12.3 C
Athens
Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

“Επτά επί Θήβας”. Η τραγωδία που ο εχθρός έχει το δικό μας πρόσωπο και το δικό μας όνομα

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής 30 Ιουνίου όλα τριγύρω μας ήσαν «εναργή, απτά και διά της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα». Η ορχήστρα της Επιδαύρου χερσότοπος, μια θανατηφόρα διαύγεια στην ατμόσφαιρα και μια χρυσή, λεπτότατη, στις κερκίδες ευωδιά που προερχόταν από το δάσος και την καυτή αρχαία πέτρα. Μέσα στη ζέστη – τύραννο, τα αυστηρά περιγράμματα να σπάνε, όλα να μπερδεύονται. Το θέατρο καλυμμένο με χώμα ψιλό σαν πούδρα. Μια βράση τα τζιτζίκια και εκστατικές να ξεσπούν του γκιώνη και των αηδονιών οι συνηχήσεις.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παρακολουθήσαμε το δράμα «Άρεως μεστόν», όπως χαρακτηρίζει ο Γοργίας τους «Επτά επί Θήβας». Δηλαδή έργο που πλημμυρίζει από το πνεύμα του πολέμου. Φαίνεται πως οι αρχαίοι θαύμαζαν πολύ αυτή την τραγωδία, πράγμα επόμενο βέβαια, εφόσον περιέχει την πολιορκία της πόλης, της οποίας η εκπόρθηση ή η κατάληψη στη φαντασία των αρχαίων ήταν θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος, αφού περιείχε τα ιερά και εξασφάλιζε την ασφάλεια των πολιτών της. Άλλωστε οι αντίστοιχες μνήμες από την επίθεση των Περσών ήταν ακόμα πολύ νωπές το 467 π.X. Ο πόλεμος ωστόσο αποτελεί μόνο τον καμβά εντός του οποίου γεννιούνται και παρουσιάζονται στα μάτια του κοινού τα θέματα του έργου. Της τραγωδίας που έχει να κάνει με την κατάρα του εμφυλίου και την εξαφάνιση από προσώπου γης και της τρίτης γενιάς της ίδιας οικογένειας.

Οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ξεχώρισε και συγκίνησε το κοινό και το περσινό καλοκαίρι. Φέτος επανήλθε στο αργολικό θέατρο, αποτελώντας την εναρκτήρια παράσταση του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στις 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου 2017.

Η εξαιρετικά δυνατή πολιτική τραγωδία του Αισχύλου, παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία του διεθνούς φήμης Λιθουανού Τσέζαρις Γκραουζίνις και σε μετάφραση του διαπρεπούς ποιητή Γιώργου Μπλάνα.

Το ρόλο του Ετεοκλή ερμήνευσε ο Γιάννης Στάνκογλου, η Κλειώ – Δανάη Οθωναίου υποδύθηκε την Αντιγόνη, η Ιώβη Φραγκάτου την Ισμήνη, ο Γιώργος Καύκας τον Άγγελο, ο Αλέξανδρος Τσακίρης τον Κήρυκα, o Γιώργος Παπανδρέου τον Πολυνείκη και μαζί τους ήταν ένας 14μελής χορός ηθοποιών.
Οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην αρχαία Αθήνα το 467 π.Χ. και βραβεύτηκαν ως μέρος της τετραλογίας Λάιος, Οιδίπους, Επτά επί Θήβας και του σατυρικού δράματος Σφιγξ, σε μια εποχή όπου η δημοκρατία έχει εγκαθιδρυθεί στην Αθήνα, αλλά έχουν αφήσει έντονα ίχνη σε αυτήν και την πολιτική της οι Περσικοί Πόλεμοι.

Αποτελεί το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου για τον Θηβαϊκό Κύκλο και το μοναδικό έργο της τριλογίας που σώζεται έως σήμερα. Με το έργο αυτό ο Αισχύλος κέρδισε τον ποιητικό αγώνα που πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο έτος της 78ης Ολυμπιάδας.

Ο μύθος

Η ιστορία της τραγωδίας είναι βασισμένη στο μύθο των γιων του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, Ετεοκλή και Πολυνείκη. Μετά την αποκάλυψη των φρικτών πράξεών του, ο Οιδίποδας άφησε τον θρόνο στους δύο γιους του, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν αρχικά να κυβερνούν εναλλάξ τη Θήβα. Μετά την άρνηση του Ετεοκλή να παραδώσει το θρόνο στον Πολυνείκη όμως, ο τελευταίος οργάνωσε με έξι ακόμα αρχηγούς (τον Άδραστο, τον Αμφιάραο, τον Καπανέα, τον Ιππομέδοντα, τον Τυδέα και τον Παρθενοπαίο) εκστρατεία εναντίον του Ετεοκλή και της πόλης της Θήβας. Η πολεμική αυτή σύγκρουση αναφέρεται με τον όρο «Επτά επί Θήβαις» και κατέληξε με νίκη των Θηβαίων, αλλά και τον θάνατο των δύο διεκδικητών του θρόνου.
Το ίδιο θέμα πραγματεύεται και η τραγωδία του Ευριπίδη «Φοίνισσαι», ενώ υπήρχε και το έπος «Θηβαΐς» το οποίο έχει χαθεί.

Οι “Επτά” είναι πάνω από όλα η ιστορία μιας Πόλης, της πόλης των Θηβών, και ενός Οίκου, του οίκου του Λαΐου, που αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέση θανάσιμης ασυμβατότητας. Η Θήβα νοσεί όσο ο οίκος του Λαΐου βασιλεύει. Η Θήβα απειλείται, όσο ο οίκος του Λαΐου υπάρχει επί γης. Η Θήβα αργοσβήνει, όσο οι απόγονοι του Λαΐου επιβιώνουν.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή, σύμφωνα με τον χρησμό του Απόλλωνα, ο Λάιος δεν πρέπει να τεκνοποιήσει, αν θέλει να βασιλεύσει σε μια ασφαλή, σταθερή Θήβα. Με άλλα λόγια, η Θήβα δεν μπορεί να ευημερήσει, όσο εμπεριέχει το σπέρμα του Λαΐου. Συνεπώς, η γενιά του Λαΐου πρέπει να εξαλειφθεί αύτανδρη από προσώπου γης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωτηρία της πόλης.

Η σύγκρουση των δύο γιων του Οιδίποδα είναι το κυρίως θέμα της τραγωδίας. Επτά αρχηγοί από κάθε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατεύματα παρατάχθηκαν εκατέρωθεν των επτά πυλών της πόλης. O Ετεοκλής και ο Πολυνείκης κατέληξαν να βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλο στην έβδομη πύλη.
Ο Ετεοκλής είναι ο μοναδικός κεντρικός ήρωας της τραγωδίας, ήρωας ατόφια αρχετυπικός. Η Θήβα βρίσκεται σε ασφυκτική κατάσταση πολιορκίας κι εκείνος προσπαθεί να οργανώσει την αντεπίθεση, σε μια μάχη καταδικασμένη να καταλήξει χωρίς πραγματικό νικητή.

Το έργο ξεκινά με το δεδομένο ότι ο Ετεοκλής είναι βασιλιάς στη Θήβα και ότι ο Πολυνείκης, ως ένας από τους επτά αρχηγούς του στρατού των Αργείων, βρίσκεται προ των πυλών, έτοιμος για την τελική επίθεση. Πουθενά δεν αποσαφηνίζεται ποιος από τους δύο έχει την αρχική ευθύνη για τη διαμάχη. Ο Ετεοκλής, που στο βάθος ελαύνεται και αυτός από τη δίψα για την εξουσία, εμφανίζεται, σε πρώτο επίπεδο, ως ο υπερασπιστής της απειλούμενης πόλης, που έχει να τιθασεύσει τις ανεξέλεγκτες αντιδράσεις των γυναικών της Θήβας οι οποίες απαρτίζουν το Χορό και να οργανώσει την άμυνα. Ο Πολυνείκης, ο οποίος αρχικά δεν εμφανίζεται επί σκηνής, παρουσιάζεται με τα μελανότερα χρώματα. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους επιδρομείς.
Ένας άγγελος κατάσκοπος, που παρακολούθησε την κλήρωση των “Επτά” σχετικά με την πύλη στην οποία θα επιτεθεί καθένας, έχοντας ως στοιχείο την περιγραφή των εύγλωττων εμβλημάτων των ασπίδων, ενημερώνει τον Ετεοκλή για τους επιτιθέμενους και εκείνος επιλέγει για κάθε πύλη τον κατάλληλο υπερασπιστή. Έτσι, στο τέλος θα βρεθεί ο ίδιος -ποιος άλλος θα ήταν άραγε καταλληλότερος; -στην έβδομη πύλη, απέναντι στον αδελφό του Πολυνείκη, που θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί απ’ αυτόν.
Έξω από τα τείχη της Θήβας τάσσονται οι Αργείοι του Πολυνείκη: άγριοι, βάρβαροι, αλαζόνες, υβριστές, θεομάχοι, ταυτισμένοι δυσοίωνα με τις χθόνιες δυνάμεις που κατανίκησαν οι Ολύμπιοι θεοί. Τα θηβαϊκά τείχη τα υπερασπίζονται τα τέκνα της θηβαϊκής γης με επικεφαλής τον Ετεοκλή. Σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους οι Θηβαίοι υπερασπιστές μάχονται με θάρρος για τη γη τους και ξεπληρώνουν με το αίμα τους το χρέος προς την πατρίδα που τους ανέθρεψε.
Οι άνδρες αυτοί είναι ό, τι απέμεινε από τους παλιούς Σπαρτούς, που αλληλοεξοντώθηκαν όλοι εκτός από πέντε, οι οποίοι κατέστησαν γενάρχες των Καδμείων. Άρα η αδελφοκτόνος σφαγή ενέχεται στα έγκατα της Θήβας.

Ο Κάδμος και η γενιά των Λαβδακιδών

Στην ελληνική μυθολογία, ο Κάδμος είναι γιος του Αγήνορα και της Τηλέφασσας, αδελφός του Φοίνικα, του Κίλικα και της Ευρώπης.
Όταν ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη, ο Κάδμος έψαξε για την αδερφή του, αλλά το Μαντείο των Δελφών του έδωσε διαταγή να σταματήσει το ψάξιμο και να ακολουθήσει μια αγελάδα κι όπου εκείνη σταματούσε, εκείνος να ίδρυε μια νέα πόλη. Έτσι ιδρύθηκε από τον Κάδμο η πόλη των Θηβών.
Ο Κάδμος σκότωσε ένα δράκοντα που φυλούσε μια πηγή γειτονικά της Θήβας. Ο δράκοντας όμως ήταν γιος του Άρη και της Νύμφης Τέλφουσας κι έτσι ο Κάδμος υποχρεώθηκε να υπηρετήσει ως δούλος τον Άρη για ένα χρόνο. Με εντολή του θεού ή με συμβουλή της Αθηνάς, σύμφωνα με άλλους μύθους, ο Κάδμος έσπειρε τα μισά δόντια του δράκου σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν Σπαρτοί. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας. Ως ανταμοιβή ο θεός του έδωσε για σύζυγό του την κόρη του, την πεντάμορφη Αρμονία. Ο Κάδμος δώρισε στη γυναίκα του ένα πέπλο φτιαγμένο από την Αθηνά κι ένα περίφημο περιδέραιο, γνωστό σαν το περιδέραιο της Αρμονίας, έργο του Ηφαίστου.
Κόρη του Κάδμου ήταν η Σεμέλη, η μητέρα του Διονύσου. Όταν γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Διόνυσος έφερε στη Θήβα (Καδμεία) και την οργιαστική του λατρεία, η οποία επέφερε σύγχυση και βρήκε πολλαπλή αντίδραση από τον συντηρητικό πληθυσμό της πόλης. Ο Κάδμος γέννησε τον Πολύδωρο και ο Πολύδωρος έκανε γιο τον Λάβδακο.
Ο Λάβδακος ήταν μυθικός βασιλιάς της Θήβας. Γιος του Πολύδωρου και της Νυκτηίδας, συγγενούς με τη Νύκτα. Η λέξη Λάβδακος σημαίνει χωλός (αδέξιος ή ηγεμών). Ιδρυτής της γενιάς των Λαβδακιδών. Πατέρας του Λάιου.
Ο Λάιος νυμφεύτηκε την Ιοκάστη, ηρωίδα της Βοιωτίας, κόρη του Μενοικέα, δισέγγονη του Εχίονα, ενός εκ των πέντε Σπαρτών, γνωστή και με το όνομα Επικάστη. Πριν γίνει βασιλιάς, όταν ήταν ανήλικος και τον επιτρόπευε ο Νυκτέος και ο Λύκος, ήταν «εξόριστος» στην Ηλεία, όπου τον φιλοξένησε και με χαρά ο βασιλιάς της, Πέλοπας. Όμως, ο Λάιος έκλεψε το γιο του Πέλοπα, Χρύσιππο, και τον έφερε στη Θήβα, όπου το καημένο βασιλόπουλο αυτοκτόνησε. Έτσι, ο Πέλοπας, οργισμένος και πληγωμένος για το χαμό του γιου του, καταράστηκε το Λάιο να μην αποκτήσει ποτέ παιδιά ή να σκοτωθεί απ’ το γιο του. Η Ήρα συμφώνησε με την κατάρα, ενώ ο Απόλλωνας τον συμβούλεψε να μην τεκνοποιήσει.
Όμως ο Λάιος μια νύχτα μέθυσε και έτσι η Ιοκάστη τον κατάφερε να συνευρεθούν. Έτσι, έπειτα από πολλά χρόνια ατεκνίας, απέκτησαν μαζί τον Οιδίποδα που, σύμφωνα με το Μαντείο, θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του, εν αγνοία του.

Ετεοκλής και Πολυνείκης

Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο σημείο που οι ευγενείς και φιλότιμοι νέοι της Θήβας γίνονται εργαλείο στα χέρια του Ετεοκλή. Αυτός οικειοποιείται και καταχράται τον πατριωτισμό τους και τους εμπλέκει σε έναν πόλεμο που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Παρομοίως οι Αργείοι γίνονται όργανο του αλλόφρονος Πολυνείκη, που ακυρώνει το όποιο δίκαιο της υπόθεσής του προβαίνοντας στο πλέον αδιανόητο και απονενοημένο διάβημα. Επιτίθεται και παραβιάζει την ίδια του τη γη, τη θηβαϊκή γη, όπως ο πατέρας του, αυτός όμως χωρίς να το γνωρίζει, είχε παραβιάσει το σώμα της μάνας του, της Ιοκάστης.
Οι Αργείοι, αφού οπλίστηκαν, πλησίασαν στα τείχη, και καθώς οι πύλες ήταν επτά, ο Άδραστος τοποθετήθηκε μπροστά στις Ομολωίδες, ο Καπανέας στις Ωγυγίες, ο Αμφιάραος στις Προιτίδες, ο Ιππομέδων στις Ογκαΐδες, ο Πολυνείκης στις Υψίστες, ο Παρθενοπαίος στις Ηλέκτρες, ο Τυδέας στις Κρηνίδες. Όπλισε και ο Ετεοκλής τους Θηβαίους, και αφού όρισε ισάριθμους αρχηγούς, τους παρέταξε αντίστοιχα.

Η κατάρα

Η Ζaklin de Romilly, που αναφέρεται στο βαθύτερο νόημα της τραγωδίας αυτής, γράφει: “Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος είδε στην υπόθεση δύο πράγματα: κατ’ αρχήν την ατμόσφαιρα μιας πολιορκημένης πόλης, κατατρεγμένης αλλά έτοιμης να αμυνθεί με ανδρεία. Έπειτα είδε το δράμα ενός ανθρώπου, που θα επιτεθεί κατά του αδελφού του, θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί από αυτόν, έτσι και μόνο επειδή μια κατάρα, συνέπεια μακράς σειράς λαθών και δυστυχιών, τον βαραίνει και τον υποχρεώνει…Το παράξενο είναι πως και οι δύο αντίπαλοι επικαλούνται τη βοήθεια των ίδιων θεών και οι θεοί θα εισακούσουν τις παρακλήσεις τους. Η Θήβα τουλάχιστον θα σωθεί!”.

Οι ασπίδες

Κεντρικό δομικό στοιχείο των «Επτά επί Θήβας» είναι τα επτά ζεύγη λόγων. Ο Ετεοκλής δίνει κάθε φορά την κατάλληλη απάντηση στην περιγραφή του κατασκόπου. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και που πιθανότατα οφείλεται στον Αισχύλο είναι οι περιγραφές των απεικονίσεων στις ασπίδες των «επτά», που δεν εξυπηρετούν βέβαια μόνο ένα στόχο, δηλαδή την αποφυγή της μονοτονίας, αλλά πολλούς ακόμη. Η περιγραφή των Επτά ανήκει στο σύμπαν του ομηρικού έπους.
Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι οι περιγραφές έργων τέχνης στην ελληνική λογοτεχνία είναι συχνές και ακόμη ότι η περιγραφή ασπίδων στον Αισχύλο ακολουθεί την επική παράδοση. Καινοτομεί ωστόσο με φαντασία ο Αισχύλος στο ότι δίνει συμβολική σημασία σ’ αυτά.

Η κοινή ανθρώπινη μοίρα

Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις μας μεταφέρει σε μια κατάσταση οδυνηρά οικεία. Όχι μοναχά εμείς οι Έλληνες αλλά όλοι όσοι κατοικούμε στην Ευρώπη σήμερα, ζούμε με την αίσθηση πως κάποιοι εξαιρετικά απειλητικοί εχθροί στέκονται έξω από τα εύθραυστα τείχη της συνηθισμένης, μίζερης αλλά βολικής και βολεμένης –ακόμη;– ζωής μας.
Δεν γνωρίζουμε το όνομα του εχθρού, γιατί ως γνωστός ο εχθρός έχει πολλά προσωπεία, πολλά ονόματα. Μερικές φορές όμως ανατριχιαστικά μοιάζει πως ο χειρότερος εχθρός μας έχει το δικό μας πρόσωπο, το δικό μας όνομα.
Χρειαζόμαστε απαραιτήτως και επειγόντως μια τραγωδία, προκειμένου να ανακαλύψουμε ξανά ότι είμαστε άνθρωποι και ότι μας ενώνει η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Το σίδερο και το ατσάλι θα γίνουν σκόνη, εμείς θα παραμείνουμε.
Μαζί με τους συντελεστές των «Επτά επί Θήβας», οι θεατές αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Προσπαθούμε να ερευνήσουμε πώς το κοινό μας ένστικτο επιβίωσης μπορεί να συμβαδίσει με την ανάγκη που έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας και είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε στα παιδιά μας, την ανάγκη να παραμείνουμε άνθρωποι, παρά τον φόβο, την ανασφάλεια, την απελπισία που βιώνουμε.

Με την τέχνη της ποίησης

Η παράσταση είναι μια οπτικά συγκλονιστική και συναισθηματικά συνταρακτική μεταφορά της τραγωδίας του Αισχύλου. Δεν αποπειράται καμία ιστορική ανασύνθεση. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά του απόλυτου ρεαλισμού αλλά και του ονείρου. Γεννήθηκε από ένα μάγμα ύφους, χαρακτηριστικό της τέχνης της ποίησης. Είναι μια αναμέτρηση ενός από τους πιο ανήσυχους σύγχρονους σκηνοθέτες μ’ ένα μεγάλο κείμενο των αρχαίων κλασικών.

Οι εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, η στοιχειωμένη, μυστηριακή ατμόσφαιρα της παράστασης, οι εκπληκτικές εικόνες που φορές θυμίζουν ζωγραφικούς πίνακες, η δεξιοτεχνία και η εφευρετικότητα των συντελεστών, συνθέτουν ένα πανέμορφο έργο, συναρπαστικό. Ένα έργο που ξεχειλίζει από ψυχικά χρώματα και ιδιαίτερα εμπνευσμένα μουσικά θέματα που επιμελήθηκε ο σπουδαίος συνθέτης Δημήτρης Θεοχάρης.

Τα σκηνικά του Κέννυ ΜακΛέλλαν και οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου δημιουργούν ένα εικαστικό τοπίο που συνάδει με τη λιτότητα και τη σεμνότητα των ημερών και αποτυπώνει την πονεμένη ομορφιά του γυμνού τοπίου, κονιορτοποιημένου από τη φθορά του χρόνου και της εξουσίας. Τα κοστούμια (του Κέννυ ΜακΛέλλαν, επίσης) αρχικά σε ξενίζουν. Στη συνέχεια όμως, και ειδικά στη σκηνή της τελικής μονομαχίας, που είναι ό, τι πιο συνταρακτικό έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο, αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει διττή έννοια και αμφισημία. Όταν το κομψό κοστούμι του τεχνοκράτη περιβάλλει η σκόνη, αργή και εύθρυπτη. Οι πληγές, τα συντρίμμια, η αιωνιότητα. Μέσα στη σκόνη απ’ τα παλιά που ποτέ δε φεύγει, πέφτει με πάταγο το ατσάλι των όπλων.
Εξαίρετη η χορογραφία – κίνηση του Έντι Λάμε, σκιαγραφεί τη μεταμόρφωση, τη μετουσίωση που υφίστανται όλοι οι άνθρωποι, καθώς αυτοπροσδιορίζονται απέναντι στον εχθρό, στον ξένο, στον άγνωστο, σε αυτόν που απειλητικά καραδοκεί προ των πυλών.
Πρώτα σεµνότητα, ταπεινότητα, αυτογνωσία, ύστερα ρητορεία. Αντιτάσσοντας τη δική του αρχαϊκή Ελλάδα στην κλασικίζουσα εικονογράφηση, ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις κατάφερε να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του κινήσεις σώματος και εκφράσεις προσώπου μοναδικές. Σώματα και πρόσωπα που «μιλούν» ακόμα κι όταν δεν μιλούν. Απλώς καλλιτέχνες που ποιούν ήθος.

Όπως μας εξηγεί ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας, που έχει κάνει και τη θαυμάσια μετάφραση, δεν είμαστε σε θέση σήμερα να γνωρίζουμε πώς τελείωνε τους «Επτά επί Θήβας» ο Αισχύλος, διότι καμιά τραγωδία δεν μας έχει παραδοθεί σε τόσο άθλια κατάσταση όσο αυτή. Τα δύο τρίτα του έργου ανήκουν στον Αισχύλο. Το υπόλοιπο ένα τρίτο – και δυστυχώς όχι συγκεντρωμένο σ’ ένα μόνο σημείο του έργου, αλλά διάσπαρτο – είτε αποτελείται από στίχους απλοποιημένους στην ελληνιστική εποχή, για διδακτικούς λόγους, ή σχηματίστηκε κατά προσέγγιση από τους νεότερους εκδότες, με βάση σπαρμένες λέξεις. Όλο αυτό το χάος, το οποίο συμμάζεψαν και προσπάθησαν να αποκαταστήσουν σπουδαίοι φιλόλογοι, δημιουργεί προβλήματα στο ύφος, το νόημα και τη δραματική εξέλιξη.
Κάποιος κατοπινός αντιγραφέας ή μεταφραστής θεώρησε καλό να προσθέσει ένα τμήμα που προετοιμάζει για την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Έχουμε όμως λόγους να πιστεύουμε πως το χαμένο αυτό τέλος δεν απείχε πολύ από την τριλογία της «Ορέστειας». Η συντριπτική νίκη των θεσμών επί του αίματος, των κανόνων Δικαίου επί της αδιάκοπης πορείας που συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, της ελευθερίας επί του προγονικού δεσμού.

Οι ερμηνείες

Ο Γιάννης Στάνκογλου ως Ετεοκλής ήταν εξαίσιος. Ένας ηθοποιός μεγάλος, που τείνει στο μεγαλείο και στη συντριπτική εξύψωση.
Εκπληκτικός και ο Γιώργος Καύκας (Άγγελος). Θαυμάσαμε την εσωτερική του ανταπόκριση και τον καθαρό του λόγο.
Ο Αλέξανδρος Τσακίρης έδειξε εμπειρία και ωριμότητα. Ως Κήρυξ εξωτερίκευσε με στιβαρότητα όλα τα στοιχεία της τραγωδίας.
Μια αδρότατη Αντιγόνη έπλασε η Κλειώ – Δανάη Οθωναίου, στο μέτρο της αρτιότητας.
Θετικότατη Ισμήνη, με αίσθημα, χρώμα φωνής και ισορροπία, η Ιώβη Φραγκάτου, που απέδειξε για άλλη μια φορά το εύπλαστο ταλέντο της.
Αξιόλογος, με σωστή παρουσία και ο Γιώργος Παπανδρέου ως Πολυνείκης.
Ολοκάθαρος, αρμονικός, με πάθος ο Χορός.

Η παράσταση του ΚθΒΕ ήταν μια παράσταση με εκρηκτικές εντάσεις και αναμφισβήτητα υψηλό ποιοτικό επίπεδο. Μια παράσταση με συγκλονιστική σε παραστατικότητα, που κύλησε σε δωρικό ρυθμό.
Κρατώ για το κλείσιμο την αγκαλιά των αδελφών στη μονομαχία. Μια αγκαλιά αρρενωπή, βίαιη, δυνατή, που ιδανικά χωρούσε την αγάπη και το μίσος. Σαν να άπλωσαν τις αγκαλιές τους και να σύναξαν μέσα τους όλο τον αδελφοκτόνο πόνο της ιστορίας μας.

Συντελεστές

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά – Κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Μουσική: Δημήτρης Θεοχάρης
Χορογραφία – Κίνηση: Έντι Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σαμαρτζίδου
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
ΔΙΑΝΟΜΗ: Γιάννης Στάνκογλου (Ετεοκλής), Γιώργος Καύκας (Άγγελος), Αλέξανδρος Τσακίρης (Κήρυξ), Κλειώ – Δανάη Οθωναίου (Αντιγόνη), Ιώβη Φραγκάτου (Ισμήνη), Γιώργος Παπανδρέου (Πολυνείκης).
ΧΟΡΟΣ: Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Δημήτρης Δρόσος, Ελένη Θυμιοπούλου, Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Βασίλης Παπαγεωργίου, Σταυριάννα Παπαδάκη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Αλεξία Σαπρανίδου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιώργος Σφυρίδης, Ευανθία Σωφρονίδου, Κωνσταντίνος Χατζησάββας.

Πληροφορίες

Αισχύλου
«Επτά επί Θήβας»
Επίδαυρος, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
(Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου)
Παρασκευή 30 Ιουνίου και Σάββατο 1 Ιουλίου 2017, στις 21:00

Οι Επίγονοι

Οι Επίγονοι που αναφέρονται στην Ελληνική Μυθολογία ήταν οι απόγονοι των Αργείων στρατηγών που είχαν εκστρατεύσει κατά της Θήβας στην εκστρατεία που είναι γνωστή ως «Επτά επί Θήβαις». Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, αυτοί ήταν ο Βασιλιάς του Άργους Αιγιαλεύς – γιος του Αδράστου, του μόνου που επέζησε από την εκστρατεία των «Επτά», ο διεκδικητής του θρόνου των Θηβών Θέρσανδρος – γιος του Πολυνείκη, ο Βασιλιάς της Καλυδώνος και ήρωας του μετέπειτα Τρωικού πολέμου Διομήδης – γιος του Τυδέως, ο Βασιλιάς των Μυκηνών Σθένελος – γιος του Καπανέως, ο Βασιλιάς της Αρκαδίας Πρόμαχος – γιος του Παρθενοπαίου, ο Αργείος ήρωας και αργοναύτης Ευρύαλος – γιος του Μικηστέως και οι δυο γιοι του Αργείου μάντη Αμφιάραου: ο Αλκμαίων (ο επιφανέστερος των Επιγόνων) και ο Αμφίλοχος.
Οι παραπάνω επίγονοι, δέκα έτη μετά την ατυχή εκστρατεία των γονέων τους, πλην του Ευρύαλου, κατά των Θηβών, εκστρατεύουν εκ νέου προκειμένου να εκδικηθούν την ήττα και το φόνο των γονιών τους βοηθούμενοι και από Κορίνθιους, Μεγαρείς, Μεσσήνιους και Αρκάδες «πειθόμενοι τεράεσσι θεών και Ζηνός αρωγή». Στη νέα αυτή εκστρατεία το μένος και η ορμή της εκδίκησης των Επιγόνων υπερφαλάγγισε την ισχυρή αμυντική παράταξη των Θηβαίων, οι οποίοι στη συνέχεια κατά συμβουλή του μάντη Τειρεσία αναγκάσθηκαν να παραδώσουν την πόλη τους και με αρχηγό τον Λαοδάμαντα, γιο του σφετεριστή Ετεοκλή, να καταφύγουν «συν γυναιξί και τέκνοις» στην Ιλλυρία. Στη συνέχεια οι Επίγονοι (πλην του Αιγιαλέως που έπεσε στη μάχη) υπό την αρχηγία του Αδράστου, κατ’ άλλους του Αλκμέωνος, εισήλθαν στη πόλη και αναγόρευσαν Βασιλιά τον Θέρσανδρο, γιο του Πολυνείκη (ανιψιό του σφετεριστή Ετεοκλή, εγγονό του Οιδίποδα)
Η εκστρατεία αυτή των Eπιγόνων, αν και μεταγενέστερη εκείνης των Επτά επί Θήβαις, δεν έχει εξακριβωθεί με την ίδια βαρύτητα της πρώτης ιστορικά, αν δηλαδή αποτελεί προϊόν ποιητικής εφεύρεσης που εξ ανάγκης γεννήθηκε προκειμένου να δικαιολογήσει την άμυνα, τη φυγή των Θηβαίων αλλά και την παρακμή και ασημότητα των Θηβών που ακολούθησε. Γεγονός όμως είναι ότι υπήρξε θέμα έπους εξ 7.000 στίχων αποδιδόμενο κατ’ άλλους στον Όμηρο, που αμφισβήτησε όμως ο Ηρόδοτος (Δ 32), κατ’ άλλο σχολιαστή του Αριστοφάνη, στον ποιητή Αντίμαχο τον Τήιο.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -