο γαμήλιο δώρο ήταν, επίσης, και ένα κουτί γεμάτο με χρήματα. Στη διάρκεια του ταξιδιού του μέλιτος οι νεόνυμφοι ανέβαιναν τον Ρήνο και κάθε φορά που συναντούσαν ένα σύντροφό τους τον προσκαλούσαν να πάρει όσα χρήματα χρειαζόταν. Όπως ήταν φυσικό, τα χρήματα τελείωσαν μέσα σε μία εβδομάδα.

Η Τζένη («Τζένη της καρδιάς μου» την έλεγε ο Καρλ) δεν ήταν μία ακόμη γυναίκα. Αστή, χορτάτη, ανήσυχη, στα δεκαεφτά της απέρριψε πρόταση γάμου του ανθυπολοχαγού Φον Πάνεβιτς και τότε στο Τρίερ της Ρηνανίας συνδέθηκε με τον Μαρξ.

«Είναι κολασμένα ευχάριστο για έναν άνδρα να ξέρει ότι η γυναίκα του ζει πάντα στη φαντασία μιας ολόκληρης πόλης ως η “ποθητή πριγκίπισσα”», γράφει ο Καρλ Μαρξ σε επιστολή του το 1863, ένα μικρό δείγμα του βαθμού δεσίματος και έρωτα των δυο τους που δεν κλονίστηκε ποτέ μέσα στη φλόγα των επαναστατικών διεργασιών και των ταλαιπωριών.

Το να ζεις με τον Μαρξ δεν ήταν και η ευκολότερη υπόθεση. Επιπλέον να είσαι πολύτεκνη, να απελαύνεσαι από το Παρίσι, να συλλαμβάνεσαι στο Βέλγιο, να μην έχεις να φας και να περιμένεις το μηνιάτικο του Καρλ από τα κείμενά του στη «New York Daily Tribune», να πεθαίνουν τέσσερα από τα παιδιά σου λόγω και της ανέχειας. Αλλά και το να ζεις με τον Μαρξ δεν ήταν κάτι βαρετό. Να είσαι ακροάτρια στην Α’ Διεθνή, να τρως με τον Μπακούνιν, να συγκατοικείς με τον μποέμ Ενγκελς, να έχεις εικόνα πρώτη από όλους για κείμενα όπως η «Γερμανική Ιδεολογία». Να είσαι το αντικείμενο του πόθου, η μούσα και ο φάρος για μια προσωπικότητα όπως ο Καρλ Μαρξ.
Πενήντα τέσσερις από τις επιστολές της Τζένης σε μια ιστορική περίοδο που ξεκινά από το 1839 και φθάνει έως το 1869 έχουν συγκεντρωθεί σ’ έναν ενδιαφέροντα τόμο. Επιστολές που παραλήπτη έχουν εκτός του άνδρα της και τον Ένγκελς ή τον Γιόζεφ Βάιντεμαγερ (Πρώσο μαρξιστή κριτικό και δημοσιογράφο που συνεργάστηκε με τον Κάρολο στη «Γερμανική Ιδεολογία») αλλά και άλλους.

Μέσα στον κρότο μιας Ευρώπης που μετασχηματίζεται και ενός προλεταριάτου που αρθρώνει τον δικό του επαναστατικό λόγο, ξετυλίγεται ο κοινός βίος του Καρλ και της Τζένης. Βίος στενά αδιαίρετος με τις συλλογικές απόπειρες και έγνοιες των λαών τότε.

Σχέση ζεστή, ανθρώπινη, συντροφική που σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή.

Ο βίος ενός κολοσσού της παγκόσμιας σκέψης που δεν έπαυε να είναι άνθρωπος με πάθη και λάθη με μια σπουδασμένη και χαρισματική γυναίκα που ξαφνιάζει με την ερωτική της αφοσίωση.

«Μικρό μου αγριογούρουνο! Πόσο χαρούμενη είμαι που είσαι ευτυχισμένος, που το γράμμα μου σ’ έκανε να χαρείς, που με πεθύμησες, που μένεις σ’ ένα δωμάτιο με ταπετσαρία και που ήπιες σαμπάνια στην Κολονία, και που έχει εγελιανούς πυρήνες εκεί, και που ονειρεύεσαι, και που – με λίγα λόγια – είσαι δικός μου, κατάδική μου αγάπη, αγαπημένο μου αγριογούρουνο. Αλλά μαζί μ’ όλα αυτά, ένα μου ‘λειψε: αν με παίνευες λιγάκι για τα ελληνικά μου, αν μου ‘στελνες μία μόνο ενθαρρυντική φρασούλα για την επιμελή φιλομάθειά μου…». Αυτά γράφει η Τζένη Μαρξ στον Καρλ στις 10 Αυγούστου του 1841.Η αφοσίωσή της είναι διάχυτη σε όλες τις επιστολές, όπως σε αυτή της 24ης Μαρτίου του 1846 που γράφει η ίδια: «Συμβαίνει κάτι περίεργο με τη ζωή κάποιου που αγαπάς. Δεν παραιτείσαι τόσο εύκολα απ’ αυτήν».

Από και προς την Τζένη Μαρξ έχουν διασωθεί συνολικά 320 επιστολές.

Ποίηση

Στην Τζένη
Ι
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις,
γιατί “Στην Τζένη” απευθύνω τα τραγούδια μου,
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα,
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ’απελπισία,
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ’όνομά σου,
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,
Γλυκά τ’ ωραίο σου όνομα ηχεί
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής.
ΙΙ
Βλέπεις! Θα γέμιζα χιλιάδες τόμους,
Γράφοντας μονάχα τη λέξη Τζένη,
Βιβλία που θα φανέρωναν έναν κόσμο σκέψης,
Κατόρθωμα αιώνιας θελήσεως,
Στίχοι που τρυφερά καταπραϋνουν κάθε πόθο,
Κάθε λάμψη, κάθε αιθέρια αστραπή,
Κάθε πόνο, κάθε θλίψη κι αγωνία,
Αλλά και κάθε ουράνια ευτυχία,
Κάθε ζωή και κάθε ανθρώπινη Σοφία.
Μπορώ να τα διαβάσω στα αστέρια
Κι η αναπνοή του Ζέφυρου τα ξαναφέρνει,
Από τους άγριους κεραυνούς της καταιγίδας.
Ω! Στ’αλήθεια θα τα γράψω σαν ρεφραίν,
Ώστε οι γενιές που έρχονται να ξέρουν:
ΤΖΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.

«Τζένη, αν θέλεις ρώτησε γιατί μιλούν οι λέξεις μου
Και ποιο είναι το κρυμμένο νόημά τους.
Μα είναι άσκοπο να πούμε οτιδήποτε
Μάταιο θα ΄τανε και να το προσπαθήσουμε.

Κοίτα τα μάτια σου, τα τόσο φωτεινά,
Βαθύτερα και από τον πιο βαθύ καθρέφτη τ’ Ουρανού
Πιο καθαρά απ’το φως που εκπέμπει ο ήλιος
Και τότε την απάντηση θα βρεις.

Τόλμα να ζήσεις τη ζωή και να απολαύσεις.
Δοκίμασε να πιέσεις το λευκό σου χέρι –
Μόνη σου, εσύ θα πάρεις την απάντηση,
Τον μακρινό Παράδεισό μου θα γνωρίσεις.

Α! Κάθε που τα χείλη σου ανοίγουν
Για να μου πουν μια λέξη τρυφερή,
Τότε βυθίζομαι σε τρέλα εκστατική
Κι ύστερα, χάνομαι χωρίς ελπίδα.»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Κ. Μαρξ «Ο κόσμος μου»)

Η βαρόνη Τζένη φον Βεστφάλεν, με ρίζες στην υψηλή αριστοκρατία και ο, τέσσερα χρόνια μικρότερός της, σχεδόν άνεργος νεαρός φοιτητής Καρλ Μαρξ, γνωρίζονταν από παιδιά. Η ιστορία τους όμως δεν ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι. Οι δυο τους υπέφεραν, εξορίστηκαν, δοκιμάστηκαν σκληρά από τη φτώχεια, τις στερήσεις και την περιπλάνηση, χωρίς ποτέ να χάσει η Τζένη το χιούμορ της και την εμπιστοσύνη της στον Καρλ Μαρξ, αλλά και στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Η αδιάλειπτη στήριξή της στο πλευρό του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του έργου του. Τα σημαντικότερα άρθρα και συγγράμματα του Μαρξ, όπως το «Κεφάλαιο», το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» κ.ά. πέρασαν από τα χέρια της, αφού είχε αναλάβει να καθαρογράφει και να δακτυλογραφεί τα δυσανάγνωστα χειρόγραφα του συζύγου της.

«[…] φανταζόμουν ότι είχες χάσει το δεξί σου χέρι και, Καρλ, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαψης και ευδαιμονίας γι’ αυτό. Βλέπεις, θησαυρέ μου, σκεφτόμουν ότι έτσι θα σου ήμουν πλέον απολύτως απαραίτητη, ότι θα με κρατούσες παντοτινά κοντά σου και θα με λάτρευες. Και τότε θα κατέγραφα εγώ για λογαριασμό σου όλες αυτές τις λατρεμένες, ουράνιες ιδέες σου και θα σου ήμουν πραγματικά χρήσιμη».

Πόσο αποδεκτή και αληθοφανής θα γινόταν άραγε μια τόσο ακραία εκδήλωση πίστης, ολοκληρωτικής αφοσίωσης και απέραντης τρυφερότητας, απευθυνόμενη στην αυστηρή βιβλική μορφή ενός θεωρητικού γίγαντα της επανάστασης όπως ο Καρλ Μαρξ; Θα μπορούσε ποτέ – δίχως αυτό να αποτελεί σκάνδαλο – να γίνει πιστευτό ότι ο εισηγητής της πιο επαναστατικής κοσμοθεωρίας στην ιστορία της ανθρωπότητας θα γινόταν αντικείμενο παρόμοιου ερωτικού παραληρήματος, αποδέκτης τέτοιας παράφορης λατρείας; Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Μαρξ ως ερωτικό αντικείμενο του πόθου; Κι όμως, η πραγματικότητα παραμένει πεισματικά πιο ευφάνταστη και πιο ανατρεπτική απ’ ό,τι συνήθως πιστεύουμε.

Μέσα στον κρότο μιας Ευρώπης που μετασχηματίζεται καθώς οι λαοί διεκδικούν καλύτερη ζωή με πολιτικά δικαιώματα, οι επιστολές της Τζένης προς «το μικρό της αγριογούρουνο» ζωντανεύουν την αγάπη της στον σύζυγό της και την πίστη της στην παγκόσμια επανάσταση.
Η Τζένη φον Βεστφάλεν Μαρξ, είναι γυναίκα ανήσυχη, επιστολογραφεί με πάθος, με πνεύμα λαμπρό και εύθυμο.

«Ήταν γιορτή να παίρνεις γράμμα από την Τζένη Μαρξ!» (Πολ Λαφάργκ)

Στις επιστολές ξετυλίγεται ο κοινός βίος τους με τις οικονομικές και οικογενειακές δυσκολίες (πεθαίνουν 4 παιδιά τους λόγω της ανέχειας) καθώς και ο χαρισματικός χαρακτήρας της Τζένης.
Πολύτεκνη απελαύνεται από το Παρίσι, συλλαμβάνεται στο Βέλγιο, αδυνατεί να θρέψει τα παιδιά της επειδή περιμένει το μισθό του άνδρα της από τα κείμενά του στη «New York Daily Tribune», εκτελεί χρέη γραμματέως, γράφει στους εκδότες του Μαρξ ή αναφέρεται στις χαρές και τις λύπες της οικογένειας.

Οι επιστολές έχουν παραλήπτη εκτός του άνδρα της και τον Φρίντριχ Ένγκελς, τον Γιόζεφ Βάιντεμαγερ (Πρώσο μαρξιστή δημοσιογράφο που συνεργάστηκε με τον Καρλ στη «Γερμανική Ιδεολογία»), την Μπέρτα Μάρκχαϊμ, τον Λούντβιχ Κούγκελμαν.

Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και η Τζένη – γραμματέας, συνέθεσαν το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και το “Κεφάλαιο”. Κυοφόρησαν μαζί δηλαδή, ως ομάδα, δύο σπουδαία έργα και γέννησαν τη Μαρξιστική ιδεολογία. Η Τζένη όμως παράλληλα γέννησε και εφτά παιδιά, χάνοντας τα τέσσερα, υπήρξε σπουδαία φίλη, στοργική μητέρα, καλή κόρη, ακάματη ακροατής και αιώνια σύζυγος. Έζησε απίστευτες δυσκολίες, κυρίως οικονομικές και προσωπικές, δίπλα στο Μαρξ, χωρίς να τον εγκαταλείψει ποτέ, ούτε αυτόν, ούτε την ιδεολογία που τόσο πίστευε.

Έξυπνη, όμορφη, αγέρωχη, στενά συνδεδεμένη με το έργο του συζύγου της, η Τζένη έζησε μαζί του μια αυθεντική ιστορία αγάπης και μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, ταραχώδη και σημαδεμένη από την εξορία και -βεβαίως- τη φτώχεια. Ένα όμορφο γυναικείο πορτρέτο που διαγράφεται πίσω από ένα επίφοβο αντρικό πρόσωπο.

Μετά το γάμο η βαρόνη θα ταλαιπωρηθεί αφάνταστα από την οικογενειακή μιζέρια αλλά ποτέ δε θα υποτιμήσει το σύζυγό της. Ο Μαρξ ξεκινά μία ζωή εξόριστου και κατατρεγμένου και τα πρώτα θύματα είναι τα μέλη της οικογένειας του. Η πρώτη κόρη, η Τζένη έχει γεννηθεί στη Γαλλία. Η Λόρα και ο Εντγκάρ στο Βέλγιο, ενώ στο Λονδίνο θα γεννηθεί ο Χάινριχ Γκουίντο.

Η αγαπημένη σύντροφος του Μαρξ, Τζένη, πέθανε το 1881 από καρκίνο στο συκώτι, κάτι που του στοίχισε ανεπανόρθωτα.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -