Αγάπης ελευθερία
Της Μαρίας Καβούρη
Ήταν απόγευμα. Μια ώρα σιωπής.
Είχε αποφασίσει να τρυγήσει το όνειρο
της προηγούμενης ζωής.
Η σιωπή αρωγός φιλενάδα
στο ταξίδι που θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι φορώντας μονάχα τη βέρα
που παντρεύτηκε με τη Στιγμή.
Τύλιξε ένα λευκό σεντόνι στο σώμα
και αφέθηκε σε μια θάλασσα μαγείας.
Μπήκε μέσα στο παιχνίδι των χρωμάτων τ’ ουρανού,
ψηλάφισε τα ερωτικά σώματα του Ήλιου και της Σελήνης
και μονολόγησε: «εραστές της Ζωής,
αιώνια καταραμένοι να ζουν για τους ζωντανούς…
φως και σκοτάδι σ’ ένα γάμο χρωμάτων
και τυφλών αισθήσεων μαζί! » σκέφτηκε,
«Ατέρμονος έρωτας ζωής και θανάτου!
Σ’ ανατολές και δύσεις αιώνια μαζί και συνάμα χώρια!
Ήλιε! Σελήνη! Τρελοί εραστές!»
Ο ουρανός έπαιζε αμπάριζα με το σούρουπο.
Κυκλοθυμικές πινελιές
μωβ, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, ροζ και γαλάζιο
επαναστατούσαν στο μουσαμά του ουράνιου πέπλου.
Η παλέτα της φύσης
άρχισε να διαγράφει έναν-έναν τους κανόνες της
και τα μάτια γέμισαν
από τη γέννηση μιας σιωπηλής ευτυχίας.
Κοίταζε το Άπειρο και μπήκε μέσα του.
Έκανε έρωτα μ’ όλα τα χρώματα, τα πουλιά και τ’ αστέρια
κι άφησε το φεγγάρι και τον ήλιο
ελεύθερα να γελούν και να τρέχουν
στο δικό τους συναίσθημα
Ο χρόνος συνέχιζε να γλιστράει τους δείχτες του ρολογιού.
Νωρίς το πρωί επισκέφτηκε την κάμαρα ο Μορφέας
και βιαστικός έφυγε.
Έκλεισε τα μάτια στην πρωινή νύχτα
και τα άνοιξε στη μεσημεριάτικη μέρα.
Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Νόμιζε πως προδόθηκε!
Δεν ήταν μέσα του!
Αντίκρισε σαν είδωλο μονάχα ένα γλάρο
δεμένο σε μια βέρα…
Την έβγαλε και την πέταξε γελώντας:
«κανείς δε σε πρόδωσε!» σκέφτηκε.
Άνοιξε το παράθυρο κι έφυγε πετώντας
να συναντήσει τον Αλλιώτικο Θεό.
Για μια στιγμή, νόμιζε πως ζει ένα όνειρο.
Ήταν τότε που άρχισε να πέφτει…
«Αν πέσω, θα πεθάνω!» σκέφτηκε.
Ξανάβγαλε φτερά
κι αποφάσισε να μην ξυπνήσει ποτέ…
* Διάκριση της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά