Ποιήματα της Πελαγίας Μπότση
-Η γάτα μου αγαπάει με τα μάτια-
Σε λίγο έρχονται οι επίσημοι προσκεκλημένοι.
Τα μικρά μας κλείσαν από νωρίς στα δωμάτια για ύπνο.
Από το σαλόνι ακούγονται να πουλάνε αχρησιμοποίητες λέξεις,
να ψάχνουν να αγοράσουν αχρησιμοποίητους ανθρώπους.
Ανοίγω την πόρτα,
κατεβαίνω την σκάλα χαμογελαστή,
ξαπλώνω στην πορσελάνινη πιατέλα.
Τώρα θαυμάζουν όλοι την ομορφιά μου.
Απολαμβάνουν την εξαίσια μυρωδιά μου.
Γλείφονται.
Η μητέρα δοκιμάζει πρώτη το αίμα μου
«Δε χορταίνεται αυτό το αίμα.
Ξεπουλημένο από εφτάψυχες
αγαπητουλούδες μαυρόγατες του Ευρίπου.
Χυμένο σε εκ στόματος εκτρώσεις “σ’ αγαπώ”
Γλειμμένο στην πληγή του ελαστικού λώρου του ευγενικού μου ανδρός».
Ο πατέρας αλείφει το μυαλό μου σε φρυγανισμένο ψωμί.
Προσφέρει στους φιλοξενούμενους αναφωνώντας
«grand délice!»
Πλησιάζει στο τραπέζι και η γάτα μας με ανασηκωμένη τη ράχη.
«Αυτό θα ήταν κανιβαλισμός» τη νουθετεί η κυρία του κυρίου.
Η γατούλα ψάχνει τα μάτια μου.
Πάντα αυτά προτιμούσε πάνω μου.
Μ’ αγαπάει.
Τα πετάει στο πάτωμα ο κύριος της κυρίας προτρέποντας τη γάτα να παίξει.
Αυτή τα δαγκώνει και περπατάει αργά προς το δωμάτιό μου.
-…
-…
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
-Για τον Μπαμπακάρ Ντιάε-
Αυτές ήταν οι μέρες του.
Δε λέει κανείς πως ήταν καλοκαίρι
Μα τα απογεύματα αν ήσουν τυχερός
Μπορεί και να’ βλεπες εξωτικά πουλιά
Να τσιμπολογάν το σάπιο αίμα στις ντόπιες στέγες.
Τούτος ο ήλιος τύφλωνε το χρόνο
Σαν καρφίτσα στην κόρη του χειμώνα.
Λάστιχο η στιγμή που ντύνονταν οι γυμνοί
Για το μεγάλο καρναβάλι.
Ο βασιλιάς καρνάβαλος θα καιγόταν
Χωρίς τραγούδια ή κλάματα
Όπως τα επικίνδυνα απόβλητα.
Αυτές ήταν οι μέρες του
Μα έφυγε κυνηγημένος
Μ’ ένα πήδημα στο ξέφτι του χρόνου
Ως τη μεγάλη Κυριακή.
Ως την ευλογημένη εκείνη μέρα που θα κλάψουμε
Έξω φρενών
Υστερικά
Μαζικά
Ανθρώπινα
Για ένα σκοτωμένο πουλί στις ράγες του τρένου.
-Διάφανη-
Πρωί
Καταπίνω την Αθήνα κάθε που χτυπούν τα ξυπνητήρια. Κοιμισμένοι διαμαρτυρόμενοι πνίγονται σε μια κουταλιά καφέ. “Να μη γεννιόμουν ποτέ, να πέθαινα, αχ, να πέθαινα τώρα” και δένουν τις γραβάτες πιο σφιχτά.
Μεσημέρι
Σχοινοβατώ σε σύρματα ηλεκτροφόρα. Χασκογελώντας, ξέρω τα σπουργίτια να τρομοκρατώ. “Την άνοιξη γίνομαι διάφανη” κι εκείνα χάνονται κολυμπώντας στον παγωμένο αέρα. Θέμα χρόνου κι η άνοιξη και ο χειμώνας.
Βράδυ
Πετώ κατακόρυφα. Τα πόδια μου βαστούν τον ουρανό. Τα χέρια μου ξεθάβουν νεκρούς. Ξεκινώ ανάσταση.
(Υπό εξέλιξη μέχρι να δω πως θα διαχειριστούν οι αναστημένοι το ξημέρωμα)
-Overture to a drama-
Καθρεφτίζομαι στο πιάτο του μεσημεριανού
μετά την καθιερωμένη ταφή μου στα συντηρητικά.
Μπορεί να έχω ήδη πεθάνει.
Απόμεινα γη.
Ένα εξηνταεννιά λάσπη κάθετη στη βροχή.
Όρθιος τάφος γεμάτος νερό.
Νεκρά φύση σε εξέλιξη.
Προσέξτε το παιδί που χάνεται…
Είναι πια νεκρή με μακριά μαύρα μαλλιά
Είμαι μια μικρή με μακριά μαύρα μαλλιά.
Έχει μουδιάσει το στόμα μου.
Τελευταίες λέξεις φύκια κάτω από τη γλώσσα.
Κακές λέξεις
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
“αναμονή”, “απορριπτέα”, “αποχωρισμός”.
Κακές λέξεις ως το τέλος.
Τέλος καλό.