Η 27η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Η συγκεκριμένη ημέρα επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου του 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπιρκενάου, το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος.

Ως Ολοκαύτωμα περιγράφεται ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή/και πολιτικών ομάδων κατά τη διάρκεια του Β‘ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν αποδεδειγμένα υποκινούμενος από τη Ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της. Οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν τα κύρια θύματα του Ολοκαυτώματος. Ο αριθμός των θυμάτων του εβραϊκού πληθυσμού συνήθως υπολογίζεται στα έξι εκατομμύρια.

Όμως στο μακρινό 1913 υπήρχε ένας Εβραίος ο οποίος έσωσε τις ζωές 600 Σερραίων συμπολιτών του.

Βράδυ 28ης Ιουνίου 1913, ο χρόνος της πόλης των Σερρών μετράει αντίστροφα, η καταστροφή βρίσκεται προ των πυλών. Στις γειτονιές επικρατεί πανδαιμόνιο, από το πρωί της ίδιας ημέρας οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής πραγματοποιούν απίστευτες θηριωδίες εις βάρος των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκείας ή εθνικότητας, δολοφονίες, βιασμούς, πλιάτσικο, εμπρησμούς. Βουλγαρικά αποσπάσματα έχουν καταλάβει τους προμαχώνες της πόλης ενώ δυνάμεις του πυροβολικού ανοίγουν πυρ από την ακρόπολη (Κουλάς). Το μεσημέρι, έφιπποι στρατιώτες εισβάλλουν στο προξενείο της Αυστροουγγαρίας και παίρνουν ομήρους 150 άτομα που βρίσκονταν εντός του συμπεριλαμβανομένου και του προξένου. Θα αφεθούν ελεύθεροι λίγο αργότερα με την καταβολή λύτρων από την οικογένεια του προξένου.

Αργά το απόγευμα ο διοικητής της Βουλγαρικής Χωροφυλακής Καραγκιόζοφ διατάζει τον εμπρησμό της πόλης. Ο Ελληνικός Στρατός μετά τον θρίαμβο στη μάχη του Λαχανά και αργότερα στη Δοϊράνη προωθούνταν γρήγορα προς ανατολάς, το μέτωπο του εχθρού είχε διαρραγεί. Οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να αμυνθούν παρά μόνο να καθυστερήσουν την προέλαση των Ελλήνων πρώην συμμάχων τους. Η εντολή που λάβανε ήταν να αφήσουν «καμένη γη», η  γέφυρα του Στρυμόνα ανατινάχθηκε και οικισμοί εξαφανίστηκαν από τον χάρτη. Οι Σέρρες βίωναν τον ίδιο εφιάλτη, φωτιά και μαχαίρι, πριν η πόλη εγκαταλειφθεί θα ισοπεδωνόταν προκειμένου το βουλγαρικό σώμα να μπορέσει να υποχωρήσει στο Ντεμί Χισάρ (Σιδηρόκαστρο).

Όπως μας περιγράφει ο Σερραίος ιστορικός Πέτρος Πέννας, περίπου 600 Σερραίοι βρήκαν καταφύγιο στο Ιταλικό Προξενείο, την οικία του Εβραίου επιχειρηματία και διπλωματικού εντεταλμένου της Ιταλίας Μεναχέμ Σιμαντώβ.  Έφιπποι τσέτες έφτασαν στο κατώφλι του προξενείου και απείλησαν την παράδοση όσων είχαν βρει καταφύγιο εντός του κτηρίου διαφορετικά θα το ανατίναζαν με δυναμίτη. Ο Σιμαντωβ ζήτησε από τους υπηρέτες του να βρέξουν τα χαλιά και να τα απλώσουν στη σκεπή προκειμένου να μην υπάρξει ανάφλεξη ενώ ο ίδιος κρεμασμένος από ένα παράθυρο πέταξε χρυσές λίρες ικετεύοντας τους πολιορκητές να φύγουν. Έτσι και έγινε, οι ένοπλοι ικανοποιήθηκαν από την αμοιβή που μόλις είχαν λάβει και αποχώρησαν.

Το πρωί της επόμενης ημέρας ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στις Σέρρες μόνο και μόνο για να αντικρίσει μία αποκαρδιωτική εικόνα. Το μεγαλύτερο μέρος της άλλοτε εύρωστης εμπορικής μητρόπολης είχε καταστραφεί, ερείπια και στάχτη παντού, ο πληθυσμός σφαγιάστηκε, 20.000 άτομα ήταν άστεγα. Ήταν μία μέρα χαρμολύπης, οι Σέρρες είχαν απελευθερωθεί αλλά δεν είχαν απομείνει και πολλά!

Όσοι είχαν προσφύγει στην οικία Σιμαντώβ επιβίωσαν και χρωστούσαν τις ζωές τους στην απίστευτη γενναιότητα του συμπολίτη τους. Μετά την αποφράδα εκείνη ημέρα ο Μεναχέμ Σιμαντώβ εργάστηκε για την καταδίκη των βουλγαρικών θηριωδιών από τη διεθνή κοινότητα. Μαζί με τον πρόξενο της Αυστροουγγαρίας που είχε γλιτώσει αποτύπωσαν εγγράφως τα γεγονότα της 28ης Ιουνίου. Η μαρτυρία τους χρησιμοποιήθηκε ως διπλωματικό εργαλείο από τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος σε έντονο ύφος διαμαρτυρήθηκε για τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων στη Μακεδονία.

Δυστυχώς οι Σέρρες δεν αναγνώρισαν ποτέ επίσημα τον σωτήριο ρόλο του Σιμαντώβ όσο αυτός βρισκόταν εν ζωή. Παρέμεινε στην πόλη μέχρι το 1916 οπότε και αποχώρησε για τη Θεσσαλονίκη. Απεβίωσε στη συμπρωτεύουσα το 1929.

Ποιος ήταν ο Μεναχέμ Σιμαντώβ, η ιστορία της Εβραϊκής κοινότητας των Σερρών

Ο Μεναχέμ γεννήθηκε στις Σέρρες το 1887, ήταν ένα εκ των εννιά τέκνων του Αβραάμ Σιμαντώβ και της Ραχήλ Αμπραβανέλ. Φοίτησε στο Σχολείο της Εβραϊκής Κοινότητας Σερρών (Σημερινό 6ο και 16ο Δημοτικό Σχολείο). Ασχολήθηκε με το εμπόριο, ήταν ιδιαίτερα σεβαστός στην τοπική κοινωνία των Εβραίων αλλά και των Ιταλών της πόλης και αυτός είναι ένας από τους λόγους που κατέλαβε το χαρτοφυλάκιο του Ιταλού προξένου κάπου το 1909. Παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Ασχολήθηκε και με την έβδομη τέχνη, διατηρούσε την υπόγεια κινηματογραφική αίθουσα «Πατέ» στην οδό Διονυσίου Σολωμού.

Το σπίτι του, γνωστό και ως «Οικία Σιμαντώβ» ή το «Προξενείο», βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Χατζηπανταζή και Ρωμανού. Ουσιαστικά επρόκειτο για δύο ανεξάρτητες κατοικίες που συμπλέκονταν σε σχήμα «Π».

Οι πρώτες αναφορές στη δραστηριοποίηση Εβραϊκών πληθυσμών στις Σέρρες ανάγονται στη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν ομάδα Εβραίων κατέλυσε στην Αμφίπολη. Αναφορές γίνονται και σε ολιγάριθμές κοινότητες στο Δημητρίτσι και τη Ζίχνη τη Βυζαντινή περίοδο. Όσον αφορά τις Σέρρες πληροφορούμαστε από τον Μερκάτο Κόβο ο οποίος κατέγραψε τις καταγωγές των σημαντικότερων Εβραϊκών οικογενειών πως η πλειονότητα αυτών είναι Ρωμανιώτες (Ελληνόφωνοι Εβραίοι) ενώ ακολουθούν οι «Ασκενάζοι», που μετανάστευσαν από τη Γερμανία. Από την πλευρά του ο Σερραίος ιστορικός Ν. Νικολάου υπογραμμίζει την ύπαρξη Εβραϊκής κοινότητας από τα τέλη του 14ου αιώνα στην περιοχή μεταξύ του Κουλά και του Αγίου Αντωνίου, γνωστή και ως «Σαράντα Οντάδες» όπου κατοικούσαν οι περισσότεροι Ασκενάζοι.

Έναν αιώνα αργότερα στον ελλαδικό χώρο εγκαταστάθηκαν μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Β΄ πληθυσμοί Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο γνωστοί και ως «Σεφαρδίτες». Ο συνολικός αριθμός Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη, προφανώς πριν από το 1495, ήσαν 56 οικογένειες. Στο πέρασμα των αιώνων ο αριθμός των μελών της κοινότητας αυξομειωνόταν. Αναφορές από τον 17ο αιώνα κάνουν λόγο για λιγότερα από 280 άτομα, αριθμός που μειώθηκε εξαιτίας μιας μολυσματικής ασθένειας που έπληξε τις Σέρρες αλλά και βίαιων εξισλαμισμών.

Η κοινότητα διέθετε τη δική της συναγωγή, γνωστή και ως «KAL KABOL» χωρητικότητας 2.000 ατόμων αλλά και δικό της σχολείο. Η άνοδος του εμπορίου τον 19ο αιώνα επέτρεψε στους Εβραίους να ευημερήσουν. Αναδύθηκε μία ακμάζουσα αστική τάξη με σημαντική οικονομική επιφάνεια που μεταφράστηκε σε συνεισφορά στα γράμματα και τις τέχνες.

Ο τραγικός επίλογος….

Μετά την αποχώρηση του Μεναχέμ το 1916 η οικία πέρασε στην κατοχή του αδερφού του Ιωσήφ, εμπόρου ξυλείας όπου και παρέμεινε μέχρι την αποφράδα ημέρα της 3ης Μαρτίου του 1943, όταν οι Βούλγαροι κατακτητές μάζεψαν όλους τους Εβραίους των Σερρών σε μία καπναποθήκη εκτός της πόλης και στη συνέχεια τους μεταφόρτωσαν στα τρένα. Όσοι επιβίωσαν από το σκληρό ταξίδι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τρεμπλίνκα όπου εξοντώθηκαν. Από τους 600 φυλακισμένους επέστρεψαν μόνο 10.

Το μεγαλύτερο μέρος της οικίας Σιμαντώβ κατεδαφίστηκε το 1988.

Το μόνο που έμεινε να θυμίζει αυτό το τραγικό γεγονός είναι μία πλάκα που αναρτήθηκε στον τοίχο του 6ου & 16ου Δημοτικού Σχολείου το 2000. Ένα χρόνο αργότερα ο Δήμος Σερρών αναγνώρισε την προσφορά του Μεναχέμ Σιμαντώβ, στο πλαίσιο των εορτασμών του Ολοκαυτώματος του απένειμε μετάλλιο μετά θάνατον ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την πράξη καλοσύνης του εκείνη τη μοιραία μέρα της 28ης Ιουνίου 1913.

Πηγές:

Σερραϊκά Ανάλεκτα «Κτήριο Σιμαντώβ», Λίλα Θεοδωρίδου-Κώστας Θεοδωρίδης.