***
Όπως κάθε καλοκαίρι έτσι και φέτος η προβολή κάποιων κλασικών ταινιών στα αγαπημένα θερινά σινεμά έδωσε την ευκαιρία στους μεγάλους να αναπολήσουν και στους μικρούς να γνωρίσουν την περίφημη σχολή της Nouvelle Vague. Οι ταινίες «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» [1966], «Με Κομμένη την Ανάσα» [1960] και «Ο Τρελός Πιερρό» [1965], με την υπογραφή των σκηνοθετών Robert Bresson και Jean –Luc Godard, μας έδωσαν την ιδέα για μια σύντομη αναφορά στον γαλλικό κινηματογράφο.
Της Μαρίας – Μαρίνας Κονδάκη
Αισθητική Ανάλυση του Γαλλικού Κινηματογράφου: H συμβολή του Robert Bresson στη σκηνοθετική άποψη του Jean –Luc Godard και η αναμόρφωση του κινήματος της Nouvelle Vague.
***
«Ο Robert Bresson είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι το ρωσικό μυθιστόρημα και ο Mozart είναι η γερμανική μουσική».
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψει ο Jean – Luc Godard το θαυμασμό του και την έκφραση της σημαντικής συνεισφοράς του Bresson στην ανανέωση της κινηματογραφικής δημιουργίας. Αποτυπώνοντας μια αυστηρή και προσωπική αισθητική με νέες φόρμες έκφρασης, υπερασπίστηκε την ανάγκη για κινηματογραφική χειραφέτηση [1].
Καθώς τη δεκαετία του ‘50 μια νέα οικονομικά ακμάζουσα κοινωνία αναδύεται, ο ιταλικός νεορεαλισμός φαίνεται να ολοκληρώνει τον κύκλο του εφόσον η καταγραφή του εξαθλιωμένου από τον πόλεμο κόσμου δεν έλκει ούτε τους δημιουργούς ούτε τους θεατές.
Έτσι, σχεδόν αναπόφευκτα, το ενδιαφέρον στρέφεται στην ψυχολογική υπόσταση των ηρώων, όπως προκύπτει από την ιδιομορφία της γλώσσας. Σε αυτό το σημείο εδράζεται και η μεγάλη καινοτομία της Nouvelle Vague. Η ίδια η εικόνα βοηθάει στην επέκταση του νοήματος ενώ η κινηματογραφική αφήγηση δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να εξηγήσει την πλοκή ή να παρουσιάσει τους κινηματογραφικούς ήρωες [2].
Η γλώσσα, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η Nouvelle Vague είναι ποιητικά οντολογική. Οτιδήποτε κινείται με τέτοιο τρόπο που να το συλλαμβάνει η κάμερα είναι όμορφο. Αυτή είναι η τεχνολογική και επομένως ποιητική επανασύσταση της πραγματικότητας. Δημιουργείται σταδιακά μια παράδοση τεχνικής και στυλ που θα μπορούσε να οριστεί ως μια κινηματογραφική συμβολική απόδοση της ποίησης. Αυτό είναι και το σημείο συνάντησης και όσμωσης μεταξύ του Bresson και του Godard.
Ο Bresson θεματικά επιχειρεί να αποτυπώσει έναν τεράστιο όγκο εννοιών στο σινεμά του, που έως τότε η κυρίαρχη αισθητικά και τεχνολογικά κινηματογράφηση αδυνατούσε να θίξει. Ωστόσο ο Bresson αφοσιώνεται στην ίδια την αφήγηση, το ντεκουπάζ, την κίνηση μέσα στο κάδρο, τις ελλείψεις και τις αφαιρέσεις για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως, στο σινεμά, για να επικοινωνήσεις τα αισθήματά σου και να αφυπνίσεις τις αισθήσεις δεν χρειάζεται να δείξεις τα πράγματα κραυγαλέα.
Με αυτή την αφετηρία οδηγείται στον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού συνδυαστικά με μια σειρά τεχνικών, με επίκεντρο τον ήχο και τις απελευθερωμένες από τη θεατρικότητα και τις συμβατικές νόρμες ερμηνείες, με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδοθούν νοήματα ανοίκεια χωρίς τη βοήθεια της ερμηνείας των λέξεων, χωρίς τη βοήθεια της περιγραφικής αφήγησης, έννοιες όπως η ψυχή, η ελευθερία και η λύτρωση [3].
Την ίδια γενική σκηνοθετική προσέγγιση και έχοντας πάντα ως στόχο του την ποιητική γλώσσα κινηματογράφησης ακολουθεί και ο Godard που εκτός από τον Bresson δέχτηκε έντονες επιρροές και από άλλους σκηνοθέτες όπως οι Jean Renoir, Nicholas Ray και Roberto Rossellini.
Σε αντίθεση με τον Francois Truffaut, θα προσθέσει στοιχεία από την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις στις ταινίες του σε μια προσπάθειά του να αποδείξει ότι όλα πρέπει να επιτρέπονται από τον αυτοσχεδιασμό με μια κάμερα στο χέρι έως την αυτοαναφορικότητα.
Αυτό που κυριαρχεί, ως προς τη θεματική των ταινιών του, είναι ο δοκιμιογραφικός λόγος με την παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων στην κατεύθυνση της συμβατικής αφηγηματικής πλαισίωσης με έντονη όμως τη διάθεση της ανακατασκευής και αναμόρφωσης τουλάχιστον με τα κινηματογραφικά μέσα που δοκιμάζονταν για πρώτη φορά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το φιλμ του «Με Κομμένη την Ανάσα» στο οποίο παρουσιάζει και επίσημα στοιχεία της γαλλικής Nouvelle Vague σύμφωνα με τα οποία, ερείδεται στη θλίψη και κυρίως στη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει καθώς και από στην καινούργια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.
Στον «Τρελό Πιερό» (1965) είναι έντονη η διάθεση του πειραματισμού καθώς νεωτερισμοί και αντισυμβατικές ιδέες συμφύρονται σε μια αποτύπωση με έντονα χρώματα και φίλτρα. Πρόκειται για έναν ανατρεπτικό συνδυασμό που εκπορεύεται από τον αυθορμητισμό σ’ ένα φιλμ που σταδιακά αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από ένα ιδιαίτερο road trip χωρίς γεωγραφική αφετηρία και τέλος. Μια ταινία που εκφράζει επίκαιρους σχολιασμούς κοινωνικής υφής αλλά χωρίς να δικαιώνει τις συνήθεις φόρμες. Αντιμέτωπος με μια διαδρομή υπαρξιακής αναζήτησης, η καλλιτεχνική του οπτική εστιάζεται σε αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα. Ο υλισμός και ο πολιτισμός, η έλλειψη επικοινωνίας και οι αρχετυπικές ασυμβατότητες των δύο φύλων είναι μερικά μόνο σημεία εκκίνησης [4].
Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το δημιουργικό αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών του χωρίς να χάνει λεπτό τη γενική εποπτεία του αποτελέσματος και το πνεύμα που διαπνέει τη ταινία, ο Jean – Luc Godard χρησιμοποιεί διάφορα περιστατικά, όπως περιπλανήσεις και τυχαίες συναντήσεις που κορυφώνονται συγκινησιακά με καβγάδες, γέλια και κλάματα για να σκιαγραφήσει δύο προσωπικότητες που υπονομεύουν τη φαινομενικά γαλήνια ρουτίνα τους, αναζητώντας έναν έρωτα πολύ κοντά στον θάνατο, με σκοπό να βρουν το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, ενώ γνωρίζουν εκ των προτέρων πως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το βρουν [5].
Συμπερασματικά, ο Godard με τη συγκεκριμένη ταινία αλλά και με τη γενικότερη συμβολή του στην έβδομη τέχνη, τολμά μέσα από τη σατιρική σκοπιά να αμφισβητήσει ευθέως τους θεσμούς και τις τάξεις που διέπονται από μια επιτηδευμένη συνέπεια, από μια κούφια σύμβαση που διαρκώς χάνει την ισχύ της.
Με την ανακατασκευή και την αναδιαμόρφωση κάθε κώδικα και μέσω του αμερικανικού και του γαλλικού σινεμά πλάθει τον απαραίτητο επιδειξιομανή στόμφο για να αναδείξει την πνευματική σύγχυση του απομονωμένου Pierrot και του κάθε ανθρώπου. Ο τρόπος όμως που επιλέγει για να κάνει αυτό το σχολιασμό με την τρυφερότητα, τη φρεσκάδα, την τρέλα που κυμαίνεται από γκανγκστερικό μέχρι μιούζικαλ και πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, είναι δανεισμένος ή έστω δομημένος όπως και στο Bresson. Και για τους δύο ο ορισμός της καλλιτεχνικής δημιουργίας μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια μάχη, σ’ ένα έργο. Ο έρωτας, το μίσος και η δράση έως τη βία και το θάνατο. Με μια λέξη, τη συγκίνηση.
[*] Η Μαρία – Μαρίνα Κονδάκη είναι Θεατρολόγος και ηθοποιός.
***
Πηγές:
[1]. «Μιχάλης Δημόπουλος, Robert Bresson», Επιμέλεια Αχιλλέας Κυριακίδης. Αρχέτυπο ΑΕΒΕ. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1999.
[2]. http://www.exostispress.gr/Article/i-noubel-bagk-Nouvelle-Vague–mia-megali-stigmi-tou-gallikou-kinimatografou-0#ixzz6OWZxJOi6
[3]. http://www.cinemagazine.gr/themata/arthro/bresson_bday-130989662/
[4]. https://tvxs.gr/news/sinema/zan-lyk-gkontar-sto-myalo-mias-kinimatografikis-idiofyias
[5]. https://www.lifo.gr/guide/cinema/1389