23.3 C
Athens
Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Τζένη Δριβάλα, το ασύγκριτο κύρος ενός μύθου

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Μια σειρά συμπτώσεων προοιωνίζονταν την κατοπινή λάμψη ενός μύθου, την αποκάλυψη μιας αξίας. Ετών 14, ακούει ένα δίσκο με δύο άριες του «Τροβατόρε» από τη Μαρία Κάλλας και αποφασίζει αμετάκλητα ότι είναι το είδος που της ταιριάζει. Στα πρώτα της βήματα ξεκινά με το βραβείο «Μαρία Κάλλας». Μέχρι να γίνει 10 ετών είχε παρακολουθήσει τις περισσότερες αρχαίες τραγωδίες, θαυμάζοντας την Παξινού, τον Μινωτή, τον Τζόγια. Οι σπουδαίοι αυτοί καλλιτέχνες μέλλεται να γίνουν οι δάσκαλοί της στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την πρώτη της όπερα live τη βλέπει στο Ηρώδειο: είναι ο «Φάουστ» με τον Τζων Μοδινό στο ρόλο του «Βαλεντίνου». Κάποια χρόνια αργότερα ο Μοδινός γίνεται ο κύριος δάσκαλός της αλλά και ο «μέντοράς» της στο χώρο της όπερας. Κερδίζει το Χρυσό Μετάλλιο στο Διεθνή Διαγωνισμό Όπερας στην Τουλούζη, στη Γαλλία. Τόσο νεαρή που την αποκαλούν «Βενιαμίν του διαγωνισμού». Οι κριτικές διθυραμβικές. Ένας κριτικός μάλιστα γράφει τότε ότι επιθυμεί να την ακούσει ξανά σε μερικά χρόνια, όταν θα είναι σε «πλήρη άνθηση». Δεν αργεί, λοιπόν,  να κάνει το ντεμπούτο της και στη Γαλλία με την «Αμίνα» στην «Υπνοβάτιδα» (Sonnambula) του Μπελίνι. Ρόλος που σύντομα τη φέρνει και στη Σκάλα του Μιλάνου, στη σκηνή όπου κάποτε θριάμβευσε η Κάλλας. Το κοινό την αποθεώνει και αυτή συνεχίζει. Διαπρέπει στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, Φλωρεντία, Βενετία, Ρώμη, Λονδίνο, Κρατική Όπερα Βιέννης, Βαρκελώνη, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Χιούστον αλλά και στην Αυστραλία και τη Νότιο Αφρική. Συμμετέχει σε μεγάλες παραστάσεις όπερας, συνεργάζεται με τα πιο καταξιωμένα ονόματα, κερδίζει βραβεία. Mια παρουσία έντονη και αληθινή, που ο θεατής αντιλαμβάνεται με τα μάτια του και τα αυτιά του. Ο τρόπος της Τζένης Δριβάλα είναι απίστευτα δυνατός αλλά και απλός, γαλήνιος. Μέσα σε αυτή τη γαλήνη η Τζένη τοποθετεί στο νου της τις ανάσες μιας άριας ή ενός κειμένου, το ρυθμό των σκηνών, την ποίηση των εσωτερικών διεργασιών, τη σύνθεση των εικόνων, την ποικιλότητα των καταστάσεων, τους χρωματισμούς της φωνής και τις αποχρώσεις των συναισθημάτων. Έτσι που ο θεατής παρακολουθώντας την αισθάνεται προνομιούχος. Yψίφωνος διακεκριμένη, η Τζένη Δριβάλα είναι μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό λυρικό θέατρο. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Μελέτησε πιάνο και κλασικό τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών και ολοκλήρωσε τις μουσικές σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης. Φέτος, η σοπράνο με την αξιοζήλευτη διεθνή σταδιοδρομία σκηνοθετεί Τσέχωφ. Με τον «Βυσσινόκηπό» του κάνει την πρώτη της κατάδυση στα βαθιά νερά του θεάτρου πρόζας. Κρατώντας δε, απόλυτα ταιριαστά, και το ρόλο της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα. Μια γυναίκα σαν αυτή, με πειθαρχία και νοοτροπία πρωταθλήτριας, που γνωρίζει να εμβαθύνει στις ηρωίδες της, έχει την αίσθηση του ωραίου, γνώση, τεχνική και στυλ, μας προκαλεί να αδημονούμε για την παράστασή της. Η αμεσότητα, η φλόγα, το πάθος, η ειλικρίνεια και το άρωμα λυρικού θεάτρου, που διαφαίνονται ήδη από τις πρόβες, μας πείθουν για έναν εντυπωσιακό «Βυσσινόκηπο», γεμάτο συγκινήσεις και γοητεία. Η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τις 26 Σεπτεμβρίου, σε ένα ιδανικό περιβάλλον (βίλα – χώρος τέχνης «Ιδιόμελο» στο Μαρούσι), που λειτουργεί ως φυσικό σκηνικό. Για την Τζένη Δριβάλα ο κύκλος δεν κλείνει, απλώς ολοένα και διευρύνεται. Γιατί πάντα αναμετριέται με τη δυσκολία, στην αρετή, στην τέχνη, στη μουσική, στο πνεύμα, μετατρέποντας σε κανόνα ζωής το εκλεπτυσμένο, το δημιουργικό, το θείο.

Διαβάστε τη συνέντευξη.

 

Η Τζένη Δριβάλα “Μαργαρίτα”, από παράσταση στο Ηρώδειο

* Κατάγομαι από τη Μεσσηνία, γεννήθηκα μάλιστα στην Καλαμάτα. Ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 3 χρονών. Οι αναμνήσεις μου από αυτήν είναι οι σεισμοί, η θάλασσα και οι… αντιδραστικές μου δράσεις σε νηπιακή ηλικία, τις οποίες θυμάμαι ξεκάθαρα. Όπως το ότι ξερίζωνα τα λουλούδια και τα ξαναφύτευα με τη ρίζα προς τα… πάνω και το άνθος μέσα τη γη, ή το ότι ένα πρωί αποφάσισα, ενώ δεν με επέβλεπε η μητέρα μου, να βγω στο δρόμο με δύο… διαφορετικά παπούτσια. Ένα άσπρο – ένα μαύρο. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να είναι ίδια! Πρόδρομος των «Κάμπερ»… Βέβαια τώρα, αν με ρωτάτε αν φοράω «Κάμπερ», ναι, αλλά μόνο με πολύ μικρές, διακριτικές ή συμμετρικές διαφορές μεταξύ τους.

Ποιες ήταν οι πρώτες σας καλλιτεχνικές επιρροές;

* Από την προσχολική μου ηλικία στην Αθήνα, καθώς και τα πρώτα σχολικά χρόνια, οι πιο έντονες αναμνήσεις μου έχουν να κάνουν με θεατρικές παραστάσεις, κυρίως αρχαίας τραγωδίας. Μέχρι να γίνω 10 χρόνων είχα παρακολουθήσει τις περισσότερες αρχαίες τραγωδίες. Ακόμη και τις σπάνιες: «Ρήσος», «Ίωνας» και άλλες.

Αγαπημένο σας παιχνίδι;

* Να σκηνοθετώ τα έργα αυτά με τα παιδιά της γειτονιάς, σε ένα άδειο οικόπεδο. Πάντα βέβαια έπαιζα τον κύριο ρόλο, ενώ οι άλλοι ήταν ο Χορός. Ο ρόλος που προτιμούσα ήταν ο… «Προμηθέας Δεσμώτης». Ο ίδιος ο Προμηθέας φυσικά.

Τα ινδάλματά σας;

* Παξινού, Μινωτής, Τζόγιας, Μανωλίδου. Αυτοί ήταν τα ινδάλματά μου. Φαντάζεστε το σοκ όταν τους είδα με σάρκα και οστά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού να με διδάσκουν… Υπήρχε μια μόνιμη διαφωνία μεταξύ των γονιών μου: η μητέρα μου επιθυμούσε να γίνω η καινούργια Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο πατέρας μου η καινούργια Κατίνα Παξινού. Εγώ; Μάλλον έκλεινα προς την Παξινού.

Όπερα παρακολουθούσατε; Προέρχεστε από μουσική οικογένεια;

Σκηνή από το “Βυσσινόκηπο”, στον κήπο του χώρου τέχνης “Ιδιόμελο”

* Στα 14, άκουσα ένα δίσκο με δύο άριες του «Τροβατόρε» από τη Μαρία Κάλλας και αποφάσισα ότι αυτό μου ταίριαζε καλύτερα. Μουσική υπήρχε στο σπίτι μας, ο πατέρας μου έπαιζε πιάνο και άρχισε αυτός να με διδάσκει πριν πάω στο ωδείο. Την πρώτη μου όπερα live την είδα στο Ηρώδειο: ήταν ο «Φάουστ» με τον Τζων Μοδινό στο ρόλο του «Βαλεντίνου». Από τα πράγματα που με είχαν εντυπωσιάσει πολύ, ήταν η σκηνή όπου ο Βαλεντίνος εξόρκιζε τον Μεφιστοφελή με τον σταυρό του σπαθιού του (αντιλαμβάνεστε ότι αυτό οπωσδήποτε επαναλήφθηκε μετά με την ομάδα μου στο οικόπεδο της γειτονιάς). Με εντυπωσίασε και το μπαλέτο -έκανα ήδη χορό-, και επίσης το ότι μια γυναίκα έπαιζε ανδρικό ρόλο: τον «Ζήμπελ». Από την καημένη τη «Μαργαρίτα» δεν θυμάμαι πολλά.

Τι άλλο θυμάστε από τις τότε παραστάσεις του Ηρωδείου;

* Επίσης θυμάμαι έναν «Ντον Τζιοβάνι» στο Ηρώδειο με τον Κώστα Πασχάλη, κι εμένα να λέω στον ξάδελφό μου, «να ξέρεις ότι κι εγώ θα τραγουδήσω στο Ηρώδειο». Φαντάζεστε βέβαια την απάντηση του ξαδέλφου μου…  Όταν το 1994 τραγούδησα τη «Μαργαρίτα» σε μια υπερπαραγωγή του «Φάουστ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ηρώδειο, ένιωσα ότι ένας κύκλος έκλεινε… Βέβαια η σχέση μου με το έργο συνεχίζεται: ετοιμάζομαι για μια θεατρική παραγωγή με τίτλο «Η Φωνή της Πεταλούδας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, όπου το θέμα είναι το κεντρικό ερώτημα του «Φάουστ» του Γκαίτε όσον αφορά το θείον, όπως το βιώνει μια σοπράνο που πρόκειται να τραγουδήσει την οπερατική εκδοχή της Μαργαρίτας. Ανεβαίνει στα μέσα Νοεμβρίου στη «Διέλευση».

Ποιοι ήταν οι σπουδαιότεροι δάσκαλοί σας και τι κρατήσατε στη σταδιοδρομία σας από αυτούς;

* Ο Τζων Μοδινός ήταν ο κύριος δάσκαλός μου αλλά και «μέντοράς» μου στο χώρο της όπερας. Θεωρώ επίσης πολύ σημαντικούς, δασκάλους μου από τη Δραματική του Εθνικού, όπως τον Νίκο Τζόγια και τον Στέλιο Βόκοβιτς (υποκριτική) και τον Αλέξη Διαμαντόπουλο (δραματολογία). Όσον αφορά τη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχα -για ένα μόνο δυστυχώς έτος- στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία έναν καθηγητή (προτιμώ να μην αναφέρω το όνομά του) που ήταν σπουδαίος. Δυστυχώς δεν τον ξανασυνάντησα.

Από άλλους καλλιτέχνες διδαχτήκατε;

* Ναι. Έμαθα και κατάλαβα πολλά και από άλλους σπουδαίους ανθρώπους με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ, μαέστρους και σκηνοθέτες. Ανάμεσά τους σημαντική θέση κατέχει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ας προσθέσω εδώ ότι το κινηματογραφικό «κύκνειο άσμα» του, ο «Βυσσινόκηπος», είναι για μένα υποδειγματικό ως προς την επιτυχημένη μεταφορά θεατρικού έργου στην οθόνη. Με έχει συγκινήσει και επηρεάσει αφάνταστα. Ίσως να θεωρηθεί αυθάδεια εκ μέρους μου, αλλά θα ήθελα να αφιερώσω τη δική μου ταπεινή παραγωγή του «Βυσσινόκηπου» στη μνήμη του…

Πότε κάνατε την πρώτη σας εμφάνιση στην όπερα;

* Εμφανίστηκα για πρώτη φορά επαγγελματικά σε σκηνή θεάτρου όπερας στη Βρέμη, ενώ φοιτούσα ακόμη στο Πανεπιστήμιο εκεί, λυρικό τραγούδι και πιάνο.

Σε ποιους ρόλους;

* Οι ρόλοι ήταν η «Μπαρμπαρίνα» στους «Γάμους του Φίγκαρο» και ο «Έρωτας» στον «Ορφέα στον Άδη». Θυμάμαι ότι για την Μπαρμπαρίνα ο μαέστρος μου είχε γράψει μια μικρή «καντέντσα» (δεξιοτεχνικό κομμάτι ένθετο, ανάλογα με τις «δεξιότητες» του τραγουδιστού) στην αριούλα που τραγουδάει -πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για αυτόν το ρόλο- και ένας κριτικός είχε γράψει ότι ήταν προτιμότερο να είχα τραγουδήσει εγώ την «Κοντέσα».  Ήταν βέβαια ήδη αφότου είχα κερδίσει το Χρυσό Μετάλλιο στο Διεθνή Διαγωνισμό Όπερας στην Τουλούζη, στη Γαλλία. Με ονόμασαν «ο Βενιαμίν του διαγωνισμού» λόγω του νεαρού της ηλικίας μου. Ένας κριτικός έγραψε τότε ότι θα επιθυμούσε να με ακούσει ξανά σε μερικά χρόνια, όταν θα ήμουν σε «πλήρη άνθηση». Όπερ και εγένετο, δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Πριν κλείσει 5ετία έκανα το ντεμπούτο μου στη Γαλλία, εκεί, στην Τουλούζη, τραγουδώντας την «Αμίνα» στην «Υπνοβάτιδα» (Sonnambula) του Μπελίνι. Ντεμπούτο και στο ρόλο αυτό που με έφερε έπειτα από μερικά χρόνια στη σκηνή της Σκάλας του Μιλάνου. Το ότι τότε έφυγα από αυτόν τον διαγωνισμό με ένα βραβείο στο χέρι, αποτέλεσε ένα γεγονός απολύτως καθοριστικό για την τελική και ολική στροφή μου στην όπερα. Η συμφωνία με τον εαυτό μου ήταν ότι αν κατάφερνα να φτάσω στους τελικούς θα συνέχιζα, αλλιώς θα το εγκατέλειπα. Και… bingo… το θέατρο πρόζας μπορούσε να περιμένει!

Είναι γεγονός ότι σκηνοθετείτε το «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ;

* Με τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ κάνω την πρώτη μου βουτιά στα «βαθέα ύδατα» του θεάτρου πρόζας. Έχω βέβαια ερμηνεύσει ήδη άλλους ρόλους θεατρικούς, όπως την «Κλυταιμνήστρα» στον «Αγαμέμνονα» (σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού), την «Ελένη» στον «Ορέστη» (σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη), τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου (σκηνοθεσία Ε. Καρακώστα), την «Όπερα Insenso» του Δημήτρη Δημητριάδη (σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού), την «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ (σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη) και, πέρυσι, τη Σοφόκλειο «Ηλέκτρα» στην παραγωγή «Ηλέκτρα – Μητροκτονία» (σκηνοθεσία Χρυσάνθης Κορνηλίου). Επίσης, πριν από δύο χρόνια, παρακολούθησα σεμινάρια του Περικλή Μουστάκη (συγκεκριμένα για τον «Βυσσινόκηπο» και τον «Άμλετ») .

Θέλετε να αναφερθούμε και στην προηγούμενη σκηνοθετική σας εμπειρία;

* Ευχαρίστως. Όσον αφορά τη σκηνοθετική εμπειρία, εδώ και 5 χρόνια παρουσιάζω παραγωγές όπερας, όπου αναλαμβάνω η ίδια τη σκηνοθεσία, συνήθως μαζί με έναν κύριο ρόλο («Τραβιάτα», «Αδελφή Αγγελική», «Μαντάμ Μπαττερφλάι», «Αντιγόνη» κ.λπ.).

Είναι η πρώτη φορά που θα σκηνοθετήσετε θεατρική παραγωγή. Ποια είναι η σκηνοθετική σας προσέγγιση;

* Ναι, τώρα είναι η πρώτη φορά που θα σκηνοθετήσω αμιγώς θεατρική παραγωγή, έχοντας επίσης και έναν από τους κεντρικούς ρόλους του έργου, τη Λιουμπόβ Αντρέγεβνα. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω ότι οι σκηνοθετικές μου αναζητήσεις προκύπτουν πάντα όταν ένας χώρος συγκεκριμένος (συνήθως όχι αποκλειστικά θεατρικός) κεντρίσει τη φαντασία μου και με εμπνεύσει σαν φυσικό σκηνικό σε συγκεκριμένο έργο. Έτσι και τώρα, η βίλα – χώρος τέχνης «Ιδιόμελο» στο Μαρούσι, ήταν ο λόγος που θέλησα να ασχοληθώ με τον «Βυσσινόκηπο». Βέβαια συνέβαλε και το ότι είναι το πιο αγαπημένο μου έργο, του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα.

Θέλετε να μας περιγράψετε το χώρο;

* Ο χώρος αυτός θα λειτουργήσει σαν φυσικό σκηνικό, μιας και περιέχει όλα όσα απαιτεί το έργο. Το «παιδικό δωμάτιο – σαλονάκι» για την α’ και δ’ πράξη, μια ωραία γωνιά του κήπου για τη β’ πράξη και την αίθουσα χορού για τη γ’ πράξη. Νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς θαυμάσια να κινηματογραφήσει τον «Βυσσινόκηπο» μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, χωρίς να αλλάξει τίποτε.

Τι σας έκανε να αποφασίσετε αυτή τη σκηνοθεσία;

* Ο λόγος που αποφάσισα να αναλάβω τη σκηνοθεσία, ήταν διότι την ιδέα την τόσο καθαρά διαμορφωμένη στο κεφάλι μου, θα ήταν μάλλον δύσκολο να την αναθέσω σε κάποιον άλλο. Αυτό εξάλλου με συμβούλεψε και η αγαπημένη μου φίλη, την οποία εκτιμώ απεριόριστα, θεωρώντας τη μία από τις μεγάλες κυρίες του θεάτρου, η Αγλαΐα Παππά. Έτσι ξεπέρασα τους δισταγμούς μου και τις αμφιβολίες μου (όχι όσον αφορά την οργάνωση, -σε αυτό έχω εμπειρία και μάλιστα σε παραγωγές σύνθετες και πολυπρόσωπες, όπως είναι οι όπερες) αλλά ως προς το αν θα μπορούσα να μεταβιβάσω καθαρά τις ιδέες μου στους ηθοποιούς και να τους καθοδηγήσω σωστά στην ερμηνεία που, μαζί, σε συνεργασία, αποφασίζουμε και χτίζουμε βήμα βήμα. Συγκέντρωσα λοιπόν μια ομάδα που πίστεψε σε αυτήν την προσπάθεια. Όλοι τους είναι πολύ ταιριαστοί, με κριτήρια σχεδόν κινηματογραφικά, θα έλεγα. Έκανα τη μετάφραση και διασκευή και ξεκινήσαμε, με τις ευλογίες των ιδιοκτητών του «Ιδιόμελου».

Ο Τσέχωφ και, κυρίως, ο «Βυσσινόκηπός» του έχουν επικαιρότητα;

* Πιστεύω ότι είναι μία ευτυχής συγκυρία και ένα «σημάδι από το σύμπαν» (όπως θα έλεγε ο Πάουλο Κουέλιο) το ότι φέτος -το 2014- συμπληρώνονται 110 χρόνια, τόσο από την πρώτη παρουσίαση του έργου, αλλά και από το θάνατο του Τσέχωφ. Το ίδιο το έργο είναι εξαιρετικά επίκαιρο: ένας κόσμος και άνθρωποι που αδυνατούν να προσαρμοστούν σε μια νέα εποχή που βαδίζει μπροστά ακάθεκτη και τους συντρίβει. Καθώς και τα επιμέρους θέματα, πλειστηριασμοί, δάνεια, χρέη, που τσουρουφλίζουν αυτή τη στιγμή την ελληνική κοινωνία. Έχοντας βιώσει τον προσωπικό μου «Βυσσινόκηπο», κι έχοντας πάρει αποφάσεις καθοριστικές για το μέλλον μου, καταλαβαίνω και συμμερίζομαι και τις δύο πλευρές. Όπως εξάλλου κάνει και ο Τσέχωφ. Και οι δύο έχουν πολλές δικαιολογίες και ελαφρυντικά, αλλά και πολλά τρωτά.

Είστε μια «ντίβα της όπερας». Θα προσθέσετε άρωμα λυρικού θεάτρου στην παράσταση;

* Εφόσον βέβαια μια «ντίβα της όπερας» ανεβάζει ένα θεατρικό έργο, υποθέτω ότι πολλοί θα περιμένουν «οπερατικό στοιχείο» μέσα στην παραγωγή. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει, αλλά δεν προέκυψε καθόλου από συνειδητή προσπάθεια, αλλά μόνο του, ως εξής: Πρώτον, κατά τη διάρκεια της χοροεσπερίδας – γιορτής που δίνεται στο σπίτι της Λιούμπα, οι καλεσμένοι θα απολαύσουν ένα μουσικό live show. Δεν θέλω να μαρτυρήσω περισσότερες λεπτομέρειες. Δεύτερον και πιο σημαντικό, η μουσική επένδυση του έργου θα είναι αποσπάσματα (στα ρωσικά φυσικά) από την όπερα του Ρίμσκι – Κόρσακοφ (σημαντικού Ρώσου συνθέτη, σύγχρονου του Τσέχωφ) «Ο χρυσός πετεινός». Τα ερμηνεύουν τέσσερις φωνές, τρεις γυναίκες και ένας άνδρας. Το φωνητικό μέρος με τις ιδιάζουσες και ενδιαφέρουσες μελωδίες του Ρίμσκι – Κόρσακοφ θα στηθεί πάνω στο ηχητικό χαλί που θα δημιουργήσει ο εξαίρετος συνθέτης και συνεργάτης μου Αλέξανδρος Χάχαλης. Ήδη είμαστε στο στούντιο για ηχογράφηση.

Ποιοι είναι οι συντελεστές;

* Οι συνεργάτες μου σε αυτό το εγχείρημα είναι: Μαρία Κοντογούρη (Άννια), Ερμίνα Γεράρδη (Βάρια), Ελένη Μονιώδη (Ντουνιάσα), Γιάννης Μπόγρης (Λοπάχιν), Ανδρέας Παπαγιαννάκης (Τροφίμωφ), Βασίλης Ασημάκης (Γκάγεφ), Αλέξανδρος Γάβαρης (Γιάσα) και ο Γαβριήλ Αντωνέλλος στο ρόλο του Φιρς. Τα κοστούμια θα επιμεληθώ εγώ με τη βοήθεια του αγαπημένου μου φίλου και σκηνοθέτη – σκηνογράφου Denis Krief, που θα βρίσκεται αυτόν τον καιρό στην Ελλάδα.

Πότε να περιμένουμε την παράσταση;

* Οι παραστάσεις θα ξεκινήσουν στο τέλος Σεπτεμβρίου (26/9). Θα παίζουμε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, συνολικά 12 παραστάσεις, ως τις 19 Οκτωβρίου. Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της παραγωγής θα παίζουμε αποκλειστικά με προαγορασμένα εισιτήρια, γιατί πρέπει να ξέρουμε πάντα τον ακριβή αριθμό θεατών.

Πού βρίσκεται αυτός ο ωραίος χώρος;

* Το «Ιδιόμελο» βρίσκεται στο Μαρούσι, Ελευθερίου Βενιζέλου 10 και Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τηλέφωνο: 210 6817042. Το εισιτήριο είναι 15 ευρώ και η έναρξη θα γίνει στις 20.00 (ακριβώς!).

Είναι δημοφιλές είδος η όπερα για τους Έλληνες;

* H όπερα ήταν εξαιρετικά λαϊκό είδος μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα και εξακολούθησε να είναι πολύ δημοφιλής και στις δεκαετίες ’60, ‘70, ’80. Ακόμη και στη δεκαετία ’90 είχε ένα αρκετά διευρυμένο κοινό, έστω και αν η συρρίκνωση ήταν ήδη σημαντική. Αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, η οποία σε ποσοστό κοινού είναι πολύ χαμηλότερα από άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά και την παγκόσμια αγορά.

Είναι ένα… ακριβό είδος τέχνης η όπερα;

* Ίσως η ύπαρξη άφθονου χρήματος να έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ότι η όπερα έγινε ένα πολύ «ακριβό» σπορ. Χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, απλά γιατί… λεφτά υπήρχαν. Τώρα που δεν υπάρχουν, αγωνίζεται να βρει τις ισορροπίες της, πράγμα πολύ δύσκολο, αφού τα θέατρα όπερας είναι προγραμματισμένα για μεγάλες, πολυπρόσωπες, ακριβές παραγωγές και εγκλωβισμένα σε αυτήν την ταυτότητά τους.

Σήμερα η όπερα δεν απευθύνεται μόνον σε μια πνευματική ελίτ όπως παλαιότερα, έχει διευρυνθεί το κοινό της. Πιστεύετε ότι το είδος αυτό προορίζεται για πιο εκπαιδευμένο κοινό;

* Το «ψάξιμο» που γίνεται στο σκηνοθετικό μέρος με δήθεν πρωτοποριακές σκηνοθεσίες, από σκηνοθέτες άξιους κατά τα άλλα, οι οποίοι όμως οδηγούνται σε λανθασμένους πειραματισμούς, αγνοώντας τον δεσμευτικό, υπερρεαλιστικό χαρακτήρα που προσδίδει σε αυτό το είδος θεάματος η μουσική, ελάχιστες φορές επιτυγχάνει, καταφέρνοντας να οδηγήσει ακόμη περισσότερο κόσμο μακριά από τις παραγωγές όπερας. Κόσμο ο οποίος ούτως ή άλλως βάλλεται με ρήσεις του τύπου «ελιτίστικο», «για εκπαιδευμένους», «μουσειακό» (λες και υπάρχει κάτι το προσβλητικό στον όρο αυτό -αναρωτιέμαι γιατί τότε υπάρχουν τα μουσεία!). Ή μήπως η μεσαία τάξη, στην οποία κυρίως απευθύνεται, στον 19ο και αρχές 20ου αιώνα ήταν τόσο πιο μορφωμένη και ευαίσθητη από τη σημερινή; Τι συνέβη και το «γούστο» του κοινού απομακρύνθηκε τόσο από αυτό το είδος. Ήταν τυχαίο ή καθοδηγούμενο; Κι αν ναι, από ποιους και γιατί; Να ένα θέμα για δοκίμιο… Πέρα από αυτά τα δυσκόλως απαντούμενα ερωτήματα, πώς η όπερα μπορεί να πλησιάσει το κοινό ξανά;

Ειδικότερα το νεανικό κοινό.

* Οι όπερες για παιδιά που παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή είναι σίγουρα ένας καλός και αξιέπαινος τρόπος. Όμως δεν είναι αρκετός, όταν όλα τα υπόλοιπα μουσικά ακούσματα που δέχονται τα παιδιά είναι τόσο μα τόσο μακριά από αυτά της όπερας και της κλασικής μουσικής και τα οδηγεί στο να διαμορφώσουν μια αισθητική που τα απομακρύνει από αυτήν.

Παρέχεται υψηλής ποιότητας μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα;

* Υπάρχουν πολλά ωδεία, αλλά δεν γνωρίζω πόσο σωστή δουλειά γίνεται, πέρα από την παθητική μάθηση, στο να «ανοίξουν την πόρτα» στους μαθητές τους στον πραγματικό κόσμο της μουσικής. Αυτής που βασίζεται στην κλασική αρμονία, δηλαδή στην κλίμακα του Πυθαγόρα, με τις τόσες ευεργετικές επιδράσεις, ακόμη και βιολογικές, στους ζωντανούς οργανισμούς. Γιατί αυτό δεν ενθαρρύνεται; Πού να ξέρω;

Να ανοιχτεί, λοιπόν, η όπερα στο ευρύ κοινό; Να κατέβει στο δρόμο;

* Πώς να κατέβει η όπερα στο δρόμο; Με το να γυρίζει ένα λεωφορείο και μερικοί τραγουδιστές να ξελαρυγγίζονται για να ακουστούν πάνω από τον θόρυβο της πόλης; Νομίζω ότι τους δίνεται τόση σημασία όση και στους ζογκλέρ που μας διασκεδάζουν στα φανάρια. Τι μπορεί να γίνει; Δεν λέγεται με δύο λόγια σε μια συνέντευξη. Αν υπήρχε πραγματικό ενδιαφέρον ας με καλούσε το Υπουργείο Πολιτισμού να τους το αναλύσω!

Υπάρχουν δυνατότητες να πραγματοποιηθεί μια ελληνική παραγωγή όπερας με ελληνικό θέμα, η οποία να μπορεί να απευθυνθεί στο διεθνές κοινό;

* Υπάρχουν αρκετές όπερες Ελλήνων συνθετών, του 19ου και 20ου αιώνα και με ελληνικά θέματα, καθόλου κατώτερες από αντίστοιχα έργα Γάλλων ή Ιταλών.  Όμως δεν ενδιαφέρουν τους ιθύνοντες στο διεθνή κόσμο της όπερας, όπως και εμάς ελάχιστα μας ενδιαφέρει μια αμερικάνικη όπερα, ή μια εγγλέζικη, κι ας υπάρχουν αξιόλογες. Όπως η αρχαία τραγωδία είναι ελληνική αποκλειστικότητα, έτσι και η όπερα θεωρείται ιταλική και γαλλική, ε… και γερμανική. Εξάλλου παίζονται κατά κανόνα αυτά τα μεγάλα κλασικά έργα σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Όχι γιατί ο χρόνος για την όπερα σταμάτησε εκεί, αλλά γιατί αξίζουν σίγουρα να τα δει και να τα ξαναδεί κανείς. Όπως μας συγκινεί η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι ή ο Δαβίδ του Μικελάντζελο, όσες φορές κι αν τα δούμε.

Σε ό, τι αφορά τη σχέση του θεάτρου πρόζας και της όπερας, τι έχετε να πείτε;

* Νομίζω ότι και οι δύο τομείς, και το θέατρο πρόζας και η όπερα, έχουν να διδαχθούν το ένα από το άλλο. Το θέατρο δεν πρέπει να φοβάται να αντιμετωπίσει τις έντονες συγκινησιακές συγκρούσεις με ειλικρίνεια και πάθος, όπως τις αντιμετωπίζει η όπερα –υποχρεωτικά, λόγω της μουσικής που εκφράζεται έτσι.

Πώς βλέπετε τις τάσεις σήμερα στο θέατρο;

* Η τάση στο σύγχρονο θέατρο, ειδικά για τα κλασικά έργα, είναι μια αποστασιοποιημένη και εγκεφαλική, διανοουμενίστικη μεταχείριση από τη μια μεριά, που αφήνει το θεατή αμέτοχο στο «πάθος» δρώντων και δρώμενων. Από την άλλη, μια προσπάθεια εντυπωσιασμού μέσα από έναν κυκεώνα σχετικών ή ασχέτων εντυπώσεων, χρησιμοποιώντας το κείμενο μόνο σαν αφορμή για να οδηγήσει όπου ο σκηνοθέτης ή ο παραγωγός θέλει, χωρίς αυτός ο στόχος να εμπεριέχεται κατ’ ανάγκη μέσα στις -σίγουρα- πολλές και διαφορετικές προθέσεις του καημένου του συγγραφέα.

Ενώ στην όπερα δεν συμβαίνει αυτό;

* Στην όπερα, αυτό λόγω της μουσικής πάντα, που προσδιορίζει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο το ερμηνευτικό υπόβαθρο του δράματος και των χαρακτήρων, αφήνοντας μικρά περιθώρια αλλαγών, αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την ίδια ευκολία. Το πολύ πολύ να το ντύσουν με σύγχρονα κοστούμια, να προσπαθήσουν να υπονοήσουν ανάλογες σύγχρονες καταστάσεις. Πράγμα που κάποιες, λίγες φορές, λειτουργεί, αλλά συνήθως καταλήγει σε… παρωδίες.

Εν τούτοις τι μπορεί να διδαχτεί η όπερα από το θέατρο;

* Η όπερα πρέπει να μάθει να λειτουργεί σαν το θέατρο πρόζας σε ό, τι αφορά το χειρισμό της δράσης και των χαρακτήρων. Φτάνει πια με παραγωγές όπου οι τραγουδιστές στέκονται στη σκηνή ντυμένοι με ένα κοστούμι και «λένε» τον ρόλο τους, ενώ γύρω τους χορευτές και κομπάρσοι αναλαμβάνουν να σχηματοποιήσουν την πραγματική δράση. Επίσης η όπερα θα πρέπει να λειτουργήσει και σε συμπτυγμένη μορφή, δηλαδή μικρότερες παραγωγές, όπως είναι γενικά οι θεατρικές, επικεντρώνοντας σε αυτά τα σημεία που προανέφερα.

Έχετε ήδη πείρα και από τις δικές σας παραγωγές.

* Προσωπικά αυτό έχω επιδιώξει στις δικές μου παραγωγές από το 2008, και είδα ότι λειτουργεί καλά. Το πρόσεξε η Λυρική Σκηνή και «έκλεψε» την ιδέα, δημιουργώντας την Όπερα Βαλίτσα, η οποία γνωρίζει μια σχετική επιτυχία – χωρίς βέβαια να αγνοούμε πόσο έχει συμβάλει στην επιτυχία αυτή η δωρεάν είσοδος… Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει μια οπερατική παραγωγή να κάνει περισσότερες παραστάσεις από πέντε ή έξι. Αντίστοιχα οι θεατρικές παραγωγές δεν νομίζω ότι μπορούν πια να λειτουργήσουν για μια ολόκληρη σεζόν. Φτάνει πια με αυτό το «παίζουμε άδειοι για τέσσερις μήνες και ελπίζουμε ότι τον πέμπτο θα έχει ακουστεί και θα έρθουν όλοι σωρηδόν». Και κάτι άλλο: ας καταλάβει πια στη χώρα μας και το θεατρικό κοινό αλλά και οι ίδιες οι θεατρικές επιχειρήσεις ότι πρέπει οι παραστάσεις να αρχίζουν στην ώρα τους, όπως στην όπερα και όχι με… τρία τέταρτα καθυστέρηση!

Το λυρικό τραγούδι θέλει περισσότερη σκληρή δουλειά και αυταπάρνηση από κάποιο άλλο είδος θεάτρου;

* Το λυρικό τραγούδι είναι μια εξειδίκευση ανάλογη με τον πρωταθλητισμό. Χρειάζεται ίδιες αντοχές, αντιμετώπιση και νοοτροπία.

Πώς καταλαβαίνει ο θεατής την αξία ενός έργου τέχνης;

* Εγώ έχω ένα κριτήριο για τα έργα τέχνης. Αν μου προκαλούν συγκίνηση και θέλω να τα δω ή ξανακούσω πάλι και πάλι. Βέβαια και το αποκρουστικό ή αηδιαστικό πολλές φορές μαγνητίζει την προσοχή μας και μας αναγκάζει να το ξανακοιτάξουμε, για λόγους όμως διαφορετικούς από την αισθητική συγκίνηση που προκαλούν τα έργα τέχνης. Αυτό χρειάζεται ψυχολόγο για να το ερμηνεύσει. Το σίγουρο είναι ότι χρησιμοποιήθηκε αυτή η «αδυναμία» ή «ιδιότητα» του ανθρώπου ώστε να διοχετευθεί το αποκρουστικό, αηδιαστικό, φρικιαστικό στην τέχνη και να θεωρείται πια τέχνη και αυτό.

Το θέατρο και η τέχνη γενικότερα είναι άθλημα ομαδικό; Τι μπορεί να δέσει μια ομάδα και τι μπορεί, αντίθετα, να τη διαλύσει;

* Πράγματι το τελικό αποτέλεσμα μιας παράστασης προκύπτει από την καλή συνεργασία της ομάδας. Πρέπει να διαπνέονται όλοι από τη ίδια ιδέα και να συνεργάζονται, προσπαθώντας να αναδείξουν ο ένας τον άλλο, χωρίς προσωπικούς εγωισμούς, ακριβώς όπως και στο ποδόσφαιρο.

Τι αποτελεί πρόκληση;

* Όλα αποτελούν μια πρόκληση για μένα. Από το να ανεβάσω τον «Άμλετ» μέχρι το να φτιάξω στο κτήμα μου στη Μεσσηνία όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου.

Τι σας φοβίζει;

* Σε σχέση με το χώρο της τέχνης στον οποίο κινούμαι, δύο πράγματα με φοβίζουν : Πρώτον, να καταλήξει η όπερα να υπάρχει σε χώρες σαν την Ελλάδα μόνο μέσω γιγαντοοθόνης από κάποια λίγα εναπομείναντα μεγάλα διεθνή θέατρα. Και μη μου αναφέρετε την καινούργια Λυρική στην Καλλιθέα, είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουμε αν και πώς θα λειτουργήσει, και με τι χρήματα. Δεύτερον, να περάσει και το θέατρο πρόζας αποκλειστικά στα χέρια ιδρυμάτων, όπως σχεδόν έχει ήδη γίνει με την όπερα.

Η καθημερινότητά μας έχει πολιτισμό;

* Η καθημερινότητά μας δεν έχει πολιτισμό. Αντί να καλυτερεύει, χειροτερεύει συνέχεια. Ο πολιτισμός βέβαια είναι μια ευρύτερη έννοια. Αν εννοούμε την τεχνολογία τότε η εποχή μας είναι τερατωδώς υπερπολιτισμένη, αλλά όσο φουσκώνει αυτή η πλευρά τόσο ξεφουσκώνει αυτή που αφορά τον πραγματικό πολιτισμό.

Ο Έλληνας έχει πολιτισμό;

* Αυτόν του «πας μη Έλλην, βάρβαρος», όπου «Έλλην» σημαίνει αυτόν που ενδιαφέρεται μόνο για τα πνευματικά αγαθά και «βάρβαρος» αυτόν που νοιάζεται μόνο για τα υλικά. Γίναμε, οι περισσότεροι (ευελπιστώ όχι όλοι) βάρβαροι. Καημένε Καβάφη…

Ποια είναι η αγαπημένη ασχολία του ελεύθερου χρόνου σας;

* Αυτή τη στιγμή… οι γεωργικές εργασίες!

Με τι θυμώνετε;

* Με θυμώνουν πολλά πράγματα. Από πού ν’ αρχίσω. Αλλά πάντα συγχωρώ. Και αναγνωρίζω ελαφρυντικά ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν. Εξάλλου το δηλώνει και το όνομά μου. «Ιωάννα» στα εβραϊκά σημαίνει «αυτή που συγχωρεί».

Ποια είναι η σχέση σας με τα ζώα;

* Σχεδόν πάντα υπήρχε ένας σκύλος στη ζωή μου, κάποιες φορές και δύο. Ο Βίλλυ, η Μπιάνκα, η Άστα, η Σέρα, ο Σαμπάσκα, ο Μάκης, ο Μιτσούκο ή Μήτσος, ο Λάο ή Λαλάκης και τώρα ο Μπούλης. Το πιο όμορφο γαλλικό μπουλντόγκ στον κόσμο. Στο πέρασμά του ξεσηκώνει θύελλα θαυμασμού, μόνο αυτόγραφα δεν μας έχουν ζητήσει ακόμη! Όλοι αξιομνημόνευτοι και αξιαγάπητοι και τόσο μα τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους.

Θα δεχόσασταν και μια γάτα στο σπίτι;

* Αν οι σκύλοι μου το δέχονταν, θα επιθυμούσα να έχω και μία γάτα. Αλλά όλοι ανεξαιρέτως, τις κυνηγούν ανηλεώς και φοβάμαι τη διαδικασία του να τους εκπαιδεύσω να τις δέχονται. Εξάλλου όλους τους απέκτησα όχι προγραμματισμένα, αλλά από τυχαίο, κεραυνοβόλο έρωτα. Κανείς τους δεν με απογοήτευσε, ήταν όλοι εξαιρετικοί σύντροφοι.

* Η Τζένη Δριβάλα γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Μελέτησε πιάνο και τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών αλλά το δίπλωμά της το πήρε από το Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών της Βρέμης – Γερμανία (με καθηγητή τον Τζων Μοδινό).
Επίσης αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε το ντεμπούτο της στην Εθνική Λυρική Σκηνή στη «Λουτσία ντι Λάμερμουρ» (σκηνοθεσία Μιχάλη Πολατώφ) και στην Ιταλία, στο Τεάτρο Πετρουτσέλι του Μπάρι, με τον Χοζέ Καρέρας στο ρόλο του Εντγκάρντο. Ο επόμενος ρόλος της ήταν η «Τραβιάτα» στην ΕΛΣ (σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).
* Βραβεία:
Διεθνής Διαγωνισμός Τραγουδιού στην Τουλούζη (Γαλλία):
Χρυσό μετάλλιο της πόλεως
Διεθνής Διαγωνισμός Τραγουδιού «Βιντσένζο Μπελίνι» στην Κατάνια (Ιταλία):
1ο βραβείο και ειδικό βραβείο «Μαρία Κάλλας»για την ερμηνεία του Μπελκάντο.
Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας του Φεστιβάλ Σπολέτο (Ιταλία) για την ερμηνεία του ρόλου της «Αντιγόνης» στη ομώνυμη όπερα του Τομμ. Τραέττα.
Τραγούδησε σε πολλά θέατρα της Ευρώπης (Μιλάνο – Λα Σκάλα, Φλωρεντία, Βενετία, Ρώμη, Λονδίνο, Κρατική Όπερα Βιέννης, Βαρκελώνη, Παρίσι) της Αμερικής (Νέα Υόρκη, Χιούστον κ.α), της Αυστραλίας και της Νοτίου Αφρικής, τους μεγάλους ρόλους του λυρικού ρεπερτορίου: Τραβιάτα, Λουτσία, Νόρμα, Υπνοβάτις, Άννα Μπολένα, Πουριτανοί, Παραμύθια του Χόφμαν, Μποέμ, Ριγκολέτο, Ντον Τζοβάνι, Θαΐς και άλλους.
Έχει μόνιμη συνεργασία με την ΕΛΣ. Έχει συμμετάσχει σε πολλές παραγωγές του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (παγκόσμιες πρεμιέρες της όπερας «Επιστροφή της Ελένης» (1993) και «Αντιγόνη» (1999) των Θάνου Μικρούτσικου και Μίκη Θεοδωράκη -αντίστοιχα-, στους επώνυμους ρόλους), Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και του Φεστιβάλ Αθηνών (Φάουστ, Ερωτόκριτος κ.α.).
* Εμφανίσεις θεάτρου πρόζας:
Έχει εμφανιστεί σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και σε παραστάσεις έργων του κλασικού ρεπερτορίου, όπως:
Κλυταιμνήστρα στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου (Θησείον – Σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού),   Ελένη στον «Ορέστη» του Ευριπίδη (ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας – Ηρώδειο – Σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη), «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου (ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου – σκηνοθεσία Νικολαΐδη – Καρακώστα), «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ («Άσκηση» – σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη), «Όπερα Insenso» του Δημήτρη Δημητριάδη (Φεστιβάλ Αθηνών – σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού), «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή («Διέλευσις» – σκηνοθεσία Χρυσάνθης Κορνηλίου).
Από το 2008 παρουσιάζει παραγωγές σε δική της σκηνοθεσία, όπως:
«Αδελφή Αγγελική» (2008) – θέατρο «Άλεκτον» και Φεστιβάλ Πεντέλης, «Τραβιάτα» (2009) στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας, «Παλιάτσοι» (2009) θέατρο «Άλεκτον», «Μαντάμ Μπατερφλάι» (Φεβρουάριος – Μάρτιος 2010) – Πολυχώρος EDO (Αθήνα), «Αντιγόνη» του Τομμάζο Τραέττα στο Αμφιθέατρο του Κάστρου Καλαμάτας (Σεπτέμβριος 2010) και άλλες παραστάσεις.
* Οι ηχογραφήσεις της περιλαμβάνουν:
«Songs I love» (SOMM Records – London 1995)
Mozart: «Mitridate re di Ponto» (MONDOMUSICA – Venice 1999)
«STAVROSIS» (Athens 1996)
«Christmas 2000» (Athens 2000)
M. Theodorakis: «Antigone» (FM Records – Athens 2002)
«Aria» (Athens 2006)
* Έχει συμμετάσχει στις ταινίες του Βέρνερ Σρέτερ «Μalina» (με την Ιζαμπέλ Υπέρ) και «Poussieres d’amour». Έχει ερμηνεύσει για την Αυστριακή Τηλεόραση (ORF) τον επώνυμο ρόλο στην όπερα του Γκλουκ «Αρμίδα», η οποία συμμετείχε τον Ιανουάριο 2011 στο «Φεστιβάλ Γκλουκ» στο Παρίσι (Λούβρο).

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -