Τον “Κύκλωπα” του Ευριπίδη, το μοναδικά ακέραια σωζόμενο σατυρικό δράμα, παρουσιάζει ο Παντελής Δεντάκης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017: με αποκλειστικά γυναικεία διανομή, διερευνά αυτόν τον άκρως αντρικό κόσμο, μέσα από τη γυναικεία φύση, τον ψυχισμό, τα εκφραστικά μέσα και το σώμα της γυναίκας.
Τα πρόσωπα του Ευριπίδη ακροβατούν ανάμεσα στην ελαφράδα, τη γελοιότητα, την πονηριά, τον καιροσκοπισμό, την ηθική παρακμή, την αγριότητα. Γελοιοποιούν και γελοιοποιούνται. Συντρίβουν και συντρίβονται. Και αυτός ο Κύκλωπας με ευστροφία αναζητά την ισορροπία ανάμεσα στο σοβαρό και το γελοίο, ανάμεσα στο σπλάτερ και την κωμωδία.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα -σε συνεργασία με το Κ.Θ.Β.Ε.- την Πέμπτη, 13 Ιουλίου, ως η μοναδική ελληνική συμμετοχή στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους. Στη συνέχεια, την Παρασκευή, 21 και το Σάββατο, 22 Ιουλίου, ο Κύκλωπας φτάνει στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου.
Ο μύθος του Κύκλωπα αντλείται από το γνώριμο επεισόδιο της 9ης Ραψωδίας της Ομηρικής Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του παγιδεύονται στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου. Επί σκηνής μεταφέρεται ένας κόσμος ωμός και βίαιος. Ένας κόσμος αλληλοεξόντωσης και ανθρωποφαγίας, όπου το δίκαιο ορίζεται από τον εκάστοτε ισχυρό: στη χώρα των Κυκλώπων, ο ξένος δεν περιθάλπεται, δεν φιλοξενείται, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή κατασπαράσσεται. Εκεί δεν μπορείς να είσαι ούτε καλός ούτε κακός. Εκεί μπορείς να είσαι μόνο φοβισμένος και απελπισμένος ή σκληρός και ανελέητος.
Στο κείμενο της παράστασης έχουν προστεθεί αποσπάσματα από την Οδύσσεια του Ομήρου και από το Ειδύλλιο ΙΑ’ (Κύκλωψ) του Θεόκριτου, σε μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Σκηνοθεσία: Παντελής Δεντάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Επιμέλεια κίνησης: Ερμής Μαλκότσης
Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Έφη Ρευματά, Θανάσης Ζερίτης
Βοηθός Σκηνογράφου – Ενδυματολόγου: Μυρτώ Κοσμοπούλου
Κατασκευή Σκηνικού: Νίκος Δεντάκης
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Ερμηνεύουν: Στεφανία Γουλιώτη (Κύκλωπας), Άννα Καλαϊτζίδου (Οδυσσέας), Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Σιληνός), Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μοσχούρη, Αμαλία Νίνου, Μυρτώ Πανάγου, Ελένη Τσιμπρικίδου (Σάτυροι), Έφη Ρευματά (Κομπάρσος)
Εκτέλεση παραγωγής: Polyplanity Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου, Βίκυ Στρατάκη
Παραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
Στοιχεία παράστασης
- Για τη Θεσσαλονίκη
Πρεμιέρα: Πέμπτη, 13 Ιουλίου 2017
Ώρα Έναρξης: 21.15
Χώρος: Θέατρο Δάσους Θεσσαλονίκη
Τιμές Εισιτηρίων: 12€ (προπώλησης) 15€ (κανονικό), 12 € (Φοιτητικό, 65+, Ομαδικό), 8 € (ΑΜΕΑ & Συνοδοί ΑΜΕΑ)
Προπώληση εισιτηρίων: Κεντρικό Εκδοτήριο Βασιλικού Θεάτρου, Εκδοτήριο ΚΘΒΕ Πλατείας Αριστοτέλους, Ticket hour.gr, Καταστήματα Γερμανός, OTESHOPS, Viva.gr, 11876, Seven Spots, Media Markt - Για το Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
Παραστάσεις: Παρασκευή, 21 & Σάββατο, 22 Ιουλίου 2017 / με αγγλικούς υπέρτιτλους
Ώρα Έναρξης: 21.30
Χώρος: Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό: Από 20€ έως 25€, Φοιτητικό: 10€, ΑΜΕΑ-Ανέργων: 5€ - Προπώληση εισιτηρίων: Εκδοτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο 210 3272000 και στο greekfestival.gr
Ο υπέρ φιλοξενίας λόγος του Ευριπίδη
Είχε ακούσει πολλά ο Ευριπίδης στον καιρό του, τον 5ο αιώνα π.Χ. Από τους κωμωδιογράφους γενικά και πρωτίστως από τον Αριστοφάνη. Και τη γλώσσα των τραγωδιών του έψεξαν, μια και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί εκφράσεις του καθημερινού λόγου, τυπικά αντιποιητικές, και οι πρόλογοί του κακίστηκαν, ή ό, τι προκαταβάλλουν όσα πρόκειται να αναπτυχθούν και να εκδιπλωθούν επί σκηνής ή ότι ουδεμία σχέση έχουν με ό, τι ακολουθεί, και την επινόηση του από μηχανής θεού την καυτηρίασαν σαν εκβιαστική λύση, και ευθύνες για την κοινωνική και πολιτειακή παρακμή τού καταλόγισαν, και για μισογυνισμό τον μέμφθηκαν. Γι’ αυτή την τελευταία κατηγορία, ο λόγος στον Γεώργιο Δροσίνη, που απορεί σε ένα τετράστιχο της συλλογής του “Σπίθες στη στάχτη”, του 1940:
Της Ανδρομάχης σπαραγμοί
και της Εκάβης θρήνοι
της λύρας σου έγιναν ψαλμοί.-
Ποιος σε είπε Μισογύνη;
Στα ονόματα Ανδρομάχη και Εκάβη, ας προστεθούν και τα εξής: Άλκηστις, Μήδεια (το φερώνυμο αριστούργημα ήρθε μόλις τρίτο στον διαγωνισμό του 431 π.Χ.), Ανδρομάχη, Φαίδρα (στον Ιππόλυτο), Εκάβη, Ηλέκτρα, Ελένη, Ιφιγένεια (εν Αυλίδι), Υψιπύλη. Αλλά και: Τρωάδες, Βάκχες, Φοίνισσες, Ικέτιδες. Και τα ονόματα-τίτλοι-δραμάτων που δυστυχώς δεν σώθηκαν: Ανδρομέδα, Αντιόπη, Αλόπη, Αύγη, Δανάη, Μελανίππη, Κρήσσαι.
Διδακτική είναι και η επίσκεψή μας στα ονόματα των φίλων ή/και δασκάλων του, των πνευματικών εταίρων του: Ο Σωκράτης θανατώθηκε πίνοντας κώνειο, ο δε Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος κατηγορήθηκε για ασέβεια και κατόρθωσε να διαφύγει με τη βοήθεια του Περικλή. Την ίδια κατηγορία αντιμετώπισε και ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, σπουδαία μορφή του κριτικού ορθολογισμού, που δραπέτευσε και αυτός από την Αθήνα. Αλλά και ο Ευριπίδης αντιμετώπισε ανάλογα προβλήματα, αφού κατηγορήθηκε σαν άθεος, επειδή στα έργα του ο άνθρωπος δρα και ριψοκινδυνεύει ελεύθερος, δίχως την ανάγκη της θεϊκής προστασίας. «Η αντίδραση του κοινού εναντίον του Ευριπίδη πρέπει να συμπυκνώθηκε σε μιαν κατηγορία του Κλέωνα για ασέβεια» γράφει σχετικά ο Άλμπιν Λέσκυ.
Στον Κύκλωπα πάντως, το μοναδικό σατυρικό δράμα και των τριών τραγικών που σώθηκε ακέραιο (διασώζονται πάντως αποσπάσματα από τους Ιχνευτές του Σοφοκλή και από τους Δικτυουλκούς του Αισχύλου), δεν υπάρχουν γυναίκες. Η Σικελία είναι στην απόλυτη διάθεση των άγριων Κυκλώπων και πρωτίστως του Πολύφημου, γιου του Ποσειδώνα, που ούτε θεούς σέβεται ούτε ανθρώπους σπλαχνίζεται. Και ο Κύκλωψ βεβαίως κατηγορήθηκε, παρότι δεν παύει να είναι ένα σπάνιο δώρο τού κατά τα λοιπά τσιγκούνη και δραματοφάγου χρόνου: του λείπει η πολλή σπιρτάδα, υστερεί εν συγκρίσει με ό, τι υποθέτουμε πως θα ήταν τα σατυρικά δράματα του Αισχύλου και του Σοφοκλή, επεμβαίνει στο σώμα της επικής αφήγησης και την ανασκευάζει κ.τλ.
Αυτή ήταν όμως η τέχνη του Ευριπίδη, το καλλιτεχνικό του ιδίωμα: η αναθεώρηση και ανασκευή του παραδεδομένου μυθολογικού υλικού, το πείραγμά του. Ώστε να υπηρετηθούν αποτελεσματικότερα οι ιδέες του ποιητή, που ακόμα κι αν δεν θεωρηθεί επί σκηνής φιλόσοφος, παραμένει ένας σκεπτικός, ένας διανοούμενος που δεν είναι πρόθυμος να υποτάξει την έμπνευσή του σε σχήματα και συμβάσεις. Δίχως αυτό το πείραγμα, δίχως αυτή την ελευθερόπνοη και απίστευτα τολμηρή αναπραγμάτευση, δεν θα υπήρχε, για παράδειγμα, η Μήδεια έτσι όπως υπάρχει, εσαεί πλέον.
Στον Κύκλωπα ο Ευριπίδης εδράζεται σε όσα τραγουδάει ο Όμηρος στη ραψωδία ι της Οδύσσειάς του. Εντάσσει σεβαστικά στο κείμενό του τα κύρια στοιχεία της αφήγησης του πατριάρχη Ομήρου. Γνωρίζει άλλωστε ότι οι θεατές-ακροατές του, μέτοχοι της επικής παιδείας, πρωτίστως στην προφορική-ακροαματική διάστασή της, σχεδόν από τα γεννοφάσκια τους, μπορούσαν να τον ελέγξουν ανά πάσα στιγμή, και μάλιστα χωρίς την έγνοια της ευπρέπειας, αφού ξέρουμε ότι στα θέατρα της αρχαιότητας η αποδοκιμασία εκδηλωνόταν «διά συριγμάτων, ποδοκροτημάτων και κλωσμών», όπως γράφει ο Ν. Λάσκαρης στη Ιστορία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, όπου κλωσμοί οι διά του στόματος ήχοι προς εκδίωξη των ορνίθων.
Δεν απομιμείται όμως ο Ευριπίδης. Ούτε φοβάται. Γράφει σχετικά ο Νίκος Χουρμουζιάδης: «Πουθενά σχεδόν σε όλο τον Κύκλωπα δεν διαφαίνεται η πρόθεση του ποιητή να κινήσει το έργο του ερήμην του επικού προτύπου. Απεναντίας, οι αναφορές και οι εξαρτήσεις διαπιστώνονται σε διάφορα επίπεδα και σκοπεύουν σε ποικίλους στόχους. […] Ο Ευριπίδης, συνεπής προς τον εαυτό του, δούλεψε και στον Κύκλωπα κάπως ανορθόδοξα: δεν παρώδησε την ομηρική “Κυκλώπεια”, αν και τη χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε, κανονικά, να κινηθεί: τις θεατρικές συμβάσεις. Χωρίς όμως να τις αλλοιώσει. Απλώς πρόβαλε τη συμβατικότητα της λειτουργίας τους υπογραμμίζοντάς την. Όταν τελείωνε η παράστασή του, ήταν σαν να έστελνε τους Αθηναίους να ξαναδιαβάσουν -όσοι μπορούσαν- ή να ξαναθυμηθούν και να ξαναχαρούν την ομηρική αφήγηση».
Ο Ευριπίδης αναδιαμορφώνει μερικώς τη γεωγραφία του νησιού τον Κυκλώπων (και πρώτα πρώτα το κατονομάζει: Σικελία), κυρίως δε αναπλάθει τον χαρακτήρα του Πολύφημου. Για παράδειγμα, στην ομηρική γαίαν των υπερφιάλων αθεμίστων Κυκλώπων (ι 106), των αλαζόνων που κανέναν θεσμό δεν έχουν και δεν σέβονται, υπάρχουν αμπέλια και ο λαός των μονόφθαλμων ξέρει το κρασί. Αντίθετα, στον Ευριπίδη ο Πολύφημος δεν έχει ξαναγευτεί το νάμα του Διόνυσου και έτσι δελεάζεται ευκολότερα από το πονηρό δώρο του Οδυσσέα. Στον Όμηρο ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης σώζει τους συντρόφους του με το τέχνασμα των κριαριών. Μετά τον δούρειο ίππο, που επέτρεψε στους Έλληνες να μπουν στην Τροία με ασφάλεια και να την εκπορθήσουν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ιδού ένας οιονεί δούρειος κριός, που επέτρεψε τώρα την ασφαλή έξοδο.
Επιπλέον, ο ευριπιδικός Κύκλωπας (που έχει, σύμφωνα με την πρωτότυπη βιολογία του Αθηναίου δραματουργού, δύο κόρες στο ένα του μάτι) εμφανίζεται ενημερωμένος για όσα συνέβησαν στην Τροία μετά την αρπαγή της Ελένης, έχει κάποια ιδέα περί δικαίου και κάποιον γνώμονα (εξού και η απόφανσή του πως ο Σιληνός είναι πιο δίκαιος και από τον Ραδάμανθη, τον δικαστή του Κάτω Κόσμου), και κάτι γνωρίζει από τα εθιμικά δώρα της φιλοξενίας, μόνο που αναποδογυρίζει τη σχετική πρακτική: αντί να προσφέρει τον συνήθη λέβητα, σχεδιάζει να ρίξει μέσα στον λέβητα αυτόν τους ίδιους τους ξένους του και να τους καταβροχθίσει.
Στην Οδύσσεια ο Πολύφημος δεν χαλάει πολλά λόγια για να δείξει στον Οδυσσέα ότι αδιαφορεί για τον Ξένιο Δία, τον επιτιμήτορα ικετάων τε ξείνων τε, και την πιθανή οργή του, αν δεν φερθεί φιλόξενα. Έξι στίχοι (ι 273-278) αρκούν για να πει όσα ωμά και απολίτιστα έχει να πει. Στον Κύκλωπα σκηνοθετείται σαν αρκετά επιδέξιος λογομάχος, ικανός να αντικρούει επιχειρήματα και να υποστηρίζει τις αντιλήψεις του, τον κόσμο του μάλλον και τη λογική που τον συγκροτεί, ακόμα και με κάποια έφεση στο μαύρο, το μακάβριο χιούμορ, όπως όταν λογοπαίζει με τον λέβητα-δώρο φιλοξενίας και τον λέβητα-σκεύος μαγειρέματος ανθρώπινης σάρκας.
Ακόμα και το μαγείρεμα, που δεν το συναντάμε στην Οδύσσεια, όσο φρικαλέο κι αν είναι, φέρνει έντεχνα τον Πολύφημο πιο κοντά στα ανθρώπινα. Κι έτσι ο Ευριπίδης εικονογραφεί μαστορικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που επικαλείται τα θέσμια, τον Οδυσσέα δηλαδή, και σε ένα πλάσμα τερατόμορφο μεν, πάντως γνώστη και εν μέρει κοινωνό κάποιων στοιχείων του πολιτισμού των ανθρώπων. Για τους αφιλόξενους ανθρώπους θέλει να μιλήσει ο Ευριπίδης, όχι για τα έτσι κι αλλιώς εκτός θεσμών τέρατα. Για τους ανθρώπους που απολαμβάνουν την ισχύ τους μέχρι το μεδούλι – ας είναι και το μεδούλι των θυμάτων τους, όπως στην περίπτωση του ανθρωποφάγου Πολύφημου. Για τους ανθρώπους που, ατομικά ή συλλογικά, πολιτεύονται με βάση το δίκαιο του ισχυρότερου ή το φυσικό δίκαιο, που αρνείται τους νόμους και περιφρονεί τους θεσμούς. Ο ποιητής εμφανίζει τον Πολύφημο σαν υποστηρικτή ορισμένων σοφιστικών ιδεών στην τερατώδη ακρότητά τους, για να μπορέσει έτσι να αποκαλύψει τον επικίνδυνο πυρήνα τους και να τις καυτηριάσει με ένα κέφι που δεν αμβλύνει την αυστηρότητα του ελέγχου.
Ακόμα και σε ένα σατυρικό δράμα, μια τραγωδίαν παίζουσαν σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Δημητρίου στο Περί ερμηνείας («τραγωδία παιχνιδιάρικη», κατά τη μετάφραση του Παναγή Λεκατσά), προδιαγεγραμμένος σκοπός της οποίας ήταν να προσφέρει στους θεατές κάποια χαλάρωση μετά την πνευματική και συναισθηματική υπερένταση που ένιωσαν παρακολουθώντας την τραγική τριλογία που είχε προηγηθεί, ο Ευριπίδης επιμένει να σέβεται ακέραιη τη ευθύνη του απέναντι στο κοινό του. Την ευθύνη ενός κατά κυριολεξίαν ψυχαγωγού.
Ο Πολύφημος του Θεόκριτου
Εκτός από τον Πολύφημο του Ομήρου και του Ευριπίδη, υπάρχει ο ερωτικός Πολύφημος, έτσι όπως τον απεικόνισε ο λυρικός ποιητής Φλιλόξενος από τα Κύθηρα, σε διθύραμβό του, ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος σε επίγραμμά του, ο βουκολικός ποιητής Θεόκριτος στο ενδέκατο ειδύλλιό του, αλλά και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του.
Στον Κύκλωπα του Θεόκριτου ο Πολύφημος βασανίζεται από τον σεβντά του για τη θαλασσένια Γαλάτεια, θυγατέρα του Νηρέα και κάποιας πελαγίσιας θεότητας. Κάποιες από τις αφηγήσεις της πολυφωνικής μυθολογικής παράδοσης επιμένουν πως ο έρωτας του Πολύφημου βρήκε ανταπόκριση, απέδωσε μάλιστα τρεις γιους: τον Γάλαντα, τον Κελτό και τον Ιλλυριό, που είναι αντίστοιχα οι επώνυμοι ήρωες των Γαλατών, των Κελτών και των Ιλλυριών. Στο ειδύλλιο του Θεόκριτου όμως η θαλασσοκόρη αρνείται τον έρωτα του τερατόμορφου πολιορκητή της, κι αυτός, για να γιατρέψει τον καημό του, δοκιμάζει το φάρμακον του τραγουδιού. Παινεύει την ομορφιά της κόρης τραγουδώντας, παινεύει και τη δική του αξιοσύνη στο σουραύλι, εκλιπαρεί την ανένδοτη, της παραπονιέται, της τάζει (όχι χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια αλλά έντεκα ελαφίνες και τέσσερα αρκουδάκια), κατηγορεί τη μάνα του που δεν μεσιτεύει αποτελεσματικά, τέλος αποφασίζει πως υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, κι αλλού κορασιές πρόθυμες να συμπαίξουν με την αφεντιά του. Η λύση στο δράμα «Η Ωραία και το Τέρας» δεν είναι μία.
Η παράσταση δοκιμάζει να δει και να αναδείξει και τις δύο κόρες μέσα στο ένα μάτι του Κύκλωπα. Να τον αναπαραστήσει δηλαδή πάνω σε διπλό κάτοπτρο: στο ένα, το ασεβές, ανάλγητο τέρας, ο Ισχυρός και Νικητής. Στο άλλο, ο ερωτικός, ο Ανίσχυρος και Ηττημένος, που τον εξανθρωπίζει ο πόνος της αγάπης παρά πόθος, όσο κι αν στο τέλος αρπάζεται από τον κυνισμό του. Οχι διχασμένος, αλλά διπλός.
Αυτός ο επί σκηνής διπλός Κύκλωπας, ο τερατώδης και ο ανθρώπινος, είναι ένα πείραμα. ΄Η ένα πείραγμα της παράδοσης, με όλο το οφειλόμενο σέβας. Ενα πείραγμα που ίσως να το νομιμοποιεί η στάση του ίδιου του Ευριπίδη απέναντι στα παραδεδομένα. Μπορούμε άλλωστε να πούμε πως η παράδοση αναζωογονείται και ανασχηματίζεται κάθε φορά που την παραλαμβάνουμε.
Παντελής Μπουκάλας
,