Πάνω: Πιέρ Μπονάρ, Το καρό τραπεζομάντιλο, 1910
Τι μπορεί να κάνει η δημιουργική φαντασία μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού σε επίπεδο συγγραφής; Πολλά και… «Με λίγα λόγια».
Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου, που περιλαμβάνει πέντε κείμενα από ισάριθμες ομάδες μαθητών και μαθητριών της τελευταίας τάξης του Δημοτικού των εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός». Οι ιστορίες είναι εμπνευσμένες από πέντε πίνακες ζωγραφικής. Του Πάμπλο Πικάσο, του Πάουλ Κλέε, του Πιερ Μπονάρ, του Βασίλι Καντίνσκι και του Βαν Γκογκ. Οι δάσκαλοι έδωσαν σε κάθε ομάδα από ένα έργο ζωγραφικής και τα παιδιά παρατηρώντας το άφησαν τη φαντασία τους να δουλέψει. Συνεργάστηκαν στη συνέχεια μεταξύ τους και με το ομαδικό πνεύμα δημιούργησαν πέντε θαυμάσιες ιστορίες.
Απολαύστε μία από αυτές:
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
(με αφορμή πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ)
Μία ηλιόλουστη μέρα, καθόμουν στον κήπο και ζωγράφιζα την πανέμορφη γυναίκα μου, Μάρθα. Εγώ, ο Πιερ, ζω σε μια μικρή φάρμα στις Κάνες στη Νότια Γαλλία μαζί με τη Μάρθα, την αξιαγάπητη κόρη μου Μιρέιγ που είναι 15 χρονών και το σκύλο μας Φλομπ.
΄Οπως κάθε απόγευμα περπατώ με τη Μιρέιγ συζητώντας. Βρισκόμαστε στο κέντρο του χωριού για να αγοράσουμε τρόφιμα. Αχ, πόσο θα ήθελα λίγες φράουλες…
-Μπαμπά, τι θα έλεγες να αγοράζαμε φράουλες; μου είπε η Μιρέιγ.
-Αυτό σκεφτόμουν μόλις τώρα.
-Να τις φάμε το βράδυ μαζί με τη μαμά. Να πάρουμε και κάτι για τον Φλομπ.
-Καλή ιδέα.
-Κοίτα αυτό το ωραίο κόκκικο λουρί στη βιτρίνα. Είναι ό, τι πρέπει για τον Φλομπ.
Γυρίσαμε στο σπίτι. Παρατηρούσα τη Μιρέιγ να ανεβαίνει τις σκάλες, για μια στιγμή μου θύμισε τον εαυτό μου όταν ήμουν μικρός. Η Μιρέιγ ήταν όπως πάντα όμορφη με τα κατάξανθα μαλλιά της, λεπτή, ψηλή και με πανέμορφα μελένια μάτια. Αυτό που με εντυπωσιάζει στη Μιρέιγ είναι η γενναιοδωρία της και η αγάπη της για τους συνανθρώπους της. Αυτό ήταν κάτι που εγώ δεν είχα όταν ήμουν μικρός.
Αργότερα, στην ώρα του μεσημεριανού, καθίσαμε στο τραπέζι. Η Μιρέιγ κάθεται πάντα στην ίδια θέση.
-Μπαμπά, δεν μου έχεις αναφέρει ποτε πώς απέκτησες τον Φλομπ.
-Ααα. Είναι μεγάλη ιστορία… ΄Ηταν βράδυ κι έβρεχε, λίγο σπάνιο για τον τόπο μας, βρήκα τον Φλομπ μούσκεμα βρεγμένο και μάλλον χτυπημένο σοβαρά. Τον πήρα σπίτι μου και η Μάρθα τον φρόντισε. Αποφασίσαμε να τον ονομάσουμε Φλομπ.
-Ενδιαφέρουσα ιστορία, αν και ήταν λίγο λυπητερή.
Αυτές οι αναμνήσεις από εκείνη την εποχή μου προκάλεσαν λύπη. Κι άλλα πολλά άσχημα συνέβαιναν τότε.
-Ελα μη στενοχωριέσαι, πέρασαν αυτά.
-Δίκιο έχεις, δεν είναι ώρα για στενοχώριες, όταν έχω ένα τόσο αξιαγάπητο κορίτσι δίπλα μου.
Κοιτούσα το τοπίο γύρω μου και ήταν υπέροχο. Καθώς κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα, μου θύμισε τα κατάξανθα μαλλιά της Μιρέιγ. Μετά από λίγα λεπτά αποκοιμήθηκα.
Το επόμενο πρωί με ξύπνησε το γλείψιμο του Φλομπ, ο οποόος ήθελε με πολλή λαχτάρα να πάμε βόλτα. ΄Οταν το είπα στη Μιρέιγ ενθουσιάστηκε. Το ίδιο και η Μάρθα.
Καθώς περπατούσαμε ο κόσμος μας κοίταζε περίεργα και μας απέφευγε. Σε μια στιγμή ο Φλομπ είδε μπροστά του μια μαύρη γάτα, που ήταν η αδυναμία του. Αρχισε αμέσως να την κυνηγάει με μανία. Ξάφνου, μια άμαξα φάνηκε στο δρόμο κι ο Φλομπ άρχισε να τρέχει τρομαγμένος. ΄Ολοι κατευθύνθηκαν προς το μέρος του για να τον σώσουν. Η Μιρέιγ έδρασε αμέσως. Ο Φλομπ σώθηκε. Τον είχε αρπάξει από το καινούργιο του λουρί που πριν προλάβει να το χαρεί είχε σκιστεί σε χίλια κομμάτια.
Γυρίσαμε στο σπίτι ανακουφισμένοι μετά από αυτό το απροσδόκητο πρωινό.΄Υστερα από το μεσημεριανό ύπνο, είχα ανάγκη να πάω στο εργαστήριό μου και να ζωγραφίσω. ΄Ηθελα μαζί μου και τη Μιρέιγ αλλά δεν την έβρισκα πουθενά. ΄Ημουν πολύ λυπημένος κι εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει. ΄Ηταν καλοκαίρι, αυτό με παραξένεψε αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Μόλις όμως έφτασα στο εργαστήρι, εκείνη ήταν μέσα και ζωγράφιζε. Τότε ο ήλιος βγήκε στον ουρανό και σταμάτησε να βρέχει. Η ζωγραφιά της ήταν υπέροχη. Είχε ζωγραφίσει εμένα, το Φλομπ, τη Μάρθα κι εκείνη.
-Μα τι ωραία που είναι η ζωγραφιά σου, είπα.
-Ευχαριστώ, προσπαθώ να πατήσω στο χνάρια σου, μπαμπά μου. ΄Ομως έχω μια απορία. Καθώς παρατηρούσα τους πίνακές σου, είδα κάτι περιέργο. Σε όλους, υπάρχει κάτι μαύρο το οποίο ξεχωρίζει από μέτρα μακριά.
Πάντα αναρωτιόμουν για αυτό. Ποτέ όμως δεν βρήκα απάντηση.
-Δεν ξέρω, της είπα κάπως ψυχρά για τα δεδομένα μου.
-Τελοσπάντων, νυστάζω, πάω να κοιμηθώ.
΄Ηταν ακόμα οχτώ η ώρα κι αποφάσισα να επισκεφτώ το φίλο μου Εδουάρδο για μια παρτίδα σκάκι.
΄Εφτασα στο σπίτι του. Χτύπησα την πόρτα του και μου άνοιξε η γυναίκα του Λίζα. Ο Εδουάρδος αγαπούσε την τέχνη και ζωγράφιζε όπως εγώ. Το σπιτι του ήταν αγγλικού στυλ. ΄Ηταν διακοσμημένο με βαριά έπιπλα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ. Τους τοίχους κοσμούσαν πίνακες με διαφορετικά θέματα ο καθένας. Τότε παρατήρησα πως ένας πίνακας είχε κι αυτός κάτι μαύρο πάνω του αλλά μετά θυμήθηκα ότι του τον είχα ζωγραφίσει εγώ.
-Γεια σου Πιερ, μου είπε εύθυμα, είσαι έτοιμος να σε νικήσω ξανά στο σκάκι;
-Πανέτοιμος, αν και νομίζω πως θα συμβεί το αντίθετο.
Πήγαμε λοιπόν στο γραφείο του, στήσαμε το σκάκι και ξεκινήσαμε. Καθώς παίζαμε, μιλούσαμε.
-Εμ, Εδουάρδο, μπορώ να σου εκμυστηρευτώ κάτι.
-Φυσικά, ό, τι θέλεις.
-Να, ανησυχώ για τη Μιρέιγ. Ποτέ δε δέχτηκε να πάει στο σχολείο, φοράει πάντα τα ίδια ρούχα. Κάθεται πάντα στην ίδια θέση στο τραπέζι και πολλές φορές είναι σαν να μπαίνει στο μυαλό μου. Τι να κάνω, συμβούλεψέ με εσύ που έχεις δύο παιδιά.
-΄Ασε την να κρίνει μόνη της. Ούτως ή άλλως είναι μεγάλη πια.
-Μάλλον έχεις δίκιο.
Συνεχίσαμε να παίζουμε και κατά τις δέκα και μισή γύρισα σπίτι. Εκεί βρήκα τη Μιρέιγ και τη Μάρθα καθισμένες στον καναπέ. ΄Ηταν κι ο Φλομπ κι άκουγαν μουσική. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου κομμάτι του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Κάθισα κι εγώ μαζί τους και τους είπα πώς πέρασα με τον Εδουάρδο. Τότε η Μιρέιγ μου είπε:
-Μπαμπά, άνοιξε ένα καινούργιο μουσείο στην πόλη. Είναι ένα μουσείο που φιλοξενεί πίνακες αναγεννησιακών ζωγράφων…
-…Και επειδή ξέρουμε πως σου αρέσουν αυτά, αγοράσαμε τρία εισιτήρια, συμπλήρωσε η Μάρθα.
-Σας ευχαριστώ πολύ. Τους είπα γεμάτος ευτυχία και τις έσφιξα στην αγκαλιά μου.
Την επόμενη ημέρα ξύπνησα ανυπομονώντας. Ντυθήκαμε και πήγαμε να πάρουμε πρωινό. Η Μιρέιγ φορούσε και πάλι τα ίδια ρούχα.
Βγήκαμε απο το σπίτι και μας περίμενε μια άμαξα. Μόλις φτάσαμε στο μουσείο, μας περίμενε ένας ξεναγός που κρατούσε στα χέρια του τα εισιτήρία μας. Τα εκθέματα με εντυπωσίασαν.
Και οι τρεις γυρίσαμε στο σπίτι ενθουσιασμένοι αλλά και κουρασμένοι.
-Μπαμπά νιώθω πολύ ανήσυχη για σένα, αλλά τέλος πάντων πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα μπαμπάκα.
-Καληνύχτα Μιρέιγ, σε αγαπώ πολύ…
ΜΕΡΟΣ 2ο
Το σπίτι βυθίστηκε στο πένθος. Δεν αντέχω άλλη δυστυχία. Τώρα που έχασα τον Πιερ η μόνη συντροφιά που έχω είναι ο Φλομπ, παρόλο που χτυπήθηκε τότε από την άμαξα.
Ακόμα ακούω τις τελευταίες λέξεις του συζύγου μου. “Πού είναι η Μιρέιγ”. Μα ποια να ήταν άραγε αυτή η Μιρέιγ.
΄Εφυγε γαλήνια μεσα στη φρίκη του πολέμου. Καμιά δυστυχία δεν τον άγγιξε. Ούτε όταν τραυματίστηκε ο Φλομπ, που του είχε αδυναμία, έδειξε να λυπάται.Λες και κάποιος τον εμπόδιζε να δει την άσχημη πραγματικότητα.
Αποφάσισα να πάω στο εργαστήρι του Πιερ. Στο δωμάτιο αυτό περνούσε τον περισσότερο χρόνο του όσο ζούσε κι όμως εγώ δεν μπήκα ποτέ εκεί μέσα. Κατέβηκα τις σκάλες. ‘Οταν έφτασα στο εργαστήρι του, είδα πολλούς ολοκαίνουργιους πίνακες που απεικόνιζαν τον Πιερ, εμένα αλλά και ένα άγνωστο κορίτσι να κάθεται σε ένα τραπέζι. Κάτω αριστερά έγραφε με τα καλλιγραφικά γράμματα του Πιερ “Στην αγαπημένη μου κόρη Μιρέιγ”.
Τώρα κατάλαβα ποια ήταν η Μιρέιγ. ΄Ηταν η φανταστική κόρη που πάντα ήθελε. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου ζαλισμένη.
Επιτέλους μαθαίνω το λόγο που ο Πιερ τόσο καιρό κοιτούσε μια άδεια καρέκλα και περπατούσε στον κήπο μιλώντας και γελώντας μόνος του.
΄Ολα αυτά τα χρόνια ζούσε τον πόλεμο, την πείνα, τη δυστυχία και τους θανάτους, όμως εκείνος βίωνε μια δική του πραγματικότητα. Για αυτό πάντα έβαζε κάτι μαύρο στους πίνακές του. ΄Ηταν η μαύρη πραγματικότητα που απέφευγε να ζήσει.
Δεν μπορώ να θυμάμαι τις μέρες που υπήρχε πόλεμος. Να βλέπω ανθρώπους να πεθαίνουν στο δρόμο, παιδιά να έχουν να φάνε μήνες, οικογένειες που τόσο καιρό είχαν οικονομική άνεση τώρα να αναγκάζονται να τρώνε σκύλους και γάτες για να ζήσουν. Στη θύμηση αυτών των γεγονότων ξέσπασα σε κλάματα και λυγμούς.
Πήγα να ξαπλώσω στην κάμαρά μου. Λίγα λεπτά αργότερα με πήρε ο ύπνος.
“Μάρθα, Μάρθα να προσέχεις τη Μιρέιγ”. Πετάχτηκα ιδρωμένη. Σηκώθηκα, κατέβηκα τις σκάλες κουτρουβαλώντας κι έτρεξα αμέσως στο νεκροταφείο. Στάθηκα μπροστα απ’ τον τάφο του. Ο τάφος έγραφε “Πιερ Μπονάρ, 1867-1947”. Γονάτισα, άφησα τα λουλούδια και όλα σκοτείνιασαν γύρω μου.