Το κύμα κατεδαφίσεων έχει συμπαρασύρει και κτήρια του 1950 της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, κατά την οποία είχαμε έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών. Η Ειρήνη Φρεζάδου, αρχιτέκτων-πολεοδόμος και μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΛΕΤ, υποστηρίζει ότι οι κατεδαφίσεις αυτές δημιουργούν διπλή καταστροφή. Από τη μια «σβήνεται η πολύτιμη μνήμη της πόλης καθώς, εξαφανίζονται τα αρχιτεκτονικά δείγματα μιας ολόκληρης εποχής» και από την άλλη δημιουργούνται στην Αθήνα θηριώδεις κατασκευές που θέτουν σε δοκιμασία τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ήδη δύσκολης καθημερινότητάς μας: «Την τυπολογία των κτηρίων αυτών, από τα πιο εμβληματικά έως τα πιο ταπεινά, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που διαμόρφωναν τις όψεις των δρόμων, το πτυχωτό πρόσωπο της πόλης, τα erker για φωτισμό και ηλιασμό, τις στρογγυλές γωνίες όπου διαθλάται μαλακά το φως, τα τεκμήρια της παλιάς μαστοριάς και τόσα άλλα που αποτελούν τη μοναδική ιδιοπροσωπία μιας πόλης που φαίνεται να χάνεται οριστικά», λέει με πικρία.
Το δίπολο της καταστροφής αυτής για την αρχιτέκτονα συμπληρώνεται «από τις θηριώδεις οκταώροφες και δεκαώροφες κατασκευές που θα αντικαταστήσουν τα μονώροφα, διώροφα, τριώροφα κτήρια. Βασικό εργαλείο για τις νέες αυτές κατασκευές», όπως ισχυρίζεται, είναι «οι υψηλοί συντελεστές δόμησης στην Αθήνα και λόγω του ισχύοντος οικοδομικού κανονισμού (ΝΟΚ), ειδικά του περιβαλλοντοκτόνου άρθρου 10 που προβλέπει τα bonus σε συντελεστές δόμησης και ύψη».
Η κ. Φρεζάδου υποστηρίζει ότι θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη πολεοδομική επιβάρυνση στην πόλη, η οποία θα φέρει «ραγδαία επιδείνωση της ποιότητας ζωής με τη δραματική μείωση του ηλιασμού και αερισμού –ιδιαίτερα των χαμηλότερων ορόφων των κτηρίων–, με την κυκλοφοριακή ασφυξία, την υπερβάλλουσα ρύπανση και την επιβάρυνση των δικτύων κοινής ωφελείας». Το γεγονός ότι οι λιγοστοί «θύλακες χαμηλής δόμησης εξαφανίζονται ραγδαία», μαζί με το πολύτιμο λιγοστό πράσινο στην πόλη, θα επιτείνει το φαινόμενο της αστικής θερμονησίδας, το οποίο «σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή θα μετατραπεί από αβάσταχτο, που είναι σήμερα, σε φονικό!».
«Έχει χαθεί το 80% των ιστορικών κτηρίων»
Η κ. Γρατσία ισχυρίζεται ότι ήδη «έχει χαθεί το 80% των ιστορικών κτηρίων» και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πολύς χρόνος, χρειάζεται άμεση αντίδραση: «Θεωρούμε ότι ο αρχιτεκτονικός πλούτος του Μεσοπολέμου είναι σε μεγάλο κίνδυνο και η πολιτεία θα πρέπει να θεσπίσει κίνητρα για τους ιδιοκτήτες, να επεκτείνει τα χρονικά όρια της προστασίας των νεότερων κτηρίων, να εξετάσει το θέμα των συντελεστών δόμησης, να ενημερώσει για την αξία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς».
Η επέκταση των χρονικών ορίων προστασίας των νεότερων μνημείων που προτείνει η κ. Γρατσία κρίνεται αναγκαία, ούτως ώστε να προστατευτούν ως νεότερα τα μνημεία και τα κτήρια του Μεσοπολέμου, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει με αρκετά από αυτά γιατί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της ηλικίας. Τα κτήρια που εξετάζονται σήμερα από το υπουργείο Πολιτισμού με στόχευση την κήρυξή τους ως νεότερων μνημείων και εν συνεχεία τη διατήρησή τους είναι αυτά που έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 100 ετών. Παράλληλα, όμως, πολλοί ιδιοκτήτες, θέλοντας να αποφύγουν τον βραχνά της προστασίας, καθώς δεν δίνονται κίνητρα για να αποκατασταθούν αυτά τα κτήρια, θέλουν να προλάβουν να γκρεμίσουν τις ιδιοκτησίες τους, για να μην ενταχθούν τα ακίνητά τους σε καθεστώς προστασίας. Πολλές από τις κατοικίες και τα κτήρια του Μοντέρνου Κινήματος πλησιάζουν το όριο αυτό, γι’ αυτό αυξάνονται ραγδαία οι κατεδαφίσεις: «Οι υψηλοί συντελεστές δόμησης που ισχύουν, με βάση τους οποίους οι ιδιοκτήτες των κατοικιών αυτών μπορούν να χτίσουν παραπάνω από αυτό που έχουν, και η έλλειψη οικονομικής στήριξης από την πλευρά του κράτους είναι δύο από τις βασικές αιτίες των κατεδαφίσεων», λέει η κ. Μαΐστρου. Αναφέρει ότι «η ευθύνη της πολιτείας είναι πολύ μεγάλη γιατί εκκρεμεί τόσα χρόνια το πρόγραμμα “Διατηρώ” και εκκρεμεί επίσης η μεταφορά του συντελεστή δόμησης, η οποία ίσχυσε για λίγο ‒ τη χρησιμοποίησαν λάθος και τώρα καταργήθηκε. Τώρα έχουν μεταφέρει την επίλυση του ζητήματος στα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια», λέει.
Μια πονεμένη ιστορία
Η μεταφορά του συντελεστή δόμησης είναι μια πονεμένη ιστορία και συζητείται επί δεκαετίες. Αφορά ακίνητα στα οποία ο ιδιοκτήτης δεν επιτρέπεται να αξιοποιήσει ολόκληρο τον συντελεστή που ισχύει στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητό του. Με τον τελευταίο νόμο ο ιδιοκτήτης ενός διατηρητέου θα μπορεί να εκδώσει τίτλο μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Με αυτόν τον τίτλο θα έχει το δικαίωμα να μεταφέρει τον υπόλοιπο συντελεστή του ακινήτου του. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει βαλτωμένο και μετατέθηκε για αργότερα, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της πολεοδομικής μεταρρύθμισης και των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων, μέσω των οποίων θα δημιουργηθούν ζώνες υποδοχής συντελεστή δόμησης. Επειδή η ελληνική πολιτεία πειραματίζεται με το θέμα από τη δεκαετία του ’80, πολλοί ιδιοκτήτες έμειναν ξεκρέμαστοι, καθώς δεν μπόρεσαν ποτέ να μετατρέψουν αυτούς τους τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης σε ακίνητα, όταν το μέτρο είχε εφαρμοστεί. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολεοδόμων που γνωρίζουν το ζήτημα, έχουν εκδοθεί κατά το παρελθόν τίτλοι που αντιστοιχούν σε περίπου 480.000 τ.µ., με την αξία τους να ανέρχεται κατά προσέγγιση στα 190 εκατ. ευρώ.
•Στοιχεία αντλήθηκαν από την εφημερίδα LIFO
∗∗∗
Αθηναϊκός μοντερνισμός: Το πολύτιμο κτηριακό απόθεμα της πόλης